1. "1984 παρά κάτι"
2. "Ποντικοπαγίδα"
3. "Αν τα παιδιά ήταν ενωμένα"
4. "Αγάπη και κοκτέιλ Μολότωφ"
«Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο.
Ξέρω πως η βουτηγμένη στο έγκλημα ζωή με οδήγησε σε αυτή την άθλια μοίρα, όμως,
κατηγορώ την κοινωνία. Η κοινωνία με έκανε αυτό που είμαι»
«Μαλακίες… Είσαι ένας
λευκός πάνκης των προαστείων σαν κι εμένα»
«Ναι, αλλά ακόμα πονάει».[1]
Έκλεισα την τηλεόραση. 65
ίντσες, πανέξυπνη, ασορτί με το έτος γέννησής μου. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές
έχω δει την ίδια ταινία. Δε βγαίνουν πια τέτοιες, σκέφτηκα, κι αμέσως ένιωσα το
μισό αιώνα -και βάλε -να μου κόβει τα γόνατα. Πενήντα πατημένα, τι περίμενες
δηλαδή; Ξυπνάς ένα πρωί και βρίσκεις τον εαυτό σου πεθαμένο, η αναπνοή σου
μυρίζει πτωμαΐνη, δεν έχεις σηκωθεί ακόμα από το κρεβάτι και σκέφτεσαι τι σκατά
έχεις να κάνεις μέσα στη μέρα μέχρι να ξανακοιμηθείς -και το χειρότερο είναι
ότι δεν έχεις να κάνεις τίποτα σημαντικό.
Νύχτωνε πριν πολύ καιρό. Αλλά
και τώρα -έξω από το παράθυρο είναι εκείνη η άθλια ώρα που τα φώτα στις κολώνες
δεν έχουν ακόμα ανάψει, όμως εσύ δε βλέπεις στα πέντε μέτρα. Η ώρα που νιώθεις
στα πρόθυρα της τύφλωσης, ή ακόμα χειρότερα της πρεσβυωπίας. Εντάξει, έχω
πρεσβυωπία και ποιος δεν έχει; Όμως όταν διαβάζεις ένα χαρτί, μια ιστοσελίδα,
τις οδηγίες για να βράσεις μακαρόνια κι εκεί που πριν 10 λεπτά έβλεπες
κανονικά, τώρα με το ζόρι διακρίνεις -είναι κάποιος τρόμος όσο να πεις… Κάτι
τρέχει με σένα. Πάντα κάτι έτρεχε με σένα κι εσύ έτρεχες πλάι του. Ιστορίες της
δεκάρας που τελικά σου εξασφάλισαν λίγες δραχμές, τότε που υπήρχε ακόμα το
νόμισμα, και υποτιμήθηκαν όπως ακριβώς κι εκείνο, με την είσοδό μας στο ευρώ.
Κάθισα στο στρογγυλό τραπέζι,
σιχαίνομαι τα στρογγυλά τραπέζια αλλά αυτό έχω τώρα, άνοιξα το λάπτοπ και το
λάπτοπ δεν άνοιγε γιατί είχε μείνει από μπαταρία, σηκώθηκα, το σύνδεσα στην
πρίζα, ξανακάθισα, σηκώθηκα πάλι, πήρα τσιγάρα, αναπτήρα, ένα φρέσκο ποτήρι
Στολίσναγια με τόνικ, όλα έτοιμα.
Καινούργια σελίδα, άναψα ένα Camelπάντα άφιλτρο, πάντα ανάποδα, ήπια
μια γερή γουλιά, ακούμπησα τα πλήκτρα -η πρώτη λέξη θα είναι…
Χτύπησε το τηλέφωνο. Το
γαμημένο τηλέφωνο στην άλλη άκρη του δωματίου, αραχτό στη βάση φόρτισης -γιατί
το αφήνω συνέχεια στη βάση; Τι το θέλω το ασύρματο τηλέφωνο αν το παρκάρω
μονίμως στη βάση του;
«Παρακαλώ;» βραχνή φωνή λόγω
παρατεταμένης αχρησίας.
«Ο κύριος Καστρινός;» πλούσια
γυναικεία φωνή, υπερβολική για τη συγκεκριμένη ώρα της μέρας.
«Ναι αυτός», κράτησα το
ακουστικό μακριά από το αυτί μου, ήμουν σίγουρος ότι θα ακολουθούσε κάποια
λεκτική υπερβολή, μια υπερπροσφορά για ρεύμα, τηλέφωνο, τηλεόραση, καπότες ξέρω
΄γω…
«Σας θέλει ο κύριος Βραχνάς»,
είπε η φωνή.
«Ποιος με θέλει;» απόρησα
σχεδόν σίγουρος ότι κοροϊδεύει τη φωνή μου.
«Ο κύριος Αλέκος καλέ…»
απηύδησε η φωνή στην άλλη άκρη.
«Α, ο κύριος Αλέκος…» έξυσα
ασυναίσθητα το κεφάλι μου. «Και λοιπόν;»
«Τι λοιπόν; Πότε μπορείτε να
περάσετε από το γραφείο του;»
«Τώρα».
«Τώρα δε γίνεται…» αγανάκτησε
η φωνή.
«Ε, τι με ρωτάτε τότε; Πότε
θέλετε εσείς να περάσω;» έγινα ξαφνικά πολύ υποχωρητικός, αλλά αυτά συμβαίνουν
άμα σε πιάνουν όταν έχεις να μιλήσεις σε άνθρωπο πάνω από μια βδομάδα.
«Αύριο το πρωί είναι καλά;»
γλύκανε η φωνή.
«Ξέρω ‘γω; Καλά είναι;»
παρέμεινα επιφυλακτικός.
«Εσείς να μου πείτε…»
αγανάκτησε ξανά η φωνή.
«Καλά είναι», απάντησα όλο
αποφασιστικότητα αλλιώς δεν θα τελειώναμε ποτέ το τηλεφώνημα.
«Εντάξει. Στις 11».
«Εντάξει -πού θα έρθω;»
«Στο γραφείο του κυρίου
Αλέκου…» έριξε μια τσιρίδα η φωνή.
«Ναι, πού είναι αυτό;» ένιωσα
ένοχα γιατί δεν το ήξερα.
«Κλεισθένους 10, στην
Καλλιθέα».
Κλείνοντας το τηλέφωνο
θυμήθηκα ότι δεν είχα ρωτήσει τι με ήθελε ο κύριος Αλέκος, τι γραφείο είχε,
ούτε ποιος πούστης ήταν αυτός ο κύριος Αλέκος στην τελική.
Κάθισα πάλι μπροστά στο λάπτοπ
αλλά είχα χάσει κάθε διάθεση για γράψιμο. Έτσι συμβαίνει όταν ζεις μόνος, κάθε
απρόοπτο σού προκαλεί παράνοια. Ζεις την τύφλωση της ρουτίνας, αν σου αλλάξουν τη
θέση μιας καρέκλας, χάνεις το δωμάτιο.
Ξάπλωσα πάλι στον καναπέ,
άνοιξα την τηλεόραση, έψαξα στην πλατφόρμα για κάποια σειρά με πολύ μυστήριο,
άφθονες ανατροπές -από αυτές που σε βοηθάνε να μη σκέφτεσαι. Είχα ανάγκη από
έναν ήσυχο θάνατο, γι΄αυτό ξέκοψα από όλους -κι από εκείνη. Ναι, αλλά ακόμα
πονάει.
Προηγούμενα:
Άφησα στοργικά τον Λεπτό Μαύρο
Δούκα να ξύσει το αριστερό γκριπ στον σαγρέ τοίχο του κτιρίου που έμοιαζε να έχει
δει και καλύτερες μέρες. Όπως κι ο Δούκας άλλωστε, το γυαλιστερό μαύρο
ντεπόζιτό του είχε καταντήσει πλέον ματ, η εξάτμιση θύμιζε μπουρί σόμπας -περνάμε
και γερνάμε, φίλε μου.
Κατέβηκα από τη σέλα αποφεύγοντας
τα καουμποϊλίκια, τα κόκαλά μου κουδούνισαν από την υγρασία, μύρισα τον αέρα -άκαυτη
βενζίνη, κάτουρο και λιγδιασμένες τυρόπιττες. Καλλιθέα -πάντα άσχημη, πλέον αμήχανη.
Έκανα δυο βήματα και
κοιτάχτηκα στη τζαμαρία ενός παπουτσάδικου -τα μαλλιά μου δεν είχαν ανακατευτεί
από το κράνος γιατί τα έκοβα πλέον εκνευριστικά κοντά, το τζιν και το δερμάτινο
μπουφάν κρέμαγαν κατά τόπους και φούσκωναν εκεί που άρχισα να βάζω κιλά,
ευτυχώς δεν είχα καταλήξει ακόμα εντελώς σαπιοκοιλιάς. Το τακούνι της δεξιάς
μπότας μου είχε μαζέψει κάποια τσίχλα την οποία θα φρόντιζα να ξεφορτωθώ διακριτικά
στο γραφείο του κυρίου Αλέκου.
Άψογος σε ελεγχόμενο χάλι.
Στάθηκα μπροστά στην
πλεξιγκλάς καφέ πόρτα της πολυκατοικίας και χάζεψα τα κουδούνια. Ευχήθηκα να
μην είχε κάποια εταιρεία με μυστήριο όνομα αυτός ο κύριος Αλέκος και μπορεί
κάποιος να με άκουσε τελικά γιατί η ταμπέλα έγραφε «Α. Βραχνάς και Συνεργάτες –
Δικηγορικό Γραφείο, 3οςόροφος». Κούμπωσα -τι σκατά δουλειά είχα με
δικηγόρους; Κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ με την ελπίδα να είναι αυτός ο
Βραχνάς εκδότης που θέλει να ξανακυκλοφορήσει κάποιο παλιότερο βιβλίο μου, ή να
μου προτείνει να γράψω κάτι καινούργιο -μαλακίες, προφανώς έβλεπα πολλές σειρές
στις συνδρομητικές πλατφόρμες τον τελευταίο καιρό.
Ανέβηκα μέχρι τον 3ομε ένα ασανσέρ που έσταζε χτιστό ιδρώτα -ασανσέρ δικηγόρου.
Το γραφείο του Βραχνά (και των
Συνεργατών) ήταν κουκλίστικο. Στον χώρο υποδοχής ένα στρογγυλό (τι άλλο;)
τραπέζι μελαμίνης στο χρώμα του άγουρου μήλου, μαύρες πλαστικές καρέκλες και
λίγο πιο μέσα, το γραφείο της κοπέλας με την πλούσια φωνή που μου είχε
τηλεφωνήσει. Από το ταβάνι κρέμονταν φωτιστικά που μάλλον ξέμειναν από την
τελευταία ανακαίνιση στο σπίτι του κυρίου Αλέκου και μεταφέρθηκαν εδώ για να
μην πάνε χαμένα. Απέφυγα τη ροτόντα με αέρινο στυλ και ο δεξιός μου αστράγαλος
βρήκε το πόδι μιας καρέκλας, την κράτησα τελευταία στιγμή γλιτώνοντας το
ρεζιλίκι καθώς πλησίαζα το γραφείο της κοπέλας που δεν είχε σηκώσει καν το
κεφάλι να με δει.
«Καλημέρα», ψιθύρισα συνεσταλμένα
γιατί έτσι πρέπει να μιλάς σε δικηγορικά γραφεία.
«Ο κύριος;» απόρησε η κοπέλα
ξεφυλλίζοντας μια ατζέντα.
«Καστρινός, με είχατε
καλέσει…»
Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι
-είχε πατήσει τα σαράντα προ πολλού αλλά δε φαινόταν να το παραδέχεται. Με σημάδεψε
με ένα κόκκινο μακρύ νύχι και μετά έφερε ένα δεύτερο μπλε του ίδιου χεριού να
κάνει παρέα στο κόκκινο, χαμογέλασε αφήνοντάς με να δω τόνους κραγιόν ν’
αργοσαλεύουν κι ένα κρεμ σάλι έπεσε από τους ώμους της.
«Καλώς ήρθατε… Ο κύριος Αλέκος
σας περιμένει, περάστε, περάστε…»
Τι σόι πλάκα ήταν αυτή τώρα;
Προχώρησα διστακτικά μέχρι τη βαριά μπεζ πόρτα, χτύπησα, προφανώς κανένας δε με
άκουσε από μέσα.
«Ανοίξτε, σας περιμένει»,
φώναξε η κοπέλα.
Αυτό σίγουρα το είχε ακούσει ο
κύριος Αλέκος γιατί άνοιξε εκείνος την πόρτα διάπλατα και χαμογέλασε. Εξίσου
διάπλατα.
«Ήρθες επιτέλους ρε μούτρο;»
πανηγύρισε βλέποντάς με.
Τον κοίταξα.
Πουκάμισο χρώματος εκρού με
τεζαρισμένα τα κουμπιά στην κοιλιά, γραβάτα χαλαρωμένη, παντελόνι τεριλέν,
παπούτσια ακριβά αλλά στραβοπατημένα, μαλλί άσπρο όπου δεν έπιανε η φαλάκρα.
«Ήρθα», παραδέχτηκα.
«Έλα μέσα», φώναξε τραβώντας
με από το χέρι και κλείνοντας την πόρτα πίσω μας.
Ήρθα μέσα, βολεύτηκα και σε
μια πολυθρόνα στην από εδώ πλευρά ενός μαύρου γραφείου που δεν κόλλαγε καθόλου
με το υπόλοιπο βαρυφορτωμένο δωμάτιο, εκείνος έσκασε σα σακί πατάτες σε μια επιβλητική
πολυθρόνα στην από εκεί πλευρά του γραφείου -μείναμε να κοιταζόμαστε σα
μαλάκες.
«Θες καφέ;» ρώτησε στο τέλος.
«Άστο να μένει…» είπα.
«Δε με γνώρισες ακόμα ξεφτιλισμένε
Μπουρζουά;» ξεκαρδίστηκε.
Τον κοίταξα πιο προσεκτικά.
Μπουρζουά με έλεγαν πριν πολλούς αιώνες κάμποσοι κομμουνιστές σταλινικής
προελεύσεως κάνοντας φτηνό χιούμορ με το επώνυμό μου. Τότε ήμασταν φοιτητές κι
ο κόσμος έπρεπε να αλλάξει -μέχρι που πάψαμε να είμαστε φοιτητές κι ο κόσμος
άλλαξε προς το χειρότερο. Έτσι, έμεινα να τον κοιτάζω αμίλητος ενώ κοπάναγα το
κράνος στα γόνατά μου από αμηχανία.
«Ο Αλέκος είμαι ρε… Ο Μουσάτος
έτσι με λέγατε… γαμημένοι Αυτόνομοι γκομενίτσες», ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο
Αλέκος (όχι πια κύριος) ο Μουσάτος.
Ο Μουσάτος. Δήθεν καθοδηγητής
στη σχολή αλλά το κόμμα τον είχε γραμμένο κανονικά. Τράβαγε εκεί πέρα κάτι
αναλύσεις περί υπαρκτού, οι φωτισμένοι ηγέτες γίνονταν την επομένη αιμοσταγείς
δικτάτορες χωρίς να ιδρώσει το μούσι του Μουσάτου, παπάρας όσο να πεις -μονίμως
της προσκολλήσεως. Ποτέ δεν κατάλαβα αν επεδίωκε να βγάλει γκόμενα ή να γράψει
μέλη στο κόμμα. Και δε χάρηκα καθόλου που τον ξαναείδα.
Έβγαλα τα τσιγάρα από τη μέσα
τσέπη του μπουφάν, αφήνοντάς τον να χαζέψει τη στάμπα IAmaCliché που φιγουράριζε
στη μπροστινή πλευρά του φούτερ μου. Τον είδα ότι αηδίασε κάπως, αλλά το έκρυψε
-κανονικός δικηγόρος. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν του έδειξα το τσιγάρο -ζορίστηκε
αλλά βρήκε κάπου ένα μεταλλικό παπάρι, τύπου γουδί σε μικρογραφία και το
έσπρωξε προς το μέρος μου. Άναψα το τσιγάρο, τράβηξα δυο γερές τζούρες πριν
ρίξω τη στάχτη μου.
«Ο Μουσάτος λοιπόν…»
μουρμούρισα όπως είχα δει να κάνουν οι ντετέκτιβ στις παλιές ταινίες. «Και πώς
να σε γνωρίσω χωρίς τα μούσια ρε παιδί μου;»
Γέλασε σφιγμένα.
«Γερνάμε Καστρινέ… κι εσύ
άσπρισες όσο να πεις… Αλλά το μαλλί ατόφιο ρε μπαγάσα. Εγώ άρχισα να τα χάνω
όπως βλέπεις…»
«Ποια;» απόρησα γιατί αν
εννοούσε τα μαλλιά, το σωστό θα ήταν να πει ότι πλέον σπανίως τα έβρισκε.
«Τα μαλλιά -ποια; Τα μυαλά ρε
Καστρινέ;» αγανάκτησε.
Ένευσα. Οι άνθρωποι που ζητούσαν
να συνεννοηθούν μαζί μου έπρεπε να διαθέτουν την απαραίτητη υπομονή κι ο
Μουσάτος έδειχνε να βιάζεται μη ελεγχόμενα.
«Τέλος πάντων», είπα, γιατί
είχα αρχίσει να κουράζομαι. «Προς τι όλο αυτό;»
Ο Μουσάτος έγειρε πάνω στο
γραφείο, οι αγκώνες του έκαναν τα εκρού μανίκια να τσιρίξουν.
«Είμαστε κυβέρνηση, Καστρινέ»,
είπε σιγά.
«Κάτι έχω ακούσει σχετικά», παραδέχτηκα.
«Όλα αλλάζουν…»
«Ποια όλα;» απόρησα.
«Όλα», είπε με μυστήριο ύφος.
Το άφησα να περάσει γιατί το
τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να μπλέξω σε πολιτική συζήτηση με το Μουσάτο.
«Το κόμμα σε χρειάζεται», μου
είπε δήθεν αδιάφορα.
«Εμένα; Δεν έχει κανονικά μέλη
το κόμμα;»
«Μην ξηγιέσαι τώρα… Τόσα
χρόνια σας στηρίξαμε όσο μπορούσαμε…»
«Ποιους;» ρώτησα και το
μετάνιωσα επιτόπου. Δε θα τη γλίτωνα την πολιτική κουβέντα τελικά.
«Εσάς, εσένα, τους δικούς
σου…»
«Μάλλον με μπερδεύεις με
κάποιον άλλο», εξήγησα.
«Άστα τώρα Καστρινέ. Από τις
σχολές, όποτε βρίσκατε τα σκούρα…»
«Από τις σχολές όποτε βρίσκαμε
τα σκούρα, τα κάναμε μαύρα -γνωστό αυτό. Και ας μη συζητήσουμε πόσο ήσουν στο
κόμμα που σήμερα είναι κυβέρνηση, σα φοιτητής, έτσι Αλέκο;»
Έγειρε πίσω.
«Τελικά θα το πάρω εκείνο το
τσιγάρο», μούγκρισε.
Επειδή δεν του είχα προσφέρει,
μου πήρε κάνα λεπτό μέχρι να καταλάβω ότι εννοούσε τα δικά μου. Χαμογέλασα -από
παλιά ήταν μέγας τρακαδόρος ο Μουσάτος.
Του πέταξα το πακέτο μαζί με
τον ζίπο για φουλ εξυπηρέτηση κι εκείνος το στραπατσάρισε με τις χερούκλες του,
έτρεμα ότι θα κοπάναγε τον ζίπο στα πατώματα για ν΄ανάψει -ποτέ μην εμπιστεύεσαι
τα πράγματά σου σε πρώην μουσάτους, το σημείωσα για να το θυμάμαι σε
ανάλογες καταστάσεις.
«Είναι δύσκολα τα πράγματα,
Καστρινέ», είπε προσπαθώντας να μην πνιγεί από το τούρκικο χαρμάνι. «Ακόμα δεν
αναλάβαμε και μας περιμένουν στη γωνία…»
Αδιαφόρησα και το έδειξα
κιόλας, απλώνοντας τα πόδια μου για να ξεμουδιάσουν.
«Το Σαμουράι τον θυμάσαι;» μου
πέταξε στο ξαφνικό.
Τον θυμόμουν και του το είπα.
Ο Σαμουράι υπήρξε μεγάλος γκόμενος τα χρόνια της σχολής και δυνατό κομματικό
στέλεχος. Έκανε καταπληκτικά πάρτι, είχε ιδέες απ΄αυτές που μπορούσαν να
σταθούν χωρίς γιουχάισμα για πάνω από μισάωρο -εντάξει, στην πρακτική τα χάλαγε
κάπως, την πολιτική πρακτική εννοώ, γιατί σε σχέση με τις κοπέλες δεν είχα
ακούσει παράπονα.
«Θέλει να βρεθείτε», είπε ο
Αλέκος.
«Ο Σαμουράι;» απόρησα.
«Ναι»
«Και γιατί δε με έπαιρνε ένα
τηλέφωνο;»
«Δεν το είχε».
«Ούτε εσύ, νομίζω…» τον
γείωσα.
«Τέλος πάντων, ήθελε να σε
βολιδοσκοπήσω πρώτα…» μουρμούρισε ο Αλέκος καθώς πίεζε άτσαλα το τσιγάρο στο,
ας το πούμε, τασάκι.
Έμεινα να κοιτάζω όσο το χαρτί
σκιζόταν και τα δάχτυλά του γέμιζαν με κομματάκια καπνού -κρίμα το τσιγάρο…
«Καλώς. Εγώ να πηγαίνω», είπα
τελικά.
«Δηλαδή…» μουρμούρισε ο
Αλέκος.
«Ναι, αυτό δηλαδή. Με
βολιδοσκόπησες, δεν ενδιαφέρομαι, χάρηκα που τα είπαμε -τα ξαναλέμε σε 30
χρόνια», έκανα καθώς σηκωνόμουν.
«Πώς ξέρεις ότι δεν
ενδιαφέρεσαι;» έκανε μουλωχτά.
«Έχω έκτη αίσθηση -τι να πω;» παραδέχτηκα
σεμνά.
«Κάνε μου τη χάρη να δεις το
Σαμουράι και μετά αποφασίζεις», πρότεινε.
«Να σου κάνω τη χάρη…»
μουρμούρισα.
Εντάξει, δεν είχα τίποτα να
χάσω, αλλά αυτά τα καργιολίκια για βολιδοσκοπήσεις και ενδοσκοπήσεις με έκαναν
έξαλλο.
«Σε χρειαζόμαστε ρε φίλε -δε
θα πάθεις και κάτι να μας βοηθήσεις», είπε ο Αλέκος.
«Ποιοι με χρειάζεστε;»
Έκανε να πει «το κόμμα», αλλά
μαζεύτηκε.
«Όχι μόνο ο Σαμουράι…
Πρόκειται για υπόθεση που αφορά δικούς σου».
«Δικούς μου; Δεν έχω πλέον
δικούς μου, Αλέκο -είμαι ένας μόνος μου», είπα.
«Δες το Σαμουράι ρε Καστρινέ,
τι σου ζητάμε δηλαδή; Μη μας γαμείς το κέρατο στο κάτω-κάτω…» έπεσε πίσω στην
πολυθρόνα βαρύθυμα ο Αλέκος.
Του γύρισα την πλάτη και πήγα
προς την πόρτα. Πριν την ανοίξω κοντοστάθηκα, ικανοποιημένος από τον εαυτό μου
γιατί τελικά τα είχα ακόμα αυτά τα παλιά στυλάκια.
«Ας πούμε ότι τον βλέπω, Αλέκο
-με παρακολουθείς;» έκανα πονηρά.
Ένευσε.
«Με τη βολιδοσκόπηση τι
γίνεται;» συνέχισα.
Με κοίταξε μπερδεμένος.
«Πώς με έκοψες ρε παιδί μου;
Πρόθυμο να σας βοηθήσω;»
Γέλασε.
«Θα βοηθήσεις», είπε.
Σήκωσα τους ώμους, δεν
καταλάβαινα καθόλου πώς δούλευε το μυαλό του, αλλά είχα κουραστεί κιόλας.
Έπρεπε να φύγω γρήγορα από εκεί μέσα και για να γίνει αυτό -όχι με το Σαμουράι,
αλλά με τον Κόμη Δράκουλα θα ήμουν πρόθυμος να κλείσω ραντεβού.
«Αύριο την ίδια ώρα είναι
καλά;» με ρώτησε ο Αλέκος.
«Είναι;» ρώτησα κι εγώ με τη
σειρά μου.
«Μια χαρά είναι», αποφάσισε ο
Αλέκος.
«Εντάξει», είπα.
«Εντάξει», είπε κι αυτός. «Γειά
σου Καστρινέ με τα κλαρίνα σου…»
Κοντοστάθηκα.
«Ναι, αλλά πού;» απόρησα.
«Άστο σε μας», χαμογέλασε ο
Αλέκος.
Τι άλλο να έκανα; Το άφησα
σ΄αυτούς και βγήκα από το γραφείο του πριν του έρθει καμιά όρεξη για ψιλοκουβέντα.
Η ξανθιά μου έσκασε ένα
χαμόγελο γκραν γκινιόλ.
«Όλα εντάξει με τον κύριο
Αλέκο;» ενδιαφέρθηκε να μάθει.
«Ναι -βγάζει γούστα», είπα
σιγανά.
Αλλά ο κύριος με το γκρι
κοστούμι που περίμενε στην απέναντι καρέκλα το άκουσε.
Οδήγησα το Δούκα αργά -μάλλον
ο Δούκας με οδήγησε – κι αυτό συμβαίνει όταν δεν έχεις αποφασίσει τον προορισμό
σου. Περάσαμε πλάι από πολυτελή ξενοδοχεία, ακουμπήσαμε λίγο στην παλιά σχολή
που έμενε ίδια έχοντας αλλάξει εντελώς, ή έτσι ήθελα να πιστεύω τέλος πάντων, μπλοκάραμε
στην κίνηση για το κέντρο της πόλης. Πού πάμε τώρα;
Ξαφνικά με έπιασε μια φοβερή
πείνα, κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα ήταν σωστή -τέτοια ώρα τρώνε μεσημεριανό οι
γέροι, όσο οι πιτσιρικάδες φτιάχνουν το πρωινό τους.
Ανέβηκα λοιπόν το πεζοδρόμιο
ενός πολυτελούς μπεργκεράδικου -απ΄αυτά που στην Αμερική τα έχουν για να
ταΐζουν τους άστεγους, αλλά στην Αθήνα τα πληρώνουμε γκράντε -σα να πρόκειται
για τριάστερα της Μισελέν.
Μπαίνοντας, χρειάστηκα μισό
λεπτό για να συνηθίσω το ημίφως ενώ οι Φόρινερ μου χτένιζαν το νευρικό σύστημα
-απορώ ποιος μαλάκας αποφάσισε ότι η χαρντ ροκ είναι κατάλληλη για φαγάδικο,
εντάξει, νιώθεις ότι μπήκες σε παρακμιακό μπιλιαρδάδικο της Αλαμπάμα, αλλά,
διάολε, μπιφτέκι ήρθες να φας, όχι να παίξεις ξύλο με χαρλεάδες…
Βολεύτηκα σε ένα από τα
τραπέζια που δεν είχαν θέα προς το δρόμο, δεν ήθελα να βλέπω, δεν ήθελα να με
βλέπουν και γενικότερα δεν ήθελα. Μια κοπελίτσα τίγκα στις κονκάρδες με
πλεύρισε πριν ακόμα ακουμπήσω το κράνος δίπλα μου.
«Καλησπέρα, είστε έτοιμος να
παραγγείλετε;» χαμογέλασε.
Κοίταξα τις κονκάρδες πάνω στο
κόκκινο μπλουζάκι, όλο κοινότυπα σλόγκαν έγραφαν -θυμήθηκα την εποχή που
κονκάρδα σήμαινε μουσική και πολιτική τοποθέτηση -χαμογέλασα με τη σειρά μου.
«Το 7», της έδειξα στον
πλαστικοποιημένο κατάλογο.
«Πολύ ωραία», επικρότησε.
«Και ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα
κι ένα Τζακ σκέτο».
«Τίποτα άλλο;»
Τι άλλο βρε χρυσό μου
κορίτσι; Κέρασε όλον τον κόσμο από μια τσικουδιά ξέρω ΄γω -ποιον κόσμο
δηλαδή, εγώ κι ο κανένας ήμασταν στο μαγαζί.
«Τίποτα, ευχαριστώ»,
μουρμούρισα.
Με το που έφυγε, έβγαλα το
κινητό κι άρχισα να γκουγκλίζω τον Σαμουράι -εντάξει το επίθετο το θυμόμουν,
αλλά το μικρό του όνομα με δυσκόλεψε -πώς διάολο τον έλεγαν; Εγώ Σαμουράι τον
ήξερα πάντως…
Το γύρισα στις εικόνες μπας
και βγάλω άκρη -μαλακίες, δεν υπήρχε περίπτωση να αναγνωρίσω τον Σαμουράι, 30
χρόνια μετά την τελευταία φορά που τον είχα δει. Ψάξτο αλλιώς -συνδύασέ τον με
το κόμμα ή την κυβέρνηση… Το έκανα -με το κόμμα απέτυχα, αλλά με την κυβέρνηση
έβγαλα λαγό. Ο Σαμουράι είναι Γενικός Γραμματέας στην Προεδρία της Κυβέρνησης
-τι λες ρε παιδί μου… Κατανοητή η βολιδοσκόπηση από τον Μουσάτο, αλλά
ακατανόητη η επιμονή του για συνάντηση εφόσον δεν έδειξα πρόθυμος. Ήρθε η μπύρα
και η πιατέλα με το μπέργκερ και τις πατάτες, το φαγητό ήταν αρκετό για να σιτιστεί
ένας λόχος, επειδή όμως δεν υπήρχε ψυχή γύρω μου, αποφάσισα να μην περιμένω και
να πέσω με τα μούτρα. Πεινούσα.
Στις δυο μπουκιές χόρτασα
βέβαια. Έχουν αυτόν τον κιμά τα μπέργκερ που σε κάνει να νιώθεις μια ματαίωση,
μια απογοήτευση -δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό, ή αν συμβαίνει μόνο σε μένα. Έσπρωξα
ακόμα λίγο φαγητό με τη μπύρα και αποφάσισα να το συζητήσω το όλο θέμα. Κάπως
έτσι, ήρθε και θρονιάστηκε απέναντί μου ο φοβερός Άρης Μαλτέζος, Θανάσιμος Μεταφορέας
το επάγγελμα. Μου χαμογέλασε -δεν έκανα το ίδιο, μη με περάσουν και για τρελό -έστρωσε
προς τα πίσω τα μαλλιά του, εντελώς μάταια, αφού ένα τσουλούφι έπεσε στο μέτωπό
του και κοίταξε λιμάρικα το ποτήρι με το Τζακ.
Τότε μου ήρθε μια διάθεση για
κανιβάλισμα και τράβηξα μια γερή γουλιά δείχνοντας απέραντη ικανοποίηση, όσο
βολευόμουν καλύτερα στον δικό μου πάγκο.
«Έχετε απ΄αυτό, εκεί που
είσαι;» τον ρώτησα -από μέσα μου βέβαια.
«Έχουμε ότι νομίζουν πως
χρειαζόμαστε, αλλά όχι ότι πραγματικά χρειαζόμαστε», μουρμούρισε.
«Και τι νομίζουν ότι
χρειάζεστε;» απόρησα.
«Τίποτα -είμαστε αυθύπαρκτοι,
άρα είμαστε αυτάρκεις», χαμογέλασε.
«Δικός σου ο πόντος, αλλά δεν
ήρθες να μιλήσουμε για αυτό», παραδέχτηκα.
«Ναι, νομίζω ότι εδώ πέρα
υπάρχει μια υπόθεση χωρίς λεφτά αλλά με πολλούς μπελάδες -άρα θα την αναλάβεις,
ακόμα κι έτσι όπως είσαι ντυμένος», είπε.
«Τώρα, είναι λόγοι αυτοί για
να αναλάβω μια υπόθεση; Αν υπήρχε τουλάχιστον κάποια γυναίκα, κάποιος φίλος…»
«Κάποιος φίλος, καλά το
είπες», με διέκοψε.
«Δεν ήμουν ποτέ φίλος με το
Σαμουράι».
«Πώς εννοείς τους φίλους σου;»
ζήτησε να μάθει.
«Εννοώ… κάποιος που έχουμε
μοιραστεί το τελευταίο τσιγάρο όταν το πάρτι έχει τελειώσει κι έχουμε ξεμείνει
μόνοι μας…»
«Κι όσοι ήταν μέσα στο πάρτι;»
«Εξαρτάται…»
«Από τι;»
«Από τη μουσική που ακούνε,
ξέρω ΄γω;»
«Καλά το είπες», χαμογέλασε.
«Εννοείς…»
«Αν δεν τον νοιώθεις φίλο σου,
τι διάβολο κάνατε μαζί στο πάρτι; Και γιατί πήγες τελικά;»
Δάγκωσα ακόμα ένα κομμάτι
μπέργκερ και μου ήρθε η επιθυμία να το φτύσω επιτόπου, αλλά το κατάπια για
λόγους ευγένειας.
«Ας μιλήσουμε καθαρά», ζήτησα.
«Νόμιζα ότι αυτό κάναμε», διαμαρτυρήθηκε.
«Εντάξει, βρεθήκαμε στην ίδια
πλευρά, για λίγο και όχι την ώρα που η κατάσταση έκαιγε. Αλλά κάποια στιγμή
κοίταξε την πάρτη του, ίσως από την αρχή αυτό να κοίταζε κι εγώ να μην το είχα
πάρει χαμπάρι. Μου χρωστάει, δεν του χρωστάω…»
«Βιαστική λογιστική, για να
σφραγίσουμε τα βιβλία», γέλασε χαιρέκακα. «Όμως ο λογιστής είναι κάποιος που
τέτοια ώρα γυρίζει στο σπίτι ελπίζοντας να μην έχει όρεξη η γυναίκα του για
κουβέντα, να διαβάζει τα μαθήματά του το παιδί κι εκείνος να κρυφτεί αθόρυβα σε
μια πολυθρόνα περιμένοντας να τελειώσει το μαρτύριό του. Εσύ πάλι…»
«Εγώ πάλι δε γράφω βιβλία, δεν
έχω γυναίκα να με περιμένει, ούτε παιδί και δεν γυρίζω από πουθενά γιατί
πουθενά δεν πάω -το ‘πιασα», παραδέχτηκα.
«Καιρός είναι λοιπόν να πας
κάπου», είπε ο Μαλτέζος και σηκώθηκε χώνοντας τα χέρια του στο μακρύ μαύρο
παλτό του.
«Ας πάω λοιπόν…» μουρμούρισα, κανονικά,
όχι από μέσα μου.
Κοίταξα τριγύρω μήπως με πήραν
χαμπάρι, αλλά ο κόσμος αδιαφορούσε για τις μαλακίες μου.
Ποιος κόσμος δηλαδή;
«Να τα μαζέψω, να μη σας
ενοχλούν;» με ρώτησε η γκαρσόνα.
Ναι, μάζεψέ τα γιατί έχω να
ρίξω πασιέντζα, είπα. Από μέσα μου.
Προηγούμενα:
«Ξέρω πως μοιάζω. Μοιάζω
σαν αλήτης. Είμαι αλήτης»
«Δεν είσαι αλήτης. Κι αν
πρόσεχες λίγο την εμφάνισή σου θα μπορούσες ακόμα και να βρεις μια δουλειά που
να σου αρέσει»
«Δεν έχει εφευρεθεί ακόμα
δουλειά που να μου αρέσει»[1]
Ξάπλωσα καλύτερα στον καναπέ, νύσταζα αλλά δεν
υπήρχε περίπτωση να χάσω το τέλος της ταινίας. Το είχα ξαναδεί και θα το
ξανάβλεπα. Γιατί, ξέρεις, υπάρχουν τρεις κατηγορίες ταινιών:
-Αυτές που τις βλέπεις πολλές
φορές.
-Αυτές που τις βλέπεις μια
φορά μόνο.
-Αυτές που δεν θα ήθελες να
έχεις δει ούτε μια φορά.
Όσες κουβαλάω ανήκουν στην
πρώτη κατηγορία κι όταν λέω ότι τις κουβαλάω δεν εννοώ μόνο σε κούτες στις
μετακομίσεις… Είμαι παλιές ταινίες και βιβλία που όσοι τα έγραψαν έχουν πεθάνει
κατά κάποιο τρόπο και τραγούδια που όσοι τα είπαν θα έπρεπε να έχουν πεθάνει επίσης.
Η ταινία τελειώνει κι εγώ δε
νυστάζω, όμως σε λίγο βρίσκομαι να κοιμάμαι στον καναπέ ενώ η τηλεόραση παίζει εκείνη
την ισπανική σειρά που κάποιος έχει Αλτσχάιμερ αλλά είναι και αρχηγός της
τοπικής μαφίας και τέλος πάντων κοιμάμαι ξέροντας ότι κοιμάμαι, αλλά ακούω τους
θορύβους του σπιτιού γιατί οι ηλεκτρικές συσκευές ποτέ δεν κοιμούνται. Αυτό
γίνεται…
Μέχρι που χτυπάει το τηλέφωνο.
Κάπου… Δεν είναι για μένα οπότε συνεχίζω τον ύπνο μου αλλά συνεχίζει να χτυπάει
γιατί είναι για μένα, για ποιον θα ήταν; Δε μένει άλλος στο σπίτι. Σηκώνομαι
από τον καναπέ ανακαλύπτοντας ότι φοράω ακόμα τα ρούχα μου, βρίσκω το τηλέφωνο
στη βάση του (πού αλλού θα ήταν το ασύρματο;) κάθομαι πάλι στον καναπέ γιατί
νιώθω ζαλάδα.
«Ναι;» απλό, λιτό και κρύβει
τη βραχνάδα.
«Καλημέρα -είμαστε από κάτω,
στο αυτοκίνητο», αντρική φωνή μέσα από το θόρυβο του δρόμου.
«Από κάτω;»
«Από το σπίτι σας…»
«Και;»
«Σας περιμένουμε».
Ε, βέβαια… Τι άλλο θα μπορούσε
να κάνει κάποιος εφόσον βρίσκεται κάτω από το σπίτι σου;
«Έρχομαι σε δυο λεπτά»,
μουρμουρίζω.
Τρέχοντας προς το μπάνιο
σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να τους καλέσω να ανέβουν -αλλά έχω τα χάλια μου. Κι
εγώ και το σπίτι. Και μετά σκέφτομαι ότι δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί που με
περιμένουν, αλλά ρίχνω μπόλικο νερό στα μούτρα μου για να ξυπνήσω, βουρτσίζω τα
δόντια μου, ρίχνω ένα πουκάμισο πάνω από την τσαλακωμένη μπλούζα κι ένα μπουφάν
πάνω από το πουκάμισο, φοράω τις μπότες μου αν και δε θα οδηγήσω το Δούκα
-μάλλον…
Όσο κατεβαίνω τις σκάλες
ανακαλύπτω ότι η ώρα είναι 11:30, εδώ και μισή ώρα έχω ραντεβού με το Σαμουράι…
Στην είσοδο της πολυκατοικίας είναι
παρκαρισμένο ένα ασημί Τογιότα, φρεσκοπλυμένο εικοσαετίας. Στο τιμόνι κάποιος
ασπρομάλλης με ζακετούλα και γυαλιά ηλίου, στο πίσω κάθισμα διακρίνω τη
σιλουέτα ενός χοντρού. Κάτι μου θυμίζει, άρα, έτσι θα πρέπει να έχει καταντήσει
σήμερα ο Σαμουράι. Προχωράω επιφυλακτικά -δε θέλει και πολύ να πρόκειται περί
παρεξήγησης…
Ο χοντρός ανοίγει την πόρτα
προς τη μεριά μου και σέρνεται στη δερματίνη για να μου κάνει χώρο.
«Μπες μέσα ρε Κάστρο, τι
κοιτάς σα χάνος;» γελάει.
«Εσύ είσαι;» ψιθυρίζω.
«Ποιος άλλος θα ήταν;» απορεί.
Αλλά μετά το πιάνει από το
βλέμμα μου.
«Γεράσαμε Κάστρο, γίναμε
σαπιοκοιλιάδες…»
«Κι αυτό είναι το λιγότερο»,
συμπληρώνω.
«Σωστός ο Κάστρο… Τι κάνεις
εσύ ρε ψυχή; Πού εξαφανίστηκες;» αρχίζει τα τυπικά ο Σαμουράι.
«Κατά πως φαίνεται, στα περί
εξαφάνισης δεν τα κατάφερα και πολύ καλά…», συμπεραίνω.
Στο μεταξύ ο ασπρομάλλης έχει
ξεκινήσει το αυτοκίνητο και βολτάρουμε σε στυλ τουρίστες.
«Κερνάω καφέ», λέει ο
Σαμουράι.
«Με σώζεις», χαμογελάω.
Είμαστε δυο λυκόσκυλα που
μετριόμαστε προσπαθώντας να αποφασίσουμε αν θα χυμήξουμε ή θα γίνουμε αγέλη κι
όσο το σκέφτομαι όλο αυτό, τόσο αναρωτιέμαι. Γιατί να χυμήξουμε; Τι έχουμε να
χωρίσουμε εγώ κι αυτός; Όμως έτσι νιώθω, ότι ο Σαμουράι με μετράει κι
απογοητεύεται -δεν ξέρω τι περίμενε να δει. Εγώ πάλι… Όσους παλιούς θυμάμαι,
όλοι τα ίδια χάλια έχουν -αυτός τουλάχιστον δεν το παίζει κουστουμάτος ή ιστιοπλόος,
φοράει ένα καφέ μπουφάν και πουλόβερ, πάνω από κάποιο γαλάζιο πουκάμισο,
εντάξει, δεν τον κόβεις για αξιωματούχο της κυβέρνησης, αλλά δεν τον λες και άστεγο.
Εμένα πάλι…
Ο Σαμουράι σκάει το πλαϊνό του
παράθυρο ως τη μέση κι ανάβει τσιγάρο, φέρνει μετά το πακέτο σε μένα.
«Άστο για τον καφέ», λέω.
«Τώρα ξύπνησες ρε όργιο;»
γελάει.
«Πες καλύτερα ότι ακόμα
κοιμάμαι», τον ενημερώνω.
Γελάει, ίσως από υποχρέωση. Ο
Σαμουράι ανήκει στην κατηγορία Τζιμ Μούρισον, είναι τύποι με τάση προς
παχυσαρκία που, στα νιάτα τους, όσο διατηρούνται αδύνατοι μοιάζουν με Έλληνες
θεούς, σαν το Μόρισον, αλλά όταν τους πάρει η κάτω βόλτα δε μαζεύονται με την
καμία.
«Πόσα χρόνια…» λέει κοινότυπα.
«Πώς τη βόλεψες εσύ;»
Σκέφτομαι ότι ξέρει πολύ καλά
την απάντηση, αλλά δε γαμιέται… Κουβέντα να γίνεται.
«Όπως τα ξέρεις», απαντάω.
«Έβγαλα κάτι βιβλία με περιορισμένη αποτυχία, κάτι μεταφράσεις για βιοπορισμό, μέχρι
και μαθήματα έκανα μια εποχή…»
«Στο πτυχίο σου;»
παραξενεύτηκε.
«Πλάκα κάνεις;» απόρησα. «Το
πτυχίο το αποκτήσαμε για την εμπειρία, τα ξέχασες;»
Γέλασε πάλι.
«Εσύ;» θέλησα να μάθω.
«Μονίμως γραμματέας -τι άλλο;»
φύσηξε τον καπνό έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο. «Στο φοιτητικό, μετά στη
νεολαία, μετά…», κοίταξε μπροστά, πέρα από το τζάμι του οδηγού αφηρημένα.
Μετά έμπλεξες, σκέφτηκα, αλλά
δεν του το είπα. Εντάξει, κάποιος πρέπει να κάνει τη βρομοδουλειά και σε τελική
ανάλυση, καλύτερα ο Σαμουράι παρά κάνας ψυχάκιας ακροδεξιός, ή έτσι ήθελα να
πιστεύω στην τελική.
Το αυτοκίνητο στρίβει αργά
δεξιά και παρκάρει έξω από ένα κυριλέ καφέ με γελοίο όνομα, ο οδηγός κοιτάζει
τον Σαμουράι ο οποίος εγκρίνει με ένα νεύμα.
«Καλά δεν είναι εδώ;» με
ρωτάει.
«Χειρότερα δε γίνεται», εγκρίνω
με τη σειρά μου.
Κατεβαίνουμε, ο καθένας από
την πόρτα του, όσο ο οδηγός φεύγει για να παρκάρει κάπου πιο μόνιμα. Έχει κρύο
αλλά αντέχεται χωρίς κουμπωμένο μπουφάν, ακολουθώ τον Σαμουράι που ανοίγει την
πλεξιγκλάς πόρτα.
Η αίθουσα μυρίζει φτηνό
αποσμητικό χώρου -κάτι μεταξύ λεβάντας και καμφοράς -λες και μπήκαμε κατευθείαν
στις τουαλέτες. Ένας γέρος πίνει τον καφέ του δίπλα στο τζάμι διαβάζοντας την
τεράστια εφημερίδα που πιάνει το μισό τραπεζάκι. Ημίφως και μεταλλικές μαύρες
καρέκλες, στους τοίχους κρέμονται θολωμένοι καθρέφτες, πινακίδες αυτοκινήτων
και κάτι αφίσες από παλιές ελληνικές ταινίες. Χάρμα…
Ο σερβιτόρος φτάνει με το πάσο
του, παραγγέλνουμε ένα σκέτο εσπρέσο κι έναν μέτριο -ο σκέτος για μένα.
«Έχουν καλό καφέ εδώ», με
πληροφορεί ο Σαμουράι.
«Βασικά, θα μάσαγα ακόμα και
κόκκους μπας και ξυπνήσω», του εξηγώ.
Με σκανάρει διερευνητικά -κεφάλι,
μπλούζα, παντελόνι, μπότες -δεν χαίρεται ιδιαίτερα με αυτά που βλέπει και δεν
το κρύβει.
«Είδα τη Ράνια τις προάλλες», μου
λέει στο άσχετο.
«Ποια Ράνια;»
«Τη Γάνια τέλος πάντων»,
γελάει.
Η Ράνια, ξανθιά, αέρινη, ένας
άγγελος που κυκλοφορούσε στη σχολή διακριτικά και χαμηλόφωνα -χωρίς σαφή
πολιτική τοποθέτηση και χωρίς να προφέρει σωστά το «ρο». Η Γάνια… Νύχτα στην
κατάληψη της σχολής, ανακαλύπτουμε μια κρυμμένη ταράτσα και σπάμε το χερούλι στο
μακρόστενο παράθυρο για να βγούμε. Μισό φεγγάρι και μπόλικα αστέρια στον ουρανό,
είναι άνοιξη, είμαστε 20 χρονών και όλα μοιάζουν πιθανά.
«Τι κάνει η Γάνια;» ρωτάω για
να πω κάτι.
«Η Γάνια είναι γιαγιά
-παντρεύτηκε νωρίς, έκανε δυο γιούς και τώρα έχει εγγόνι».
Γιαγιά… Μπορεί κάποιος καλός
άνθρωπος να κλείσει την ταφόπλακά μου γιατί μπαίνει κρύο;
«Μάλιστα…» μουρμουρίζω.
«Είναι στο κόμμα, τώρα μάλιστα
έγινε Γενική Γραμματέας Ισότητας», συνεχίζει ο Σαμουράι.
«Ισότητας;»
«Των φύλων»
«Μόνο αυτών;» απορώ.
Κάνει ότι δεν καταλαβαίνει.
«Έχεις χαιρετίσματα και πολλά
φιλιά», με πληροφορεί.
«Ότι έχει κανείς, για καλό του
είναι», σχολιάζω.
Δεν τραβάει η κουβέντα κι ο
Σαμουράι το καταλαβαίνει. Έχει έρθει κι ο καφές, πίνουμε βιαστικά και
παραγγέλνουμε μια από τα ίδια.
«Πάω να κάνω ένα τσιγάρο έξω»,
του λέω.
Έξω κάνει περισσότερο κρύο από
πριν, ανάβω ένα Κάμελ και πνίγομαι κατεβάζοντας απότομα τον καπνό -τι διάολο
κάνω εκεί μέσα; Κάτι θέλει ο Σαμουράι κι εγώ δεν έχω τίποτα να του δώσω, είμαι
σίγουρος -αλλά ήρθα από περιέργεια για το τι θέλει. Προετοιμάζω ήδη τις
δικαιολογίες για να του αρνηθώ -δεν είμαι πια ενεργός, δεν ενδιαφέρομαι, δεν
ξέρω αν θα τα καταφέρω… μαλακίες. Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να κάνω τίποτα
γι΄αυτούς, δεν θέλω να κάνω τίποτα για κανέναν, δεν θέλω να κάνω τίποτα γενικώς
-είμαι εδώ στην αναμονή -πού θα πάει; Ζωή είναι, θα περάσει. Βάζω το τσιγάρο
ανάμεσα σε αντίχειρα και μέσο, το τινάζω σημαδεύοντας τον απέναντι κάδο -αστοχώ
ως συνήθως. Ξαναμπαίνω μέσα.
«Λοιπόν;» ρωτάω.
«Έχουμε πρόβλημα», αρχίζει
διστακτικά ο Σαμουράι. «Πέσανε όλοι να μας φάνε από την πρώτη μέρα που γίναμε
κυβέρνηση -τα εκδοτικά συγκροτήματα, τα μέσα, οι δεξιοί, ακόμα κι ο χώρος…»
«Λογικό δεν είναι;» απορώ.
«Και λοιπόν, τι; Έπρεπε να
αφήσουμε τη χώρα στους ακροδεξιούς; Να πνίγουν κόσμο στο Αιγαίο, να γαμάνε και
να δέρνουν;» αγανακτεί προβαρισμένα.
«Ρωτάς τη γνώμη μου;»
«Ναι ρε φίλε -σε ρωτάω, τι να
κάναμε; Οι άλλοι μας πήγαιναν φούντο, ο κόσμος πεινάει, καταστολή παντού, ξύλο
και πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Δεν έπρεπε να σταματήσει κάπου αυτό;»
Πίνω μια γουλιά καφέ πριν
αρχίσω να παίζω με τον ζίπο μου. Γιατί την κάνουμε τώρα αυτή την κουβέντα;
«Δεν ξέρω γιατί μου τα λες όλα
αυτά -δεν με αφορούν στην τελική», του ξεκόβω. «Δίκιο έχεις ότι η κατάσταση ήταν
σκατά, καλά κάνατε και ήρθατε στα πράγματα, ή άσχημα κάνατε γιατί μπορούσατε να
αφήσετε την κατάσταση να χειροτερέψει και να μη λερωθείτε, αλλά αυτό είναι δικό
σας θέμα. Αποφασίσατε να σώσετε τη χώρα, κάντε ότι μπορείτε, εμένα δε με
ενδιαφέρει. Βλέπεις, είμαι από αυτούς που δε θέλουν να σωθεί η χώρα -για την
ακρίβεια θα χαιρόμουν πολύ αν αύριο το πρωί εξαφανιζόμασταν από το χάρτη και
κανένας δε μας θυμόταν, είμαστε σκάρτοι ως το μεδούλι φίλε μου», σταματάω για
να πάρω ανάσα -έχω μιλήσει πολύ, περισσότερο από όσο θα ήθελα.
Σηκώνεται.
«Σειρά μου να πάω για
τσιγάρο», με πληροφορεί πριν βγει έξω.
Βλέπω ότι παίρνει και το
τηλέφωνό του μαζί, αρχίζει να τηλεφωνεί πριν ανάψει τσιγάρο και συνεχίζει να
μιλάει όσο καπνίζει. Έχει σκεβρώσει, κινείται αργά σα ρομπότ, είναι αυτό,
μάλλον, αποτέλεσμα των χρόνων στα κομματικά γραφεία -στραγγίζουν τον άνθρωπο οι
ατέλειωτες συσκέψεις, τα σχέδια που φτιάχνονται για να ανακοινωθούν κι όχι για
να υλοποιηθούν, τα ξέχειλα τασάκια, τα άδεια κουτιά από μπύρες και πίτσες, το
άγχος, οι διαπραγματεύσεις… Πολλαπλασίασε τα όλα αυτά επί δέκα κι έχεις μια
θητεία σε κυβερνητική θέση.
«Πρόκειται για τον Αργύρη»,
μου λέει όσο ξανακάθεται στην καρέκλα του.
«Τον Αργύρη, μάλιστα. Μέσα δεν
είναι ακόμα;» απορώ.
«Ναι, έχει ακόμα κάτι
χρονάκια… Ξεκίνησε απεργία πείνας».
«Συμβαίνουν αυτά», παραδέχομαι.
«Ναι, το θέμα είναι ότι έχει
κάτι αιτήματα γάμησέ με… Μόνο να καταργήσουμε τις φυλακές δε ζητάει…»
«Κακώς κατά τη γνώμη μου…»
«Που βάζει ανεκπλήρωτα
αιτήματα, συμφωνώ», λέει ο Σαμουράι.
«Όχι. Κακώς που δεν ζητάει να
καταργήσετε τις φυλακές», του εξηγώ.
«Ρε Κάστρο κόψε την πλάκα»,
εκνευρίζεται. «Είμαστε πρόθυμοι να αλλάξουμε πολλά στις φυλακές, δεν είναι
συνθήκες αυτές εκεί μέσα. Αλλά μέχρι ενός σημείου…»
«Αλλιώς θυμάμαι ότι τα λέγαμε
παλιά», υπενθυμίζω.
«Παλιά ήταν παλιά… Τώρα πρέπει
να είμαστε ρεαλιστές».
«Να είσαστε. Εσείς που πήρατε
την εξουσία. Τι λόγο έχει ο Αργύρης να είναι ρεαλιστής;» απορώ.
«Το να ζήσει βέβαια», χτυπάει
το χέρι του στο τραπέζι, τα φλιτζάνια κουδουνίζουν στα πιατάκια τους.
«Τον ρώτησες αν θέλει να ζήσει
εκεί μέσα;»
«Δηλαδή, είναι καλύτερα να
πεθάνει;»
«Πού να ξέρω; Άντε ρώτα τον…»
Βγάζει ένα τσιγάρο, το
καρφώνει ανάμεσα στα χείλη του αλλά δεν το ανάβει. Δεν τον θυμόμουν έτσι το
Σαμουράι, σπάνια έχανε την ψυχραιμία του.
«Τέλος πάντων, τι θες από
μένα;» τον ρωτάω για να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση.
«Να πας να του μιλήσεις. Να
διαπραγματευτείς. Ότι θέλει θα το έχει, μέσα σε λογικά πλαίσια. Σκοπεύουμε να
κάνουμε αποσυμφόρηση στις φυλακές και να βελτιώσουμε τις συνθήκες διαβίωσης. Θα
ελαστικοποιήσουμε και το καθεστώς των αδειών…»
«Και γιατί δεν πας εσύ να του
τα πεις αυτά; Είσαι και κυβερνητικός, έχεις άλλο ειδικό βάρος», λέω και μετά το
μετανιώνω βλέποντάς τον να ρουφάει ασυναίσθητα την κοιλιά του.
«Επειδή εσύ είσαι φίλος του…»
μουρμουρίζει.
«Ήμουν», τον διορθώνω.
«Ήσουν, έστω…»
Χαμογελάω. Κανονικά, σε
τέτοιες φάσεις, ανάβεις τσιγάρο και βγάζεις τον καπνό απολαυστικά -αλλά μας
έχουν γαμήσει με τον αντικαπνιστικό και γενικότερα δηλαδή.
«Αυτό που δε μου λες, φίλε
μου, είναι ότι δεν θέλεις να πουν ότι μιλάς με τρομοκράτες και το άλλο που δε
μου λες είναι ότι, στα παπάρια σου αν ζήσει ή πεθάνει ο Αργύρης -απλώς φοβάσαι τον
αντίκτυπο», συμπεραίνω γέρνοντας προς το μέρος του.
«Εντάξει, θα κάνουμε δουλειά
τώρα ή θα μαλακιζόμαστε;» αδημονεί.
«Είχα την εντύπωση ότι
ανέκαθεν υπήρξαμε υπέρ της μαλακίας και κατά της δουλειάς», χαχανίζω αλλά δεν
το εκτιμά.
«Έχεις τη δυνατότητα να
βοηθήσεις έναν δικό σου άνθρωπο και να καλυτερέψεις τις ζωές πολλών άλλων, δε
βλέπω γιατί να μην το κάνεις», επιχειρηματολογεί.
«Δηλαδή αν δεν το κάνω εγώ, θα
αφήσετε τους φυλακισμένους στην κατάντια τους;»
«Δηλαδή μαλάκα, εδώ μιλάμε για
πολιτική», μου σφυρίζει. «Αν πεθάνει ο Αργύρης θα ποντάρουμε στο ότι είμαστε
αδέκαστοι σε θέματα τρομοκρατίας, ακόμα κι όταν αυτά αφορούν άτομα φιλικών μας,
σε εισαγωγικά, χώρων. Θα χάσουμε από αριστερά, θα κερδίσουμε από δεξιά -αν το
δεις ποσοτικά, μας συμφέρει κιόλας. Αν ζήσει ο Αργύρης, θα μείνουμε πιστοί στις
αρχές μας -κι αυτό μας συμφέρει. Είμαι κατανοητός;»
Άραξα πίσω στην καρέκλα μου.
Αυτός ήταν ο Σαμουράι που θυμόμουν από παλιά. Τον ένιωθες δικό σου άνθρωπο,
πόρτα για το χειμώνα, αλλά εκείνος είχε το σκοπό του και δεν τον έχανε ποτέ.
«Δικός σου ο πόντος»,
παραδέχτηκα.
«Λοιπόν;» ζήτησε να μάθει.
«Θέλω να το σκεφτώ».
«Με την ησυχία σου, αλλά
φρόντισε να αποφασίσεις πριν πεθάνει ο Αργύρης».
Σηκώθηκα, μάζεψα τα πράγματά
μου.
«Πληρώνεις τους καφέδες», τον
ενημέρωσα.
Χαμογέλασε.
«Δε θες να σε πάμε σπίτι σου;»
«Λέω να το περπατήσω το
ζήτημα», είπα ανοίγοντας την πόρτα.
Όταν με χτύπησε ο κρύος αέρας
το μετάνιωσα, αλλά δε μ΄έπαιρνε να κάνω πίσω.
Περπατούσα με προσοχή στις
σπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων, γιατί αυτή η πόλη έχει υποστεί βομβαρδισμό χωρίς κανένας να αδειάσει βόμβες
στον ουρανό της τον τελευταίο μισό αιώνα και βάλε. Λαμβάνοντας, βέβαια, υπόψη και
τα σκυλόσκατα, μάλλον για ναρκοθέτηση θα πρέπει να μιλάμε, αν θέλουμε να
είμαστε ακριβείς. Πέρασα το δρόμο κατά Κυψέλη μεριά, αποφεύγοντας τα απρόβλεπτα
αυτοκίνητα και βρέθηκα στην πλατεία με το γνωστό άγαλμα, αλλά όχι στη γνωστή
πλατεία. Χρειαζόμουν ένα τσιγάρο κι έτσι σκαρφάλωσα στο πιο κοντινό παγκάκι,
πάντα καθισμένος στην πλάτη του με τα πόδια να πατάνε το ξύλινο κάθισμα. Δίπλα
μου κάθισε, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο Άρης Μαλτέζος.
Χαμογέλασε αφήνοντας ανάμεσα
στις μπότες μου ένα πακέτο Κάμελ κλειστό, με τη ζελατίνα του.
«Τι τα κουβαλάς τα τσιγάρα
αφού δεν καπνίζεις εκεί που είσαι;» ρώτησα αν και ήξερα ήδη την απάντηση.
«Τα τσιγάρα είναι ένας καλός
λόγος να έχεις μαζί σου σπίρτα», απάντησε φυσικά.
«Το ήξερα ότι θα το πεις»,
σχολίασα.
«Το ήξερα ότι το ήξερες,
γι΄αυτό το είπα. Δε συνηθίζω να ξαφνιάζω τους άλλους από την αρχή μιας
κουβέντας, κι αυτό είναι πραγματικά μεγάλο ξάφνιασμα για τους περισσότερους»,
μου εξήγησε.
«Το θέμα μου είναι ο Αργύρης»,
είπα βιαστικά για να ξεμπερδεύω μαζί του.
«Ο Αργύρης;»
«Ωραίος τύπος, ήμασταν μαζί
πριν πολλούς αιώνες -στις καταλήψεις των σχολών. Βέβαια ο Αργύρης έμπαινε σε
σχολή μόνο για κατάληψη, ποτέ για μάθημα…»
«Ωραίος τύπος, όντως»,
συμφώνησε εκείνος.
«Μετά χαθήκαμε… Εγώ, εκεί
κάπου στα 30 πέθανα, όπως θα ξέρεις…»
«Και ποιος δεν πέθανε;»
γέλασε.
«Ξέρω ΄γω… ο Αργύρης ας πούμε…
το έριξε στην ανατροπή του συστήματος, βόμβες, προκηρύξεις… τέτοια πράγματα».
«Κι αυτό θα πει ότι ζούσε;» απόρησε
εκείνος.
«Τουλάχιστον…»
«Μην είσαι χαζός. Το να
ξεμείνεις 20 χρονών για πάντα δεν είναι ζωή», μου εξήγησε.
«Μισό λεπτό -σταμάτησες να
πιστεύεις ότι ποτέ δεν είναι αργά για μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία;» αναρωτήθηκα.
«Ξέρεις πολλούς να έχουν
παραμείνει παιδιά στα 20 τους;» με ρώτησε.
«Ναι, ήξερα…»
«Ε, λοιπόν, αυτός ο Αργύρης
που λες δε μου φαίνεται να ήταν ποτέ παιδί…»
«Αλλά οι βόμβες…»
«Οι βόμβες πράγματι είναι
ωραία φάρσα, αλλά όταν ακολουθούνται από προκηρύξεις παύει να είναι αστείο. Ειδικά
όταν οι προκηρύξεις απαντούν σε ερωτήσεις που ποτέ δεν τέθηκαν… Σκέψου το λίγο.
Εσύ αποφασίζεις να σώσεις τον κόσμο γιατί εσύ κατέχεις την απόλυτη αλήθεια, τι
παιδικό υπάρχει σε αυτό; Νομίζω ότι είναι ο ορισμός της γεροντικότητας, αν μου
επιτρέπεις την λέξη. Όταν είσαι σίγουρος για την αλήθεια, έχεις βάλει ήδη το
κοστουμάκι για να συμμετάσχεις στην
κηδεία σου».
Είχε δίκιο βέβαια.
«Δεν είναι αυτό το θέμα μας»,
είπα για να αποφύγω το στρίμωγμα.
«Ένας λόγος παραπάνω να το
κουβεντιάζουμε λοιπόν», γέλασε άγρια εκείνος.
Ήταν από τους ανθρώπους που
όταν σε στριμώξουν στα σχοινιά θα σε γλεντήσουν μέχρι λίγο πριν την τελική
πτώση.
«Το θέμα μας είναι η εξουσία»,
σοβάρεψε ξαφνικά. «Ήρθε η εξουσία σε εσένα και σε ακούμπησε με τα ρυπαρά της
δάχτυλα. Τώρα έχεις αυτή την πίσσα πάνω σου, γυρίζεις το κεφάλι από την άλλη
όμως ακόμα βρομάει, φοβάσαι να την καθαρίσεις με τα δάχτυλά σου για να μη
λερωθείς περισσότερο… Όμως κοίτα να δεις που η πίσσα βρομάει όλο και πιο
ελκυστικά -ε; Την αναπνέεις δειλά γιατί δεν θέλεις να το παραδεχτείς, αλλά σε
λίγο θα σου είναι δύσκολο να ζήσεις χωρίς αυτή, μπορεί κιόλας να ψάχνεις
απεγνωσμένα για το μεγάλο βάλτο της κόλασης όπου τα τέρατα παίρνουν το μπάνιο τους,
ποιος ξέρει; Εσύ, ξέρεις;»
Άναψα δεύτερο τσιγάρο με την
καύτρα του πρώτου.
«Δε μ΄ενδιαφέρει», είπα
ξεκάρφωτα.
«Αν όμως… έβγαζες την πίσσα
από πάνω σου χωρίς να την ακουμπήσεις;» γέλασε πονηρά.
Τον κοίταξα.
«Άρχισε να σε ενδιαφέρει τώρα
λοιπόν; Δεν με κοροϊδεύεις, από την αρχή σε ενδιέφερε», με γείωσε. «Άκου -μέσα στο
φρικτό κάστρο της εξουσίας, πίσω από τα μαύρα τείχη που κουνιούνται σαν φτερά
δράκων, υπάρχουν ακόμα καουμπόιδες και άγγελοι. Υπήρχαν από τότε που έκανε
κουμάντο ο Άλεν Ντάλες».
Φτύσαμε και οι δύο ταυτόχρονα,
μισό μέτρο μακριά από το παγκάκι[2].
«Θες να πεις ότι αυτοί εδώ
είναι οι άγγελοι;» απόρησα.
«Θέλω να πω ότι οι άγγελοι
δουλεύουν χωρίς να φαίνονται και βέβαια αυτοί δεν είναι άγγελοι. Όμως κάποια
στιγμή, το βράδυ ίσως, πριν τους πάρει ο ύπνος, ή όταν κάνουν έρωτα, ή όταν
κοιτάζονται στον καθρέφτη πριν κάνουν μια δημόσια εμφάνιση -ένας άγγελος τους
σκουντάει ψιθυρίζοντας κάνε κάτι καλό μη σου γαμήσω τα πρέκια. Για
κάποιο λόγο, τον ακούνε. Την ίδια στιγμή που οι καουμπόιδες ονειρεύονται
ξεκοιλιασμένα πτώματα και καλύβες παραδομένες στις φλόγες -με παρακολουθείς;»
Τον παρακολουθούσα. Καθώς
σηκωνόταν από το παγκάκι για να ξεμουδιάσει και με αυτή ακριβώς την κίνηση
εξαφανίστηκε. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί από την άλλη πλευρά μπήκαν στην πλατεία
κάτι πιτσιρίκια, δεν τα έκανα πάνω από 20 χρονών, όμως ποτέ δεν ξέρεις. Όσο
γερνάς τόσο μικρότεροι σου φαίνονται οι υπόλοιποι, μάλλον λόγω απόστασης. Άναψα
ακόμα ένα Κάμελ χαζεύοντάς τους, η κατασκοπία αγνώστων πάντα με γοήτευε.
Τρία αγόρια, δυο κορίτσια -φαρδιά μπουφάν και παντελόνια τα αγόρια,
μπουφάν ως τη μέση και κολάν τα κορίτσια -έμοιαζε να καυγαδίζουν αλλά ήξερα
καλά ότι έκαναν απλώς χαβαλέ. Ένα από τα αγόρια με πήρε είδηση και με έδειξε
στην υπόλοιπη παρέα, συνέχισα να τους κοιτάζω σαν να μην τρέχει τίποτα. Άραξαν
στο πεζούλι του αγάλματος κι εμφάνισαν μια πλαστική σακούλα με μπύρες, χυμούς
και γαριδάκια -φυσικά, ένα από τα αγόρια κούνησε κρυφά μια μπύρα πριν την κάνει
πάσα, αυτός που την άνοιξε έγινε κώλος κανονικά. Αφού βρίστηκαν, έβγαλαν τις καπνοσακούλες
τους κι άρχισαν να στρίβουν, τότε ένα από τα κορίτσια ήρθε προς το μέρος μου με
ψεύτικο χαμόγελο.
«Να σας πάρω ένα τσιγάρο;» με
ρώτησε.
Κοίταξα το πακέτο που είχε
πετάξει ανάμεσα στις μπότες μου ο Μαλτέζος, ήταν ακόμα εκεί -στο παγκάκι.
«Πάρε όλο το πακέτο, έχω κι
άλλα», της είπα.
Είχε μακριά μαύρα μαλλιά,
τρομακτικά λευκό δέρμα και μικρά πράσινα μάτια -χαμογέλασε καθώς άπλωνε το χέρι
της, αλλά σταμάτησε απότομα.
«Άφιλτρα είναι;» ρώτησε.
Το παραδέχτηκα σηκώνοντας τους
ώμους.
«Δεν έχετε με φίλτρο;»
«Για ποιο λόγο; Αφού καπνίζω
άφιλτρα», απόρησα.
Το άλλο κορίτσι -ξανθά μαλλιά,
ούτε μακριά, ούτε κοντά, με πεταχτά ζυγωματικά -πλησίασε. Τα αγόρια μας
κοίταζαν τώρα. Έφερα το ένα μου πόδι πιο κοντά στο άλλο, φροντίζοντας να μην
αγγίξω το πακέτο και σηκώθηκα.
«Λοιπόν, χάρηκα που τα
είπαμε», μουρμούρισα φεύγοντας.
«Το πακέτο σας δεν θα το
πάρετε;» με φώναξε το πρώτο κορίτσι.
Γύρισα, αργά.
«Δεν είναι δικό μου», της
είπα.
Έφτασα στο σπίτι μετά από
καμιά ώρα, ιδρωμένος από το περπάτημα, λαχανιασμένος και θυμωμένος γιατί είχα
ήδη πάρει την απόφασή μου. Πέταξα το μπουφάν, άνοιξα το λάπτοπ στο στρογγυλό
τραπέζι, όσο περίμενα να ξεκινήσει έφερα τασάκι, τσιγάρα, αναπτήρα κι ένα
ποτήρι Στολίσναγια-τόνικ, έβγαλα τις μπότες.
Άρχισα να γράφω…
Ακόμα δεν έχω καταλάβει πως
βγήκα ζωντανός από εκείνη την ποντικοπαγίδα. Εννοώ, αν μπορείς να το
αντιληφθείς, όλο το βενζινάδικο τινάχτηκε στον αέρα, σα σκηνή αμερικάνικης
ταινίας. Τη μια στιγμή έβλεπα τον πιτσιρικά με τη μάνικα στην τάπα του
ρεζερβουάρ μου και την επόμενη …
Είδα την τρύπα στο έδαφος,
φωτιά έγλυφε τις άκρες της και αμέσως η φωτιά ανέβηκε ψηλά, δεν μπορούσα να δω
που έφτανε. Μετά άκουσα τον θόρυβο –ήδη γύριζα το κλειδί στη μηχανή. Δεν ξέρω
πως έφυγα από εκείνη την ποντικοπαγίδα, μόνο αργότερα, έκοψα λίγο ταχύτητα για
να δω τι με είχε χτυπήσει. Τίποτα. Ένιωθα μια χαρά και το αυτοκίνητο δεν είχε
πάθει ζημιά –έτσι φαινόταν.
Δεν ήταν δικό μου το
αυτοκίνητο, η εταιρεία μού το είχε δώσει για να μεταφέρω τα δέματα στους
πελάτες. Κούριερ πολυτελείας. Έτρεξα σα να με κυνηγούσαν χίλιοι διαβόλοι, γιατί
οι εκρήξεις ακούγονταν ακόμα. Έπιασα τον παραλιακό δρόμο από ένστικτο –λες και
πέφτοντας στη θάλασσα θα γλίτωνα τη φωτιά. Ένστικτο.
Είχε περάσει περισσότερο
από μια ώρα όταν τελικά αναρωτήθηκα τι συνέβη. Το φταίξιμο ήταν όλο στο
βενζινάδικο –έκαναν ανεφοδιασμό και πούλαγαν βενζίνη ταυτόχρονα. Προσπάθησα να
θυμηθώ αν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα μαζί με μένα –σίγουρα θα υπήρχαν. Τότε ανακάλυψα
πως είχε ξεφλουδίσει το πλαστικό του τιμονιού και τα λάστιχα στα σπασμένα
τζάμια είχαν λιώσει. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη –είχα καεί στο
μέτωπο, τα μαλλιά μου ακόμα άχνιζαν. Μετά ένιωσα τη μυρωδιά, λες και χρειαζόταν
να το δω πρώτα, για να το μυρίσω. Μάλλον λιποθύμησα.
Σταμάτησα, το διάβασα με
περιέργεια, αποφάσισα ότι ωραία τα έλεγε ο μάγκας και συνέχισα. Μέχρι που το
μπουκάλι τελείωσε και το πακέτο των Κάμελ άδειασε και το δωμάτιο ήταν θολό αλλά
παγωμένο, ανατρίχιασα, με πλάκωσε μια διάθεση να βάλω τα κλάματα ακουμπώντας
στον κοντινότερο γυναικείο ώμο κι έτσι ξάπλωσα στον καναπέ, σκεπάστηκα με μια
κουβέρτα και άνοιξα την τηλεόραση. Πριν διαλέξω τι θα δω, πήρα τηλέφωνο τον
οδηγό του Σαμουράι από τη μνήμη του σταθερού μου.
«Παρακαλώ;»
«Πες στο δικό σου να ετοιμάσει
τα διαδικαστικά και να με ειδοποιήσει», ψιθύρισα.
«Να μιλήσετε μαζί του
καλύτερα;»
«Όχι».
Έκλεισα το τηλέφωνο βιαστικά.
Άλλωστε ξεκινούσε καινούργιο επεισόδιο στην οθόνη.
Προηγούμενα:
«Ο θάνατος με εμπνέει όπως ο
σκύλος εμπνέει το κουνέλι
Μπορείς να σώσεις τη βαριά,
βρώμικη ψυχή μου;»[1]
Ξύπνησα χαρούμενος σήμερα,
ελαφρύς, μπαμπακάτος, πλύθηκα, ξυρίστηκα, αρωματίστηκα όσο έπαιζε το σιντί με
μουσική νεότερη από εμένα -απέφυγα τους πεθαμένους καλλιτέχνες -με δυο λόγια,
έκανα μια σοβαρή προσπάθεια να γίνω λειτουργικός. Άνοιξα τα παράθυρα, αέρισα το
σπίτι, έφαγα στη μάπα μπόλικο σύννεφο και λίγο ήλιο -η ζωή είναι κάτι που
συμβαίνει όσες αντιρρήσεις κι αν προβάλεις. Έξω άρχισε να βρέχει.
Ο Αργύρης είναι κλεισμένος στο
Δομοκό και δεν υπάρχει περίπτωση να πάω ως εκεί με το Δούκα, άρα χρειάζομαι
είναι ένα γρήγορο αυτοκίνητο με αξιοπρεπές ηχοσύστημα, μια κούτα Κάμελ και
κάμποσα κέρματα για τα διόδια. Δεν έχω διάθεση να ζητήσω τίποτα από το Σαμουράι,
αρκετά κοντά ήρθαμε, μην πιάσουμε και κορέους…
Ανάβω καινούργιο τσιγάρο, πιάνω
το κινητό, ανασηκώνοντας τους ώμους. Της στέλνω ένα μήνυμα.
«Θα χρειαστείς το αυτοκίνητο
σήμερα;»
Περιμένω όσο διαλέγω σιντιά. Γονατισμένος
μπροστά στις στοίβες που σκονίζονται στο πάτωμα, απορώ -τι μαλακίες ακούω τόσα
χρόνια; Εντάξει, φταίει κιόλας ότι τσακώθηκα μονομερώς με κάμποσους ζωντανούς
νεκρούς, είναι αποκρουστικό να ζεις πεθαμένος, όσο να πεις… Ξεφτιλίζεις όσα
έκανες όσο ζούσες, όταν ζούσες. Το αυτό ισχύει και δι’ ημάς, έτσι δεν είναι;
Γάμησέ τα -αρπάζω 5-6 σιντιά στην τύχη, έτσι κι αλλιώς πρόκειται για μια εποχή
που κανένας δεν θέλει να θυμάται.
Το κινητό χτυπάει -μήνυμα.
«Είναι στο πάρκινγκ». Κοιτάζω την οθόνη μέχρι που σβήνει. Περίμενα κάτι
περισσότερο;
Φοράω λευκό πουκάμισο (πάντα
έξω από το τζιν), μαύρο σακάκι που δεν μου κουμπώνει πλέον, μποτάκια mod(ελπίζω
να μη με χτυπήσουν στο περπάτημα) και μαύρο μακρύ παλτό -αυτό είναι ότι πιο
επίσημο διαθέτω σε ένδυση και υπόδηση. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βέβαια έχω
τα χάλια μου -όμως έχω και τη διάθεση να δείξω κάποιο πρόσωπο στη συναλλαγή μου
με την εξουσία, να με λάβουν σοβαρά υπόψη τους όσοι τέλος πάντων…
Βρέχει ακόμα έξω κι ευτυχώς
δεν έβαλα ζελέ στα μαλλιά -όχι ότι το χρειαζόμουν δηλαδή, έτσι κοντά που τα έχω
κουρεμένα, αλλά δίνει κάποιο στυλ. Βγαίνω από την πολυκατοικία μου και περπατάω
κάτω από τα υπόστεγα, στρίβω στην επόμενη γωνιά, πιάνω την κοιλιά μουκαι
καλά έχω φάει σφαίρα,προσποιούμαι ότι τρεκλίζω, ακουμπάω στον τοίχο και
τότε καταλαβαίνω ότι οι μαλακίες πληρώνονται γιατί το παλτό μου γεμίζει σκόνη
και καυσαέριο…
Η πόλη τρέχει ξαφνιασμένη από
τη βροχή, φυσικό είναι, ποιος το περίμενε ότι θα έβρεχε χειμωνιάτικα; Στο
πεζοδρόμιο μου επιτίθενται δρεπανιφόρες ομπρέλες, τις αποφεύγω με σπασίματα
μέσης, κανονικός αέρινος σέντερ φορ και βέβαια αποφεύγω να πέσω στην παγίδα να
πλησιάσω το δρόμο γιατί τα αυτοκίνητα γουστάρουν να σε καταβρέχουν μπας και
διασκεδάσουν οι μποτιλιαρισμένους επιβάτες τους. Άσχημη μέρα στο μαύρο βράχο.
Το υπόγειο πάρκινγκ μυρίζει
κίτρινη άκαυτη αμόλυβδη, οι σόλες μου γλιστράνε όσο κατεβαίνω στο δεύτερο
επίπεδο, οι χαραμάδες του τσιμέντου είναι γεμάτες λάσπη. Εδώ είμαστε -βλέπω το
ασημί Γιάρις να με περιμένει φρεσκοπλυμένο, είναι βέβαια θεία δίκη να βρέχει
όταν έχεις πλύνει το αυτοκίνητό σου και με τα θεία δεν πρέπει να παίζουμε. Χώνομαι
πίσω από το τιμόνι, πετάω το σακίδιο με τα σιντιά στη θέση του συνοδηγού και
σημειώνω να κάνω στάση στο πρώτο βενζινάδικο για ανεφοδιασμό. Διαλέγω σιντί
στην τύχη, χωρίς καν να το κοιτάξω και το βάζω να παίξει καθώς ανεβαίνω προς το
δρόμο. Φυσικά, μποτιλιάρισμα και ψιλόβροχο. Καταφέρνω να χωθώ και ακολουθώ το
κοπάδι προς την έξοδο της πόλης.
Είμαι λοιπόν παρέα με τον Μικρούλη
Τζώνυ το μπιζουδάκι, που τρέχει προς το αεροδρόμιο (η ορμή, ο βρυχηθμός) και
βουτάει στο χώμα με το στήθος του γεμάτο φώτα[2]κι
αναρωτιέμαι γιατί μπλέχτηκα σ’ αυτή την ιστορία, πόσο με ενδιαφέρει να σώσω
έναν άνθρωπο που ζητάει να πεθάνει κι ένα κόμμα που ζητάει να κυβερνήσει
-ξέρεις κάτι; Δε με ενδιαφέρει καθόλου και γι΄αυτό μπλέχτηκα. Όπως κι αν πάει,
το ίδιο μου κάνει, εγώ περαστικός είμαι και με περιμένουν όχι πια εδώ…
Η εθνική είναι ήσυχη αν
εξαιρέσεις τα φορτηγά που κάνουν αγώνες δρόμου με ελεφαντένια ευελιξία, ο ήλιος
παραμονεύει να σε πηδήξει κάθε φορά που πετάγεται από τα σύννεφα και η βροχή δυναμώνει.
Σταμάτησα σ΄ένα μεγάλο
βενζινάδικο, φούλαρα το Γιάρις, αγόρασα τσιγάρα κι ένα πακέτο μπισκότα για το
δρόμο, ξέχασα να πάρω νερό κι έτσι ξαναγύρισα -η υπάλληλος, μια ξανθούλα με
ολόσωμη φόρμα της εταιρείας καυσίμων, σίγουρα με πέρασε για βλαμμένο και δεν
έπεσε και πολύ έξω, εδώ που τα λέμε. Ξαναβγήκα στην εθνική, υπνωτίστηκα -το
σιντί έπαιζε δεύτερη φορά, είχε φτάσει ως τη μέση μέχρι να φιλοτιμηθώ να το
αλλάξω, θα πήγαινα την υπόλοιπη διαδρομή παρέα με τους θρυλικά ξεχασμένους FischerZκαι τοΜπράιαν -Δεν
θα βρεις τον Μπράιαν εδώ, σιχαινόταν κάτι καθίκια σαν εσένα, νομίζεις ότι θα
αλλάξεις τον κόσμο; Πόσο έξυπνος είσαι ρε φίλε, πόσο έξυπνος…[3]
Πέρασα τη Λαμία χωρίς να κόψω,
κράτησα όση ροπή είχε βγάλει το αυτοκίνητο από τα τελευταία διόδια που ήταν
λίγο μετά τα προτελευταία και λίγο πριν τα επόμενα -το παράθυρο μισάνοιχτο για
να φεύγει ο καπνός και να μου γαμάει το αριστερό αυτί ο αέρας, μια πραγματική
ευτυχία.
Κρανίου τόπος με το που βγήκα
από το Δομοκό, στο δρόμο για τις φυλακές. Έκοψα ταχύτητα, το Γιάρις τραντάχτηκε
καθώς θυμήθηκα ότι δεν είχα φροντίσει να μάθω αν ο Αργύρης ήταν ακόμα εκεί ή
τον είχαν πάει σε κάποιο νοσοκομείο. Εξαρτάται από την κατάστασή του θα μου
πεις, η οποία κατάσταση εξαρτάται από το πόσες μέρες κάνει απεργία πείνας ο
Αργύρης κι από το αν κάνει και απεργία δίψας. Έβγαλα το αυτοκίνητο αργά από το
δρόμο, το πάρκαρα σε κάτι χωράφια. Άνοιξα την πόρτα, η βροχή είχε κόψει αρκετά
αλλά δεν είχε σταματήσει, κοίταξα τριγύρω -ερημιά και τίποτα. Προσπάθησα να
ακούσω κάποιο αγροτικό ή έστω το γάβγισμα ενός σκύλου, τίποτα ρε φίλε -πυρηνική
καταστροφή…
Έβγαλα το κινητό από το
σακίδιο, ευτυχώς είχα κάποιο σήμα, άρχισα να γκουγκλίζω. Λοιπόν, έχουμε και
λέμε… ο Αργύρης ήταν στην 13ημέρα της απεργίας πείνας και στη 4ητης απεργίας δίψας -οριακά τον προλάβαινα στο κελί του αφού δε βρήκα πουθενά
καμιά αναφορά για νοσοκομεία και τα σχετικά. Βρήκα όμως μπόλικα άρθρα που
έβριζαν την κυβέρνηση γιατί δεν καταδικάζει τις ενέργειες του Αργύρη και άλλα
άρθρα που περιέγραφαν τη δράση του, για μια στιγμή ήμουν σίγουρος ότι ο Αργύρης
είχε ξεκληρίσει το μισό Παγκράτι κι ολόκληρο το Μοσχάτο αλλά τελικά, κάπου στο
τέλος κάθε άρθρου, έγραφαν ότι μόνο βόμβες σε δημόσια κτίρια εκτός ωρών
λειτουργίας και σε κλειστές τράπεζες έβαζε. Είδα και κάτι φωτογραφίες με τους
μπάτσους να τον σέρνουν στα δικαστήρια που δεν τον κολάκευαν ιδιαίτερα, τέλος
πάντων, βγήκα έξω για να ξεμουδιάσω όσο η βροχή κυκλοφορούσε γύρω μου
αναποφάσιστη. Τα παπούτσια μου πάτησαν ξεραμένο χώμα, αυτός ο τόπος δεν
ανάσαινε από πουθενά.
Έφτασα στις τσιμεντένιες
φυλακές και πήρα να γυρίζω έξω από τα συρματοπλέγματα, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη
φορά -πήγαινα στοίχημα ότι οι φύλακες στους πυργίσκους θα σήμαιναν συναγερμό αν
το έκανα μία ακόμα κι έτσι το ξανάκανα.
«Δεν πρόκειται να φύγει η
φυλακή από τη θέση της, όσο κι αν τη γυροφέρνεις παλικάρι μου», γέλασε ο Μαλτέζος
από το διπλανό κάθισμα βγάζοντας στα κλεφτά από τη μέσα τσέπη του σακακιού του
ένα πλακέ μπουκαλάκι το οποίο άδειασε μονορούφι πριν το ξανακρύψει.
«Νόμιζα ότι δεν έχετε τέτοια
εκεί που είσαι», παρατήρησα.
«Δεν έχουμε», με διαβεβαίωσε
αθώα.
Πάρκαρα το αυτοκίνητο κοντά
στην κεντρική πύλη πριν τα πράγματα μπλέξουν χειρότερα. Ο φρουρός με κοίταξε με
μισό μάτι πριν με πληροφορήσει ότι σήμερα δεν είναι μέρα επισκεπτηρίου. Τον
πρόλαβα πριν χωθεί πάλι στο φυλάκιο του, πράγμα το οποίο βιαζόταν να κάνει για
να μη βρέχεται, και τον ενημέρωσα για το λόγο της επίσκεψής μου.
«Δεν ξέρω τίποτα», με γείωσε.
«Δε ρωτάς κάναν ανώτερο μπας
και ξέρει αυτός;» του πρότεινα.
Μου γύρισε την πλάτη, χώθηκε
μέσα στο φυλάκιο και τον άκουσα να γκρινιάζει σε ένα τηλέφωνο. Μετά έβγαλε το
κεφάλι του και με κοίταξε.
«Περιμένετε, θα έρθουν να σας
συνοδεύσουν».
Μπήκε πάλι μέσα και με άφησε
να βρέχομαι σα μαλάκας. Άναψα τσιγάρο, το έκρυψα με τις χούφτες μου για να μη
μουσκέψει, το κάπνισα ολόκληρο κι ακόμα τίποτα.
«Θα αργήσει πολύ η συνοδεία ρε
πατρίδα;» του φώναξα. «Αν είναι να περιμένω στο αυτοκίνητο».
Με άφησε κάνα λεπτό να λούζομαι
κανονικά πριν απαντήσει ότι «όπου να’ναι…» Χαμογέλασα. Μετά από πέντε λεπτά
ήρθε ένας χοντρός δεσμοφύλακας με το σακάκι στραβοκουμπωμένο και την ομπρέλα να
του καλύπτει τη μούρη.
Ξεκλείδωσε την πύλη, μου έκανε
νόημα, μπήκα δίπλα του.
«Ακολουθήστε με», είπε χωρίς
να με κοιτάζει.
Φυσικά δεν μου έκανε χώρο κάτω
από την ομπρέλα -έτσι βαδίσαμε μέχρι το κεντρικό κτίριο και ανεβήκαμε τα
τσιμεντένια σκαλιά. Όταν μπήκαμε μέσα κι έκλεισε την ομπρέλα είδα ότι φορούσε
μουστάκι και πηλήκιο.
«Συγνώμη, δεν ξέρετε ότι
απαγορεύεται να έχετε ανοιχτή ομπρέλα όταν φοράτε πηλήκιο;» του χώθηκα.
Με κοίταξε σαν να ήμουν σκουληκόμυγα.
«Πού το λέει αυτό;» μούγκρισε.
«5 φυ έχει στο στρατό, αν
ανοίξεις ομπρέλα με την οχτάρα», τον κούρδισα. «Δεν έχετε υπηρετήσει;»
«Για την αστυνομία δεν
ισχύει», δικαιολογήθηκε απότομα.
«Πού το λέει αυτό;» συνέχισα
το κούρδισμα.
«Περιμένετε εδώ», είπε κι
εξαφανίστηκε πατώντας άτσαλα τα μωσαϊκά.
Κοίταξα τριγύρω όσο περίμενα,
ήταν μια τεράστια αίθουσα με σιδερόφρακτους φεγγίτες στα 3 μέτρα από το πάτωμα
και λιωμένα μωσαϊκά. Στη μέση της ξεκινούσαν πλατιά σκαλιά για τους πάνω
ορόφους, έκανα μια βόλτα μέχρι την αρχή της σκάλας, οι κάλτσες πλατσούριζαν
μέσα στα παπούτσια μου, σκέτη κατάντια…
Σε 5-6 λεπτά εμφανίστηκε ένας βλάκας
με πολιτικά ρούχα και κοντοκουρεμένη φαλάκρα. Ηλικίας 50 με 60, μπορεί και
περισσότερο, το γκρι σακάκι του έπλεε καλύπτοντας ένα σκεβρωμένο κορμί,
προχωρούσε καμπουριάζοντας με επιφύλαξη σα να είχε ένα μόνιμο πόνο στο στομάχι.
«Καλώς ήρθατε κύριε Καστρινέ»,
μου είπε πλησιάζοντας με από τη δεξιά πλευρά της σκάλας. Υπέθεσα ότι πίσω από
τα σκαλιά υπήρχαν γραφεία ή ότι ο αδύνατος άντρας ξεκόλλησε από τους σοβάδες
των τοίχων, κάπως έτσι τέλος πάντων…
Όταν έφτασε μπροστά μου,
τίναξε νευρικά το δεξί του χέρι, το οποίο άρπαξα και έσφιξα, περισσότερο από
φόβο μην ξεκολλήσει, παρά από εγκαρδιότητα.
«Τσίγκας -είμαι ο διευθυντής
του σωφρονιστικού ιδρύματος», με ενημέρωσε.
Η ανάσα του μύριζε σκουπίδια.
«Σας έχουν ενημερώσει…»
ξεκίνησα.
«Βεβαίως, βεβαίως κύριε
Καστρινέ», με διέκοψε. «Ακολουθήστε με, παρακαλώ».
Μου γύρισε την πλάτη κι άρχισε
να ανεβαίνει τα σκαλιά δυο-δυο, ο πόνος στο στομάχι είχε μάλλον εξαφανιστεί.
Τον ακολούθησα λαχανιάζοντας, αν συνεχίζαμε το τρέξιμο για πολύ ακόμα θα έφτυνα
κάνα πακέτο Κάμελ στο τέλος. Ευτυχώς, στον πρώτο όροφο σταματήσαμε την ανάβαση,
ο διευθυντής έστριψε βιαστικά στην αριστερή πλευρά ενός αφώτιστου διαδρόμου και
σταμάτησε μπροστά από μια πόρτα με κόκκινο σταυρό. Την άνοιξε και μου έκανε
νόημα.
«Περάστε», μου φώναξε λες και
ήθελε να τον ακούσουν οι από μέσα.
Πέρασα μπροστά του στην
ανοιχτή πόρτα και βρέθηκα σε ένα μακρόστενο διάδρομο. Ο διευθυντής δεν μπήκε
μαζί μου. Βρόντηξε την πόρτα, αφήνοντάς με μόνο κι αυτό ήταν όλο.
Κοίταξα τριγύρω -κλειστές
πόρτες και ησυχία, ούτε ταμπέλες, ούτε τίποτα. Έξυσα το κεφάλι μου, τι σκατά
κάνουμε εδώ πέρα; Άρχισα να κόβω βόλτες στο διάδρομο, υπολογίζοντας ότι όλο και
κάποια πόρτα θα άνοιγε, όλο και κάποιος θα έβγαινε να ρωτήσω… Έφτασα μέχρι το
τέρμα, εκεί υπήρχε ένα παράθυρο με κάγκελα, τράβηξα αριστερά το συρόμενο τζάμι και
πήρα να χαζεύω τη θέα, μια αυλή άδεια, τοίχοι γκρι και συρματοπλέγματα -θες να
με μπαγλαρώσανε κι εμένα στην τελική; Άναψα τσιγάρο κλεφτά και πήρα να φυσάω
τον καπνό μέσα από τα κάγκελα γιατί την έκοβα τη δουλειά ότι όπου να ‘ναι θα
έσκαγε μύτη ο δεσμοφύλακας για να μου αρχίσει τα «άδειασε τις τσέπες σου,
γδύσου, βαθύ κάθισμα και βήξε».
Πέταξα το τσιγάρο στην αυλή,
έκλεισα το παράθυρο κι άρχισα πάλι να κόβω βόλτες, μετά από λίγο βαρέθηκα,
άνοιξα την πόρτα από την οποία με είχε χώσει μέσα ο διευθυντής και έβγαλα το
κεφάλι μου -έξω δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Περπάτησα προς τον εξωτερικό διάδρομο
διστακτικά, έστησα αυτί μπας κι ακούσω κραυγές βασανιστηρίων, βάναυσες εντολές
και γκλοπ να σπάνε σε πλάτες, εκείνη τη στιγμή κάτι με άγγιξε στον ώμο,
πετάχτηκα.
«Ψάχνετε τίποτα κύριε;» ρώτησε
η στριγκή γυναικεία φωνή.
Έκανα μεταβολή στηριζόμενος
στα τακούνια μου και τότε την είδα, μια κοντή γυναίκα με σταφιδιασμένη μούρη,
καροτί μαλλιά και λευκή ρόμπα.
«Καστρινός…» ψέλλισα. «Είμαι
για να δω τον…»
«Το ξέρω, ακολουθήστε με», μουρμούρισε
η γυναίκα και μου γύρισε την πλάτη.
Τι κόλπο ήταν αυτό εδώ μέσα
-να σου λένε μισή κουβέντα και μετά να κάνουν μεταβολή και να τρέχουν, λες και
παίζαμε τούκα πρω…
Σπρίνταρα για να την προφτάσω
αλλά η μαλακισμένη δεν ήταν γρήγορη σαν τους άλλους, με αποτέλεσμα να σκάσω
πάνω στην πλάτη της, κοντέψαμε να σωριαστούμε μαλλιοκούβαροι. «Συγνώμη», είπα
ταπεινά.
«Δεν πειράζει», απάντησε
χολωμένη.
Ξαναμπήκαμε, αλλά δεν υπήρχε
περίπτωση να την αφήσω να κλείσει την πόρτα απέξω, άρπαξα τη μπετούγια όσο
εκείνη πέρναγε μπροστά μου και έκλεισα εγώ, ενώ εκείνη άνοιγε την τέταρτη πόρτα
του διαδρόμου.
«Θα έρθετε;» έκανε ανυπόμονα.
Πήγα.
Μέσα υπήρχε ένας μικρός
προθάλαμος με συρτάρια και ραφιέρες και στη συνέχεια μια ανοιχτή πόρτα που
οδηγούσε στο δωμάτιο. Ένα κρεβάτι, μια μπλε πλαστική καρέκλα κι ο Αργύρης
σκεπασμένος ως το στήθος με τα μάτια κλειστά. Ο χώρος βρώμαγε χλωρίνη και
ιδρώτα.
«Εμένα δε με χρειάζεστε», είπε
η γυναίκα.
Τη χρειαζόμουν γιατί δεν είχα
την παραμικρή ιδέα τι να κάνω εδώ πέρα αλλά δεν της το είπα. Την παρακολουθούσα
λοιπόν όσο έφευγε, άκουσα την πόρτα του προθαλάμου να κλείνει -όμορφα… Και τώρα
τι γίνεται;
Τράβηξα την καρέκλα, κάθισα στ΄αριστερά
του Αργύρη, έμεινα να τον κοιτάζω αμήχανα. Χάλια μαύρα ο Αργύρης… Την τελευταία
φορά που τον είχα δει, πάνε 20 χρόνια μπορεί και περισσότερα, είχε μακρύ
καστανό μαλλί και διατηρούσε, ακόμα, πολύ από το νεύρο του -παλιά, όταν
γίνονταν φασαρίες ο Αργύρης ξεκόλλαγε από εμάς και έφευγε στο πλάι, οι άλλοι
τον έκοβαν έτσι μαζεμένο και δεν τον υπολόγιζαν, αυτό ήταν το λάθος τους γιατί
ο Αργύρης απλά έπαιρνε φόρα κι έπεφτε πάνω τους, τους διέλυε, σα μπάλα του
μπόουλινγκ, βρίζοντας.
Αυτό που έβλεπα εδώ πέρα έμοιαζε
με πρώην άνθρωπο, τα μαλλιά του ήταν άσπρα, ακόμα μακριά αλλά είχαν αραιώσει
επικίνδυνα κι από νεύρο…
«Ρε Κάστρο εσύ είσαι;»
μουρμούρισε μισανοίγοντας τα μάτια του.
Ηρέμησα κάπως -τουλάχιστον δεν
είχε πέσει σε κώμα.
«Ναι, εγώ είμαι -πώς πάει
Αργυράκο; Πεθαίνουμε;» μίλησα γρήγορα.
«Τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε.
«Μεγάλη ιστορία, θα τα πούμε…»
Ακούμπησε στους αγκώνες του
προσπαθώντας να σηκωθεί λίγο, πήρα γραμμή και του έστρωσα το μαξιλάρι στη
μεταλλική πλάτη του κρεβατιού.
«Έχεις τσιγάρο;» με κοίταξε.
«Έχω αλλά στην κατάστασή σου…»
«Ποια κατάσταση ρε πούστη;
Έγκυος είμαι;» μούγκρισε.
Τράβηξα δυο τσιγάρα από το
πακέτο, τα άναψα και του έδωσα το ένα. Φυσικά πνίγηκε στην πρώτη τζούρα. Ρούφηξε
άλλη μία αλλά δεν κατέβαινε ο καπνός έτσι ξερό που ήταν το στόμα του, τον
έβλεπα να μασάει λες και είχε κόκαλα, φρίκαρα.
«Σβήστο», τον παρακάλεσα.
«Τι θες εδώ;» μούγκρισε
κρατώντας ακόμα το τσιγάρο στο χέρι και κοιτάζοντάς το όλο βουλιμία.
«Άκου… δεν ξέρω πόσο χρόνο
έχουμε, από την ώρα που μπήκα έχω πέσει σε τοίχους… Τέλος πάντων, μίλησα με το
Σαμουράι…» άρχισα.
«Αυτό το αρχίδι; Τι δουλειά
έχεις μαζί του;»
«Έχουμε ανοίξει χασαποταβέρνα,
τι ψάχνεις τώρα.. Λοιπόν, το θέμα είναι οτι με διαβεβαίωσε…»
«Σε διαβεβαίωσε… Ο Σαμουράι…»
Πετάχτηκα από την καρέκλα,
έσβησα το τσιγάρο στον τοίχο.
«Κοίτα ρε μαλάκα Αργύρη, ήρθα
να σου πω δυο κουβέντες, τι καταλαβαίνεις δηλαδή; Θα τις πω ή θα μου το γαμάς κάθε
λίγο;»
Στηρίχτηκε στους ώμους του
καθώς έδειχνε να ζαλίζεται, τον λυπήθηκα και σιχάθηκα τον εαυτό μου που μίλησα
έτσι. Ξανακάθισα.
«Το ρεζουμέ είναι ότι ο
Σαμουράι μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες κράτησης και για σένα και για
τους υπόλοιπους φυλακισμένους, αλλά θέλει να σταματήσεις την απεργία», τα είπα
χωρίς ανάσα για να προλάβω ή ίσως και πριν το μετανιώσω.
«Εκεί κατάντησες, Καστρινέ;
Μεσάζοντας της εξουσίας;» έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να γελάσει.
«Ναι, πρόσεξε με λίγο… Εδώ
ακριβώς τελειώνει το τυπικό μέρος -μου είπε, σου είπα -κλείσαμε. Τώρα υπάρχουν
δυο επιλογές, ή κάθομαι και τα λέμε σαν άνθρωποι, ή πάω από κει που ήρθα και
νομίζω ότι προσωπικά θα προτιμούσα το δεύτερο. Αλλά εσύ διαλέγεις…»
Έπεσε ησυχία. Επιτέλους ο
Αργύρης μου έδωσε το τσιγάρο που κόντευε να φτάσει η καύτρα του στα γράμματα,
το πέταξα στο πάτωμα και το πάτησα. Ήξερα ότι όποιος έλεγε την πρώτη κουβέντα
θα βρισκόταν σε άμυνα, οπότε προτίμησα να μην είμαι εγώ αυτός.
«Ξέρουν τους όρους μου… Απελευθέρωση
όσων κρατούνται χωρίς δίκη, μεταφορά των πολιτικών κρατουμένων σε αγροτικές
φυλακές, επίσημη αναγνώριση των πολιτικών μας κινήτρων…»
«Και παράδοση των κλειδιών της
Βαστίλης σε μια σεμνή τελετή στο προεδρικό μέγαρο -μαζί μιλάμε Αργύρη», ήταν η
σειρά μου να τον διακόψω. «Ξέρεις ότι δεν θα γίνουν όλα αυτά, οπότε κάνεις μια
απεργία για να πεθάνεις. Η ερώτησή μου είναι: γιατί;»
Με κοίταξε με μισόκλειστα
μάτια.
«Δεν αξίζει να πεθάνεις για
αυτά που πιστεύεις;»
Γέλασα.
«Είχα την εντύπωση ότι αξίζει
να ζήσεις για αυτά που πιστεύεις», είπα. «Αν η ζωή σου εξυπηρετεί σε κάτι,
αξίζει να συνεχίσεις να ζεις, έτσι νόμιζα».
«Εμένα η ζωή μου έχει
τελειώσει, Κάστρο. Όταν θα βγω από δω μέσα θα είμαι ή νεκρός ή παράλυτος…»
«Ενώ αν πεθάνεις τώρα, θα
γίνει τι;»
«Θα τους ταρακουνήσω, θα δείξω
ότι δεν έχουν καμιά σχέση με Αριστερά, θα ξεφτιλιστούν…»
«Και μετά;»
Με κοίταξε.
«Δε σε καταλαβαίνω».
«Μετά τι θα γίνει ρε παιδί
μου; Θα πέσουν από την κυβέρνηση;»
«Μακάρι»
«Και μετά;»
«Δε με νοιάζει».
Πήγα ν΄ανάψω νέο τσιγάρο αλλά
το μετάνιωσα.
«Σαφώς και δε σε νοιάζει, στα
παπάρια σου κανονικά, αφού θα τα έχεις τινάξει. Να σου πω λοιπόν εγώ τι θα
γίνει γιατί την έχω δει προφήτης αυτές τις μέρες… Αν πεθάνεις, η κυβέρνηση θα
το γυρίσει στο σκληροπυρηνικό -τύπου εμείς δε μασάμε από εκβιασμούς. Πουλάει
αυτό το στυλάκι κατά κέντρο μεριά, οπότε ωφελημένοι θα βγουν. Στο μεταξύ, καμιά
χιλιάρα άτομα, στην καλύτερη, θα βγουν στους δρόμους, ευκαιρία να δέσουν 5-6
ακόμα και να στρίψουν δεξιότερα, πώς το βλέπεις το σενάριο;»
Δεν είπε κουβέντα.
«Εντάξει, μπορεί να μη γίνει
έτσι. Μπορεί δηλαδή να έχουμε ιστορίες τύπου φόνος δεκαπεντάχρονου από
μπάτσο, αν και έχεις περάσει προ πολλού αυτή την ηλικία… Κι ας πούμε ότι
επειδή αυτοί εδώ είναι ολίγον φλορέτες θα πέσουν… Εκλογές, κάτω αυτοί, πάνω οι
φασίστες. Καλά;»
Με κοίταξε άγρια.
«Δηλαδή έχεις γραμμένη στα
παπάρια σου τη λαϊκή οργή -δεν υπάρχει περίπτωση ο λαός…»
«Ποιος λαός ρε Αργύρη; Ξέρεις
πόσοι πιτσιρικάδες πάνε παρακαλώντας να μπουν στα τάγματα εφόδου των ναζί; Ή
μήπως θεωρείς ότι οι άνθρωποι με τις δουλίτσες και τα χρεωμένα σπιτάκια θα
βγουν να πολεμήσουν την εξουσία επειδή πέθανε ένας αναρχικός;»
«Τα ίδια λέγατε και πριν λίγα
χρόνια», παρατήρησε. «Αλλά ο κόσμος βγήκε στους δρόμους…»
«Μάλλον με μπερδεύεις με
κάποιον άλλο, γιατί έχουμε να μιλήσουμε πάνω από εικοσαετία -άρα, άντε βρες
αυτόν που σου έλεγε τα ίδια και ξηγήσου του…» ξεκαθάρισα.
«Κόφτο, έγινες κι εσύ σαν κι
αυτούς, μη μου το παίζεις ιστορία τώρα…»
«Αυτούς, ποιους αυτούς; Τι
νομίζεις δηλαδή, ότι μιλάς με κομματικό μέλος;»
Το άναψα τελικά το γαμήδι το
τσιγάρο κι ας ξερογλειφόταν ο Αργύρης.
«Το καπνίζω και την κάνω», του
έδειξα. «Δεν ήσουν έξω όταν βγήκαν οι άνθρωποι στους δρόμους και μάλλον δεν στα
είπανε καλά. Για να μη χάσουν τα σπίτια τους από τις τράπεζες βγήκαν, για να
μην τους κοπούν κι άλλο οι μισθοί -δε βγήκαν για να κάνουν επανάσταση Αργύρη….»
Έκλεισε τα μάτια, δε μίλησε.
«Τι κάνεις εσύ; Πώς τα
βολεύεις;» με ρώτησε τελικά.
«Προσεχώς χειρότερα»,
μουρμούρισα. «Την ψιλοβολεύω πουλώντας ένδοξο παρελθόν, αλλά έχουν αρχίσει να
το βαριούνται -διότι, σου λέει ο κόσμος, αν ήσασταν τόσο γαμάτοι κάποτε, γιατί
τα πράγματα είναι χειρότερα σήμερα;»
Γέλασε, με το ζόρι.
«Παραιτήθηκες Κάστρο…»
«Από τι;» απόρησα. «Δεν είχα
αναλάβει καμιά εργολαβία, ξέρεις… Απλά, με κυνηγάγανε κι έτρεχα και όταν με
στρίμωχναν πάλευα να γλιτώσω, αυτό ήταν όλο».
«Δεν μας τα έλεγες έτσι,
τότε…» ψιθύρισε.
«Δεν ξέρω, φίλε… Μπορεί να τα
έλεγα αλλιώς, μπορεί κι εσύ να ήθελες να τα ακούς αλλιώτικα -δε θυμάμαι τίποτα
από τότε. Πράγμα πολύ περίεργο από τη στιγμή που πλασάρω αναμνήσεις -έτσι; Αυτό
που θέλω να πω είναι ότι θυμάμαι γεγονότα, αλλά όχι συναισθήματα κι ακόμα
χειρότερα, δε θυμάμαι γιατί τα κάναμε όλα αυτά, ποιος ο λόγος… Ας πούμε, τότε
που την πέσαμε στους χουντικούς και διαλύσαμε τα γραφεία τους, εντάξει;»
Με κοίταξε απορημένα.
«Θυμάμαι», είπε.
«Για ποιο λόγο;»
Ζωντάνεψε -τα κάνει κάτι
τέτοια η έκπληξη.
«Τι για ποιο λόγο; Για να τους
εξαφανίσουμε από προσώπου γης…» μούγκρισε.
«Και τότε γιατί δεν τους
σκοτώσαμε;» ρώτησα ήρεμα.
«Τι πράγμα;»
«Γιατί δεν τους σκοτώσαμε ρε
Αργύρη και ξαναβγήκαν σε δυο μήνες, σε τρεις μήνες, σε δυο χρόνια, ακόμα και
τώρα κυκλοφορούν σαν τα φίδια στις στέρνες; Για πες μου εσύ που είσαι συνειδητoποιημένος και του ένοπλου».
Με κοίταξε αμίλητος. Σώπασε.
«Εγώ λέω γιατί δεν είμαστε
ικανοί να σκοτώσουμε. Εσύ τι λες;»
Πήρε να παίζει με τις δίπλες
της καφέ κουβέρτας του, κοίταζε κάπου απέναντι και χαμηλά, περίμενα λίγη ώρα
για να βεβαιωθώ ότι με ξέχασε και μετά σηκώθηκα.
«Λέω να την κάνω…» του είπα.
Δε μου έδωσε σημασία.
Έφτασα στην πόρτα και την
άνοιξα.
«Να μου τα δώσουν γραπτά»,
είπε, προλαβαίνοντας με πριν βγω από το δωμάτιο.
«Εντάξει», είπα.
«Κι όποιος σε ρωτήσει εκεί
έξω, να του πεις ότι συνεχίζω κανονικά και σύντομα θα βγω από αυτή την τρύπα
και θα τους γαμήσω», συνέχισε.
«Καλά θα κάνεις», απάντησα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου,
δεν είχα άλλο κουράγιο. Η κυρία με την λευκή ρόμπα με περίμενε με τα χέρια
σταυρωμένα, σα να την είχε πάρει ο ύπνος. Όμως πετάχτηκε κατευθείαν με το που
άκουσε την πόρτα να κλείνει.
«Θα σας συνοδεύσω», μου
εξήγησε.
Την ακολούθησα με κατεβασμένο
το κεφάλι, τώρα αυτή προχωρούσε αργά, σα να συνόδευε τον επιτάφιο. Κατεβήκαμε
τις σκάλες, βγήκαμε από την κεντρική είσοδο. Η βροχή έπεφτε ακόμα εκεί έξω αλλά
η γυναίκα με τη λευκή ρόμπα δεν καταδέχτηκε να πάρει ομπρέλα. Με πήγε σημειωτόν
μέχρι την πύλη, ο φρουρός πετάχτηκε ν’ ανοίξει, να με ξεφορτωθούν και πριν
προλάβω να βγω μου είχε γυρίσει την πλάτη.
Έμεινα εκεί να βρέχομαι,
παρακολουθώντας την να επιστρέφει στο κτίριο με γρήγορο βήμα -λες και τώρα
μόλις είχε αρχίσει να βρέχει.
Καλά ξηγήθηκε…
[1]Heavydirtysoul – 21 pilots
[2]Little Johnny jewel -
Television
[3]You ‘ll never find Brian here
– Fischer Z
Προηγούμενα:
Έχουν περάσει τέσσερεις μέρες
από τότε που είδα τον Αργύρη και δυο μέρες από τη λήξη της απεργίας του. Χτες
με πήρε τηλέφωνο ο Σαμουράι, «ευχαριστώ πολύ» μου είπε, «δεν κάνει τίποτα»
απάντησα και τον έκλεισα -ήθελα να τελειώνει αυτή η ιστορία όσο πιο γρήγορα
γίνεται.
Άνοιξα την τηλεόραση κι έψαξα
κάτι να δω στην πλατφόρμα -αφού σκρόλαρα τις επιλογές αποφάσισα ότι δεν είχα
διάθεση κι έτσι την ξανάκλεισα. Το λάπτοπ ήταν ανοιχτό στο τραπέζι δίπλα μου, αυτό
που είχα αρχίσει να γράφω πήγαινε σαν καρδιογράφημα στα πρόθυρα εμφράγματος, ή
θα γέμιζα σελίδες, ή θα χάζευα την άσπρη οθόνη χωρίς να έχω κουράγιο ούτε καν
για διορθώσεις.
Η τελευταία παράγραφος στη
μισογεμάτη οθόνη…
«Έβρεχε καταρρακτωδώς όταν
βγήκα από το κτίριο της εταιρείας. Ξαφνική φθινοπωρινή μπόρα –όπως και να είχε,
ποτέ δεν κρατούσα ομπρέλα. Μου τη δίνουν οι ομπρέλες, εμποδίζουν τις κινήσεις
σου, σημαδεύουν τα μάτια των περαστικών. Αλλά έπρεπε να προφυλάξω το δέμα
–σήκωσα την μπλούζα μου και το έχωσα από κάτω –μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο
έμοιαζα σα γκαστρωμένος.»
Μαλακίες, αλλά δεν είχα όρεξη
ούτε να το σβήσω.
Και τότε με έπιασε μια όρεξη
να βγω έξω, ήθελα να δω τι υπάρχει πέρα από τους τοίχους του διαμερίσματος,
ίσως και να είχα διάθεση να μιλήσω με κάποιον άνθρωπο -που ξέρεις; Ντύθηκα στα
γρήγορα -όσο ετοιμαζόμουν δε μου πέρασε καθόλου από το μυαλό να κοιτάξω τι ώρα
είναι. Μόνο βγαίνοντας από την εξώπορτα της πολυκατοικίας ανακάλυψα ότι είχε
πέσει το σκοτάδι, εδώ και 5-6 ώρες, σύμφωνα με το ρολόι μου. Κούμπωσα το
μπουφάν, φόρεσα γάντια-κράνος και άφησα στο Δούκα τα υπόλοιπα.
Σε δέκα λεπτά, ή κάπου τόσο,
ήμουν στη λεωφόρο. Υγρασία, σαγρέ οδόστρωμα και βιτρίνες καταστημάτων που δεν
πουλούσαν τίποτα. Άφηνα τις ταχύτητες να γεμίζουν και τις άλλαζα πριν γκρινιάξει
ο Δούκας, ήταν ένα παιχνίδι που κάναμε χρόνια, συνήθως έχανα, αλλά σήμερα το
πήγαινα καλά.
Τερματίζοντας την Μπενάκη
έπεσα σε γνωστές περιοχές, έκοψα ταχύτητα κι άρχισα να κινούμαι τύπου παρέλαση
-όσο χρειαζόταν για να μην πλαγιάσει η μηχανή. Έβλεπα καινούργια μπαρ και
καφετέριες, πολύ χειρότερα, ή πολύ διαφορετικά, ή τέλος πάντων τίποτα δεν
μπορεί να νικήσει τις αναμνήσεις, γι΄αυτό ο κόσμος πάει προς τα πίσω αντί για
μπροστά… Πάρκαρα το Δούκα στο πεζοδρόμιο, έξω από ένα μαγαζί που μου ταίριαζε
χρωματικά, δηλαδή σκοτάδι με ενδιάμεσα διαστήματα νοσοκομειακού λευκού για να
σφίξουν οι κώλοι. Κοίταξα από τη τζαμαρία -το μαγαζί ήταν μισοάδειο.
Όταν μπήκα μέσα, κατάλαβα τη
μαλακία μου γιατί είχε μια τεράστια μπάρα κι ελάχιστα τραπεζάκια, τοποθετημένα
έτσι ώστε να τα αποφεύγουν οι πελάτες αφού κανένα δεν ήταν κοντά σε τοίχο -όλα βρίσκονταν
στη μέση του μαγαζιού, εκεί που χτύπαγε το λευκό φως. Όμως αυτό μας έτυχε εδώ
θα κάτσουμε, κι έτσι σκαρφάλωσα σε ένα σκαμπό στην αριστερή άκρη της μπάρας,
την κοντινότερη στον τοίχο, βόλεψα το κράνος και το μπουφάν ακριβώς δίπλα μου
για να αποφύγω τους γείτονες και έριξα τα Κάμελ με τον ζίπο ακριβώς μπροστά
μου.
Η κοπέλα πίσω από τη μπάρα,
μια καστανή με αλογοουρά και ολόσωμη φαρδιά φόρμα με πήρε στην άκρη του ματιού
της και αδιαφόρησε. Κοίταξα τριγύρω -άδειοι τοίχοι με φτηνιάρα πέτρινη
επένδυση, άρχισα να το γουστάρω το μαγαζί, αλλά γρήγορα άλλαξα γνώμη όταν
άκουσα τη μουσική. Λοιπόν, μουσικά, το μόνο χειρότερο από τα κλασικά ροκ του
’70 είναι τα εναλλακτικά ροκ του 2000 που αντιγράφουν τα κλασικά ροκ του ’70.
Κι αυτό ακριβώς έπαιζαν εδώ μέσα. Κοίταξα την κοπέλα με απεγνωσμένο βλέμμα, αν
δεν έπινα κάτι δεν αντεχόταν το όλο πράγμα.
Ήρθε φουριόζα, όχι επειδή με
είχε αφήσει να περιμένω αλλά γιατί αυτό ήταν το στυλ της, έσκυψε κοντά μου, το
πράσινο μπλουζάκι που φορούσε μέσα από τη φόρμα αποκάλυψε λίγο από λευκό
αθλητικό σουτιέν και η αναπνοή της μύριζε μπρόκολο.
«Καλησπέρα, τι θα πάρετε;»
ρώτησε χαμογελώντας με το ζόρι.
«Μια Στολίσναγια με τόνικ», ζήτησα.
Μουρμούρισε ένα «αμέσως» κι
έφυγε σφαίρα. Την παρακολουθούσα να ετοιμάζει το ποτό, φερόταν με μια απίστευτη
βαναυσότητα στο μπουκάλι της Κόκκινης, έτσι όπως το βούτηξε από το ράφι
και το στράγγισε σα λεμόνι στο ποτήρι με τα παγάκια, μετά άνοιξε ένα πλαστικό
μπουκάλι τόνικ και άδειασε το μισό, με ελεγχόμενο μίσος. Μα τι της είχα κάνει;
Έφερε το ποτό, πέταξε ένα
χάρτινο σουβέρ μπροστά μου και προσγείωσε το ποτήρι πάνω του -ζήτησε έξι ευρώ, ξερά.
Τα έβγαλα και της τα έδωσα πριν με αρχίσει στα χαστούκια γιατί το έβλεπα ότι
κατά κει πήγαινε το πράγμα. Επικεντρώθηκα μετά στις φυσαλίδες του τόνικ μέσα
στο ποτήρι, άναψα τσιγάρο, καθυστερούσα την πρώτη γουλιά για να δώσω χρόνο στην
ανάμιξη.
«Είστε της περιοχής;» άκουσα
τη φωνή της απότομα και πνίγηκα με τον καπνό.
Σήκωσα το κεφάλι, στεκόταν
μπροστά μου μ΄εκείνο το ζορισμένο χαμόγελο.
«Μπα», έκανα, «εφοριακός είμαι
-σε μυστική αποστολή».
Γέλασε. Κανονικά τώρα, όχι με
το ζόρι. Κοπάνησε το πανί δίπλα από το ποτό μου και καθάρισε κάποιον αόρατο
λεκέ.
«Δε σας έχω ξαναδεί στο
μαγαζί, γι΄αυτό ρωτάω», μου εξήγησε.
«Ναι, δεν έχω ξανάρθει»,
παραδέχτηκα.
Κοίταξα τριγύρω, υπήρχαν άλλα
τέσσερα άτομα ακροβολισμένα στη μπάρα, τρεις άντρες και μια γυναίκα -όλοι
κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ τους. Στα τραπέζια κάθονταν δυο ζευγάρια
και μια παρέα αντρών. Μα που είχα έρθει; Η κοπέλα στεκόταν ακόμα πάνω από το
κεφάλι μου.
«Δε βγαίνω συχνά», είπα, «είμαι
οικιακής χρήσεως».
Γέλασε ξανά -λίγο πιο χαλαρά
τώρα, αλλά μην περιμένεις θαύματα…
«Μεταξία», είπε.
«Ποιος ήρθε;» απόρησα.
«Μεταξία, έτσι με λένε», μου
εξήγησε.
Πρέπει να σε μισούσαν πολύ
οι γονείς σου, έτσι εξηγούνται όλα,σκέφτηκα.
«Χάρηκα», απάντησα ψέματα.
«Πάω να σερβίρω τον κύριο και
τα ξαναλέμε», απείλησε.
Μαζεύτηκα. Ήπια δυο γερές από
το ποτό μου και υπολόγισα ότι σε κάνα τέταρτο θα είχα καθαρίσει από εκεί μέσα.
Την παρακολουθούσα όσο έβαζε ποτό σε κοντό ποτήρι και το άφηνε μπροστά σε έναν
άντρα με σγουρά μαλλιά και χοντρό πουλόβερ. Το θέμα ήταν ότι ο άντρας δεν είχε
ζητήσει τίποτα, μόνη της αποφάσισε -σε λίγο θα κλείδωνε την πόρτα και θα άρχιζε
να μας μαστιγώνει.
Γύρισε πάλι σε μένα.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» ζήτησα.
«Βεβαίως», είπε σφιγμένα.
«Γιατί του πήγες ποτό αυτού
εκεί χωρίς να σου πει;»
Κοίταξε απότομα πίσω από τον
ώμο της λες και δε θυμόταν τι είχε κάνει πριν λίγο.
«Α, ναι… Επειδή είναι
τακτικός, τον ξέρω… κάθε μισή ώρα θέλει το ποτό του».
Μου ήρθε στο μυαλό το καναρίνι
που είχε μια γειτόνισσα, «κάθε μέρα πρέπει να του αλλάζω νερό, κάθε δεύτερη,
κελαϊδίνη» -ανατρίχιασα.
«Εσένα, κάθε πόση ώρα πρέπει
να σου φέρνω;» ρώτησε η κοπέλα.
Έξυσα το κεφάλι μου -αυτό
λοιπόν θα πρέπει να ήταν κάποιο είδος αντιεξουσιαστικής κονσομασιόν…
«Όταν σου ζητήσω -καλά δεν
είναι;» έκανα διστακτικά, περιμένοντας την έγκρισή της.
«Μια χαρά», είπε και στήριξε
το κεφάλι στις παλάμες, ακουμπώντας τους αγκώνες της στη μπάρα. «Λοιπόν; Πώς
απ΄τα μέρη μας;»
Δεν θα το έπινα το ποτό με την
ησυχία μου -ή ίσως και να ήταν το κόλπο της για να παραγγείλω δεύτερο στο
καπάκι.
«Λοιπόν… Μεταξία…» ξεκίνησα
παίζοντας με τον ζίπο, «περνούσα απέξω και σκέφτηκα να πιώ κάτι στα γρήγορα,
πριν γυρίσω σπίτι μου, έχω ακούσει ότι ένα ποτό την ημέρα κάνει καλό στην
καρδιά».
Χαμογέλασα, θαυμάζοντας την
απάντησή μου. Απλά, λιτά, της είχα πει ότι δεν επρόκειτο να πάρω άλλο ποτό, ότι
θα έφευγα σύντομα κι ότι είμαι γέρος άνθρωπος που δεν ασχολείται με παιχνίδια
έλξης νεαρών κοριτσιών.
«Έτσι…» μουρμούρισε μουτρωμένη
κι έγινε κάμποσο άσχημη καθώς σούφρωνε τα λεπτά της χείλη. «Αλλά σήμερα έχουμε
προσφορά, στο ένα άλλο ένα, άρα θα κάνεις διπλό καλό στην καρδιά σου».
Μου ήρθε στο μυαλό εκείνος ο τελικός
μπάσκετ που ο προπονητής έχει σχεδιάσει μια εμπνευσμένη επίθεση με τη μπάλα να
πηγαίνει δεξιά-αριστερά και το τριάρι να ξεμαρκάρεται για να πάρει σουτ για
τρίποντο κι όταν μπαίνουν οι παίκτες στο παρκέ, ο πλέι μέικερ δεν προλαβαίνει
να περάσει το κέντρο αφού στα 5 δευτερόλεπτα του κλέβουν τη μπάλα οι αντίπαλοι.
«Ωραία…» ψιθύρισα με μισή
καρδιά.
«Γιατί μου φαίνεσαι γνωστός;»
ρωτάει η κοπέλα, χωρίς να έχει αλλάξει στάση.
Ξύνω το κεφάλι μου.
«Ίσως… βλέπεις τηλεόραση;» τη
ρωτάω με τη σειρά μου.
«Όχι».
«Εντάξει -γιατί δεν έχω
εμφανιστεί ποτέ στην τηλεόραση», λέω. «Ελληνικό κινηματογράφο βλέπεις;»
«Ναι», χαμογελάει.
«Ούτε εκεί έχω εμφανιστεί»,
της εξηγώ.
Παίρνει γραμμή το δούλεμα,
αλλά δε μαζεύεται όπως περίμενα.
«Από αλλού σε ξέρω…» λέει.
Το φοβόμουν ότι εκεί θα
κατέληγε.
«Μάλλον με μπερδεύεις με
άλλον», λέω. «Έχω πολύ συνηθισμένη φάτσα».
Με κοιτάζει εξεταστικά, αλλά,
ευτυχώς εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ένα ζευγάρι στην πόρτα -τσεκάρουν το χώρο,
η κοπέλα με παρατάει απότομα (πώς αλλιώς;) και τρέχει προς το μέρος τους. Συγκεντρώνομαι
στο ποτό μου, ανάβω φρέσκο τσιγάρο και ψάχνω γύρω, μήπως κάποιος από τους δικούς
μου έρθει για παρέα -όμως το μέρος έχει πολλή φασαρία για τα φαντάσματα. Πρέπει
να γυρίσω σπίτι αλλά δεν γεννήθηκε ακόμα το ποτό που θα μείνει στο ποτήρι μου, ρουφάω
ακόμα μια γερή δόση ενώ το συγκρότημα ξεκοιλιάζει από τα ηχεία μια διασκευή του
Shadowplay-φαντάζομαι τον Ίαν Κέρτις να συσπάται σε κρίση επιληψίας
κάτω από το χώμα.
Και τότε το βλέπω.
Ο άντρας που μόλις μπήκε, έχει
έρθει πίσω από τη μπάρα και μιλάει με τη μπαργούμαν, γνωστή και ως Μεταξία, η
οποία με δείχνει αναιδέστατα. Εκείνος κρατάει το χέρι του κοντά στο στόμα λες
και φοβάται μη διαβάσω τα χείλη του -τι μαλακίες είναι αυτές τώρα; Παρατηρώ τον
άντρα -καρό πουκάμισο, ανοιχτό, μπλουζάκι με κάποια γελοία στάμπα, μπυροκοιλιά
και μακριά μαλλιά γκριζαρισμένα λόγω ηλικίας, στα χρόνια μου τον κόβω. Ψάχνω να
βρω τη γυναίκα που ήρθε μαζί του αλλά έχει γίνει άφαντη.
Σβήνω το τσιγάρο, ακουμπάω
ενστικτωδώς την δεξιά μου παλάμη στο κράνος καθώς ο άντρας πλησιάζει.
Και πλησιάζει. Αργά.
Κοντοστέκεται, δυο μέτρα απόσταση, με κοιτάζει μισοκλείνοντας τα μάτια. Τον
κοιτάζω κι εγώ -τι άλλο να κάνω;
«Καλά, πλάκα μου κάνεις;»
μουγκρίζει ο άντρας.
Κι έρχεται να ακουμπήσει στη
δική του πλευρά της μπάρας, απέναντί μου. Μετά αρπάζει το πακέτο μου, βγάζει
ένα Κάμελ, το ανάβει με τον αναπτήρα μου -θα γίνουμε κώλος εδώ μέσα, τη
βλέπω τη δουλειά.
«Τι θες εσύ εδώ;» με ρωτάει
ανέκφραστα.
«Δεν ήξερα ότι απαγορεύεται», κάνω
ύπουλα, γιατί κατά πώς φαίνεται, σύντομα θα πλακωθούμε.
«Δε με θυμάσαι;» ξαναρωτάει.
Τραβάω το πακέτο προς το μέρος
μου, ανάβω καινούργιο τσιγάρο ενώ το προηγούμενο καίγεται στο τασάκι, τον
κοιτάζω.
«Κατά πρώτον, δε μου αρέσει ο
τρόπος που ρωτάς. Κατά δεύτερον, και να σε θυμόμουν, θα προσπαθούσα φιλότιμα να
σε ξεχάσω».
Χαμογελάει.
«Πάντα ο ίδιος -δε σε άλλαξαν
πολύ τα χρόνια, Κάστρο».
Είναι η σειρά μου να
μισοκλείσω τα μάτια.
«Ο Κάστρο είναι στην Κούβα, δεν
πας να τον βρεις αντί να με ενοχλείς την ώρα που πίνω το ποτό μου;»
Ξεκαρδίζεται.
«Ο Κάστρο ναι. Το Κάστρο
όμως…» με κοιτάζει χαμογελώντας.
Και βέβαια καταλαβαίνω εκείνη
ακριβώς τη στιγμή ότι έχω απέναντί μου το Σπήλιο, τον κακό καργιόλη που τραβάει
τις φασαρίες χειρότερα απ΄ότι τα σκατά τραβάνε τις μύγες.
«Εντάξει, όλα καλά», μουρμουρίζω.
«Λέω να την κάνω πριν πλακώσουν τα βιολιά».
Μου τραβάει μια ξεγυρισμένη
στην αριστερή ωμοπλάτη, δαγκώνομαι.
«Πόσα χρόνια πάνε;» ρωτάει.
«Μου είπε η Μεταξία ότι κάποιον της θύμιζες, αλλά πού να σκεφτώ…»
Σκύβω προς το μέρος του.
«Πες μου κάτι ρε φίλε. Γιατί εγώ
να θυμίζω κάτι σε ένα κορίτσι που γεννήθηκε όταν έβγαινα στη σύνταξη;» τον
ρωτάω για να κόψω λίγο τις δικές του ερωτήσεις.
«Επειδή, αγόρι μου, έχουμε
έρθει στη μόδα εμείς οι παλιοί…»
«Στη μόδα; Ποια μόδα; Έγινε
μόδα η μιζέρια;»
«Δεν ήταν μόνο μιζέρια τα
χρόνια μας…» αναπολεί και καλά.
«Όχι. Ήταν και πείνα και
μαλακία πηχτή. Αλλά δε βλέπω τι απ΄όλα αυτά μπορεί να γίνει μόδα», του εξηγώ.
Όσο μιλάω με έχει πλευρίσει η
γυναίκα που μπήκε προηγουμένως μαζί του, αλλά είμαι πολύ απορροφημένος για να
την προσέξω -πράγμα που δε θα μου συνέβαινε πριν κάποια χρόνια.
«Είναι αυτός που νομίζω;» λέει
εκείνη.
Πριν γυρίσω να την κοιτάξω έχω
μυρίσει το άρωμά της -λευκά νεκρολούλουδα. Έχει κοντά μαλλιά, κουρεμένα α λα
γκαρσόν, μαύρες τούφες μισοκρύβουν τα μάτια της, φοράει πλεκτό, εφαρμοστό φόρεμα
και κινείται σα γάτα. Ο Σπήλιος της απαντάει με ένα νεύμα.
«Αυτός είναι, αλλά δε θέλει να
το παραδεχτεί», της εξηγεί.
Η Μεταξία έρχεται και
ακουμπάει τρία καφέ σφηνάκια μπροστά μας -φεύγει και πριν προλάβω να τα κοιτάξω
κουβαλάει τα ποτά.
«Στο ένα, άλλα πολλά», μου
κάνει κλείνοντας το μάτι.
Κοιτάζω το ταβάνι -ίσως το να
έπεφτε στα κεφάλια μας θα ήταν κάποια λύση.
Ο Σπήλιος πιάνει πάλι το
πακέτο μου, προσφέρει στη γυναίκα που έχει μεταφέρει το κράνος και το μπουφάν
μου παραδίπλα κι έχει θρονιαστεί πλάι μου, εκείνη κουνάει αρνητικά το κεφάλι
βγάζοντας ένα κομψό πακέτο, μακριά τσιγάρα, λευκό επιστόμιο, καθόλου νικοτίνη
-και ανάβει με τον ζίπο μου. Χίπικο κοινόβιο γίναμε…
«Μπορεί να με θυμάστε», μου
λέει.
Έχει μπάσα φωνή και όμορφα
μάτια -αλλά δεν τη θυμάμαι.
«Δήμητρα Παπαγιάννη, σας είχα
τηλεφωνήσει για μια συνέντευξη πριν…»
Θυμάμαι.
«Θυμάμαι», τη διακόπτω. «Αλλά
ήταν για κάποια τηλεοπτική εκπομπή -σωστά;»
«Σωστά», παραδέχεται.
«Δεν έχω φάτσα για τηλεόραση»,
δικαιολογούμαι καθώς θυμάμαι την απάντηση που είχα δώσει τότε, πριν δυο χρόνια,
και ήταν πολύ πιο αγενής.
«Το αντίθετο -αλλά όπως
νομίζετε», χαμογελάει εγκάρδια εκείνη.
«Μην του μιλάς στον
πληθυντικό, θα τον πιάσει κατάθλιψη που κωλογέρασε», παρεμβαίνει ο Σπήλιος.
«Κάστρο λοιπόν;» χαμογελάει
περιπαικτικά εκείνη.
«Το όνομα μου είναι Νίκος
Καστρινός. Κάστρο με φώναζαν παλιά κάτι μαλάκες και δυστυχώς παραμένουν μετά
από τόσα χρόνια», της εξηγώ.
«Παραμένουν;» ρωτάει.
«Μαλάκες», εξηγώ.
Γελάει. Ο Σπήλιος πάλι
-καθόλου.
«Τι σκατά κάνεις στο μαγαζί
μου λοιπόν;» ρωτάει.
«Δεν ήξερα ότι είναι δικό σου
-αν το ήξερα θα πέρναγα δυο δρόμους παρακάτω», του λέω.
«Εσείς οι δύο έχετε κάτι
μεταξύ σας…» διαπιστώνει η Δήμητρα.
«Μη δίνεις σημασία», της λέω.
«Είναι σεξουαλικό το ζήτημα. Ήθελε να με πηδήξει και δεν του έκατσα».
Ο Σπήλιος χτυπάει τη γροθιά
του στον πάγκο.
«Δηλαδή, μας παράτησες και
τώρα ζητάς και τα ρέστα», μουγκρίζει.
«Αντιθέτως -λέω να τα αφήσω
μπουρμπουάρ στην κοπέλα», απολογούμαι. «Λοιπόν, δε χάρηκα που τα είπαμε κι
ελπίζω να μη σας ξαναδώ».
Σηκώνομαι, μαζεύω τα τσιγάρα
και τον αναπτήρα, αλλά εκείνος καπακώνει το χέρι μου με την παλάμη του.
«Κάτσε λίγο», μου λέει.
Τον κοιτάζω. Έχει γεράσει κι
αυτός, αλλά παραμένει γομάρι.
«Πάρε το χέρι σου», ψιθυρίζω.
Πλησιάζει το πρόσωπό του στο
δικό μου, σκύβοντας πάνω από τον πάγκο.
«Κάτσε ρε πούστη που σου λέω…»,
μουγκρίζει.
Η ανάσα του βρωμάει σκόρδο.
Τότε παρεμβαίνει η Δήμητρα
-ακουμπάει το χέρι της στο μπράτσο του Σπήλιου.
«Γιατί γίνεσαι φορτικός τώρα…»
του λέει.
Εκείνος μαζεύει το χέρι του κι
εγώ μαζεύω τα τσιγάρα μου.
Πριν τα βάλω στην τσέπη του
μπουφάν κοντοστέκομαι. Αρχίζω το καινούργιο ποτό μου γιατί το προηγούμενο έχει
γίνει νερό. Ανάβω δυο τσιγάρα και του πασάρω το ένα. Ακουμπάω τους αγκώνες στον
πάγκο, η Δήμητρα δίπλα μου σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος.
«Αφού τα έφερε η κατάρα να
βρεθώ στο δικό σου μαγαζί…» αρχίζω κοιτάζοντας πίσω από το Σπήλιο. «Ότι πέρασε
πέρασε κι ότι λείπει λείπει[1],
εντάξει;» τον κοιτάζω για λίγο πριν γυρίσω τα μάτια μου στο βάθος, στα ράφια με
τα γεμάτα μπουκάλια.
«Τι θες να πεις;» απορεί.
«Ότι δε θέλω να πω τίποτα,
αυτό λέω. Δεν έχω όρεξη να μιλήσουμε για τα παλιά, δε γουστάρω να ψάξουμε για
ευθύνες, δε γουστάρω αναλύσεις του κώλου, ούτε και κώλους που αναλύουν -αυτά…»,
τον κοιτάζω κατάματα τώρα γιατί ήταν από παλιά κομματάκι αργός ο Σπήλιος.
Αρχίζει τότε να τραγουδάει
φάλτσα…
«Μεγαλοπιάστηκες και
χάθηκες από την πιάτσα/ δεν ξαναφάνηκες από τα στέκια τα παλιά»[2]
Γελάω σφιγμένα, γυρίζω προς τη
Δήμητρα.
«Τι δουλειά έχεις με αυτόν τον
κρετίνο;» τη ρωτάω.
«Μάλλον θα πρέπει να ρωτήσεις τη
μητέρα μας», χαμογελάει.
«Είσαι αδελφή του;» απορώ.
Κουνάει το κεφάλι με
συγκατάβαση.
«Τι παίζει ρε Κάστρο; Εμείς
σου ξινίζουμε, αλλά δεν έχεις πρόβλημα να την πέφτεις στην αδελφούλα μας;»
Γυρίζω προς το μέρος του.
«Μπα -τα τελευταία χρόνια πάω
μόνο με άντρες», απαντάω.
«Δηλαδή θέλεις να σου κάνει
κονέ μαζί μου -γι΄αυτό…» χαζογελάει.
«Είπα ότι πάω με άντρες, όχι
με μαλάκες», του εξηγώ υπομονετικά.
Ξεκαρδίζεται.
«Κλασικός Κάστρο», φωνάζει. «Δεν
πας πουθενά ρε μουνόπανο, εδώ θα τα πιούμε μέχρι τελικής πτώσης».
Φοράω το μπουφάν μου και πιάνω
το κράνος. Μετά δίνω το χέρι μου στη Δήμητρα.
«Χάρηκα», της λέω και είναι
σχεδόν αλήθεια.
«Θέλω να μιλήσουμε», λέει
εκείνη.
«Για τη συνέντευξη…»
«Όχι, όχι -αυτό τελείωσε εδώ
και δυο χρόνια… Θα ήθελα όμως να με βοηθήσεις σε κάτι, κάνω μια έρευνα για το
διδακτορικό μου».
Την κοιτάζω και μου φαίνεται
κάπως μεγάλη για διδακτορικό, αλλά αποφεύγω να το επισημάνω. Εκείνη όμως το
πιάνει.
«Ναι, κάλλιο αργά παρά ποτέ»,
χαμογελάει.
«Δεν ξέρω αν εγώ μπορώ να
βοηθήσω», δικαιολογούμαι.
«Μπορείς, σίγουρα μπορείς….»
με διαβεβαιώνει.
«Εντάξει τότε», κάνω απρόθυμα.
Βγάζω το κινητό μου και της το
δίνω, εκείνη σχηματίζει τον αριθμό της και τον καλεί, μετά από λίγο μου το
επιστρέφει.
«Τώρα έχεις και το τηλέφωνό
μου», χαμογελάει. «Κοίτα να το αποθηκεύεις με το όνομά μου, για να μην
αναρωτιέσαι όταν θα σε πάρω».
Χαμογελάω κι εγώ μαζεύοντας τα
υπάρχοντά μου. Ο Σπήλιος με παρακολουθεί όσο απομακρύνομαι. Όταν πιάνω το
πόμολο της πόρτας, ακούω τη γαϊδουροφωνάρα του.
«ΚΑΣΤΡΟ»
Γυρίζω να τον κοιτάξω.
«ΓΑΜΙΕΣΑΙ».
Βγαίνω έξω χαμογελώντας. Δεν
έχει άδικο.
Προηγούμενα:
Η Δήμητρα με πήρε τηλέφωνο δυο
μέρες μετά την πρώτη μας συνάντηση. Ήθελε να βρεθούμε, για να κουβεντιάσουμε
κάποια πράγματα. Βρεθήκαμε σε μια καφετέρια -μου εξήγησε ότι πασχίζει να κάνει
ένα διδακτορικό στο Ρέθυμνο για τις νεανικές υποκουλτούρες της δεκαετίας του
’80 σε συσχετισμό με τις πολιτικές τάσεις της εποχής, της ξεκαθάρισα ότι θεωρώ
το όλο θέμα βαρετό και τετριμμένο, αλλά, σε τελική ανάλυση, το δικό της κώλο
ποντάριζε -ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν και πολύ ωραίος κώλος (αυτό δεν της
το είπα).
Καταλήξαμε να ξαναβρεθούμε
άλλες τρεις φορές μέσα στο μήνα -ερχόταν στο σπίτι μου πλέον, πράγμα που μου προκάλεσε
τρομερή αμηχανία, ειδικά η πρώτη της επίσκεψη. Βλέπεις, το σπίτι μου είναι
τάφος και δεν υπάρχει χώρος για δεύτερο άτομο μέσα σε έναν τάφο. Το άλλο
πρόβλημα ήταν ότι τη γούσταρα σα γυναίκα -ευτυχώς που με την αύξηση της ηλικίας
επέρχεται σχετική μείωση των ορμών κι έτσι μπορούσα να κοντρολάρω το όλο ζήτημα,
γλιτώνοντας τα ρεζιλίκια. Αυτά είχαν συμβεί τον προηγούμενο μήνα.
Τώρα ετοιμαζόμουν για την τέταρτη
επίσκεψή της, ήταν 6 το απόγευμα πράγμα που σήμαινε ότι είχα 2 ώρες μπροστά μου
μέχρι να έρθει (ή και περισσότερο, αν ήταν ασυνεπής), έξω έπεφτε ένα
συγκαταβατικό κρύο που θα δυνάμωνε όσο νύχτωνε. Ήμουν πλέον προετοιμασμένος για
τις επισκέψεις της. Στο ψυγείο υπήρχε ένα μπουκάλι λευκό κρασί, δυο είδη
κίτρινων τυριών (κίτρινων αλλά, παραδόξως, όχι κιτρινισμένων), συν ένα κουτί με
αλμυρά σκατολοϊδια που είχα προμηθευτεί από το κοντινό σουπερμάρκετ. Ένα
μπουκάλι Στολίσναγια ήταν ακόμα σφραγισμένο με τη χάρτινη ταινία του -εκείνη έπινε
μόνο κρασί και κάθε φορά που με πλησίαζε ένιωθα τη στυφή μυρωδιά του να
ανακατεύεται με το άρωμά της, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου: μαζέψου γέρο
μην ξεφτιλιστούμε….
Ήμουν ακόμα με το μπουρνούζι,
φρεσκοπλυμένος, φρεσκοξυρισμένος -το στόμα μου φωσφόριζε από το στοματικό
διάλυμα -επαρκώς γελοίος με δυο λόγια. Έβαλα σιντί στην τύχη, όπως συνηθίζεται
σε τέτοιες περιπτώσεις στις ταινίες, κι όσο έψαχνα πουλόβερ για να καλύψω το
μπλουζάκι με το φλεγόμενο σήμα των Χ, oπαλιόφιλος ο Τομ Ρόμπινσον έδινε
οδηγίες «Βρες ένα μπαρ, απέφυγε έναν καυγά/ δείξε τα χαρτιά σου, να είσαι
ευγενικός/ πήγαινε σπίτι αφού δεν έχεις που αλλού να πας»[1].
Όμορφα πράγματα, ρομαντικά…
Έψαξα αν υπήρχε μισοτελειωμένο
μπουκάλι για να μου φτιάξω μια Στολίσναγια με τόνικ -δεν υπήρχε κι έτσι,
ανοίγοντας το σφραγισμένο, σκέφτηκα ότι στην επόμενη έξοδό μου έπρεπε να
αγοράσω -αγχώθηκα για λίγο, ήμουν σίγουρος ότι θα το ξεχνούσα, αλλά μετά ξέχασα
το άγχος μου και όλα έγιναν εντάξει.
Το σιντί έπαιζε όσο άνοιξα την
τηλεόραση με κλειστό ήχο και χάζεψα τα δελτία ειδήσεων -κάμποσοι τζιτζιφιόγκοι
παρέα με λαχουρένια βλαχαδερά κοπανιόντουσαν στα πλεξιγκλάς τραπέζια των
στούντιο ενώ γιγαντοοθόνες πίσω τους έδειχναν, μάλλον, κυβερνητικούς
αξιωματούχους -τα βίντεο είχαν παρεμβολές με τη φωτογραφία του πρωθυπουργού,
πράγμα που μου θύμισε εκείνη τη σκηνή από τον Εξορκιστήμε τον Μαξ φον
Σίντοφ στις σκάλες του Υπόγειου Σιδηρόδρομου και την εικόνα του σατανά (η οποία
έμοιαζε εξοργιστικά πολύ με τον Αλαντίν Σέιν) να παρεμβάλλεται σαν
καμένο αρνητικό μεταξύ των καρέ. Είχα μια περιέργεια για το λόγο που έβριζαν
την κυβέρνηση πάλι, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να κόψω το σιντί, οπότε έκοψα την
περιέργεια. «Αν πας σε δείπνο με αυτούς τους κανίβαλους/ κάποια στιγμή θα
φάνε κι εσένα αγαπούλα[2]»,
όπως έλεγε κι ο Αρχηγός πριν μετεξελιχθεί σε Αγκαλίτσα και ξεφτιλιστεί.
Ανατρίχιασα κι έτσι πετάχτηκα
ν’ ανοίξω τη θέρμανση, συν κάποιο φως, επειδή το δωμάτιο έμοιαζε με σκηνικό
ταινίας τρόμου, στη διαδρομή μάζεψα μια βρεγμένη πετσέτα, ένα πακέτο χαρτί Α4, δυο
κούπες με ξεραμένα υπολείμματα καφέ -τελικά γίνονταν διάφορα σ΄αυτό το σπίτι…
Ξαναχώθηκα στην πολυθρόνα,
δίπλα στον διθέσιο καναπέ, αλλά πριν δω τι συμβαίνει στην οθόνη, κόλλησα με
τους γυμνούς τοίχους -κάτι έπρεπε να βάλω εκεί πέρα, για να μη δίνω την εικόνα
σχιζοφρενή. Και γιατί όχι, δηλαδή; Γιατί είναι κακό αυτό; Φύγε από εδώ μέσα
όσο πιο γρήγορα μπορείς γιατί θα καταλήξεις με κομμένη καρωτίδα -αυτό δεν
επεδίωκα; Σκέφτηκα τη Δήμητρα, με το πλεκτό, εφαρμοστό φόρεμα και μετά με σατέν
πουκάμισο και εφαρμοστό τζιν -κινήσεις νωχελικές, σα γάτα σε περιπολία … Και
βέβαια, σκέφτηκα εκείνη -τα γόνατά μου κόπηκαν, το δωμάτιο αντήχησε
ερημιά, «αλλά εκείνη δε θα μάθει ποτέ ότι ήταν εδώ/ ότι καθόμαστε δίπλα,
μεθυσμένοι όπως έκαναν οι παλιοί./ Κοιτάζω ψηλά κι ο Θεός μου λέει ‘τι θα γίνει;’/
Κοιτάζω ψηλά και ουρλιάζω ‘νόμιζα ότι ήταν στο δικό σου χέρι’»[3],
ένα τσιγάρο -πού είναι τα τσιγάρα μου;
Η Δήμητρα, μια κάποια Δήμητρα
τέλος πάντων, θα μπορούσε να γίνει ένας σοβαρός αντιπερισπασμός, αλλά εγώ δεν
είχα καταφέρει να εξελιχθώ σε τέτοιο κάθαρμα -αυτό ήταν το θέμα. Κλείσε την
πόρτα και τελείωνε, κλείσε και το σιντί γιατί παίζει πάλι από την αρχή, κλείσε
και κλείσου…
Το κουδούνι χτύπησε
απαιτητικά. Άνοιξα από το θυροτηλέφωνο μετανιώνοντας που την είχα ξανακαλέσει
στο σπίτι μου -τι σκατά ήθελε τέλος πάντων; Ότι αρχεία κρατούσα από παλιά τα
είχε σκαλίσει, σκανάρει, φωτογραφίσει, αντιγράψει -τι άλλο ήθελε;
Άνοιξα την εξώπορτα του
διαμερίσματος και την περίμενα ν’ ανέβει. Πρώτα άναψε το φως του διαδρόμου και
μετά εμφανίστηκε, μαύρο μακρύ παλτό, πλεκτό πολύχρωμο πουλόβερ, τζιν και μαύρα
μποτάκια -χαμογέλασε όταν με είδε. Πέρασε δίπλα μου, με φίλησε στο μάγουλο.
«Πώς πάμε; Όλα καλά;» ρώτησε
καθώς άπλωνε την πραμάτεια της, πρώτα το παλτό που το πέταξε σε μια καρέκλα και
μετά την τεράστια δερμάτινη τσάντα της που την άδειασε πάνω στο
τραπέζι-ροτόντα.
Είχα μείνει να τη χαζεύω με το
χέρι στο πόμολο της εξώπορτας, μέχρι που αποφάσισα τελικά να κλείσω, νιώθοντας
κάπως μαλάκας για την καθυστέρηση. Η Δήμητρα έκανε ένα μπαλετικό στυλάκι και
ξεφορτώθηκε τα μποτάκια της, μετά απλώθηκε στον διθέσιο καναπέ και με κοίταξε
χαμογελώντας.
«Πίνουμε κάτι σ΄αυτό το σπίτι,
ή…»
Πόσων χρονών να ήταν; Ήξερα
ότι έριχνα 3 με 4 χρόνια στο Σπήλιο και ήξερα ότι υπήρχε ακόμα ένας αδερφός, η
Δήμητρα ήταν η μικρότερη -άρα σαραντάρα, ή λίγο πιο κάτω. Δεν της φαινόταν. Δηλαδή,
δεν ξέρω και πολύ καλά να υπολογίζω τις ηλικίες -όμως είχε αυτά τα αμυγδαλωτά
βαθυπράσινα μάτια που σε αποσπούσαν από τα ληξιαρχικούς αρχεία.
«Πίνουμε», μουρμούρισα και
έφυγα για την κουζίνα.
Άνοιξα το κρασί, σέρβιρα σε
κολονάτο ποτήρι (δυο τέτοια είχα όλα κι όλα), μετά έβγαλα μια πιατέλα και
βάλθηκα να κόβω τυριά. Πρόσθετα αλμυρά κρακεράκια όταν την άκουσα να ρωτάει αν
θέλω βοήθεια.
Αντί για απάντηση, έπιασα με
το δεξί χέρι το ποτήρι -σκέφτηκα να φέρω και το μπουκάλι αλλά προτίμησα να μην
το κάνω -και με το αριστερό την πιατέλα. Μπήκα στο δωμάτιο και τα τακτοποίησα
μπροστά της, πριν φύγω για να ετοιμάσω το δικό μου ποτό.
«Άψογο σέρβις», παρατήρησε.
«Μη σε χάσουμε κι από πελάτη»,
μουρμούρισα περισσότερο πικρόχολα από ότι θα ήθελα.
Έφερα το ποτό μου μαζί με
τασάκι, τσιγάρα, αναπτήρα και βολεύτηκα στην πολυθρόνα -τότε κατάλαβα ότι είχα
ξεχάσει ανοιχτή την τηλεόραση, ακολουθώντας το βλέμμα της.
«Την ανοίγεις με χαμηλωμένο
τον ήχο, για ντεκόρ;» γέλασε.
«Ναι, ενημερώνομαι…»
μουρμούρισα.
«Χωρίς να ακούς;»
«Δε χρειάζεται -τα έχω
ξανακούσει», είπα.
Άναψε τσιγάρο και τη μιμήθηκα.
Μετά ήπιε λίγο κρασί, ενστικτωδώς πήγα να κάνω το ίδιο με το δικό μου ποτήρι,
αλλά σταμάτησα γιατί θα ήταν πολύ κάρφωμα.
«Ήθελα να σε ευχαριστήσω για
τη βοήθεια… Πήρα μπόλικο υλικό, θα πρέπει να το επεξεργαστώ. Ειδικά τα φανζίν… Δεν
τα βρίσκεις εύκολα».
Ήπια τελικά μια γερή γουλιά.
«Εντάξει -δεν ήταν τίποτα. Φάνηκαν
σε κάτι χρήσιμα -ως σήμερα απορούσα γιατί δεν τα πετάω», είπα.
«Για όνομα… Αν δεν τα θέλεις,
τα παίρνω ευχαρίστως», άνοιξε τα μάτια της διάπλατα.
Προφανώς και τα ήθελα. Τα
πάντα ήθελα. Είναι όλα τους κομμάτια μου, είμαι ένα ψυχοφθόρο παζλ. Απλά πήγα
να το παίξω άνετος -μετάνιωσα.
«Τέλος πάντων, σε τι μπορώ σου
φανώ χρήσιμος;» γύρισα την κουβέντα.
Μαζεύτηκε.
«Ένα κομμάτι του διδακτορικού
μου αφορά συνεντεύξεις από όσους έζησαν εκείνη τη δεκαετία και αναμίχθηκαν
ενεργά στα πολιτικά πράγματα», εξήγησε.
«Δηλαδή, πήρες συνέντευξη κι
από το Σπήλιο;» ρώτησα χαμογελώντας.
«Ναι, βέβαια», παραδέχτηκε.
«Και από ποιους άλλους;»
«Κοίταξε -πριν τη συνέντευξη
δεν μπορώ να σου πω για να μην επηρεαστούν οι απαντήσεις σου».
Την κοίταξα. Χαμογέλασε. Όχι,
δεν είναι αυτό που νομίζεις, μαλάκα -συνέντευξη θέλει να σου πάρει.
«Άσχετα απ΄όλα αυτά… Τι τρέχει
με σένα και το Σπήλιο;» θέλησε να μάθει.
«Τι τρέχει; Τίποτα δεν τρέχει…
Κάποτε κάναμε παρέα και μετά δεν κάναμε… Αυτό είναι όλο», δικαιολογήθηκα.
«Τσακωθήκατε;»
Έσβησα το τσιγάρο, την
κοίταξα, δεν απέφυγε το βλέμμα μου.
«Ξέρεις το Σπήλιο… Καυγαδίζει
ακόμα κι όταν σου λέει καλημέρα»
Γέλασε.
«Όντως… Αλλά νομίζω ότι εσείς
δεν καυγαδίσατε σχετικά με το πόσο καλή ήταν η μέρα», είπε.
Κι όμως -γι΄αυτό ακριβώς
καυγαδίσαμε…
«Εκείνον τον ρώτησες;» ζήτησα
να μάθω.
«Ναι, αλλά δε μου είπε».
«Άρα;»
«Νόμισα πώς…»
«Μην ασχολείσαι», μουρμούρισα.
Σήκωσε τους ώμους δείχνοντας
ότι παραιτείται της προσπάθειας.
«Μου επιτρέπεις να
μαγνητοφωνήσω τη συνέντευξη;» ρώτησε.
«Κάνε ότι σε βολεύει», απάντησα.
Σηκώθηκε, πήρε το κινητό της,
το ρύθμισε πριν το τοποθετήσει ανάμεσά μας, στο μπράτσο του καναπέ. Μετά είπε
την ημερομηνία και το όνομά μου, με φωνή απροσδόκητα επίσημη και μου έριξε ένα παγοθραυστικό
χαμόγελο.
«Αρχίζοντας, θέλω να μου
αναφέρεις τις πολιτικές σου καταβολές στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Δηλαδή
την ιδεολογική σου τοποθέτηση, τις επιρροές σου, τον πολιτικό χώρο στον οποίο
ανήκες», είπε κοντά στο μικρόφωνο του κινητού.
Προσπάθησα να κρύψω τον
μορφασμό μου αλλά δεν ξέρω κατά πόσο τα κατάφερα. Άναψα τσιγάρο -βοηθάει αυτό.
«Τη δεκαετία του ’80 την
πέρασα μαθητής και στη συνέχεια φοιτητής. Αν θέλουμε να απλουστεύσουμε το
ζήτημα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανήκα στον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο.
Αλλά αυτό είναι μια τερατώδης απλούστευση. Στην πραγματικότητα κι εγώ και
κάμποσοι άλλοι ήμασταν αντί. Είχαμε διαβάσει Μπακούνιν, Κροπότκιν κι
εκείνο το βιβλίο του Τζέιμς Τζολ για τους Αναρχικούς, είχαμε διατρέξει
ολίγη από Μαρξ, με την έννοια ότι και 3 βιβλία να διαβάσεις από αυτόν, το πολύ να
έχεις μια επαφή μέσου Κνίτη με το έργο του, αργότερα διάβασα Καστοριάδη, Καμύ,
Τζέισον Ξενάκη, Μαρκήσιο ντε Σαντ και τα σχετικά -όμως… Ήμουν αντί. Αντι-εξουσιαστής,
αντι-κρατιστής, αντι-κομμουνιστής, αντι-χίππης, αντι-φεμινιστής, αντι-φαλλοκράτης,
αντι-οικολόγος, αντι-εθνικιστής, αντι-ειρηνιστής κι αντι-πολεμοκάπηλος, αντι-κληρικαλιστής,
αντι-κοινοβουλευτικός, αντίγενικότερα. Ακόμα και το ντύσιμο μας ήταν αντί,
η συμπεριφορά μας, επίσης. Ψάχναμε πώς να γίνουμε αντιπαθείς κι όταν κάποιος
έκανε το λάθος να μας συμπαθήσει, φροντίζαμε να τον απογοητεύσουμε άμεσα. Νιώθαμε…
ένιωθα ότι είχα χρέος να καταστρέψω -το χτίσιμο ήταν δουλειά αυτών που θα
έρχονταν μετά από μένα. Αν θέλεις να μια συνοπτική περιγραφή, θα σου πω ότι πήραμε
το μήνυμα των SexPistolsαλλά το ακούσαμε στραβά κι έτσι βαδίσαμε. Κάναμε λάθος, αλλά
υπερασπιστήκαμε το λάθος μας όσο καλύτερα μπορούσαμε. Απάντησα καθόλου στην
ερώτησή σου;» σταμάτησα κατεβάζοντας το μισό ποτό μου με τη μία. Ο λαιμός μου
παρέμεινε στεγνός.
Κοίταξε προς τα κάτω, σα να
συμβουλευόταν τις ανύπαρκτες σημειώσεις της. Και μετά βέβαια, θυμήθηκε ότι δεν
είχε βγάλει τις σημειώσεις της οπότε σηκώθηκε για να τις φέρει.
«Στην πολιτική σου διαμόρφωση
επέδρασε, υποθέτω, η συμμετοχή στις καταλήψεις των σχολών και στις
αντιφασιστικές διαδηλώσεις. Ξεχνάω κάτι;» ρώτησε ενώ καθόταν πάλι στη θέση της.
«Ναι. Ξεχνάς τα σημαντικότερα.
Τις συναυλίες», επισήμανα.
«Εννοείς τις συναυλίες για την
υποστήριξη των καταλήψεων ή για την αποποινικοποίηση, τους αντιρρησίες
συνείδησης και τέτοια;»
«Όχι. Εννοώ τις κανονικές
συναυλίες -που ανέβαιναν κάτι τύποι εγχώριοι ή αλλοδαποί στη σκηνή και γινόταν
μακελειό».
«Αυτές πώς επηρεάζουν την
πολιτική και κοινωνική σου τοποθέτηση;»
«Όπως ακριβώς οι γενικές
συνελεύσεις επηρεάζουν την κινηματική πρακτική».
Σήκωσε τα μάτια της και με
κοίταξε σκεπτική.
«Δεν είμαι σίγουρη ότι βγάζουν
νόημα όλα αυτά», είπε.
«Εγώ απεναντίας είμαι σίγουρος
ότι δεν βγάζουν», χαμογέλασα.
«Δηλαδή, ας πούμε, μου κάνεις
πλάκα τώρα;»
«Όχι -μιλάω ειλικρινά. Έτσι
έγιναν τα πράγματα», διαμαρτυρήθηκα.
Έκλεισε τη μαγνητοφώνηση
εκνευρισμένη.
«Πες μου μια από αυτές τις
συναυλίες», ζήτησε.
«Στην τύχη;»
«Ναι, στην τύχη».
«Policeστο
Σπόρτινγκ», είπα χωρίς να σκεφτώ.
«Και πώς αυτή η συναυλία με
ένα συγκρότημα εντελώς απολιτίκ…» ξεκίνησε να λέει.
«Ήταν η πρώτη συναυλία ξένου
συγκροτήματος μετά από χρόνια. Πήγαμε με την αγωνία του παρθένου στο μπουρδέλο.
Οι μπάτσοι μας περίμεναν από τον Ηλεκτρικό μέχρι το Κλειστό -φάγαμε ξύλο
ανελέητο. Φάγαμε και ξύλο από κάποιους που δεν ήταν μπάτσοι αλλά δε γούσταραν
τα μούτρα μας, ή ήθελαν να αρπάξουν κάνα εισιτήριο, ή ήταν Αεκτζήδες,
Παναθηναϊκοί, Ολυμπιακοί, τρέχα-γύρευε… Όταν βγήκαμε από εκεί μέσα, ήμασταν
αποφασισμένοι ότι δεν επρόκειτο να την πατήσουμε την επόμενη φορά. Ξεφύτρωσαν
συγκροτήματα μεταξύ μας, μαγαζιά για να παίζουν τα συγκροτήματα, γιάφκες που
πρόβαραν τα συγκροτήματα… Καταλαβαίνεις πού το πάω;»
Ένευσε ότι καταλάβαινε.
«Θα μου βάλεις λίγο κρασί
ακόμα;» ζήτησε αφήνοντας το σημειωματάριο στην άκρη.
Αυτά με τη συνέντευξη…
σκέφτηκα.
Πήγα στην κουζίνα, έβγαλα το
μπουκάλι από το ψυγείο κι επέστρεψα κοντά της για να γεμίσω το ποτήρι.
«Άστο καλύτερα εδώ -να μην πηγαινοέρχεσαι»,
μου πρότεινε.
Το άφησα.
Γεμίζοντας το δικό μου ποτήρι
(φυσικά έφερα και το δικό μου μπουκάλι για να υπάρχει πρόχειρο) την κοίταξα.
«Λοιπόν, Δήμητρα, μου φαίνεται
ότι δεν τα πήγα πολύ καλά», είπα.
«Μάλλον εγώ έχω πιάσει λάθος
το θέμα…» μουρμούρισε.
«Δε φταις εσύ -είναι εκείνη η
δεκαετία… Από όπου κι αν την πιάσεις, γλιστράει», της εξήγησα.
«Σε είχα δει στην κατάληψη του
Λυκείου… Πότε ήταν; ’80; ’81; Ο Σπήλιος πήγαινε ακόμα Γυμνάσιο, ήταν αντίθετη
βάρδια από εσάς τους μεγαλύτερους, αλλά με πήρε μια μέρα μαζί του για να δούμε
τι γίνεται», ξεκίνησε να λέει.
«Εσύ υποθέτω νηπιαγωγείο;»
ρώτησα.
Γέλασε.
«Πρώτη Δημοτικού…»
«Δύσκολη τάξη, απαιτητική»,
κορόιδεψα.
«Είχατε κλείσει την
καγκελόπορτα με θρανία και πάνω ήταν σκαρφαλωμένοι διάφοροι που φώναζαν, είχαν
κι ένα κασετόφωνο που έπαιζε άθλια μουσική…» συνέχισε.
«Πουλόπουλο να υποθέσω;»
αναρωτήθηκα.
«Πανκ να υποθέσεις», με
γείωσε. «Τέλος πάντων, εσύ ακουμπούσες στα κάγκελα δίπλα στη μεγάλη πόρτα και
κάπνιζες. Στο πεζοδρόμιο απέξω ήταν κάμποσοι καπελάκηδες που κουβέντιαζαν με
γονείς ή περαστικούς… Τα παιδιά πάνω στα κάγκελα έβριζαν τους καπελάκηδες,
ξέρεις, όσο είστε μπάτσοι θα είμαστε απάτσι, τέτοια… Εσύ στεκόσουν
αμίλητος, δεν κούναγες ούτε βλέφαρο και κοίταζες στην άλλη πλευρά από εκεί που
γινόταν το νταβαντούρι -το θυμάσαι;»
Το θυμόμουν. Είχα μπλοκάρει
ένα άνοιγμα στα κάγκελα και κοίταζα στην πλευρά που υπήρχε μια μικρή πορτούλα
με κλειδαριά της πλάκας, περίμενα πότε θα πάρουν χαμπάρι οι μπασκίνες και θα τη
σπάσουν να μπουν μέσα. Τελικά δεν μπήκαν -βγήκαμε μόνοι μας…
«Όχι δεν το θυμάμαι», της
είπα.
«Ο Σπήλιος σε χάζευε λες κι
έβλεπε κανέναν σούπερσταρ. Είχε έρθει πιο κοντά σου για να δει τις κονκάρδες του
μπουφάν σου, νομίζω ότι από τότε ξεκίνησε να ακούει πανκ και νιού γουέιβ».
«Αλλά μέχρι το πανκ έφτανε το
μυαλό του», παρατήρησα.
«Πες το ψέματα», γέλασε
γεμίζοντας το ποτήρι της.
Μετά το κατέβασε μονορούφι
-κοίταξε το μπουκάλι.
«Γίνεται να το γυρίσω στο δικό
σου; Γιατί δε βλέπω να μας βγάζει για πολύ ακόμα το κρασί», μου ζήτησε
απλώνοντας τα πόδια της στον καναπέ.
Πάει να πει, ότι δεν
σκοπεύει να την κάνει γρήγορα από εδώ μέσα, σκέφτηκα.
«Σκέτο ή με τόνικ;» ρώτησα.
«Σκέτο. Πάντα», χαμογέλασε και
σηκώθηκε.
Την είδα να πηγαίνει μέχρι την
κουζίνα, να ψάχνει τα ντουλάπια για καινούργιο ποτήρι, άρχιζε να με ενοχλεί αφόρητα
η όλη φάση…
«Να φέρω κάτι και για σένα;»
ρώτησε από μέσα.
«Ναι -πιάσε το κουζινομάχαιρο,
θα το χρειαστώ», μουρμούρισα.
«Τι είπες;» ρώτησε φωναχτά.
«Τίποτα», απάντησα.
Και τότε μπήκε κρατώντας όντως
το κουζινομάχαιρο -τρόμαξα στ΄αλήθεια -αλλά είχε μαζί και κάτι λεμόνια (απορώ
πού τα βρήκε) συν ένα πιάτο, τα ακούμπησε στο μεγάλο τραπέζι κοντά μας και
άρχισε να τα κόβει φέτες, τα λεμόνια, πριν διαλέξει ένα και το σφηνώσει στο καινούργιο
ποτήρι της. Μετά το γέμισε Στολίσναγια και άραξε απέναντί μου -τα πόδια πάνω
στον καναπέ, μισοξαπλωμένη, με το κεφάλι να στηρίζεται στον δεξί της αγκώνα.
«Για ποιο λόγο ήταν εκείνη η
κατάληψη;» με ρώτησε.
Ήπια ακόμα μια γουλιά.
«Για κάποιο σημαντικό ζήτημα
που θα αποτελούσε τη θρυαλλίδα προκειμένου να ξεσπάσει η επανάσταση», δήλωσα
επίσημα.
Γέλασε.
«Κόψε την πλάκα -θυμάσαι για
τι ήταν;»
Σταύρωσα τα πόδια μου κι
ακούμπησα τον δικό μου αγκώνα στο αριστερό μου γόνατο.
«Μας είχαν απαγορεύσει να πάμε
στην πορεία του Πολυτεχνείου. Κάποιοι πήγαν και την επόμενη μέρα, εκτός από την
απουσία, πήραν και αποβολή», είπα σιγά.
«Και πού κατάληξε όλο αυτό;»
ζήτησε να μάθει.
«Ακύρωσαν τις αποβολές κι
έληξε η κατάληψη».
«Τα καταφέρατε δηλαδή»,
χαμογέλασε.
«Σχεδόν. Βλέπεις… Μετά ανακάλυψαν
ότι είχαν γίνει κάτι ζημιές στο κτίριο και φώναξαν την αστυνομία. Έπεσαν
κάποιες μηνύσεις, έγινε κι ένα δικαστήριο, έφαγε δυο μήνες με αναστολή το
προεδρείο…»
«Ενδιαφέρον», είπε σκεπτική.
«Λοιπόν, πώς το βλέπεις; Τα
καταφέραμε ή την πατήσαμε;» τη ρώτησα με τη σειρά μου.
«Ποιοι έφαγαν τις αποβολές;»
με ρώτησε.
«Πού να θυμάμαι, μετά από τόσα
χρόνια…» έκανα σηκώνοντας τους ώμους.
Θυμόμουν βέβαια. Ο Ζόμπι, ο Κώστας
που τον έλεγαν Σόλωνα, ο Πάνος το Βουνό κι εγώ. Και η Μελίνα που την είχε κάνει
κοπάνα εκείνη τη μέρα, αλλά όχι για την πορεία -για να πηδηχτεί με το γκόμενό
της, έναν εξωσχολικό.
«Αλλά σίγουρα θυμάσαι ποιους
πέρασαν από δίκη», είπε αδειάζοντας το ποτήρι της.
«Καμιά δεκαριά άτομα»,
απάντησα.
«Ήσουν μέσα σε αυτούς;»
«Ναι».
Πήγε να ρωτήσει κάτι ακόμα
-αλλά της έκανα νόημα.
«Ξέρεις κάτι; Τα βαριέμαι όλα
αυτά…»
«Εγώ καθόλου», χαμογέλασε.
«Αλλά εντάξει -ας αλλάξουμε θέμα. Τι κάνεις γενικότερα με τη ζωή σου; Γράφεις
κάτι καινούργιο;»
Ασυναίσθητα κοίταξα προς το
λάπτοπ, ευτυχώς ήταν κλειστό.
«Όχι -δε γράφω. Και νομίζω ότι
αρκετά ασχοληθήκαμε. Προτιμώ να ακούσω για σένα», είπα γέρνοντας το κεφάλι στο
πλάι. Εντάξει, μπορεί να το έπαιρνε για πέσιμο, αλλά δε γαμιέται στην τελική;
Αρκεί να σταματούσε την ανάκριση.
«Εξαρτάται από το τι θέλεις να
μάθεις…» έκανε μισοκλείνοντας τα μάτια και κοιτάζοντάς με πονηρά (ή κάτι
τέτοιο). «Τι θέλεις να μάθεις και πόσο θα έχω πιεί», συμπλήρωσε.
Κοίταξα το μπουκάλι, ήμασταν
ακόμα πάνω από τη μέση.
«Ας αρχίσουμε από τα
γκομενικά», της ζήτησα με τη λεπτότητα που πάντα δεν με διέκρινε.
«Χμμ… αυτό θα μπορούσα να το
θεωρήσω…» δίπλωσε τα πόδια της ώσπου αυτά ακούμπησαν στο στήθος της.
«Να το θεωρήσεις σαν κουβέντα
να γίνεται», είπα κοφτά. «Είσαι αδελφή του Σπήλιου, άρα, οικογένεια».
«Εσύ κι ο Σπήλιος οικογένεια;»
ξεκαρδίστηκε.
«Εντάξει -κάθε οικογένεια έχει
και το μαλάκα της, δεν τα διαλέγεις αυτά», απάντησα.
«Ναι ε;»
Άναψα τσιγάρο -το πράγμα
πήγαινε πολύ άσχημα. Λάθος, το πράγμα πήγαινε πολύ όμορφα αλλά πολύ άβολα. Σε
Κ.Σ. θα πήγαινα να καθίσω δίπλα της, μου είχε ήδη κάνει χώρο μαζεύοντας τα
πόδια, και θα περνούσα το χέρι μου πάνω από τους ώμους της. Μετά θα έμπαιναν τα
βιολιά και μετά θα έβγαιναν τα ρούχα. Σε Κ.Σ. που θα πει σε Κανονικές
Συνθήκες, όπως θυμάσαι.
Αντί γι΄αυτό, της ξαναγέμισα
το ποτήρι -το σήκωσε ψηλά, μου ευχήθηκε και το κατέβασε μονορούφι. Εντυπωσιακό.
Δεν τη μιμήθηκα.
«Ήμουν παντρεμένη για κάποια
χρόνια και μετά χωρίσαμε -ξέρεις, δεν ταίριαζα στο σενάριό του…» είπε.
«Όπου σενάριο…» αναρωτήθηκα.
«Παιδιά, σπίτι στα προάστεια,
δυο αυτοκίνητα, ερωμένη…» γέλασε. «Εντάξει, αυτό με την ερωμένη έπαιξε για ένα
διάστημα -δηλαδή τα έφτιαξα με μια συνάδελφό του και εξαφανιστήκαμε για κάνα
μήνα στη Μάλτα, αλλά νομίζω ότι τελικά απλώς ήθελα να τον ξεφορτωθώ»,
παραδέχτηκε.
Υπέροχη η κυρία…
Ήπια το υπόλοιπο ποτό μου αλλά
βαριόμουν να φέρω τόνικ, οπότε έβαλα μια δόση Στολίσναγια και την περίμενα να
συνεχίσει.
«Τώρα ζω μόνη σε ένα
διαμέρισμα στο κέντρο, παλεύω αυτό το διδακτορικό και δουλεύω σε δυο-τρεις ιστοσελίδες,
υλατζού. Πιο παλιά ήμουν σε περιοδικά, πέρασα κι από μια εφημερίδα…»
«Και από την τηλεόραση», είπα
καθώς θυμήθηκα τη συνέντευξη που μου είχε ζητήσει πριν χρόνια.
«Ναι -για κάνα δυο χρόνια,
υπεύθυνη σύνταξης σε μια καθημερινή εκπομπή. Εκεί γνώρισα το Χάρη…»
«Χάρης;»
«Ναι, ένας καργιόλης
παντρεμένος με δυο παιδιά. Μου την έπεσε, του έκατσα λόγω βαρεμάρας αλλά μετά
την είδε σε συνέχειες την υπόθεση. Κάπως έτσι τελείωσε η τηλεοπτική μου
καριέρα».
Άδειασε ακόμα ένα ποτήρι
μονορούφι -το μπουκάλι έπεφτε πολύ κάτω από τη μέση όσο ξαναγέμιζε.
Κατέβασε τα πόδια της από τον
καναπέ και έγειρε προς το μέρος μου.
«Σε είχα δει στη δίκη, όταν
πιάσανε το Σπήλιο», είπε σιγά.
«Καλά, δεν έχει σημασία»,
έκανα ενοχλημένος και γέμισα το ποτήρι μου.
Κατέβασε το δικό της μονορούφι,
μετά σηκώθηκε από τον καναπέ, ανέβηκε πάνω μου όσο καθόμουν ακόμα στην
πολυθρόνα και με φίλησε. Το στόμα της δεν είχε την ξινή γεύση του κρασιού, η
Στολίσναγια φροντίζει να τα κρύβει όλα, μαζί με τις αναστολές και τις
δικαιολογίες. Τη φίλησα κι εγώ διστακτικά κι έτσι περάσαμε κάμποση ώρα.
Μετά την έσπρωξα απαλά και την
ένιωσα ελαφριά σαν συνείδηση μωρού. Πέρασα το ένα μου χέρι πίσω από την πλάτη
της και το άλλο κάτω από τα γόνατά της, τώρα ήταν η ώρα του ακροβατικού.
Σηκώθηκα πατώντας πρώτα στις φτέρνες και μετά στα πέλματα, ένιωσα τη μέση μου
να διαμαρτύρεται -βασικά, φοβόμουν περισσότερο το αριστερό μου γόνατο που είχε
διαλυθεί από κάτι σαβούρδες με τη μηχανή…
Κρατώντας τη στην αγκαλιά μου
πήγα στην κρεβατοκάμαρα, την απόθεσα στο στρωμένο κρεβάτι, με κοίταξε με
μισόκλειστα μάτια.
«Έλα», μου ζήτησε.
«Μισό λεπτό», είπα.
Πήγα μέχρι τη ντουλάπα, έβγαλα
μια κουβέρτα και τη σκέπασα με αργές κινήσεις. Μέχρι να τελειώσω είχε
αποκοιμηθεί. Το κάνω αυτό στις γυναίκες -τις ρίχνω ξερές.Εύκολα…
Έβγαλα ακόμα μια κουβέρτα κι
ένα εφεδρικό μαξιλάρι, πήγα στον καναπέ, ξάπλωσα, βούλιαξα μέσα στο άρωμά της
και θύμωσα πολύ με τον εαυτό μου.
Βρήκα το τηλεκοντρόλ κι έβαλα
μια καινούργια σειρά με κάτι καργιόληδες που ήθελαν να φτιάξουν μια εταιρεία
και να τ΄αρπάξουν χοντρά, τέλειωσα το μπουκάλι της Στολίσναγια τέσσερα
επεισόδια πριν με πάρει ο ύπνος.
Αυτά έγιναν εκείνο το βράδυ.