Quantcast
Channel: Λευκός θόρυβος
Viewing all 138 articles
Browse latest View live

5. «Εδώ είμαστε, στο πουθενά»

$
0
0
Προηγούμενα:
1. "1984 παρά κάτι"
2. "Ποντικοπαγίδα"
3. "Αν τα παιδιά ήταν ενωμένα"
4. "Αγάπη και κοκτέιλ Μολότωφ"


Ήμασταν όλοι συνεννοημένοι από νωρίς –τηλέφωνα έπεσαν, κουδούνια χτύπησαν και αγουροξυπνημένοι μαλάκες με σώβρακο και παντόφλα είχαν βγει στις εξώπορτες –όλα κανονισμένα. «Το απόγευμα κατεβαίνουμε Πλάκα –παίζουν οι Stress». Προσυγκεντρώσεις στις κατά τόπους γιάφκες –εμείς στου Μπιλ του Χοντρού, οι υπόλοιποι σε ανάλογα ευαγή ιδρύματα –στις 6 θα συναντιόμασταν Γυμναστική Ακαδημία.

Κατέβηκα με το Στάθη στου Μπιλ, έτσι κι αλλιώς με τη μηχανή μου θα κυκλοφορούσαμε. Κάπνα και υγρασία –το μαγαζί ασυνήθιστα γεμάτο για τέτοια ώρα. Και το πεζοδρόμιο τίγκα. Στον πάγκο δίπλα στην πλαϊνή τζαμαρία κάθονται οι Μεγάλοι –Άρης το Κτήνος, Τζον Τάραμας, Γιάννης ο Ρέινμποου, Έλβις, Ιωακείμ, ο Ινδιάνος με κάτι δικούς του –τίγκα στη μαλλούρα το τραπέζι.
«Τι θέλουν αυτοί εδώ ρε μαλάκα;» ρωτάω το Στάθη.
«Ότι ξέρεις –ξέρω», σηκώνει τους ώμους.
Περνάμε το τραπέζι σε απόσταση –είναι αυτός ο γαμιόλης ο Έλβις που έφαγε γκόμενα από την τάξη μας, τη Ρούλα και είχε έρθει μαζί μας στην εξαήμερη –μας μόστραρε το θηριώδες Ζ1 του κάτω από το ξενοδοχείο μέχρι που ένα βράδυ, λιώμα όλοι μας, το σηκώσαμε, το ανεβάσαμε μέχρι απέξω από το δωμάτιο που πήδαγε τη Ρούλα και το περιτυλίξαμε με κωλόχαρτο, από τότε μας έψαχνε να μας σκίσει. Οι άλλοι είναι εντάξει άτομα –αλλά τι θέλουν εδώ πέρα; Τι δουλειά έχουν αυτοί με τους Stress;

Περνάμε και το τραπέζι με τους Πιτσιρικάδες –Πουλής, Τσουλού, Μάριος και κάτι αδέσποτοι –για να καταλήξουμε στους δικούς μας.

Έχουμε το πιο γεμάτο τραπέζι –λογικό είναι –δικό μας είναι το συγκρότημα. Η δικιά μας ηλικία. Ο Καραμέλας κάτι μαλακίες κάνει πίσω από την πλάτη του Γένια, ο Τζόρνταν με το Σόλωνα έχουν κατουρηθεί στα γέλια για άγνωστη αιτία, ο Σάκης ο Μυτόγκας συνωμοτεί με τον Πανή, ο Ηλίας με το Γρηγόρη τσεκάρουν για καμιά ξέμπαρκη γκόμενα, ο Τάκης δείχνει στον Αλεξό ένα σετ μπαγκέτες προσπαθώντας να τον ψήσει ότι έγινε ντράμερ, ο Κάρα είναι, ως συνήθως στον κόσμο του, ο Παναγιώτης το Βουνό τρώει κάποιο χάμπουργκερ της συφοράς (απ΄αυτά που μόνο ο Μπιλ φτιάχνει κι απορούμε πώς δεν μας έχουν στείλει ακόμα στα θυμαράκια) ο Ζόμπι φυσάει καπνό μέσα στο μπουκάλι της μπύρας του…
«Κάντε ένα κώλο παραδίπλα ρε μαλάκες», φωνάζει ο Στάθης.
Βολευόμαστε με τα χίλια ζόρια.
«Πήγες καθόλου σχολή;» με ρωτάει ο Τζόρνταν.
«Ναι –εσύ;»
«Πήγα… Κι έφυγα».
«Γιατί;»
«Αρένων»
«Τόσο καλά…»
«Εσύ;»
«Κάτι γίνεται…»
«Έλα ρε μουνί…» πανηγυρίζει ο Τζόρνταν και γυρνάει επιτόπου στο Σόλωνα. «Μαλάκα, αυτός θα γαμήσει…» του ανακοινώνει.
«Όχι πριν από μένα», χαμογελάει ο Σόλωνας.
«Αφού εσύ έχεις στάνταρ τη Ρένα ρε παπάρα», αντιδρώ.
«Η Ρένα είναι για εδώ. Μαλάκας ήμουνα που πέρασα Πάτρα;» μου εξηγεί ο Σόλωνας.
«Ότι δηλαδή θα στραβωθεί κι άλλη εκτός από τη Ρένα και θα σου κάτσει…» απορώ.
«Το μυρίζονται αγόρι μου… Αν είσαι ρέστος σε αποφεύγουν σαν την πανούκλα. Αν όμως είσαι δεσμευμένος…» μου σφυρίζει ο Σόλωνας σκύβοντας προς το μέρος μου.
«Δεσμευμένος ε;» μουρμουρίζω με τη σειρά μου.
«Δεσμευμένος», επαναλαμβάνει εκείνος.
«Αν είσαι δεσμευμένος ρε μαλάκα, σε λίγο θα τρώμε κουφέτα», γελάω.
«Δεν πάει να τρώτε και σπανακόρυζο; Θα πηδάω εγώ ένα σωρό γκόμενες;» με γειώνει ο Σόλωνας.
Σηκώνομαι να πάω για μπύρες –δε βγαίνει άκρη.

Ο Μπιλ είναι σα Συννεφιασμένη Κυριακήπίσω από τη μπάρα, ετοιμάζει 2 ποτήρια μπύρες με το που με βλέπει να πλησιάζω.
«Πώς πάει αφεντικό;» ρωτάω.
«Δεν πάει ρε μαλακισμένο –βλέπεις εσύ να πάει;»
«Κέφια έχεις…» παρατηρώ.
«Πάρε τις μπύρες και άντε γαμήσου», μουγκρίζει.
«Μη μιλάς έτσι στο γιό μου, θα του δημιουργήσεις τραύμα», λέει ο Άρης το Κτήνος που έχει εμφανιστεί δίπλα μου.
«Τραύμα είναι από μόνος του αυτός», παρατηρεί ο Μπιλ.
«Τι ξαφνικό ήταν αυτό πατέρα;» ρωτάω το Κτήνος.
«Ξαφνικό;»
«Εσείς στους Stress;» απορώ.
«Γιατί όχι δηλαδή;»
«Δε σας είχα για πάνκηδες…»
«Ρε σπόρε, την εποχή που πηγαίναμε εμείς στην Παρανόιντ να δούμε Παρθενογένεσις, εσύ ήσουνα παρθενοαγέννητος».
«Ναι ε;»
Το Κτήνος με βουτάει από το γιακά του μπουφάν και με σηκώνει 5 πόντους.
«Διαφωνείς;»
Με αφήνει πάλι κάτω.
«Τώρα που το είδα αφ΄υψηλού το ζήτημα, όχι και τόσο», παραδέχομαι.
Το Κτήνος σκύβει προς το μέρος μου.
«Έχουμε ραντεβού με κάτι αρχίδια από την Αγία Παρασκευή», μου εξηγεί.
«Εντάξει. Αλλά πείτε και σε μας τίποτα να είμαστε προετοιμασμένοι», διαμαρτύρομαι.
«Δεν είναι δικιά σας δουλειά», μου ξεκόβει.
Ο Μπιλ του έχει ετοιμάσει τέσσερεις μεγάλες μπύρες τις οποίες αρπάζει, δύο σε κάθε χέρι και φεύγει για την παρέα του.
Πάω κι εγώ στους δικούς μου. Αλλά εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο Φώτης ο 7 και οι δυο μεγαλύτεροι αδερφοί Ιντζέ. Οι δικοί μου τους βλέπουν και κουμπώνονται.
«Τι παίζει τώρα;» ρωτάει ο Ηλίας.
«Τσαμπουκάς», του λέω.
«Πού;»
«Εκεί που πάμε».
«Με ποιους;»
«Σάντα Φράιντεϊ»
«Εμείς για τη συναυλία δεν πάμε;» απορεί ο Γρηγόρης.
«Κι ότι ήθελε προκύψει…» συμπληρώνει ο Σόλωνας.
«Γαμώ την καταδίκη μου δηλαδή..» κουμπώνει ο Στάθης.

«Σηκωθείτε μουνάκια, φεύγουμε», φωνάζει ο Τάραμας και επιτόπου όλο το μαγαζί γίνεται όρθιο.
Πίνουμε τις μπύρες μονορούφι με το Στάθη και βγαίνουμε βλαστημώντας.

Όλοι πάνε στις μηχανές ή στα παπιά τους, μανιβελιές σκάνε από παντού, φοράω τα γάντια μου και κάνω νόημα στο Στάθη ν΄ανέβει και τότε βλέπω ότι από το στενό δίπλα μας εμφανίζεται η παρέα του Βόδενα –πέντε εντούρο και τρία στριτ –χαλάνε τον κόσμο μαρσάροντας.
Κατεβαίνουμε από το πεζοδρόμιο να τους χαιρετήσουμε.
«Πού πάτε χωρίς εμάς ρε ψοφίμια; Αφού δε χωράτε», γκαρίζει ο Βόδενας.
Οι πιτσιρικάδες βολεύονται χωρίς δεύτερη κουβέντα στις μηχανές τους και ξεκινάμε.

Μπροστά ο Βόδενας με τους δικούς τους που το γαμάνε λίγο στις σούζες μέχρι να μαζευτούμε και οι υπόλοιποι. Στη μέση οι Μεγάλοι –κάνουν κάτι περίεργα νοήματα, δεν καταλαβαίνω μέχρι που βλέπω να εμφανίζεται η θρυλική Πλύμουθ με τον Γιάννη το Ρέινμποου στο τιμόνι –την έχει από τον πατέρα του που τη δούλευε πειρατικό ταξί πριν κάμποσα χρόνια. Οι άγριοι ουρλιάζουν στη θέα της Πλύμουθ, ανοίγουν τις πόρτες όσο το κήτος κινείται και μπουκάρουν μέσα –μετράω τρεις μπροστά και πέντε πίσω.
Εμείς μένουμε τελευταίοι, πίσω από την Πλύμουθ –κάποια γαμημένη οπισθοφυλακή ως συνήθως. Ο Έλβις κρατάει λίγο το Ζ1 όσο περνάει η πομπή, αφήνει την τσοπεριασμένη BMWτου Ινδιάνου να τον περάσει –φιδιάζει δίπλα στο KLRτου Ηλία.
«Κάποια στιγμή θα σας ξεσκίσω», του λέει σηκώνοντας το γιακά του τζιν του με το μεσαίο δάχτυλο.
«Κάποια στιγμή…» χαμογελάει ο Ηλίας και φεύγει αέρας μπροστά.

Στο σήμα της Ολυμπιακής πετυχαίνουμε αυτούς που κατεβαίνουν από Άγιο Παύλο και Σούρμενα, επικεφαλής ο Λεό με Καρχαρία του, χώνονται ανάμεσά μας και ο σχηματισμός διαλύεται –δεν είμαστε πλήθος αλλά είμαστε ατέλειωτοι.
Ο Στάθης ανάβει τσιγάρο πίσω μου, κάτι έρημοι που περιμένουν λεωφορείο πιάνουν τοίχο όσο περνάμε –νιώθουμε επίφοβοι κι αυτό είναι μαλακία, νομίζω. Στου Δαρζέντα βλέπω τα μπροστινά μηχανάκια να φρενάρουν, κόβω, συμβαίνει κάποιο σημαντικό ανακάτεμα, ο Στάθης βλαστημάει. Αυτό που έχει συμβεί είναι ότι η ηρωική Πλύμουθ του Γιάννη έμεινε, συνηθισμένα πράγματα. Οι επιβάτες της κατεβαίνουν κι αρχίζουν να σπρώχνουν, από δίπλα οι μηχανές κορνάρουν –πέφτει άγριο κανιβάλισμα –οι Σουρμενιώτες πλευρίζουν το αμάξι και πετάνε τάλιρα σε στυλ «βάλε βενζίνη ρε τσίπη» -τέλος πάντων, το αμάξι ξαναξεκινάει μετά από λίγο.
Συναντάμε τους Ηλιουπολίτες στη Γυμναστική Ακαδημία –τώρα είμαστε πλήρεις.

Κι έτσι μπαίνουμε στην πόλη, δίπλα μας οι Στύλοι και κάτι αδέσποτοι σκύλοι που μας παίρνουν στο κατόπι από τα πεζοδρόμια –ζωώδης κατάσταση ας πούμε…
Χωθήκαμε στην Πλάκα από Κυδαθηναίων, κορνάραμε εθιμοτυπικά έξω από τη 16 και κάναμε στάση στη Φιλόμουσα για ανασύνταξη δυνάμεων. Χυθήκαμε στα τραπεζάκια ενώ οι Μεγάλοι μπήκαν στα ενδότερα για ανεφοδιασμό και οι πιτσιρικάδες πετάχτηκαν στο Ριμέμπερ για καταδρομική.
Άραξα με Στάθη, Σόλωνα και Βουνό –το παλιό ηρωικό Γ1.  Κοζάραμε κάτι τουρίστριες πολύ μίζερες, χιποκατάσταση.
«Τις ψήνουμε;» ρώτησε το Βουνό.
«Βαριέμαι», έκανε ο Στάθης ως συνήθως.
«Επίπεδο», προειδοποίησε ο Σόλωνας και τράβηξε ένα σφύριγμα κλέφτικο.
Οι κοπέλες γύρισαν, μας κοίταξαν –μια πλατεία γεμάτη κανίβαλους –και γέλασαν.
«Ντου γιου ντρινκ ούζο;» τους φώναξε ο Σόλωνας.
«Όζο;» απόρησε η μια απ΄αυτές –εντελώς λιώμα φαινόταν.
«Γιες, όζο πάουερ» ξεκαρδίστηκε ο Σόλωνας. «Καραμέλα είναι», αποφάνθηκε.
Εκείνη τη στιγμή βγήκαν από τη Φιλόμουσα ο Έλβις με τον Τάραμα –έκοψαν τις τουρίστριες και προωθήθηκαν με τη μία.
«Μας τις φάγανε», είπε το Βουνό.
«Επίπεδο», είπε ο Σόλωνας και τράβηξε ένα ρέψιμο.
Οι άλλοι είχαν φορτώσει από το εσωτερικό του μαγαζιού, κάτι λέγανε στις τουρίστριες, ο Έλβις άνοιξε το τζιν μπουφάν του και κάτι τους έδειξε, εκείνες ξεκαρδίστηκαν.
«Δηλαδή αυτές θα γίνουν κι εμείς πάλι στην απέξω», γκρίνιαξε ο Στάθης.
«Κάτι θα μείνει και για μας», τον καθησύχασα.
«Με την προοπτική να παίξουμε ξύλο», υπενθύμισε το Βουνό.
«Αν είναι για τώρα νωρίς –εντάξει», είπε ο Στάθης.
Οι άλλοι δυο με τις τουρίστριες ξαναμπήκαν στο μαγαζί.

Παραγγείλαμε κάτι μπύρες και χαζέψαμε τη θέα αμίλητοι –κάμποσα φρικιά πέρασαν και μας στραβοκοίταξαν, ο Τζόρνταν σηκώθηκε κι έφυγε αέρας καταπάνω τους αλλά πριν τους φτάσει έστριψε και χώθηκε στο μαγαζί.
«Επίπεδο…» θαύμασε ο Σόλωνας και πέταξε το άδειο μπουκάλι της μπύρας του στον τοίχο του μαγαζιού.
Ένας σενιαρισμένος φρίκος με φουλάρι και φράντζα πετάχτηκε από το μαγαζί και τον αγριοκοίταξε.
«Θες τίποτα;» τον ρώτησε.
«Άλλη μια τέτοια», είπε ο Σόλωνας και μας έκλεισε το μάτι.
«Αν ξαναπετάξεις μπουκάλι θα στο βάλω στον κώλο», κούμπωσε ο φρίκος.
«Πριν το πετάξω, ολόκληρο, ή μετά σπασμένο;» ρώτησε ευγενικά ο Σόλωνας.
«Ρε άντε γαμήσου», μούγκρισε ο άλλος και ξαναμπήκε μέσα.
«Άμα έχεις επίπεδο…» γέλασε το Βουνό.
Τότε έφτασαν τρέχοντας οι πιτσιρικάδες κι από πίσω τους δυο αγριεμένοι –μάλλον από το Ριμέμπερ. Οι μικροί πρόλαβαν και χώθηκαν στα τραπέζια των Μεγάλων, οι Ριμέμπερ έκοψαν, μας μέτρησαν κι απομακρύνθηκαν βρίζοντας. ‘Ήρθε στο τραπέζι μας ο Άρης.
«Τι άκουσα γιε μου; Τραβιέσαι με τον Παπ;» με ρώτησε καβαλώντας μια ψάθινη καρέκλα.
«Τον ξέρεις;»
«Από την ομάδα της Ηλιούπολης. Καλό παιδί αλλά πολύ μελετηρός ρε συ –αν δεν το γράφει ο Μπακούνιν δεν το κάνει…» μούγκρισε ο Άρης.
«Ο Μπακούνιν ε;»
«Άντε κι ο Κροπότκιν –παραπέρα δεν πάει…»
«Εντάξει –στην πορεία αλλάζουν αυτά», δίστασα.
«Ναι, άμα το ρίξετε στις πορείες, πολλά θ΄αλλάξουν –μη σου πω ότι θα έρχονται μαζί σας κι οι Κνίτες», ξεκαρδίστηκε ο Άρης κι άφησε μια χούφτα χάπια πάνω στο τραπέζι.
«Άντε –στην υγεία μας», φώναξε κι έφυγε φουριόζος.
Τα μοιραστήκαμε αμίλητοι αλλά δεν τολμήσαμε ακόμα να τα καταπιούμε –είχαμε νύχτα μπροστά μας.
Και τότε ακούστηκε μια φασαρία ανακατεμένη με σφυρίγματα –δεν πρόλαβα να δω από πού ερχόταν γιατί κάτι γαμήδια άρχισαν να σκάνε γύρω μας σα μπαλάκια του τένις, μόνο που όταν έπεφταν στο τσιμέντο έκαναν πλαφ... Κόλλησα για λίγο –ο Στάθης με έσπρωξε απότομα και βρέθηκα στο έδαφος, κοίταξα γύρω μου, βροχή από νεράντζια.
«Έχουν ξυραφάκια», μούγκρισε ο Σόλωνας.
Από τις δυο άκρες, στα πλάγια της Φιλόμουσας έρχονταν –ήταν πολλοί και έκαναν δαιμονισμένο θόρυβο πλέον.
«Γαμώ την Αγιά Παρασκευή τους μέσα…» βογκάει ο Στάθης που έχει φάει ένα νεράντζι στη γάμπα.
Προσπαθούμε να κρυφτούμε πίσω από το πεσμένο τραπέζι –όχι όλοι μας –το Βουνό δεν έχει πέσει καν κάτω, τώρα προχωράει προς το μέρος τους.
Τον κοιτάζουμε αμίλητοι. Το Βουνό δεν είναι πάνω από 60 κιλά κι από ύψος έχει καβατζάρει το 1,90 προ πολλού –τρώει σα μπουλντόζα αλλά δε βάζει δράμι από τότε που τον ξέρω. Τον λέμε Βουνό λόγω επωνύμου κι επειδή ποτέ δεν πέφτει. Στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στο ξύλο –όποιος τρακάρει μαζί του χρειάζεται επειγόντως φαναρτζίδικο. Τώρα είναι 10 βήματα από τα παιδιά της Αγίας Παρασκευής –του πετάνε νεράντζια αλλά τα αποφεύγει –φαίνεται σα να αστοχούν αλλά δεν είναι έτσι, αν προσέξεις καλύτερα θα δεις ότι το Βουνό σπάει το κεφάλι λίγο στο πλάι, κουνάει ανεπαίσθητα τους ώμους, μαζεύει τα χέρια, ντριπλάρει αέρινα.   
«Μην τον αφήσουμε μόνο του», λέει ο Σόλωνας κι έχει ήδη στηθεί στα πόδια του.
«Γαμώ την πουτάνα μου μέσα», μουγκρίζει ο Στάθης και σηκώνεται –το παντελόνι του έχει σκιστεί σε κάνα δυο σημεία αλλά δεν τρέχει αίμα.
Φοράω κι εγώ τα γάντια της μηχανής, τρέχω πίσω τους.

Ο αιφνιδιασμός είναι υπέροχη στρατηγική αλλά όχι όταν την πέφτεις σε ανθρώπους που κάθονται σε καφετέρια γιατί αυτοί διαθέτουν τραπέζια και καρέκλες, τα οποία σίγουρα θα χρησιμοποιήσουν. Από τη μεριά των Μεγάλων έχουν αρχίσει ήδη οι ρίψεις –ο Άρης πετάει τραπέζια, οι υπόλοιποι έχουν πιάσει τις καρέκλες και ορμάνε –με τις καρέκλες μπροστά για να τους προφυλάσσουν κι από τα νεράντζια. Ο σενιαρισμένος φράντζα-φουλάρι, χώνεται στο μαγαζί και κλειδώνει.
Είμαστε πίσω από το Βουνό και φροντίζουμε να μην του πάρουν τις πλάτες. Τώρα που τους βλέπω από κοντά είναι ίδιοι με εμάς, τζιν μπουφάν, αρβύλες, όρθια μαλλιά –αλλά δεν έχουμε καμιά σχέση. Αυτοί ζουν στην πόλη, εμείς στα προάστια. Αυτοί είναι πολιτισμένοι, εμείς βάρβαροι. Διαλέγω κάποιον που δε με κοιτάζει και του σκάω μια καλή πάνω στο αυτί –ο τύπος πιάνει κατευθείαν το κεφάλι του και διπλώνεται, με παίρνουν χαμπάρι οι διπλανοί του και μ΄αρχίζουν στα κλωτσίδια, κάνω πίσω, πιάνω τοίχο και προσπαθώ να φυλαχτώ.
Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή κάνει ντου ο Βόδενας με τους δικούς του –αλυσίδες και κράνη σκάνε πάνω σε κεφάλια και πλάτες. Παίρνω ανάσα αλλά δεν ξεκολλάω από τον τοίχο. Ο Στάθης περιποιείται ένα γομάρι έχοντας σκύψει σα μποξέρ για να καλύψει το στομάχι του, ο Σόλωνας γκαρίζει «άκρη, λερώνει» και ρίχνει αγκωνιές σε όποιον βρίσκεται δίπλα του, το Βουνό έχει φρενάρει και χτυπάει όποιον τον πλησιάζει. Τότε νιώθω το μάγουλό μου να τσούζει –ξέρω τι είναι –κοιτάζω να δω ποιος μου έσκασε το νεράντζι και βλέπω έναν πιτσιρικά να μου κάνει κωλοδάχτυλο –χαμογελάω για να το παίξω ψύχραιμος, τρέχει αίμα, το νιώθω με το γάντι μου.
«Σκαρφέις κι έτσι μωρό μου…» γελάει ο Βόδενας όταν με βλέπει.
Οι δικοί του έχουν αρχίσει να παίρνουν φαλάγγι τα παιδιά από την Αγία Παρασκευή.
«Επίπεδο», γκαρίζει ο Σόλωνας και βάζει τρικλοποδιές σ΄αυτούς που υποχωρούν.
Γυρίζω στην πλατεία, από την άλλη πλευρά οι Μεγάλοι ρίχνουν άγριο ξύλο, ο Τάραμας ψάχνει κεφάλια για να σπάσει καρέκλες, ο Έλβις κάνει κύκλους και κοπανάει κόσμο από πίσω, ο Ινδιάνος έχει ξεκαρδιστεί στα γέλια, ο Ρέινμποου ακουμπάει στον τοίχο καπνίζοντας κι όταν βλέπει κάποιον να δυσκολεύεται, πετάγεται για να ρίξει κάμποσα κλωτσίδια, όλα καλά. Βλέπω και τον Άρη να μοιράζει αβέρτα σφαλιάρες σε όσους προλαβαίνει να αρπάξει, γιατί όταν σε πλησιάζει το Κτήνος χέζεσαι πάνω σου –κατά βάθος ο Άρης είναι πολύ ντροπαλό και συνεσταλμένο παιδί (κατά πολύ βάθος) και προσέχει τα δάχτυλά του στους καυγάδες επειδή παίζει άψογη κιθάρα, δεν του αρέσει να τραυματίζεται. Αν το ξέρανε θα τον χτυπάγανε αλύπητα –αλλά δεν το ξέρουν και τρέχουν.
Οι αδελφοί Ιντζέ δουλεύουν συντονισμένα –ο ένας κοπανάει κι ο άλλος ξαφρίζει –αλλά τότε βλέπω το Φώτη με ένα σπασμένο μπουκάλι μπύρας στο χέρι και τρομάζω. Πλησιάζει αργά έναν τύπο που κουνάει συνέχεια τα χέρια του σα να διευθύνει ορχήστρα και φωνάζει (όχι σα να διευθύνει ορχήστρα).
«Άρη…» φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ.
Γυρίζει προς το μέρος μου με αποτέλεσμα ένας μαλάκας να του σκάσει μια μπουνιά την πλάτη. Του δείχνω το Φώτη, σηκώνει τα χέρια στον αέρα και στο κατέβασμα τραβάει ένα χαστούκι στον τύπο που του έριξε μπουνιά.
Τρέχει προς το Φώτη αλλά τον έχει προλάβει ήδη ο Ρέινμποου –πιάνει το Φώτη από τις πλάτες και προσπαθεί να τον συγκρατήσει. Ο τύπος που κάνει το μαέστρο τους βλέπει, κιτρινίζει λίγο στη θέα του σπασμένου μπουκαλιού αλλά σκύβει, αρπάζει ένα καρεκλοπόδαρο και πηγαίνει προς το μέρος τους. Ο Φώτης βγάζει αφρούς, με το ζόρι τον κρατάει ο Ρέινμποου. Έχει ήδη φτάσει ο Άρης, τραβάει κάτι ξεγυρισμένες σφαλιάρες στο μαέστρο ο οποίος του ρίχνει δυο τρεις με το καρεκλοπόδαρο μέχρι να πάρει χαμπάρι ότι ο Άρης δε νιώθει. Στην πέμπτη σφαλιάρα μαζεύει τα κόκκινα αυτιά του και το βάζει στα πόδια. Ησυχάζουν κάπως τα πράγματα. Φαίνεται ότι νικήσαμε αλλά μόνο οι πιτσιρικάδες πανηγυρίζουν –τους βλέπω να διηγούνται ήδη μεταξύ τους όσα έγιναν κι όσα δεν έγιναν…
Οι Μεγάλοι κοιτάζουν συννεφιασμένοι το τίποτα, οι δικοί μου ξεσκονίζονται και μετράνε ζημιές.
«Τελειώνετε ρε μαλάκες –πάμε να φύγουμε», γκαρίζει ο Άρης.
Κι έχει δίκιο. Η πλατεία έχει γίνει Λίβανος, όπου να ‘ναι θα σκάσουν οι μπάτσοι.
«Πάμε για Σοφίτα», ακούω δίπλα μου.
Ανεβαίνω στη μηχανή, έρχεται κι ο Στάθης.
«Σοφίτα παίζουν τελικά;» τον ρωτάω.
«Μπορεί να ΄ναι κι έτσι…» ρίχνει ένα υφάκι συνοικιακό.
«Μεγάλη ζημιά;»
«Μου γαμήσανε το παντελόνι», γκρινιάζει.
«Έγινες πάνκης» γελάω.
«Ρε σάλτα και γαμήσου», κουμπώνει. «Εσύ δηλαδή με το ξεραμένο αίμα στη μούρη τι έγινες;»
«Ζόμπι», απαντάω.
«Έλα», πετάγεται ο Ζόμπι από δίπλα μου. Είναι στη μηχανή του Αλεξό και παλεύει ν΄ανάψει τσιγάρο.
«Κάνε δουλειά σου», τον γειώνω και φεύγουμε αέρας.

Παρκάρουμε έξω από τη Σοφίτα και μετριόμαστε, κάμποσες σκισμένες μπλούζες και λίγο αίμα στα χέρια κάποιων. Εντάξει, ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτα…
Ο Τάραμας έχει στριμώξει σε μια γωνιά τους πιτσιρικάδες και τους ξεχέζει.
«Ρε μαλακισμένα, σας πήραν χαμπάρι και μας βρήκανε», ουρλιάζει όσο τους σπρώχνει για να κολλήσουν στον τοίχο.
Πλησιάζω τον Άρη.
«Τι ζόρι τραβάει;» ρωτάω.
«Είδαν τους μικρούς στο Ριμέμπερ και τους ακολούθησαν», λέει ο Άρης.
«Ναι –τους μικρούς περίμεναν…» κοροϊδεύω.
«Άντε πες του το», με γειώνει ο Άρης.
«Και τελικά γιατί πλακωθήκαμε;» απορώ.
«Έχει σημασία;»
«Για ιστορικούς λόγους…»
«Μας την έπεσαν τις προάλλες στην Όμπρε…»
«Ο λόγος;»
«Άντε ρώτα τους…»
Ανάβω τσιγάρο, δεν έχει νόημα… Τριγύρω περνάει κόσμος, μας αποφεύγουν λες και είμαστε φτιαγμένοι από σκατά.
Ακούω να με φωνάζουν και είναι περίεργο επειδή η φωνή είναι γυναικεία. Ψάχνω –εντοπίζω τη Μαργαρίτα που κουνάει τα χέρια της από την άλλη άκρη του στενού σαν ανεμόμυλος. Τι σου λέει αυτό τώρα;
Την πλησιάζω –φοράει ένα ααμάνικο μπλουζάκι φίρμα και κολλητό τζιν, τα μαλλιά της πέφτουν μέχρι τους ώμους, δεν τα έχει πιάσει σ΄εκείνη την υστερική κοτσίδα, όμορφη είναι τελικά… Αλλά ο τύπος δίπλα της δεν είναι.
«Ο Σάκης», μου λέει κάμποσο συνεσταλμένα, παρουσιάζοντάς τον.
«Εντάξει», λέω κι εγώ.
«Χάρηκα», λέει ο Σάκης. Τι να πει κι αυτός; Μοιάζει ενοχλημένος, πάω στοίχημα ότι σκέφτεται πως η αρραβωνιαστικιά του έχει μπλέξει με ναρκωτικά –το λιγότερο.
«Τι έχεις εσύ; Τι έπαθες;» τσιρίζει η Μαργαρίτα.
«Τι έπαθα;» πετάγομαι κι εγώ τρομοκρατημένος… Λες να μου λείπει κάνα αυτί και να μην το πήρα χαμπάρι.
«Το μάγουλό σου…»
Ησυχάζω.
«Μη δίνεις σημασία», της λέω. «Έπεσα από τις σκάλες».
«Ποιες σκάλες;»
«Όλες τις σκάλες… Του Μιλάνου, του Ωρωπού, τρέχα γύρευε…»
Βγάζει από την τσάντα της (που σήμερα δεν είναι τεράστια) ένα φουλάρι.
«Φτύσε», μου ζητάει, φέρνοντάς το κοντά στο στόμα μου.
Πλάκα κάνουμε τώρα;
«Γιατί; Θα παίξουμε κρυφτό;» απορώ.
Γελάει.
«Έλα μωρέ όλο σαχλαμάρες…»
Ο Σάκης κάθεται παραδίπλα με ένα ύφος λες και βλέπει εγχείριση σκωληκοειδίτιδας. Η Μαργαρίτα φέρνει το φουλάρι στο στόμα της, το σαλιώνει κι αρχίζει να μου καθαρίζει το μάγουλο.
«Δεν ήθελες να σου φέρω λίγο νερό;» μιλάει επιτέλους ο Σάκης.
Ναι, πιάσε και μια βανίλια όπως θα ‘ρχεσαι,σκέφτομαι.
«Δεν είναι τίποτα», λέει η Μαργαρίτα.
«Γιατί; Είπα εγώ ότι είναι;» κουμπώνω.
«Τι έγινε; Τι είναι όλοι αυτοί;» με ρωτάει.
«Οι φίλοι μου τα ζώα», γελάω. «Εσείς –πώς από ΄δω;»
«Πάμε σε ένα ταβερνάκι».
Ανατριχιάζω. Ταβερνάκι, κρασάκι, μεζεδάκι, γαμησάκι…
«Έγινε καμιά φασαρία;» ενδιαφέρεται να μάθει ο Σάκης.
«Κάποια παρεξήγηση, αλλά λύθηκε πολιτισμένα», απαντάω κι αμέσως το μετανιώνω. Γιατί δηλαδή του πουλάω μούρη του ανθρώπου; Κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα ΄κανα –θα κοίταζα να χτυπήσω καμιά γκόμενα σένια, να νοικοκυρευτώ. Εντάξει, εγώ ποτέ δεν θα ήμουν στη θέση του –άλλωστε ποιος από μας θα ζήσει μετά τα τριάντα;
«Κράτα το», λέει η Μαργαρίτα και μου αφήνει το φουλάρι.
Ωραίο φουλάρι, μαλακό, μεταξωτό και πολύ γυναικείο. Ρεζίλι θα γίνουμε…
«Δεν είναι ανάγκη», μουρμουρίζω.
«Είπα κράτα το», θυμώνει. «Θα τα πούμε αύριο στη σχολή».
Και τότε μας πλευρίζουν ο Στάθης με το Σόλωνα, δείχνουν μελιστάλαχτοι –πράγμα που με τρομάζει.
«Τι κάνουμε; Όλα καλά;» χαμογελάει διαφημιστικά ο Σόλωνας και συστήνεται στο Σάκη δίνοντας το χέρι του.
Ο Στάθης χαμογελάει μόνο χωρίς να μιλάει. Η Μαργαρίτα τον κοιτάζει –φυσικά και της αρέσει αυτό που βλέπει, σε όλες αρέσει ο Στάθης.
«Η Μαργαρίτα, από τη σχολή κι ο Σάκης…» λέω.
«Εσείς φυσικά είστε καθηγητής των παιδιών στη σχολή», ρίχνει το καρφί του ο Σόλωνας.
Ο Σάκης μαζεύεται.
«Δεν πάτε μέσα λέω εγώ;» λέω εγώ.
«Δεν θα έρθετε κι εσείς;» τους ρωτάει ο Σόλωνας.
«Τι έχει μέσα;» ρωτάει με τη σειρά του ο Σάκης.
«Μια συναυλιούλα…»
«Ποιοι παίζουν;»
«Κάτι φίλοι μας…»
«Κρίμα –έχουμε κανονίσει…» απολογείται ο Σάκης.
Η Μαργαρίτα το πιάνει το δούλεμα και με αγριοκοιτάζει. Σηκώνω τους ώμους –τι να κάνω δηλαδή;
«Έλα, πάμε», λέει στο Σάκη.
«Χάρηκα», κάνει αυτός όσο η Μαργαρίτα τον σέρνει μαζί της.
Μένουμε να τους κοιτάζουμε όσο απομακρύνονται.
«Ωραίο γκομενάκι. Το τρως;» με σκουντάει ο Σόλωνας.
«Αφού είναι αρραβωνιασμένη ρε μαλάκα», πετάγομαι.
«Ένας λόγος παραπάνω…» με γειώνει. «Πήδημα άνευ υποχρεώσεων».
«Είσαι φιλόσοφος ρε πούστη…» μουρμουρίζω καθώς ανάβω καινούργιο τσιγάρο.
Έχουμε μείνει τελευταίοι, οι υπόλοιποι μπήκαν ήδη στη Σοφίτα και δεν έχω διάθεση για τίποτα. Η Άσπα κάπου θα μετανιώνει για εκείνο το φιλί, η Μαργαρίτα θα απαγορεύει στο Σάκη το τζατζίκι αν θέλει να έχει συνέχεια η βραδιά τους κι εγώ θα πρέπει να σπρώξω μερικά βαρετά χρόνια ακόμα, μέχρι να τελειώσει το μαρτύριο…
Ο Στάθης κάπου έχει τσιμπήσει μια μπύρα, του την παίρνω και κατεβάζω τα χάπια –δε γαμιέται; Τι άλλο μας μένει;

Μέσα στη Σοφίτα έχει αρχίσει ο χαμός –οι Stressδεν έχουν ανέβει ακόμα να παίξουν αλλά τα παιδιά κοπανάνε ότι βρουν, πίνουν μπύρες και σκάνε τα μπουκάλια στους τοίχους, κλωτσάνε καρέκλες, όλα καλά.
Κάθομαι σε μια γωνιά –σωριάζομαι για την ακρίβεια –μαζεύω τα πόδια να μη με ενοχλούν και καπνίζω. Παραδίπλα είναι ο Λούης με τον Κώστα από τους Stress–ο Κώστας φωνάζει στον Άρη, καταλαβαίνω τι του λέει –του τα χώνει που δεν ειδοποίησαν κι αυτόν για τον τσαμπουκά. Το συγκρότημά μας…
Μετά από λίγο ανεβαίνουν στη σκηνή, ο Λούης χαμογελάει.
«Κάπως ξαναμμένους σας βλέπω απόψε», λέει και ξεκινάνε το AthensBurning.
Οι πιτσιρικάδες κοπανιούνται ανελέητα, οι Μεγάλοι έχουν πιάσει τις άκρες και κουνάνε τη μαλλούρα τους, οι δικοί μου έχουν ορμήσει για προμήθειες σε μπύρες.
Μου φέρνει μία ο Στάθης –πίνω δυο γουλιές.
«Τέλειωνε», μου φωνάζει.
«Γιατί; Τι τρέχει;»
«Εγώ κι εσύ ρε μαλάκα. Οι δυο μας…»
Κατεβάζω πάνω από τη μισή μπύρα γιατί το στόμα μου είναι παπούτσι και τον ακολουθώ μπροστά στη σκηνή. Ξεκινάμε ένα pogoπεριποιημένο, τα χέρια δεμένα πίσω, τα κεφάλια να βιδάρουν στον αέρα και σκούντημα μόνο με ώμους –οι Stressπαίζουν τα κομμάτια συνεχόμενα, «Χαφιέ», «Περιθωριακό», «Έλληνα», κι εγώ τα βλέπω όλα κόκκινα.
Κάποτε μας πετάνε πίσω -μια καινούργια φουρνιά ξεκούραστων αγριεμένων- σκάμε στον τοίχο και σωριαζόμαστε. Ιδρώτας πολύς. Βγάζω το φουλάρι της Μαργαρίτας να σκουπιστώ –μυρίζει άρωμα, λευκά άνθη ή κάτι τέτοιο. Μπορεί και να τρέμω λίγο –μπορεί και να τρέμω πολύ.
«Ωραίο το φουλαράκι σου κουκλίτσα μου», γελάει ο Στάθης κι ανάβει δυο Καμήλες.
Παίρνω τη μία, δε μιλάω, τα παιδιά έχουν ανέβει στη σκηνή –συγκρότημα και κόσμος ένα πράγμα.
Ξέρω ότι κάπου εδώ τελειώσαμε, ξέρω ότι αύριο θα τρακάρουμε στο δρόμο και θα γυρνάμε από την άλλη –αμηχανία και τι να πεις σε τελική ανάλυση;
Μετράω αυτούς που είναι εδώ και μετράω αυτούς που λείπουν. Ο μικρός αδερφός του Σόλωνα που έφυγε με μια βέσπα στον Κρεμαστό Λαγό, λιώμα και πουλημένος από ένα κορίτσι με πράσινα μάτια, ο Βάγγος ο Αποστολάκης που την κοπάνησε κρυμμένος σε φορτηγό για την Αγγλία κυνηγημένος από το φαντάρικο κι ο άλλος ο Βαγγέλης, ο κολλητός του, που τα παράτησε για να πάει Ωδείο (το πρωί οικοδομή), ο Λευτέρης που πούλησε τους δίσκους του (πάνω από τρακόσους είχε ο μπαγάσας) και δε θέλει να έχει πλέον παρτίδες μαζί μας, η Ρούλα που ονειρεύεται νυφικά και περιμένει να στρώσει δουλειά ο Έλβις για να τη γκαστρώσει, η Φανή που σενιαρίστηκε και έγινε δακτυλογράφος χοντρών λιγούρηδων αφεντικών, η Μελίνα που όλοι μας την ερωτευτήκαμε αλλά μας την πήρε ένας λίγδας χοντρέμπορος ειδών μαναβικής…
Πρέπει να φύγουμε και θα φύγουμε.

«Πάμε;» σκουντάω το Στάθη.
«Να πας όπου θες», μου ρίχνει το στυλάκι του.

Πρέπει να φύγουμε και θα φύγουμε. Μόνο που δεν έχει πουθενά να πάμε.


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους StiffLittleFingers

6. "Ganuma de Linarus"

$
0
0
Προηγούμενα:
1. "1984 παρά κάτι"
2. "Ποντικοπαγίδα"
3. "Αν τα παιδιά ήταν ενωμένα"
4. "Αγάπη και κοκτέιλ Μολότωφ"
5. "Εδώ είμαστε, στο πουθενά"

Κάπου έχω διαβάσει ότι τα σημάδια –και ειδικά αυτά που προέρχονται από τσαμπουκάδες –είναι μαγκιά, αυτός που το έγραψε θα πρέπει να είχε επαφή με τσαμπουκάδες μόνο μέσω σινεμά. Εκεί σίγουρα είναι μαγκιά να βλέπεις το Μάρλον Μπράντο με το μακιγιάζ στη μάπα και τη μπογιά τη σκούρα κάτω από το μάτι να το παίζει ο Γαμάω. Έλα όμως να έχεις στο μάγουλο το μακαρόνι νο.11 χρώματος κόκκινου με την κόρα που ξεφτάει –να δεις τη μαγκιά…

«Τι σκατά έχεις στα μούτρα σου;» ρώτησε η Βιβή η Ντουμπλεβέ στραβώνοντας το στόμα λες και τα δοκίμαζε κιόλας τα σκατά.
«Άποψη», είπα.
«Τι σκατά άποψη είναι αυτή;» επέμεινε να μάθει.
«Μεταπάνκ άποψη. Διότι πανκ είναι να φοράς παραμάνα. Μεταπάνκ είναι να γρατζουνιστείς ενώ βγάζεις την παραμάνα», χαμογέλασα.
«Είσαι εντελώς ηλίθιος, το ξέρεις;» με ρώτησε η Βιβή γεμάτη ανθρώπινο ενδιαφέρον.
«Άμα το ΄ξερα δεν θα ήμουν», είπα εγώ.
«Σκατά», συμπέρανε και σταμάτησε να ασχολείται μαζί μου.
Καθόμασταν, καμιά τριανταριά άτομα, στη μικρή αίθουσα του 1ου ορόφου –αυτή μας είχαν παραχωρήσει για να κάνουμε τη συνέλευση –ήμασταν οι Αυτόνομοι ή έτσι τουλάχιστον υποστηρίζαμε.

Ο Παπ κάπνιζε στην έδρα και μελετούσε κάποια χαρτούρα. Διέκρινα καινούργιες φάτσες στην αίθουσα κι αυτό με ανησύχησε γιατί δεν μου μοιάζανε για δικοί μας.
«Πολύ κόσμο δεν έχουμε;» ρώτησα τη Βιβή.
«Είναι από τις κατατακτήριες, Τεϊτζήδες», μου εξήγησε.
«Λαϊκούς τους κόβω –Κνιτόφατσες», είπα.
«Σιγά ρε Ζαν Μπον Σαρτρ, που τους κόβεις κιόλας…» μου χώθηκε η Βιβή και κοπάνησε την τσάντα της στο έδρανο.
«Κι εσύ κάπως τσιτωμένη…» παρατήρησα.
«Αγαμίες», είπε η Βιβή.
«Με φωνάξατε;» προθυμοποιήθηκα.
«Ίσα σπόρε…» με κορόιδεψε.
«Ένα χρόνο μου ρίχνεις, σπουδαία τα λάχανα», απόρησα.

Τότε ήταν που μας πλησίασε ένας αντιτουριστικός τύπος με μούσι, γυαλί Τζον Λένονκαι αφάνα. Εντελώς σίχαμα, μαυρομούρης, φόραγε και γιλέκο δηλαδή –τι άλλο να κάνει;
«Συνάδελφοι καλησπέρα, είμαι ο Μάκης», μας συστήθηκε.
Μας άπλωσε και τη χερούκλα του –διάολε, για βάφτιση το πέρασε εδώ μέσα;
«Καλώς τον», είπε η Βιβή.
Εγώ ψάχτηκα για τσιγάρο και καλά.
«Πότε θ΄αρχίσει η συνέλευση;» ρώτησε ο Μάκης.
«Έχει αρχίσει», μούγκρισα κουμπωμένα. Τι θες από τη ζωή μας ρε μαλάκα;
Ο Μάκης χαμογέλασε και άπλωσε μπροστά μας την πραμάτεια του που την έβγαλε από μια πάνινη τσάντα σαν κι αυτές που είχαμε στο Λύκειο και γράφαμε DOORSTheyhavethegunsbutwehavethenumbers, τέτοια αηδία.
«Δεν ακούω κανέναν να μιλάει, συνάδελφε», μου είπε.
«Και τι μ΄αυτό;» απόρησα.
«Πότε θα ξεκινήσουν οι ομιλητές;» επέμεινε.
«Ποιοι ομιλητές; Θέλεις να πεις κάτι –σήκω και πέστο», νευρίασα.
«Έτσι χύμα;»
«Ε, ξέρω ‘γω; Βάλε και βιολιά άμα είναι να νιώσεις καλύτερα…»
«Το προεδρείο πού είναι;»
Άρχισα να τα παίρνω άσχημα. Γιατί μου κόλλησε τώρα αυτός ο ρεζίλης; Κάτι τέτοιες ώρες ένιωθα σα μυγοπαγίδα σε χασάπικο.
«Δεν υπάρχει προεδρείο», του ξεκαθάρισα.
Σηκώθηκε φουριόζος και πήγε στον Παπ –έσκυψε πάνω του, άρχισε να του μιλάει σε έντονο ύφος –ο Παπ ούτε να τον φτύσει, συνέχιζε να διαβάζει τη χαρτούρα του.
Ο Μάκης ξαναγύρισε κοντά μας, άρπαξε κάτι χειρόγραφα και βγήκε μπροστά από την έδρα.
«Συνάδελφοι», γκάριξε, «έχω να πω δυο λόγια».
Όσοι ήμασταν στην αίθουσα σηκώσαμε τα κεφάλια ξαφνιασμένοι. Κανά δυο μπροστινοί σχολίασαν «είπες ήδη πέντε» και «χεστήκαμε» αλλά ο Μάκης -ασταμάτητος.
«Εν όψει των επερχόμενων εκλογών θεωρώ ότι θα πρέπει να σχεδιαστεί η στρατηγική μας στο πλαίσιο της δημιουργίας στεγανών συμμαχιών και του καθορισμού των πολιτικών μας αντιπάλων –δεν θα πρέπει, συνάδελφοι να αφήσουμε χώρο για παρανοήσεις, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιοι είμαστε και τι πρεσβεύουμε».
Τότε πετάχτηκε από δίπλα μου η Βιβή η Ντουμπλεβέ, σηκώθηκε, σήκωσε το χέρι της, ο Μάκης την είδε –φρέναρε.
«Θες να πεις κάτι συναδέλφισσα;» ρώτησε.
«Θέλω να πω ότι, πρώτον, κόψε τα συναδέλφισσαεκτός αν έχουμε δουλέψει μαζί στα λιόπανα και δεν το θυμάμαι και, κατά δεύτερον, το ποιοι είμαστε το ψάχνουμε από το Γυμνάσιο και δεν το βρήκαμε, εδώ θα το ξεκαθαρίσουμε;» έκανε τσαντισμένα η Βιβή.
Κάπου εκεί άρχισε το κανιβάλισμα γιατί σηκώθηκε ο Νίκος ο ραδιοφωνικός από την άλλη άκρη και δήλωσε ότι αυτός είναι ψυχολογικώς ασταθής και απαιτεί να γίνει ψηφοφορία προκειμένου να αποφασιστεί αν είναι μαλάκας ή πριγκίπισσα, πετάχτηκε ένας πάνκης και φώναξε «είμαστε μπερδεμένοι κι αυτό είναι ξεκάθαρο», μετά σήκωσε το χέρι του ο Γιώργος ο Χωρικός και ρώτησε αν μπορεί να πάει τουαλέτα, άλλο που δεν ήθελε ο Γιώργος ο Βασιλιάς ο οποίος πετάχτηκε στον αέρα και δήλωσε ότι είμαστε όλοι υπήκοοι του και απαιτεί να ψηφίζει μόνο αυτός, η παρέα του Μαρκήσιου που άραζε στο βάθος άρχισε να φωνάζει «γκοοοοολ –φτου γαμώτο, δοκάρι!» κι ο Παπ έσκυψε πίσω από την έδρα επειδή είχε κατουρηθεί στα γέλια.
Η συνέλευση ζωντάνεψε οδεύοντας προς εκτροχιασμό –ευτυχώς βρέθηκαν δυο καλά παιδιά και μάζεψαν το Μάκη –τον έπιασαν α λα μπρατσέτα και τον οδήγησαν στο κοντινότερο έδρανο χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.

Στη συνέχεια η συνέλευση επανήλθε στην κανονική της ροή, δηλαδή ο Παπ συνέχισε να διαβάζει τη χαρτούρα του κι εμείς οι υπόλοιποι το ρίξαμε στο κουτσομπολιό.
«Καλά ξηγήθηκες», είπα στη Βιβή.
«Ε, μα το μαλάκα…» μούγκρισε εκείνη.
Ο Μάκης ήρθε προς το μέρος μας, μάζεψε την τσάντα του κι έφυγε αμίλητος. Τον παρακολουθούσα καθώς έφτανε στην πόρτα, χάρηκα όταν την άνοιξε για να ξεκουμπιστεί αλλά μου κόπηκαν τα γόνατα όταν μπήκε πίσω του η Άσπα –κόντεψε να τη γκρεμίσει με τη φούρια του ο μαλάκας όμως η Άσπα τον απέφυγε με στυλ ταυρομάχου. Κοίταξε τα πέριξ με στυλάκι αδιαφορία νο. 5και μετά πήγε να καθίσει δίπλα στο Βασιλιά. Έπεσε το ταβάνι και με πλάκωσε, με συνοπτικές διαδικασίες.
«Τι έπαθες ρε μαλακισμένο;» με σκούντηξε η Βιβή.
«Τι έπαθα;» ρώτησα κι εγώ.
«Έγινες άσπρος σα χαρτοπετσέτα –έφαγες τίποτα και σε πείραξε;»
Μαγκώθηκα.
«Άντε παράτα μας ρε Βιβή, δεν έχουμε συνέχεια την όρεξή σου», μούγκρισα.
Η Βιβή έσκασε ένα χαμόγελο μέχρι τα παράθυρα και μετά με αγκάλιασε.
«Η πεταχτούλα;» μου σφύριξε στο αυτί.
«Τι λες τώρα; Ποια πεταχτούλα;» έκανα τον αδιάφορο.
«Ρε κορόιδο αφού καρφώθηκες με το που μπήκε…»
Τινάχτηκα για να την ξεκολλήσω από πάνω μου.
«Δεν ξέρω τι μου λες κι άντε παράτα με», κούμπωσα.
Η Βιβή ξεκαρδίστηκε.
«Κοίτα το μαλακισμένο που φοβάται μη μας δούνε κιόλας…» φώναξε.
Σηκώθηκα αλλά η ζημιά είχε γίνει. Η Άσπα μας κοίταζε και χαμογελούσε. Κι ακόμα χειρότερα μού κούναγε το χέρι. Χαμογέλασα με ύφος ηλιθίου. Και τώρα; Να καθίσω πάλι δε γινόταν –άπαξ και σηκώνεσαι, φεύγεις. Να φύγω όμως και να πάω πού; Κι η Άσπα μετά τη χαιρετούρα μού είχε γυρίσει πλάτη, κάτι έλεγε με το Βασιλιά…
Η Βιβή παρακολουθούσε το θέαμα με αμέριστο ενδιαφέρον.
«Εγώ την κάνω», είπα.
«Πού θα πας ρε μαλάκα;» ξεκαρδίστηκε η Βιβή.

Βγήκα στο διάδρομο ανάμεσα στα έδρανα και προχώρησα με βήμα αργό –μελλοθανάτου. Κοίταζα το μαρμάρινο πάτωμα και προσευχόμουν να γίνει κάτι και κάτι έγινε –ένα χέρι μού άρπαξε το δεξί μανίκι, δυο σειρές πιο πίσω από εκεί που καθόταν η Άσπα. Φρέναρα απορημένος, μετά κοίταξα στο πλάι και είδα έναν τύπο γύρω στα 40 κιλά, κοντούλη, με κάποια αραίωση στο μαλλί.
«Πάρης», μου συστήθηκε χαμογελώντας.
«Ελένη», του απάντησα.
«Η Ωραία;» απόρησε.
«Ε, δε φαίνεται;» αγανάκτησα δήθεν.
«Κάτσε –έχω φέρει κάτι μήλα από το σπίτι», το συνέχισε και πήγε μια θέση πιο δίπλα για να μου κάνει χώρο.
Κάθισα –τι άλλο να έκανα;
«Είδα πώς τη στήσατε στο Μάκη…» μου εξήγησε.
«Ποιοι –εμείς;» γέλασα.
«Εσύ και η μοιραία γυναίκα εκεί πέρα», χαμογέλασε.
«Υπήρξε μοιραίο…» μοιρολόγησα δήθεν. «Αλλά εσένα τι σε κόφτει;»
Χαμογέλασε μυστήρια.
«Έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς με το Μάκη…» είπε.
«Από πού;»
«Από τα ΤΕΙ –είχαμε κάποιες κόντρες…»
«Σε τι φάση;»
«Παραταξιακή. Ήταν Πασπίτης…»
«Ήταν;»
«Τον διέγραψαν –κάποιες διαφωνίες…»
«Εσύ, Αυτόνομος να υποθέσω…»
«Πανσπουδαστική».
«Και τι θέλεις εδώ;»
«Με διέγραψαν κι εμένα –για την ακρίβεια διαγράφηκα…»
«Κάποιες διαφωνίες;»
«Κάπως έτσι…»
Τώρα θα πρέπει να εξηγήσω πως πήγαινε η κατάσταση στις σχολές… Λοιπόν, σε γενικές γραμμές (βγάλε τις φλωροσχολές –Ιατρική, Φιλοσοφική ξέρω ΄γω…) ίσχυε το «Πανσπουδαστική –πρώτη δύναμη». Όπου Πανσπουδαστική ή ΠΣΚ η φοιτητική παράταξη του ΚΚΕ. Δεύτερη δύναμη η ΠΑΣΠ, του ΠΑΣΟΚ. Παραπέρα χανόταν λίγο η μπάλα –αλλά στην Πάντειο την τρίτη θέση είχε ο Δημοκρατικός Αγώνας, δηλαδή το ΚΚΕ εσ. Μετά οι Αυτόνομοι, τελευταία (και καταϊδρωμένη) η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ της Νέας Δημοκρατίας. Κάθε παράταξη ξεχώριζε από τις άλλες σαν τις πατάτες από τις ντομάτες. Οι Πανσπουδαστικάριοι ήταν κάτι γλίτσηδες με ερειπωμένα παπιά, το Ριζοσπάστη στην κωλότσεπη και τα Άσσος σκέτο στην παλάμη. Οι Πασπίτες ήταν ψηλοκάβαλοι γκιράπηδες που κυκλοφορούσαν με Αντίλντας ή Φρανκ Πέρι και οδηγούσαν φτιαγμένα Γκολφ, Πόλο κι ολίγα Σιρόκο –κονομημένα παιδιά. Οι Αγωνίτες ήταν ωραία παιδιά, στυλάκι προσεγμένο και φρικοειδές με μαλλάκι φράντζα και φουλαράκι τύπου Παπάζογλου, διέθεταν και τις δεύτερες ομορφότερες γκόμενες απ΄όλες τις παρατάξεις. Οι Αυτόνομοι ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι –φρικιά, πάνκηδες, γυαλαμπούκες διανοούμενοι και λοιποί γενικώς αταίριαστοι. Η ΔΑΠ απαρτιζόταν από μοντέλα ανδρικού ή γυναικείου φύλου τα οποία εμφανίζονταν σπανίως –μόνο σε γενικές συνελεύσεις και στις εξετάσεις –φορούσαν μια περιουσία, οδηγούσαν μια περιουσία, ξόδευαν μια περιουσία, ήταν γενικός ο περιούσιος λαός.
«Και πώς από τα μέρη μας;» ρώτησα τον Πάρη.
«Ε, πού αλλού;» απόρησε.
Με το δίκιο του –το να πάει πρώην Κνίτης κατά ΠΑΣΟΚ μεριά ήταν απίθανο και το να καταλήξει στους «προδότες, φραξιονιστές, αποστάτες» του Εσωτερικού –αδύνατο.
«Πάντως είχε δίκιο ο Μάκης, πρέπει να υπάρχει κάποια οργάνωση…» παραδέχτηκε.
«Να γίνουμε δηλαδή σαν τους άλλους;» αναρωτήθηκα. «Και τότε γιατί να μην πάμε να γραφτούμε στους άλλους που έχουν και στρωμένα μαγαζιά με σταθερή πελατεία;»
«Δεν είναι η οργάνωση που διαφοροποιεί τις παρατάξεις –οι θέσεις κάνουν τη διαφορά», σχολίασε ο Πάρης.
«Από θέσεις και προθέσεις, όλοι τις καλύτερες έχουμε. Στην πρακτική ξεχωρίζουμε», διαφώνησα.
«Αυτό πρέπει να το συζητήσουμε με την ησυχία μας», είπε ο Πάρης.
«Όποτε θέλεις αλλά τώρα πρέπει να χαιρετήσω κάτι φίλους», τη σκαπούλαρα επειδή η Άσπα μου έκανε ήδη νοήματα πίσω από την πλάτη του Βασιλιά και Άσπας πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται.

Την κοπάνησα από δίπλα του αέρινος σα σεντερφόρ που βγαίνει τετ α τετ με τον τερματοφύλακα και χώθηκα στην πίσω σειρά από το Βασιλιά.
«Πώς πάει;» ρώτησα κοιτάζοντάς την.
«Μυρίζομαι επανάσταση αλλά θα την καταπνίξω πάραυτα», ανακοίνωσε ο Βασιλιάς.
«Μπα –το άφτερ σέιβ μου είναι», τον καθησύχασα.
 Τότε σηκώθηκε ο Παπ από την έδρα και ανακοίνωσε τη λήξη της συνεδρίασης –μας θύμισε ότι την επομένη ήταν η εκλογοαπολογιστική κι έπρεπε να είμαστε όλοι εκεί, αλλά στα παπάρια του κι αν δεν πηγαίναμε σε τελική ανάλυση.
«Γλάστρες ποιος θα φέρει;» πετάχτηκε ένας από τη συνοδεία του Μαρκήσιου.
«Εγώ έλεγα για γιαούρτια», πρότεινε ο πάνκης.
«Όχι ρε παιδί μου –τραβάει ώρες η εκλογοαπολογιστική, θα βρωμίσουμε», τον συνέτισε ο Μαρκήσιος.

Αρχίσαμε να βγαίνουμε κοπαδιαστά από την αίθουσα, πλασαρίστηκα δίπλα στην Άσπα.
«Πού θα με πας σήμερα;» με ρώτησε.
«Όπου θέλεις».
«Κάπου μόνοι μας. Μη μπλέξουμε πάλι σε φασαρίες», μου ψιθύρισε.
«Προχώρα και σε φτάνω», της είπα.
Με έπιασε από το μανίκι –κάτι είχαν πάθει με το μανίκι μου όλοι σήμερα…
«Τι έπαθες;» με ρώτησε αγγίζοντας το μάγουλό μου.
«Κόπηκα στο ξύρισμα», σφύριξα.
Και την κοπάνησα από δίπλα της, έτρεξα προς το Χωρικό που τσακωνόταν με κάτι Αγρινιώτες. Του έκανα νόημα, πιάσαμε τοίχο.
«Θέλω το κλειδί από το σπίτι σου», του είπα.
«Παίζει κάτι;» με κοίταξε πονηρά.
«Όχι αν δε μου δώσεις το κλειδί», εξήγησα.
Το τσίμπησε από την τσέπη του τζιν του και μου το πάσαρε πλαγίως.
«Έχεις τρεις ώρες», μου ξεκαθάρισε. «Μετά θα έρθω να την πέσω».
«Κάντες τέσσερεις», του ζήτησα.
«Τρεισήμισι και κόψε τα προκαταρκτικά», μου ξέκοψε.

Έφυγα με το κλειδί στην τσέπη αλλά πουθενά Άσπα. Ξαναγύρισα στην αίθουσα, ο Πάρης μου έκανε νόημα, εγώ έκανα ότι δεν τον είδα, η Βιβή μού έκανε κωλοδάχτυλο, εγώ έκανα ότι δε με νοιάζει –ξαναβγήκα και κουτρουβάλησα στις σκάλες. Τη βρήκα να με περιμένει στο προαύλιο.
«Πάμε;»
«Φύγαμε…»

Το σπίτι του Χωρικού ήταν ένα διαμέρισμα δευτέρου ορόφου σε πολυκατοικία δεκαετίας. Με το που μπήκαμε η Άσπα μαζεύτηκε και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το χολ στην είσοδο του διαμερίσματος –εγώ πάλι έτρεξα ν΄ανοίξω κάνα παράθυρο μπας και φύγει η κλεισούρα.
«Να φτιάξω καφέ;» τη ρώτησα.
«Δικό σου είναι το διαμέρισμα;» κόμπιασε.
«Ενός φίλου».
«Ποιου δηλαδή;» με ρώτησε παγωμένα.
«Έχει σημασία;» απόρησα.
«Ξέρει κανένας άλλος ότι είμαστε εδώ μαζί;» επέμεινε.
«Όχι ρε κορίτσι μου –για τι με πέρασες;» αγανάκτησα.
«Και το κλειδί πώς το πήρες;»
«Το ζήτησα και το πήρα. Δεν έκανα και δήλωση στην αστυνομία…»
Φάνηκε να χαλαρώνει –αυτά τα κολλήματα των κοριτσιών μη μαθευτεί ότι πάνε να πηδηχτούν… Λες και το πήδημα είναι κάτι ανώμαλο ρε γαμώ το κέρατό μου μέσα…
Επιτέλους δέησε να ξεκολλήσει από το χολ και να μπει πιο μέσα. Εγώ πετάχτηκα μέχρι την κουζίνα, έψαξα για κάνα πιοτί αλλά βρήκα μόνο μπύρες κι ένα μπουκάλι με ημιδιάφανο κάτι στο ψυγείο το οποίο φοβήθηκα να δοκιμάσω.
«Καφέ, μπύρα;» φώναξα αλλά δεν πήρα απάντηση.
Τσίμπησα λοιπόν μια μπύρα, την άνοιξα, έπιασα και δυο ποτήρια μη μας περάσουν και για κανίβαλους και μπήκα στο κυρίως δωμάτιο του διαμερίσματος που ήταν στρωμένο με μαξιλάρες και βιβλία παραπεταμένα.
Η Άσπα καθόταν σε μια μαξιλάρα προσπαθώντας να ισιώσει τη φούστα της –πήγα λοιπόν και σωριάστηκα δίπλα της, εκεί κοντά υπήρχε ένα κασετόφωνο, πάτησα το playκαι ακούστηκε ο βραχνοκόκορας ο Μπομπ Ντύλαν στο Blowininthewind, προσευχήθηκα στον Άγιο Ίαν Ντιούρι να μην έχει ολόκληρο το Freewheelinη κασέτα…
Την αγκάλιασα, κρατήθηκε για λίγο αλλά τελικά αφέθηκε να την τραβήξω κοντά μου –ένιωσα Τζιμ Κάγκνεϊ στην κορυφή της πετρελαιοπηγής –Topoftheworldma
Πλακωθήκαμε σε κάτι φιλιά παθιάρικα μετά ελληνορωμαϊκής πάλης για το ξαλάφρωμα από τον περιττό ρουχισμό, σε λίγο βρεθήκαμε στα τσιμέντα να παγώνουν οι πλάτες μας εναλλάξ αλλά δεν μας πολυένοιαζε.
Κάποια στιγμή η Άσπα βρέθηκε από κάτω μου με ολίγη από ρούχα τσαλακωμένα να μας χωρίζουν –ήξερα ότι τα προκαταρκτικά αποτελούν σημαντικό στάδιο της όλης διαδικασίας αλλά κάπου έχασα τον έλεγχο και πέρασα στο κυρίως θέμα (πράγμα αξιοσημείωτο για έναν άνθρωπο των προλόγων σαν εμένα) -με το παντελόνι κατεβασμένο στους αστράγαλους προωθήθηκα κι έφαγα μια μεγαλοπρεπή πόρτα κατάμουτρα.
Η Άσπα μετατράπηκε αυτομάτως σε στρείδι, με έσπρωξε, δίπλωσε τα πόδια στο στήθος και με κοίταξε με ύφος πταισματοδίκη.
«Τι έγινε;» μούγκρισα.
«Δεν πρέπει…» ψιθύρισε.
Σε μυξοπάρθενη έπεσα, βλαστήμησα από μέσα μου. Αλλά απ΄ έξω κύριος…
«Προχώρησα πολύ γρήγορα;» τη ρώτησα.
«Δεν είναι αυτό –απλά δεν το έχω ξανακάνει…» είπε μέσα από τα δόντια της.
Έξυσα το κεφάλι μου. Δε μου άρεσε καθόλου να είμαι ο πρώτος κάποιας κοπέλας γιατί, από ότι είχα ακούσει, η πρώτη φορά είναι, σχεδόν πάντα, χάλια. Προτιμούσα να φάει την απόρριψη κάποιος άλλος κι εγώ να έρθω μετά –όταν οι προσδοκίες θα έχουν μειωθεί…
«Εντάξει, ίσως μπορούμε να περιμένουμε», πρότεινα στα πρόθυρα του εγκεφαλικού.
«Όχι δεν είναι εκεί το θέμα…» συνέχισε.
«Και που είναι το θέμα ρε Άσπα;» μούγκρισα.
Τελικά ήταν το Freewheelin, είχαμε ήδη φτάσει στη Γαμωβροχή που Πρόκειται να Πέσεικι ένιωθα κάπως σα να ετοιμαζόμαστε για την πορεία του Πολυτεχνείου.
«Είμαι με κάποιον….» είπε η Άσπα.
«Εννοείς κάποιον άλλον εκτός από μένα», έκανα χαζά.
«Ναι…»
«Παρακάτω;»
«Είμαστε κοντά ένα χρόνο μαζί και… τέλος πάντων, μάλλον θα το πάμε για σοβαρά…»
«Μα τι διάολο έχετε πάθει όλες σας μ΄αυτές τις σοβαρές σχέσεις;» πετάχτηκα στον αέρα.
«Όλες μας;» κούμπωσε η Άσπα.
«Ναι –κάνε μου και σκηνή ζηλοτυπίας…» γέλασα.
«Το θέμα είναι…» μουρμούρισε.
«Ότι αφού ο μάγκας περιμένει ένα χρόνο δεν μπορείς να το κάνεις μαζί μου», τη συμπλήρωσα.
Δεν είπε τίποτα –άφησε το γαμιόλη το Ντύλαν να γκρινιάζει –έτσι μου ‘ρχονταν να δώσω μια και να το σπάσω στο κασετόφωνο…. Αντί γι΄αυτό άναψα μια Καμήλα μπας και δραπετεύσω στην πλάτη της από την όλη φάση. Άρχισα κιόλας να κουμπώνομαι.
«Θύμωσες;» με ρώτησε.
«Ξέρω ΄γω; Μήπως αυτή την κουβέντα έπρεπε να την έχουμε κάνει πριν το ρίξουμε στην ελληνορωμαϊκή;» μούγκρισα.
«Ε, δεν πρόλαβα…» δικαιολογήθηκε.
«Ναι –κάπου εδώ πρέπει να σου ζητήσω και συγνώμη –έτσι;»
Σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται αμίλητη. Αποτελείωσα τη μπύρα μου κοιτάζοντας σταθερά ένα μπλουζάκι χρώματος μπλε σκούρου που ξεπρόβαλε πίσω από κάποια μαξιλάρα.
«Λέω να πηγαίνω», είπε η Άσπα.
«Να πας όπου θες…»
«Ο Γρηγόρης…»
«Ποιος Γρηγόρης; Το ανθρωπάκι στα φανάρια;»
«Όχι… αυτός που τα έχουμε…»
«Ναι;»
«Είναι φίλος του Γιώργου…»
«Του Βασιλιά;»
«Ναι αυτού. Μην του πεις τίποτα για το μεταξύ μας…»
«Του Γρηγόρη ή του Γιώργου;»
Με κοίταξε νευριασμένα.
«Έτσι κι αλλιώς δεν θα έλεγα…» μούγκρισα. Τι να πω δηλαδή; Ότι πήγα για πήδημα κι έφαγα χυλόπιτα;
Ήρθε και κάθισε δίπλα μου, με αγκάλιασε –εγώ το έπαιξα πτώμα σε ακαμψία.
«Μου αρέσεις όμως…» είπε.
«Εντάξει –σου αρέσω… Παρακάτω;»
«Δεν έχει παρακάτω…»
Χαμογέλασα και φύσηξα τον καπνό στο πουθενά.
«Έφευγες;» τη ρώτησα.
Τινάχτηκε σα ελατήριο, μάζεψε την τσάντα της κι εξαφανίστηκε κοπανώντας την πόρτα πίσω της.
Υπέροχα…

Έμεινα μόνος με το Ντύλαν να μη λέει να βάλει γλώσσα μέσα του. Δεν είχα δύναμη ούτε να σηκωθώ, το πεταμένο μπουκάλι της μπύρας με κορόιδευε ασύστολα έχοντας καρφώσει το άδειο μάτι του πάνω μου κι ο κόσμος ήταν μια ατέλειωτη κατηφόρα που γλίστραγε από χυμένα λάδια. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, κοίταξα κάτω, κοίταξα πάνω. Κάποιος είχε ξεκαρδιστεί με την πάρτη μου αλλά δεν μπορούσα να τον βρω –μόνο το γέλιο του άκουγα μέσα στο κεφάλι μου…

Τελικά σηκώθηκα, του έκανα μια ξεγυρισμένη υπόκλιση –είχα φλέβα κωμικού, δε χώραγε αμφιβολία, μόνο που το αίμα ήτανε κρύσταλλο μέσα σ΄αυτή τη φλέβα κι έτσι μου πήρε λίγο χρόνο μέχρι να φτάσω την πόρτα του διαμερίσματος.

Άφησα το Ντύλαν να παίζει στο κασετόφωνο –δεν πάει να γαμηθεί κι αυτός στην τελική;


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Χωρίς Περιδέραιο

7. «Το μόνο που θέλαμε ήταν τα πάντα»

$
0
0

«Ακούστε –δηλώνω ένοχος μισανθρωπίας/ Κρεμάστε με, θα το εκτιμήσω ιδιαιτέρως…» Ο δίσκος γυρίζει στο πικάπ, ο Νίκολας Έντουαρντ Κέιβ (Νικ για εχθρούς και φίλους) ασχολείται με Μύγες Χωρίς Φτεράκι εγώ έχω ανοίξει το παράθυρο για να μη ντουμανιάσουμε. Όλα είναι καλά όταν έχεις καλή παρέα –χτες βράδυ είδα το Outoftheblueστην ΕΛΛΗκαι βγήκα από το σινεμά άρρωστος με τη Λίντα Μανζ, μετά κατέβηκα Πλάκα για να τσεκάρω τα κλειστά κλαμπ (κάποιο πογκρόμ εκεί πέρα, τίποτα δεν αφήσανε πέρα από τα τηγανητά κολοκύθια με τζατζίκι) και σε λίγο πρέπει να γυρίσω το δίσκο στη δεύτερη πλευρά, να κλείσω και το παράθυρο –κάνει κρύο εκεί έξω.  Έχω ακούσει για ένα μαγαζί κοντά στην πλατεία, Πήγασοςτο όνομα, δίπλα στο κωλάδικο της περιοχής –τα σπάνε κάθε βράδυ, λέει -ποιος καργιόλης το λέει; Δεν έχει σημασία –θα περάσω να κόψω κίνηση…
Στο απέναντι σπίτι, στον πρώτο όροφο, μια πιτσιρίκα απλώνει κιλότες και σουτιέν –ωραία πράγματα, την έχω πάρει γραμμή την πιτσιρίκα –μετακόμισε πρόσφατα με τους γονείς της, καλή είναι, ξανθό μαλλί, κολλητά μπλουζάκια, αλλά βούρλο. Με ρώταγε τις προάλλες αν ξέρω ποιο λεωφορείο πάει στην παραλία γιατί είχε ραντεβού για μπόουλινγκ, άκου μπόουλινγκ… Να φορέσουμε και τίποτα πατίνια, να γυρνάει και η ντισκόμπαλα, να γίνουμε Μπαρμπαρέλα–άσε μας ρε νιάνιαρο. Όχι ότι είχε ασχοληθεί μαζί μου η κοπέλα δηλαδή κι όχι ότι αν ασχολιόταν θα με χάλαγε –γενικά μιλάμε… Για μοναξιά λόγω παραίτησης –κατάλαβες; Δε θέλω κανέναν, δε με θέλει κανένας και γι΄αυτό δεν κάνω τίποτα. Μόνο γυρνάω τους δίσκους τούμπα σαν ψήστης σε σουβλατζίδικο και ψάχνω να βρω πώς θα ξεχωρίσω το αύριο από το σήμερα, όταν τίποτα δεν αλλάζει και τίποτα δε γίνεται…

Έχει συννεφιά στο δρόμο για τη σχολή, το πάει για ψιλόβροχο. Οδηγώ τη μηχανή σα να πηγαίνω στον οδοντίατρο, δε θέλω να πάω, πώς το λένε, «όχι, δε με συγκινεί/ ακόμα κι αν την έχω δει την ταινία/ δεν θέλω να πιάσω το σφυγμό σου/ δεν θέλω να πάω στο Τσέλσι», ο Έλβις είναι Βασιλιάς ρε καργιόληδες! Ο καινούργιος Έλβις…
Το γεγονός είναι ότι δεν θέλω να τη δω, δε θέλω να πέσω πάνω της, αλλά είναι η μέρα της γενικής συνέλευσης, δε χάνονται αυτά.

 Το καφενείο του Βαστάζου είναι γεμάτο Κνίτες, στο καφενείο του Πανάγου έχουν αράξει οι Πασπίτες –όποιος έρχεται νωρίς βρίσκει θέση κι έτσι εμείς με τους Αγωνίτες ξεμένουμε στο γρασίδι, δίπλα στο άγαλμα, με κίνδυνο να πάθουμε κόψιμο αφού το χορτάρι είναι μουσκίδι.
Πλεύρισα τους δικούς μου -ο Παπ, η Μαρία, η Αλέκα, η Βιβή και κάμποσοι ακόμα –ο Πάρης που με χαιρέτησε λες και ήμασταν κολλητοί από το νηπιαγωγείο κι ο μαλάκας ο Μάκης πρώτη μούρη στο Καβούρι. Τράβηξα τον Παπ παράμερα.
«Τι θέλει αυτός ο μαλάκας εδώ;»
Χαμογέλασε.
«Στηρίζει…» ψιθύρισε κοπανώντας ένα τσιγάρο στο νύχι του.
«Αυτός είναι κομματόσκυλο ρε…»
«Ναι, αλλά χωρίς αφεντικό».
«Και τι ρόλο βαράμε εμείς; Μπόγιας ή Φιλοζωική Αμαρουσίου;»
Με χτύπησε στην πλάτη.
«Τι προτείνεις δηλαδή; Να του πούμε ότι επειδή ήταν σε κόμμα και μιλάει σα ντουντούκα δε χωράει ανάμεσά μας;»
Το σκέφτηκα –είχε δίκιο. Αλλά και πάλι…
«Εξακολουθεί να μη μου κολλάει», διαπίστωσα.
«Άμα δεν κολλάει θα πέσει από μόνος του», με καθησύχασε ο Παπ και την έκανε.
Έξυσα το κεφάλι μου σκεπτικός και κάπως έτσι με πέτυχε ο Χωρικός.
«Τι έγινε ρε κωλοπαίδι; Γαμήσαμε;» ρώτησε.
«Γαμηθήκαμε», τον γείωσα και σκοτείνιασα.
Ο Πάρης μίλαγε με τη Βιβή και μου έκαναν νόημα –πήγα κοντά τους γιατί δεν είχα όρεξη να συνεχίσω αυτή την κουβέντα.
«Για έλα κι από μας αγόρι μου –στήνουμε μια φράξια και θέλουμε τη βοήθειά σου», γέλασε ο Πάρης.
«Μαλάκες Κνίτες…» μούγκρισε η Βιβή δείχνοντάς τον. «Θέλει να σου πει ότι λέμε να χτυπήσουμε καμιά μπύρα αν είσαι μέσα».
«Μέσα», συμφώνησα.
«Ωραία…» χάρηκε η Βιβή. «Θα πας να φέρεις από το περίπτερο;»
«Γιατί εγώ;»
«Επειδή είσαι ο μικρότερος –έλα τελείωνε…» διέταξε η Βιβή.
Βλαστήμησα, συμφώνησα κι έφυγα. Στο δρόμο ψάχτηκα για λεφτά –είχα.

Ο περιπτεράς μού έβαλε τα κουτάκια σε μια πλαστική σακούλα και πήρα το δρόμο της επιστροφής –στην καγκελόπορτα τράκαρα με τη Μαργαρίτα.
«Επ, τι κάνεις;» με πλεύρισε.
«Περιμένω να χωρίσεις για να σε παντρευτώ», είπα μουτρωμένα άνευ λόγου.
Γέλασε.
«Ελπίζω να μη σου δημιουργήσαμε πρόβλημα με τους φίλους μου τα ζώα, τις προάλλες», συνέχισα.
«Όχι καλέ… Μια χαρά παιδιά ήταν».
«Ναι, αλλά ήταν και δυο τρομάρες μαζί…»
Γέλασε πάλι. Μα τι αστείος που είμαι ο πούστης
«Θα πας συνέλευση;» με ρώτησε.
«Ναι –εσύ;»
«Δεν ξέρω ακόμα…»
«Δεν έρχεσαι μαζί μας; Έχουμε και μπύρες», πρότεινα σηκώνοντας τη σακούλα.
«Ξέρω ‘γω;» σήκωσε τους ώμους.
«Έλα μωρέ –τι το σκέφτεσαι;» είπα και ξεκίνησα χωρίς να την περιμένω.
Με ακολούθησε –βρήκαμε τους υπόλοιπους να λιάζονται.
«Για μπύρες σε στείλαμε με γυναίκα γύρισες…» παρατήρησε η Βιβή.
«Σκέτος καρδιοκατακτητής αυτό το παιδί», κορόιδεψε ο Πάρης.
«Το γελάς;» έκανε η Μαργαρίτα και με έπιασε αγκαζέ συνεχίζοντας την πλάκα.
Κούμπωσα –δε με παρατάτε ήσυχο όλοι σας;
Και η κατάσταση χειροτέρεψε γιατί είδα από απέναντι την Άσπα να καταφθάνει παρέα με το Βασιλιά –πήγαν κι έκατσαν σε ένα παγκάκι μακριά μας, ο Βασιλιάς με χαιρέτησε, η Άσπα ούτε που με κοίταξε.
Μοίρασα τις μπύρες –η Μαργαρίτα φυσικά δεν πήρε –και αράξαμε σε κύκλο που όλο μεγάλωνε, γινόταν μια φασαρία ατελείωτη γιατί ο Πάρης έλεγε κάτι ιστορίες από την ΚΝΕ, έκανε πονηρά υπονοούμενα στη Μαρία και έβαζε πάγο στην Αλέκα που τον καλόβλεπε απροκάλυπτα. Κάπου εκεί είδαμε τα πλήθη να εισβάλλουν στο εσωτερικό της σχολής και καταλάβαμε ότι άρχιζε η συνέλευση οπότε στείλαμε την Αλέκα να φέρει καινούργιες μπύρες.

«Ωραία είσαστε εδώ», μου ψιθύρισε κάποια στιγμή η Μαργαρίτα.
«Τι θα πει είσαστε;» απόρησα. «Είμαστε –κι εσύ εδώ είσαι».
Με κοίταξε κάπως σκεφτική ή θλιμμένη –δεν τα καλοξεχωρίζω αυτά.
«Πρέπει να φύγω σε λίγο», είπε.
«Κάτσε μέχρι να φύγεις», πρότεινα.
«Ποιον κοροϊδεύω;» αναρωτήθηκε.
«Ελπίζω όχι τον εαυτό σου», της ξέκοψα.
«Τώρα –εσύ μπορεί να θέλεις να με βοηθήσεις σε κάτι…» έκανε σκεπτικά.
«Ή μπορεί και να θέλω να στην πέσω», πρόσθεσα κακόκεφα.
«Αλήθεια;» με κοίταξε πολύ σοβαρά.
«Αν αυτό τονώσει την αυτοπεποίθησή σου, γιατί όχι;» ξέφυγα πούστικα.
«Είσαι λίγο κακός», είπε.
«Μαλάκας είμαι –μη φοβάσαι τις λέξεις…» της ξεκαθάρισα και της γύρισα την πλάτη.

Τότε ακούσαμε μια φασαρία ακατάστατη σα να κύλαγε βράχος σε κλιμακοστάσιο πολυκατοικίας, σταματήσαμε ότι κάναμε (όχι οτι κάναμε και τίποτα δηλαδή) κι αρχίσαμε να ψαχνόμαστε. Από την πλαϊνή πύλη έμπαιναν κάμποσοι αγριεμένοι –τσακώνονταν με όποιον έπεφτε πάνω τους, σπρώχνανε κάτι τραπεζάκια κομματικών οργανώσεων, δυο-τρεις μάλιστα είχανε μπει σ΄ένα παρτέρι (μάλλον κατά λάθος) και ποδοπατούσαν κάτι ζουμπούλια (μάλλον από πρόθεση).
«Τι σκατά είναι αυτοί οι βρωμιάρηδες;» κούμπωσε η Βιβή.
«Ήρθαν τα ΚΝΑΤ», είπε ένας τυπάκος με ψυχεδελικό μπλουζάκι από πίσω μας.
Σφίχτηκα κάπως γιατί τώρα που πλησίαζαν τους έβλεπα καλύτερα και ήταν όλοι τους τριαντάρηδες και βάλε –λαχαναγορίτες, οικοδόμοι, κάτι τέτοιο. Όση σχέση είχα εγώ με την κηπουρική άλλη τόση είχαν κι αυτοί με πανεπιστήμιο.

Όλο το γρασίδι σηκώθηκε αυτόματα –γίναμε μια ομάδα με τους Αγωνίτες και περιμέναμε.
«Μην κάνετε τίποτα, μη δίνετε αφορμή», φώναξε ένας χοντρούλης με μπλουζάκι πόλο, προφανώς ο Αρχιαγωνίτης. Τα ΚΝΑΤ μπήκαν στη σχολή από την κύρια είσοδο και εξαφανίστηκαν.
«Πάμε μέσα», είπα.
«Όχι ακόμα», με κράτησε ο Παπ.
Η Μαργαρίτα δίπλα μου καθόταν στα καρφιά (πράγμα περίεργο αφού είχε εδώ και ώρα σηκωθεί όρθια), της έπιασα το μπράτσο και ήρθε λίγο πιο κοντά για να πάρει κουράγιο. Μάλλον.
«Καλύτερα να φύγεις», της είπα.
«Καλύτερα να μείνω», μου απάντησε.
Κι έτσι αμίλητοι όλοι μας περιμέναμε την ώρα να περάσει και η ώρα πέρασε –από την πίσω πλευρά της σχολής εμφανίστηκε η παρέα του Μαρκήσιου εμφανώς αργοπορημένη αλλά και μεγαλοπρεπώς αδιάφορη, τους έβλεπες και νόμιζες ότι φεύγουν κι ας ήξερες ότι μόλις ήρθαν.

Μπήκαμε στο μεγάλο αμφιθέατρο κουμπωμένοι σα σκαντζόχοιροι και πέσαμε σε μια χάβρα ανυπόφορη. Ένα κάποιο προεδρείο στην έδρα τσακωνόταν με τους εκπροσώπους των παρατάξεων, ένας άμοιρος ομιλητής κράταγε το μικρόφωνο γεμάτος απορία αφού δεν ακουγόταν, τα έδρανα ήταν συννεφιασμένα με ηλιοφάνεια κατά τόπους -δεν υπήρχε περίπτωση να καθίσουμε όλοι μαζί.
Ο Παπ βολεύτηκε στα μπροστινά, η παρέα του Μαρκήσιου έπιασε τα ορεινά κι εγώ με τη Μαργαρίτα, τη Βιβή και τον Πάρη χωθήκαμε στο ενδιάμεσο. Ο ομιλητής άφησε το μικρόφωνο και αποχώρησε βρίζοντας –αποχώρησε κανονικά δηλαδή, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Κάποιος αντιτουριστικός γυαλάκιας από το προεδρείο μάς σημάδεψε με μια ντουντούκα.
«Συνάδελφοι, κάντε ησυχία», σφύριξε η ντουντούκα.
Ένας ξανθός αλογοουράς δίπλα μου σήκωσε το κεφάλι του από το έδρανο.
«Κάντε ησυχία γιατί θα ξαμολήσουν τα ΚΝΑΤ», μούγκρισε κοιτάζοντας στα πλαϊνά της αίθουσας όπου είχαν παραταχθεί οι Κνίτες όρθιοι σε στάση ‘α σε πλακώσω. Μετά ξανάπεσε για ύπνο.
Τα 10 λεπτά ησυχίας που εξασφάλισε η ντουντούκα τα εκμεταλλεύτηκε ένας Πανσπουδαστικάριος με αραιά φαλάκρα –άρπαξε το μικρόφωνο και μας ανέλυσε την ταξική πάλη, τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, τους αγώνες κατά του νόμου για την τριτοβάθμια κι άλλα πολύ ενδιαφέροντα που δεν τα καταλαβαίναμε, για να καταλήξει ότι την προηγούμενη χρονιά η σχολή είχε συμμετάσχει σε 20 πορείες διαμαρτυρίας και ο σκοπός ήταν φέτος να τα πάμε καλύτερα –κουράστηκα να τον ακούω, κουράστηκα να φαντάζομαι τις πορείες, κουράστηκα πολύ.
Ο Πανσπουδαστικάριος επιτέλους τελείωσε και έδωσε τη θέση του σε έναν Πασπίτη –με το που πήρε εκείνος το μικρόφωνο, ζωντάνεψε η αίθουσα.
«ΠΑΣΟΚ σημαίνει, πουτάνα γαμημένη», ξεκίνησαν οι πιο ποδοσφαιρικοί.
«ΕΟΚ και CIA, ευτυχία», συνέχισαν οι πιο πνευματώδεις.
«Λάκη, πού στηρίζεσαι;» ρωτούσαν οι πιο ανθρωπιστές.
«Λάκη τον λένε;» με ρώτησε η Μαργαρίτα.
«Πούστη τον λένε», γέλασα.
Ωραία περνάμε…

 Η συνέλευση συνεχίστηκε εξίσου ομαλά –όταν ανέβηκε να μιλήσει ο Αγωνίτης άρχισαν τις διακοπές τα ΚΝΑΤ, στο τέλος το παιδί τούς έβρισε κι αφορμή ήθελαν αυτοί για να το κάνουν ροντέο, πέσανε να τον κατεβάσουν, πετάχτηκαν οι δικοί του να κάνουν ασπίδα να τον σώσουν, σφύριξε διάλειμμα το προεδρείο και διαλυθήκαμε ησύχως –δηλαδή βγήκαμε όλοι μαζί από την αίθουσα, στριμωχτήκαμε στο διάδρομο, τα ΚΝΑΤ έφαγαν κάτι ψιλές από όλους τους υπόλοιπους, εγώ έχασα τους δικούς μου και κατευθυνθήκαμε προς το εστιατόριο για να λύσουμε τις διαφορές μας μεταξύ γκοτζίλα και κανταϊφιού.
Έμεινα πιο πίσω γιατί δεν άντεχα την πολυκοσμία –βρήκα τον Κύπριο σ΄ένα παγκάκι να καπνίζει, κάθισα μαζί του.
«Της πουτάνας έγινεν», μου είπε.
«Προσεχώς χειρότερα», παρατήρησα. «Θα ξαναπάς;»
«Γιατί –επήγα τώρα για να ξαναπάω;» απόρησε.
Υποκλίθηκα.

Ο κόσμος είχε αδειάσει από τον κήπο της σχολής και είχε γεμίσει το εστιατόριο –ένιωθα το στομάχι μου μασίφ σαν τσιμεντοκολώνα, τα πόδια βαριά, τη διάθεση άδεια. Τι σκατά κάνω εδώ πέρα; Συνελεύσεις χωρίς λόγο ύπαρξης, γκομενοδουλειές που δεν περιλαμβάνουν ούτε γκόμενες ούτε δουλειές, φίλοι για να μην πιάνω μόνος μου τραπέζι τεσσάρων θέσεων –τι θέλω εγώ εδώ;

Σηκώθηκα και βολτάρισα άσκοπα –ξαναμπήκα στη σχολή, χάζεψα λίγο το έμβλημα, ακούμπησα στους μαρμαρένιους τοίχους, σουλατσάρισα στις σκάλες και στις κόκκινες ξεφτισμένες μοκέτες –τι θέλω εγώ εδώ;
Έφτασα στη Γραμματεία, κάποια κυρία χασμουριόταν μέσα από το κιγκλίδωμα (ευτυχώς χωρίς μπόμπιρα χαρτοφάγο αυτή τη φορά), η πόρτα του κεντρικού αμφιθεάτρου έχασκε –τώρα που είχε κάνει διάλειμμα η συνέλευση έμοιαζε η αίθουσα πιο άδεια κι από τη δυστυχία. Η ντουντούκα ήταν παρατημένη στην έδρα –πλησίασα, την επεξεργάστηκα λίγο, ενδιαφέρον εργαλείο, με το κουμπάκι της, τα αυτοκολλητάκια της ΚΝΕ, την εργονομική λαβή για να μην πιάνεται το χέρι του τσοπάνη –υπέροχη…
Πάτησα το κουμπί, η ντουντούκα στρίγκλισε –ανατρίχιασα. Έφερα το μικρόφωνο στο στόμα, τη δοκίμασα.
«Ένα, δυο, ένα, δυο, χι…»
Ωραία ακουγόμουν –σα μαλάκας με ντουντούκα.
«Έλα, με λαμβάνεις; Ρότζερ… Προς άπαντα τα περιπολικά… Εθεάθη επικίνδυνος κακοποιός αλλά μετά τον χάσαμε… άμα τον δείτε, χάστε τον κι εσείς γιατί δεν είμαστε για μπερδέματα… Ρότζερ. Με λαμβάνεις; Α ρε μαλάκα, Ρότζερ…»
Θα τη συνέχιζα την εκπομπή μέχρι να τη γαμήσω τη μπαταρία της παλιο-ντουντούκας αλλά με διέκοψε ένα γέλιο πιο κατσαρό από την περμανάντ του Ντέιβιντ Κοβερντέιλ. Πετάχτηκα στον αέρα. Κοίταξα.
Στην πόρτα στεκόταν ένα ζευγάρι πράσινα μάτια που θα έκαναν το χλοοτάπητα του ΟΑΚΑ να κοκκινήσει από τη ντροπή του. Τα μάτια πλαισιώνονταν από ανοιχτά καστανά μακριά μαλλιά και στο ενδιάμεσο υπήρχε ένα κατάλευκο πρόσωπο βγαλμένο από αφίσα του Ρόι Λιχτενσταϊν –είχα μια τέτοια στο δωμάτιό μου και ξέρω… Την κοίταζα (την κοπέλα στην πόρτα –όχι την αφίσα) και υπολόγιζα ότι αν με ρώταγε κανείς μετά από κάνα τέταρτο αν είχε καλό σώμα θα του έλεγα ότι δεν πρόλαβα να δω, την χάζευα σλόου μόσιον, σαν όνειρο ή εφιάλτη.
«Λοιπόν; Τι έγινε τελικά;» με ρώτησε όταν βαρέθηκε να περιμένει να μαζέψω το σαγόνι μου που κρεμόταν στο πάτωμα.
«Τι έγινε;» ψέλλισα.
«Με τον επικίνδυνο κακοποιό… Τον έχασες;»
«Τον έχασα», συμφώνησα σαν ηλίθιος.
«Με λένε Κασσάνδρα», είπε πλησιάζοντας.
«Πώς σε λένε;» απόρησα.
«Κασσάνδρα», ξανάπε σιγά.
«Κασσάνδρα βέβαια…» επανέλαβα αλλά από μένα δεν ακουγόταν τόσο όμορφο.
«Η συνέλευση τελείωσε;» με ρώτησε.
«Η συνέλευση…. όχι –έκαναν διάλειμμα…»
«Α, εντάξει… θ΄αργήσουν;»
Τι να της έλεγα τώρα; Ότι δεν υπήρχε συνέλευση και δεν υπήρχε σχολή και τίποτα γενικώς δεν υπήρχε πέρα από αυτήν;
«Μπα, δε νομίζω…» ψέλλισα.
«Καλά τότε. Πάω να καθίσω», είπε και μου γύρισε την πλάτη –κατάφερα τότε να βρω την απάντηση στην υποθετική ερώτηση περί του αν είχε καλό σώμα. Όνειρο. Ή εφιάλτης.

Είχα μείνει να την κοιτάζω, με τη ντουντούκα στο χέρι, όσο εκείνη βολευόταν σε ένα έδρανο κάπου στη μέση του αμφιθεάτρου –υπολόγισα ότι πήγε και κάθισε δυο σειρές πιο κάτω απ΄ότι καθόμουν εγώ πριν –τέτοιες μαλακίες σκεφτόμουν.
Πάτησα πάλι το κουμπί της ντουντούκας –πάλι στρίγκλισμα. Γύρισε και με κοίταξε.
«Τι συμβαίνει με σένα και τη ντουντούκα τελικά;» απόρησε.
«Τίποτα, απλά προσπαθώ να τη χαλάσω», παραδέχτηκα ντροπιασμένος.
Ξεκαρδίστηκε πάλι.
«Γιατί; Τι σου έκανε;»
«Τι να μου κάνει; Είναι ντουντούκα –δε φτάνει αυτό;» αναρωτήθηκα.
Ανασήκωσε τους ώμους, έψαξε την τσάντα της, έβγαλε ένα μακρόστενο πακέτο κι από μέσα διάλεξε ένα εξίσου μακρόστενο τσιγάρο με λευκό φίλτρο. Τσακίστηκα να της ανάψω –είδε την κίνησή μου και περίμενε.
Παπάρια –ο ζίπο είχε μουλαρώσει και δεν έπαιρνε με τίποτα.
«Δεν πειράζει», με διαβεβαίωσε ψάχνοντας στην τσάντα της για αναπτήρα.
«Πρώτη φορά μου συμβαίνει», έκανα χαζά.
Γέλασε.
«Έχεις πλάκα –το ξέρεις;» με ρώτησε.
«Ναι, είμαι κάπως πλακέ», έκανα.
Δε γέλασε και με το δίκιο της.
«Πρωτοετής;» με ρώτησε.
«Ναι. Κι εσύ;»
Ένευσε.
«Από Αθήνα;»
«Όχι –από την Κέρκυρα», είπε και κοίταξε προς το παράθυρο λες και περίμενε να δει τίποτα κανταδόρους.
Τότε άρχισε η εισβολή των βαρβάρων –ορδές φοιτητών άρχισαν να μπαίνουν στην αίθουσα κλωτσώντας και σφυρίζοντας, πριν καθίσουν στις θέσεις τους ξαναθυμήθηκαν τους καυγάδες και τους συνέχισαν από εκεί ακριβώς που τους είχαν σταματήσει –εγώ στεκόμουν μετέωρος σαν πετσέτα κρεμασμένη σε ένα μόνο μανταλάκι κι έτρωγα αγκωνιές, σπρωξιές –έπαιζα με το ζίπο ο οποίος βεβαίως άναψε 5 στις 5 φορές, ο καργιόλης…
Κάτι μαντράχαλοι χώθηκαν αριστερά της Κασσάνδρας κι όσο δίσταζα βρήκαν την ευκαιρία μερικές άθλιες με ινδικές φούστες να της χωθούν από δεξιά.
«Λοιπόν… τα λέμε…» ψέλλισα όταν βαρέθηκα να στέκομαι σα χάχας.
«Ναι», είπε εκείνη και μου χαμογέλασε –οπότε έχασα ξανά επαφή με την πραγματικότητα και ξανάγινα πετσέτα με ένα μανταλάκι, ευτυχώς πέρναγε εκείνη την ώρα η Βιβή που με άρπαξε και με έσυρε προς τις θέσεις μας.
«Παιδάκι μου, είσαι καθυστερημένος; Τι καθόσουν κι έκανες μέσα στη μέση;» με σκούντηξε.
Ο Πάρης από δίπλα της γέλασε.
«Τι έκανα; Ξέρω ΄γω τι έκανα;» μουρμούρισα.
Η Βιβή με κοίταξε μεταξύ αηδίας και συμπόνιας.
«Ρε Βιβή, είδα το ομορφότερο κορίτσι της ζωής μου», παραδέχτηκα τελικά.
«Ποια;» με ρώτησε.
Της έδειξα την Κασσάνδρα. Την είδε κι ο Πάρης.
«Αυτή εκεί πέρα;» στράβωσε το στόμα η Βιβή. «Λοιπόν, άνετα γινόμουν λεσβία για χάρη της».
«Κι εγώ το ίδιο», υπερθεμάτισε ο Πάρης.
«Τι ρόλο βαράει;» με ρώτησε η Βιβή.
«Πού να ξέρω;» συννέφιασα όσο σκεφτόμουν τη μαλακία μου να μην κάτσω μαζί της.

Έφτασε η ώρα του Παπ, ο οποίος βγήκε μπροστά στην έδρα, αρνήθηκε να πάρει μικρόφωνο -καθόταν και κοίταζε το αμφιθέατρο που βούιζε. Καθόταν εκεί και περίμενε, μέχρι που αρχίσαμε να φωνάζουμε οι δικοί του «σκάστε ρε μαλάκες, να τον ακούσουμε». Και σιγά-σιγά το αμφιθέατρο ησύχασε.
Είπε τότε ο Παπ ότι ένιωθε παράξενα επειδή βρισκόταν σε μια συνέλευση απολογιστική αλλά κανένας δεν είχε απολογηθεί μέχρι τώρα για το ότι τίποτα δε γινόταν και καμιά κίνηση των φοιτητικών παρατάξεων δεν έλυσε κανένα από τα προβλήματα. Αναρωτήθηκε κιόλας –πώς στο διάολο να λυθούν τα προβλήματα με 20 βόλτες μέχρι την πλατεία Συντάγματος; Τότε άρχισαν οι Κνίτες να φωνάζουν. Ο Παπ περίμενε να ησυχάσουν κι όταν έγινε πάλι ησυχία ξεκαθάρισε ότι τα προβλήματα λύνονται μόνο με επιθετικές ενέργειες κι όχι με σουλάτσα και επιθετικές ενέργειες είναι οι καταλήψεις σχολών, οι αποκλεισμοί κτιρίων, «μας πηδάνε από παντού κι εμείς τους κάνουμε επίσκεψη –μόνο πάστες δεν τους πηγαίνουμε», είπε.
Καινούργιο ντου από τους Κνίτες, πεταχτήκαμε κι εμείς από τα έδρανα, η ομάδα του Μαρκήσιου είχε ήδη πάρει θέσεις και μπλόκαρε τα ΚΝΑΤ στους διαδρόμους –έπεσε το σχετικό βρισίδι μετά σπρωξίματος και ο Παπ κατέβηκε από την έδρα, φωνάζοντας «μην τους αφήσουμε σε ησυχία, εδώ είναι πόλεμος –όχι σχολική εκδρομή».
Ήρθε η σειρά του Δαπίτη και ήμασταν όλοι κουρασμένοι –καθόμασταν σε επιφυλακή και περιμέναμε. Ανέβηκε λοιπόν αυτό το παιδί με το Λακόστ και τη φρεσκολουσμένη φράντζα, ξεκίνησε να μιλάει, κατέβηκαν δυο από την παρέα του Μαρκήσιου κι ένας πάνκης, τον πλεύρισαν δεξιά-αριστερά κι άρχισαν να κουνάνε κάτι γλάστρες σε στυλ θυμιατό. Ο Δαπίτης ατάραχος –είχε συνηθίσει. Οπότε ο πάνκης βγάζει κάτι προκηρύξεις της ΕΠΕΝ και τον λούζει, σα να έριχνε γαρδένιες στο Βοσκόπουλο. Φούντωσε ο Δαπίτης, ζήτησε την προστασία του προεδρείου, αλλά το προεδρείο είχε σοβαρές ασχολίες (κάπνιζαν) κι έτσι ο Δαπίτης την κοπάνησε γιατί φοβήθηκε μην εμφανιστούν τίποτα γιαούρτια.

Έξω έπαιρνε να νυχτώνει, το κεφάλι μου ήταν ίσα με ένα τάνκερ, θέλαμε όλοι να φύγουμε αλλά δεν είχαμε κουράγιο. Είχε σηκωθεί τώρα ένας Κνίτης και αγόρευε –ούτε να τον φτύσουμε δεν μας έβγαινε. Μίλαγε, μίλαγε ο τύπος –τελευταίος ομιλητής ήταν, η νύχτα δικιά του –κι εμείς σκεφτόμασταν πώς θα είναι η ζωή μετά θάνατον σ΄ένα τόπο που οι Κνίτες θα ανοίγουν το στόμα και θα βγάζουν γαλακτομπούρεκα αντί για λέξεις. Κάπου εκεί ο Κνίτης τελείωσε –ανακουφίστηκε η ομήγυρης που το αντέξαμε κι αυτό –αρχίσαμε να μαζεύουμε τα υπολείμματά μας για να ξεκουμπιστούμε.
Και τότε πετάχτηκε ο Μάκης. Ναι, ο Μάκης… Ένας Μάκης αστραφτερός, ατσαλάκωτος –σε χρώμα μαύρο του καυσαερίου.
«Συνάδελφε έχω να σου κάνω 26 ερωτήσεις», δήλωσε όλος χαρά.
Ο Κνίτης γέλασε. Ποιος ξέρει –μπορεί τελικά και οι Κνίτες να καταλάβαιναν από αστεία…
«Λοιπόν, αρχίζω…» είπε ο Μάκης.
«Σοβαρά τώρα;» κιτρίνισε ο Κνίτης.
Η αίθουσα κιτρίνισε κι αυτή.
«Εκ μέρους των Αυτόνομων, θέλω να σε ρωτήσω…» πήρε φόρα ο Μάκης.
Κάπου εκεί έκλεισα. Ήταν ή αυτό ή θα κατέβαινα να τον ξεσκίσω τον καργιόλη –έκλεισα λοιπόν, σταμάτησα ν΄ακούω, σταμάτησα να βλέπω, σηκώθηκα –κλώτσησα το έδρανο κι έφυγα από εκεί μέσα χωρίς να χαιρετήσω κανέναν. 
Πέρασα τη μεγάλη πόρτα, βγήκα στο διάδρομο, κούνησα το κεφάλι μου να ξεθολώσω και τότε με βούτηξε από το μανίκι η Άσπα.
Σταμάτησα σαστισμένος. Την κοίταξα. Τα μάτια της έσταζαν κακία.
«Είσαι πολύ μεγάλο αρχίδι», μου είπε.
«Εντάξει», συμφώνησα. Τι άλλο να έκανα;
Τράβηξα το χέρι μου και πήγα να συνεχίσω το δρόμο μου αλλά βγήκε μπροστά και μ΄έκοψε.
«Θέλεις κάτι;» απόρησα.
«Γιατί είπες στο Γιώργο ότι πηδηχτήκαμε;» ζήτησε να μάθει.
«Εγώ;»
«Ναι»
«Σε ποιο Γιώργο;»
«Το Χωρικό».
«Είπα τέτοιο πράγμα;»
«Το είπες…»
«Άσε μας ρε Άσπα βραδιάτικα», κούμπωσα –την έκανα στην άκρη και ξεκίνησα πάλι να φεύγω.
Με ξαναπρόλαβε.
«Αν το μάθει ο δικός μου…»
Εκεί κάπου θόλωσα.
«Τι να μάθει ρε κοπέλα μου; Αφού δεν κάναμε τίποτα. Και ούτε είπα κάτι…»
«Του είπες…»
Κοντοστάθηκα. Κάτι έτρεχε εδώ. Ή η Άσπα ήταν τρελή ή ο Χωρικός με έπαιζε… Σκέφτηκα.
«Τι έγινε ρε κωλοπαίδι; Γαμήσαμε;» με είχε ρώτησε.
«Γαμηθήκαμε», είχα απαντήσει.
Κατάλαβα…
Μου ήρθε ένα γέλιο απότομο σαν εμετός μετά από ούζα, διπλώθηκα στα δύο και κοπανιόμουν στο πάτωμα. Η Άσπα είχε μείνει και με κοίταζε.
«Συγνώμη ρε Άσπα…» είπα χωρίς να μπορώ να σταματήσω. «Συγνώμη».
Κι έφυγα. Στην αρχή περπατώντας, μετά τρέχοντας.

Ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου, αυτό σκεφτόμουν. Και μετά θυμήθηκα την Κασσάνδρα. Ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου –στα σίγουρα.


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Bauhaus

8. «Ένα άλλο κορίτσι, ένας άλλος πλανήτης»

$
0
0


Στο κέντρο της πλατείας έχουν ανάψει μια βρωμερή φωτιά, στάχτες προσγειώνονται στις καρέκλες τουΤΣΑΦκαι της Μαρωνίτας, κάτι φρικαρισμένοι φρίκουλες χοροπηδάνε γύρω της σαν ινδιάνοι που ξέμειναν από νερό της φωτιάς. Από τον πεζόδρομο εμφανίζεται ο Άσιμος με την πέντε-έξι αρκουδιάρηδες που τον ακολουθούν εκστασιασμένοι κοπανώντας τουμπερλέκια –με πιάνει μια ξεγυρισμένη αναγούλα. Δεν έχω γόνατα να πάω ούτε μέχρι τα φλιπέρια, ακουμπάω σ΄ένα τοίχο και περιμένω το μοιραίο που ποτέ δεν έρχεται στην ώρα του. Ο Καβάτζας μαζί με τον άλλο το Βαγγέλη πλησιάζουν όλο βιασύνη, πέφτουν πάνω μου, παρά λίγο να σωριαστούμε.
«Ίσωμα στραβάδια», ξεφυσάω.
«Θάνατος στους φοιτητές, τους αυριανούς διευθυντές», γελάει ο Καβάτζας.
Ο Βαγγέλης χεσμένος από τα σιρόπια κοιτάζει τριγύρω.
«Πρέπει να μαζέψουμε ξύλα», μουρμουρίζει.
«Γιατί; Έρχεται βαρύς χειμώνας;» απορώ.
Ο Βαγγέλης εξαφανίζεται τρέχοντας –ούτε που με άκουσε.
«Τι παίζει;» ρωτάω τον Καβάτζα.
«Λίγα πράγματα…» μουρμουρίζει ενώ μου τρακάρει τσιγάρο.
«Τόσο καλά...» καταλήγω.

Πάω μέχρι το περίπτερο του Μαοϊκού, εξοπλίζομαι με δυο Καμήλες φιλοπερίεργες –ψάχνω για κάποια καλή διάθεση…
«Ανάψαμε», κάνω νόημα στο Μαοϊκό δείχνοντας τη φωτιά.
«Μπα –ακόμα σβηστοί είμαστε», σχολιάζει μέσα από τα δόντια του.
Έχει τα δίκια του. Καμιά φωτιά δεν είναι ικανή να μας ζεστάνει, πάει καιρός τώρα…
Στο μεταξύ, ένας μαλάκας με πατέντα έχει βρει κάποιον πυροσβεστήρα και τρέχει να τον πετάξει στη φωτιά, στη μέση της πλατείας –άλλοι τρέχουν πίσω του να τον προλάβουν, τους ξεφεύγει, ο κόσμος το βάζει στα πόδια πανικόβλητος, ο μαλάκας εκτοξεύει τον πυροσβεστήρα όταν φτάνει στα 3 μέτρα από τη φωτιά και αστοχεί. Η πλατεία γίνεται ένα τεράστιο χάχανο.
Νυστάζω και πονάνε τα γόνατά μου –ήρθα κατευθείαν από τη γαμωσυνέλευση και βγαίνει η κούραση από τους πόρους του δέρματός μου, σταχτί ιδρώτας. Πάω μέχρι τη μηχανή, βγάζω το πέταλο, κόβω κίνηση –πουθενά να τρέξεις, πουθενά να κρυφτείς…
Είναι η μέρα, δηλαδή η νύχτα, που θα δω τι είναι αυτός ο ΠΗΓΑΣΟΣ για τον οποίο πολλοί μιλάνε πολύ. Τηλεμάχου –δυο στενά πάνω από την πλατεία, πας και με τα πόδια, αλλά πώς ξαναγυρνάς… Στην τρίτη μανιβελιά η μηχανή αρχίζει να δουλεύει, φεύγω πιο αποκαμωμένος από πορεία Ειρήνης στο Καλλιμάρμαρο.
Έξω από το κωλάδικο είναι παρκαρισμένα μπόλικα παπιά και κάτι εντούρια χάρβαλα –το σκέφτομαι σοβαρά να παρκάρω εκεί και το δικό μου, ίσως παρακαλέσω το φρουρό να ρίχνει κάνα μάτι μη μου το γδύσουν τίποτα ηλεκτρολόγοι, αλλά δεν έχω διάθεση ούτε να φτύσω…
Περνάω από την είσοδο του μαγαζιού, χαζεύω αφίσες συγκροτημάτων που ξέρω, άλλων που δεν ξέρω και πολλών που θα ήθελα να μάθω –με μια κουβέντα, βίδωσέ με εκεί μέσα κι άσε με, αφεντικό –θέλω να τους δω όλους.
Μέσα είναι κάμποσοι μαζεμένοι, υπάρχει μια μικρή σκηνή που δεν την παίρνεις χαμπάρι με την πρώτη –πηγαίνω προς το μπαρ, βλέπω ένα εύκαιρο σκαμπό, σκαρφαλώνω και προσπαθώ να ανασυνταχτώ. Κοιτάζω τον κόσμο τριγύρω –ωραίοι, δικοί μου, νιώθω άνετα. Από τα ηχεία παίζειCramps, ο κόσμος κουνιέται ελαφρά, κατεβάζοντας μπουκάλια μπύρας, έχει κι ένα δωμάτιο παραδίπλα με τραπεζάκια γεμάτα κόσμο που κάνει φασαρία.
Ο μπάρμαν είναι ωραίος τύπος –κάνει χαβαλέ με τον ντιτζέι, κάπου τον ξέρω το ντιτζέι αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ.
«Μαλάκα Ντάνυ –αν δε φέρεις κάτι να πιω ΤΩΡΑ, δεν έχει ούτε μουσική ούτε λάιβ», γελάει ο ντιτζέι στο μπάρμαν.
«Εγώ πάντως θα την έπινα μια Στολίσναγια με τόνικ», χώνομαι ανάμεσά τους.
«Εσύ κι ο Σιντ Βίσιους», μουρμουρίζει ο μπάρμαν Ντάνυ.
Δέσαμε…

Καπνίζω και κατεβάζω τη βότκα αργά γιατί δεν είμαι για σπατάλες –δυο κορίτσια έρχονται κι ακουμπάνε στη μπάρα δίπλα μου, τζιν μπουφάν με κονκάρδες, κολλητά παντελόνια και ψηλές μπότες, τις κόβω με την άκρη του ματιού μου, δε θέλω να πιστέψω ότι άνοιξε η τύχη μου αλλά τα δεδομένα έχουν μια τάση να με διαψεύσουν. Η πιο κοντινή μου έχει ξανθό μαλλί εντελώςCureκαι η διπλανή της κόκκινο τύπου Ziggy. Όμορφες και οι δύο ή έτσι μου φαίνεται.
«Ποιοι θα παίξουν;» ρωτάω στο αδιάφορο.
Η ξανθιά με κοιτάζει –ξεκινάει να με κόβει με μισό μάτι αλλά στην πορεία μαλακώνει κάπως. Μάλλον είδε τα χάλια μου και με λυπήθηκε.
«Οι Νέφος –δεν είδες την αφίσα;» απορεί.
Τους ξέρω τους CptNeφος,έχω και το σινγκλάκι τους από το Χάπενινγκ–υπέροχα…
«Δεν προσέχω τις αφίσες γιατί έχω πρόβλημα με τις μέρες», παραδέχομαι.
«Τι πρόβλημα;» απορεί η ξανθιά.
«Χάνω μέρες, είμαι χασομέρης…» απαντάω.
Με κοιτάζει λες και της πάσαρα κακάδι από τη μύτη μου.
«Εσύ;» συνεχίζω απτόητος.
«Αν έχω πρόβλημα με τις μέρες;» ρωτάει.
«Γενικά ρε παιδί μου…» λέω για να πω κάτι.
«Νατάσα», μου απαντάει στο ξεκάρφωτο.
Λέω το όνομά μου και τη βλέπω να γυρίζει προς τη φίλη της για να το μεταφέρει. Η κοκκινομάλλα γέρνει προς το μέρος μου.
«Λία», μου λέει.
«Ενδιαφέρον», παρατηρώ.
«Τι πράγμα;» ρωτάει.
Το αφήνω να περάσει γιατί αν τους κάνω κι άλλο αστειάκι θα φωνάξουν τους μπάτσους από δίπλα να με δέσουν.
«Σε ποια σχολή;» με ρωτάει η Νατάσα.
Τι διάολο –βρωμάω φοιτητίλα;
«Πάντειο –εσείς;»
«Αγγλική φιλολογία», απαντάνε με ένα στόμα.
Ε, και λοιπόν;
Τότε πετάγεται ο ντιτζέι από τη θέση του και ανεβαίνει στη σκηνή -από τα τραπέζια του άλλου δωματίου εμφανίζονται κάμποσοι ακόμα –εμφανώς οι CptNeφος. Τους έχω ξαναδεί στου Γκύζη, αλλά στο σινγκλάκι δεν ήταν τόσο πανκ –έχουν και σαξόφωνο πλέον. Η μουσική έχει σταματήσει και το συγκρότημα χαιρετάει βιαστικά –ξεκινάνε, κάμποσοι βγαίνουν μπροστά για να χορέψουν, να φωνάξουν -χαμογελάω. Δεν είμαι πια κουρασμένος.
«Ωραίοι», λέω στη Νατάσα δίπλα μου.
Χαμογελάει, με κοιτάζει κάπως περίεργα και τη βλέπω ότι γυρίζει στη φίλη της.
«Θα μας προσέχεις λίγο τα πράγματα να πάμε μια τουαλέτα», μου λέει.
«Ευχαρίστως», χαμογελάω τυπικά.
Γι΄αυτό λοιπόν με θέλανε οι γκόμενες. Για να τους φυλάω τις τσάντες όσο πουδράρουν τις μύτες τους… Δε γαμιέται –τουλάχιστον υπάρχει το συγκρότημα…
Το οποίο κόβει κώλους πάνω στην ανύπαρκτη σκηνή. Θα σηκωνόμουν να πέσω πάνω στους άγριους που κοπανιούνται στην πρώτη σειρά αλλά φοβάμαι ότι στα δυο βήματα θα καταρρεύσω σαν κέντα που σκάει δίπλα σε φλος ρουαγιάλ.
«Πιάσε μια μπύρα Ντάνυ, απόψε θα διψάσουμε», φωνάζει κάποιος δίπλα στ΄ αυτί μου.
Γυρίζω ξαφνιασμένος και πέφτω πάνω στον Άλκη.
«Τι θες εσύ εδώ ρε;» μάλλον το λέμε ταυτόχρονα.
Τον Άλκη τον ξέρω από τη συνοικία –είναι ένα χρόνο μικρότερός μου, συχνάζουμε στα ίδια στέκια.
«Προετοιμάζομαι για πανελλήνιες», ξεκαρδίζεται ο Άλκης.
Το συγκρότημα παίζει την κλασική του διασκευή στο GunsofBrixton.
«Αυτό είναι SOS», του λέω.
«Έπεσε πέρσι, κάθε χρόνο το ίδιο θα πέφτει;» αναρωτιέται.
Πού είναι οι κοπέλες; Τώρα που είμαστε δύο ίσως να μπορούσαμε να προωθηθούμε πιο εύκολα…

Το συγκρότημα τελειώνει –ο χώρος γεμάτος ιδρώτα και οι κοπέλες είναι πάλι δίπλα μου. Πότε ήρθαν, δεν το κατάλαβα. Σπινταρισμένες, γελάνε πολύ, κοιτάζουν ακόμα περισσότερο –τι σκατά να κάνω μόνος μου;
«Πού θα πάτε μετά;» ρωτάω αποφασισμένος να μην πέσω χωρίς να προσπαθήσω.
«Δεν ξέρω», λέει η Νατάσα. «Πού θα πάμε;» ρωτάει τη Λία.
«Θα πάμε κάπου;» απορεί η Λία.
Το ξέρω αυτό το κόλπο –καταλήγει στο «έχουμε δουλειά αύριο, θα πρέπει να γυρίσουμε σπίτια μας» για να ξεφορτωθούν τον ενοχλητικό.
«Εσύ πού προτείνεις;» με ρωτάει η Νατάσα.
Αυτό δεν το περίμενα…
 «Εγώ είμαι από χωριό –δεν τα ξέρω τα κατατόπια… Παίζει κάνα μπαράκι στα πέριξ;» ψελλίζω.
«Από χωριό ε»; με κοιτάζει περίεργα η Λία. «Από πού;»
Της λέω το προάστιο που μένω.
«Καλέ αυτό είναι εδώ παραέξω…» γελάει η Νατάσα.
«Ναι –αλλά χωριό…» επισημαίνω.
«Ε, αφού είσαι άβγαλτος, να σε ξεναγήσουμε στη μεγάλη πόλη», γελάει η Λία.
«Πού θα τον πάμε;» ρωτάει η Νατάσα.
«Πού αλλού; Βιτόφσκι…» αποφαίνεται η κοσμογυρισμένη Λία.
Γίναμε…

Φεύγουμε μπροστά στο μπάτσο τρικάβαλο –κωλώνω λιγάκι μη μας την πέσουν τίποτα περιπολικά αλλά ο μπάτσος δε δίνει δεκάρα, έχει βάλει κάποιο κρύο και η Λία που είναι στο ενδιάμεσο, κολλάει πάνω μου κι εγώ ξεχνάω τα πάντα γιατί τελικά η ζωή μπορεί και να είναι υπέροχη.
Μέχρι να φτάσουμε στο Βιτόφσκι τουλάχιστον…

Γιατί εκεί μέσα τις χάνω –πέφτουν στις αγκαλιές γνωστών και φίλων, βρίσκομαι μόνος και κλασσικός μαλάκας που χρησιμεύει ως ταρίφας. Ψάχνομαι για λεφτά, στύβω τις τσέπες για να πιω μια μπύρα, ακουμπάω σ΄έναν τοίχο, σκέφτομαι ότι θα μείνω εδώ μέχρι να με βαρεθεί ο τοίχος –όλα τα καλά παιδιά πετάγονται στη μέση του μαγαζιού με τη σειρά τους, ανάλογα με το σήμα που παίρνουν από τα ηχεία. Οι σαϊκομπιλάδες πανηγυρίζουν για κάποιο Έγκλημα στο νεκροταφείο, οι κιουράδες κόβουν νευριασμένοι βόλτες γιατί πήρε φωτιά στο Κάιρο, οι πάνκηδες σκάνε επί δικαίων και αδίκων για να αποδείξουν ότι η Σούπα είναι καλό φαγητό–κάπου εκεί αρχίζω να καταλαβαίνω πιο άνετα τους στίχους των τραγουδιών γιατί έχουν μπει ταΚειμήλιατων MetroDecay, ο κόσμος φρενάρει –το κομμάτι γαμάει αλλά είναι δικό μας το συγκρότημα, σιγά μη χορέψουμε μ΄ αυτούς…
«Τι κάνεις εδώ μόνος σου;» με βουτάει από το μπράτσο η Νατάσα. Έχει κολλήσει το στόμα της στο αυτί μου και μυρίζω το άρωμά της ανακατεμένο με ιδρώτα –φτιάχνομαι.
«Την είδα απόμαχος κι έτσι…» χαμογελάω.
«Άσε βρε τις σαχλαμάρες… Η δικιά μου σε γουστάρει, το κατάλαβες, έτσι;»
Χάνω επαφή με τις πατούσες μου –το πρόβλημα εντοπίζεται μάλλον στα γόνατα που έχουν λυθεί και πάνε μόνα τους. Στηρίζομαι στον τοίχο, πίνω μια γερή γουλιά μπύρα, πνίγομαι.
«Έτσι ε;» λέω σαν κλασσικός ηλίθιος.
«Άντε να της πεις καμιά κουβέντα –τι περιμένεις;» μου σφυρίζει η Νατάσα και χάνεται σε μια παρέα με νιουγουεϊβάδες.
Τελειώνω τη μπύρα, καθυστερώ λίγο μπας και πουλήσω μούρη –σε ποιον όμως; Η Λία κάθεται σ΄ένα τραπέζι τίγκα στα μπουκάλια και στα ξεχειλισμένα τασάκια, την πλησιάζω –τραβάω μια καρέκλα δίπλα της.
«Πώς πάει; Διασκεδάζουμε;» τη ρωτάω.
«Μπα –ψιλοβαριέμαι…» παραδέχεται.
«Κι εγώ το ίδιο ήμουν πριν λίγο», λέω.
«Μπα; Και τώρα τι άλλαξε;» με κοιτάζει απορημένη.
«Τώρα… μιλάω μαζί σου», λέω με υφάκι μεγάλου εραστή.
Χαμογελάει.
«Και θα με κάνεις κι εμένα να μη βαριέμαι;» με κοιτάζει με βλέμμα απ΄αυτά που κάνουν τα παγωτά να τρώγονται με κουταλάκι.
Τραβάω πιο κοντά την καρέκλα –το σωστό είναι να της την πέσω στα ίσα αλλά ακόμα κωλώνω.
«Μπορώ να σε κάνω να μη βαριέσαι γενικώς, αλλά να βαριέσαι εμένα ειδικώς», χαμογελάω και κάπου στο σύμπαν ένας πλανήτης πεθαίνει παγωμένος από το κρύο αστείο.
«Ε, τότε…» λέει εκείνη.
Και γέρνει προς το μέρος μου –εντάξει, τόσο μαλάκας δεν είμαι –την τραβάω κι άλλο κοντά μου και τη φιλάω, κανονικά, με απ΄ όλα…
Ξεκολλάμε για λίγο αλλά ξανακολλάμε επιτόπου γιατί μας άρεσε αυτό που κάναμε προηγουμένως –η Λία μυρίζει τσιγάρο και βαρύ άρωμα κι έχει την τάση να κολλάει πάνω μου εντελώς εφαρμοστικά –αυτό πολύ μου αρέσει.
«Τι έγινε; Λίγο σας άφησα μόνους κι αρχίσατε τα σαλιαρίσματα;» φωνάζει η Νατάσα πάνω από το κεφάλι μας.
Ναι –κρατήσου μην πέσεις από κάνα σύννεφο…

Της χαμογελάμε αγκαλιασμένοι σε στυλ σκανδαλιάρικα παιδιάκαι τέτοιες γελοιότητες, η Λία ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου –υπέροχη κατάσταση.
«Θα πάμε από το σπίτι του Νίκου –θες να ΄ρθεις;» τη ρωτάει η Νατάσα.
Μαγκώνω κάπως –τι πουστιά είναι αυτή τώρα;
«Μπα, βαριέμαι… Λέω να γυρίσω σπίτι να την πέσω», απαντάει η Λία.
Τι εννοεί η ποιήτρια; Μου βάζει πάγο ή μου κάνει σήμα για τα περαιτέρω;

 Ξαναμένουμε οι δυο μας.
«Θέλεις να σε πάω σπίτι;» της προτείνω.
«Ας πιούμε ένα τελευταίο…» λέει. «Βασικά δε γούσταρα να πάω μαζί τους».
«Αυτό σημαίνει ότι γουστάρεις να είσαι μαζί μου;» ρωτάω ηλιθιωδώς.
«Θα δείξει…» μουρμουρίζει καθώς σηκώνεται.
«Τι να σου φέρω;»
«Είμαι ταπί», της εξηγώ.
«Τζιν πίνεις;»
«Και πίνω και φοράω».
«Θα φέρω ένα και για τους δυο μας», δηλώνει πηγαίνοντας προς το μπαρ.
Την χαζεύω να απομακρύνεται –έχει ατέλειωτα πόδια και μια κίνηση γατίσια, τι χρώμα έχουν τα μάτια της; Από βυζιά πώς πάει; Να θυμηθώ να τα ψάξω όλα αυτά…

Και τότε ανοίγει η πόρτα του μαγαζιού κι εμφανίζονται 5 κουρεμένοι –περπατάνε σε παράταξη μέχρι το κέντρο του μαγαζιού -πέφτει παγωμάρα. Οι παρέες μαζεύονται σε επιφυλακή. Εγώ κάθομαι σαν τον καλό μαλάκα στο τραπεζάκι μου αφού δεν έχω πού να πάω. Ψάχνω για τους νιουγουεϊβάδες της Νατάσας αλλά μάταια. Η Λία περιμένει στο μπαρ αμέριμνη.
Οι κουρεμένοι κοπανάνε τις βρωμοαρβύλες τους στο πάτωμα και κάτι φωνάζουν, στήνω αυτί. Κάποιον ψάχνουν. Και τελικά βρίσκω την παρέα της Νατάσας, γιατί οι σκινάδες έχουν βουτήξει έναν από τους δικούς της και τον κοπανάνε. Αρχίζω να ιδρώνω –εδώ μέσα θα πεθάνουμε. Σηκώνομαι, περιμένω να δω ανταπόκριση από το μαγαζί, οι πάνκηδες είναι στην τσίτα, εύχομαι να μην πάω άκλαυτος.
«Αφήστε τον ρε γαμημένοι», γκαρίζω.
Κοντοστέκομαι για να μετρήσω πόσες θα μαζέψω –αλλά εκείνη τη στιγμή σκάνε πάνω τους οι πάνκηδες συντονισμένοι, παίρνει γραμμή και το υπόλοιπο μαγαζί, βάζουν στη μέση τους κουρεμένους και βαράνε κατά βούληση. Ησυχάζω –φτηνά τη γλιτώσαμε…
Τρέχω κατά το μπαρ, βρίσκω τη Λία, την τραβάω κοντά μου γιατί έχει σπάσει ο κύκλος και τα σκίνια κάνουν πίσω προς το μέρος μας. Ένας απ΄ αυτούς στρίβει, τα μάτια του έχουν γυρίσει ανάποδα, ρίχνει μια κλωτσιά στον αέρα επειδή νομίζει ότι πάμε να του κόψουμε το δρόμο –μπαίνω μπροστά της, μαζεύω την κλωτσιά στην αριστερή γάμπα, σφίγγω τα δόντια. Ο κουρεμένος παίρνει θάρρος, μας πλησιάζει κι άλλο –είναι όμως ηλίθιος γιατί έχει γυρίσει την πλάτη στους υπόλοιπους –κάποιος κιουράς του σκάει ένα μπουκάλι μπύρας στην κεφάλα, ο σκιν γονατίζει μέσα στα αίματα. Η Λία ουρλιάζει, την τραβάω προς την έξοδο.

Πεταγόμαστε έξω, μας χτυπάει κρύος αέρας αλλά δεν ξέρω αν είναι απ΄ αυτό που τρέμει η Λία. Από το μαγαζί ακούγονται φωνές και σπασίματα.
«Πάμε να φύγουμε», λέει κλαίγοντας.
«Ναι», μουρμουρίζω αλλά δεν κουνάω από τη θέση μου.
Θέλω να δω που θα καταλήξει όλο αυτό.
«Πάμε», μου φωνάζει.
Διακρίνω μια υστερία που όλο πλησιάζει. Την τραβάω λοιπόν προς τη μηχανή και την κρατάω αγκαλιά με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα. Το σκέφτομαι. Δεν βλέπω άλλους κουρεμένους στα πέριξ –μάλλον ο κόσμος στο μπαρ θα τους τσακίσει και θα τους πετάξει στα σκουπίδια. Τη σπρώχνω απαλά πίσω, ανεβαίνω στη μηχανή, τη νιώθω να ανεβαίνει πίσω μου.
«Πού πάμε;» ρωτάω πριν ξεκινήσουμε.
Μου γυρίσει το κεφάλι προς τα πίσω, κοντεύει να μου στραμπουλίξει το σβέρκο αλλά μου σκάει ένα ξεγυρισμένο φιλί και το ξεχνάω.
«Σπίτι μου να πηδηχτούμε», βογκάει.
Δε μου φαίνεται άσχημο σαν ιδέα… Ξεκινάω καρφωμένος χωρίς καν να τη ρωτήσω που μένει. Δεν έχει σημασία…


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους TheOnlyOnes

9. «Τα αγόρια δεν κλαίνε»

$
0
0
Προηγούμενα:

Καπνίζουμε και κοιτάζουμε το ταβάνι περιμένοντας να μας ρίξει κανένα σοβά έμπνευσης. Απ΄ότι βλέπω –υπάρχει μια ρωγμή δίπλα το γύψινο του φωτιστικού κι επίσης ξημερώνει. Άσχημη ώρα… Η Λία δίπλα μου δεν ξέρω τι βλέπει, ούτε τι σκέφτεται.

Από τότε που φτάσαμε σπίτι της, δυάρι τρίτου ορόφου στην Κυψέλη, συνέβησαν τα εξής δραματικά: Αμηχανία, εκνευρισμός, άβολο πήδημα και εξηγούμαι…
Αμέσως μόλις μπήκαμε στο διαμέρισμα την είδα Τζέρυ Λιούις, έριχνα πράγματα από τα τραπεζάκια, κοπάναγα σε κλειστές πόρτες (κάποιος συμβολισμός εδώ σε σχέση με τη Λία, βλέπε παρακάτω), αναποδογύριζα παρατημένα ποτήρια με νερό –πολύ αστείος, πολύ γελοίος. Η Λία άλλαξε με το που έκλεισε η πόρτα πίσω μας. Νευρική, βιαστική –ένα στυλάκι άντε να τελειώνουμε, μια ψυχή που είναι να βγει…Με πήγε στο δωμάτιό της (πορτατίφ-άρρωστο μπλε φως κι ο Μπέλα Λουγκόζι να μας στέλνει χαιρετίσματα από το ημίφως), άρχισε να γδύνεται χωρίς να με κοιτάζει, έκανα το ίδιο –τι άλλο να ΄κανα δηλαδή;
Χωθήκαμε μετά κάτω από μια κουβέρτα κι άρχισα να τη χαϊδεύω σε στυλ ο Μικρός Εξερευνητής, εκείνη είχε γύρει το κεφάλι της στο πλάι –σε κάποια φάση μου είπε «μπες μέσα μου» κι αυτό ακριβώς έκανα. Η συνέχεια έμοιαζε με ταινία του Βέντερς –πολύ περπάτημα, καθόλου συναίσθημα. Η Λία είχε κλείσει τα μάτια, ανέπνεε βαριά κι αν δεν στριφογύριζε κάθε λίγο για να μην την ενοχλεί ο αγκώνας μου στα πλευρά ή να μην της πλακώνω το πόδι, θα πήγαινα στοίχημα ότι την είχε πάρει ο ύπνος. Σε κάποια φάση την ένιωσα να τεντώνεται απότομα, αλλά μπορεί και να ήθελε να ξεμουδιάσει. Κάπου αποδέχτηκα ότι δεν πήγαινε πουθενά το όλο θέμα, ξάπλωσα δίπλα της, εκείνη δεν αντέδρασε και της είπα ότι θα πήγαινα για ένα ντους.
Η προοπτική ήταν να τραβήξω κάποια μαλακία όπως μου είχαν πει οι έμπειροι ότι πρέπει να γίνεται σε παρόμοιες φάσεις αλλά όταν βρέθηκα μόνος με τη μπανιέρα κατάλαβα πως δεν υπήρχε τέτοια προοπτική. Πλύθηκα λοιπόν, έβγαλα από πάνω μου τον ιδρώτα της παλιοκουβέρτας και τη λέζα της εκλογοαπολογιστικής –επέστρεψα δίπλα της μυρωδάτος σαν κουφετάκι, μόνο για να τη δω να σηκώνεται και να πηγαίνει με τη σειρά της στο μπάνιο.
Έμεινα μόνος στο δωμάτιο, χάζεψα τη βιβλιοθήκη μελαμίνη που ήταν δίπλα στο κρεβάτι –όλα τα καλά παιδιά ήταν εκεί, ο Λύκος της Στέπας, ο Φύλακας της Σίκαλης, ο Ξένος κι ο Τζόζεφ Κ. Ένιωσα κάμποσο καλύτερα αλλά όχι καλά. Κι όταν επέστρεψε η Λία και ξάπλωσε δίπλα μου είχα την τάση να σηκωθώ και να το βάλω στα πόδια αλλά αντί γι΄αυτό έβγαλα δυο Καμήλες, τις άναψα και της πάσαρα τη μία με υφάκι πολύ Τζέσι Λούτζακ.
Εδώ είμαστε τώρα…

«Σε ποιο έτος είσαι;» τη ρωτάω ξεκάρφωτα –μπας και σπάσει ο πάγος.
«Τρίτο», λέει αόριστα και πάντως όχι σε μένα.
Πήδηξα μεγαλύτερη… Μαγκιά…. Αλλά ήταν αυτό πήδημα;
«Λες να είναι εντάξει οι υπόλοιποι;» κάνω δεύτερη προσπάθεια προσέγγισης.
Το σκέφτεται.
«Για το Βιτόφσκι εννοείς; Εντάξει –συνηθισμένα πράγματα… Όλοι αυτοί είναι Πατησιώτες και Χαλεπάδες. Παλιά ήταν ίδια παρέα, μετά χώρισαν. Πρώτα ήταν όλοι πάνκηδες, τώρα έχουν γίνει νιου γουέιβ και οι άλλοι έγιναν Όι…» λέει σιγά ψάχνοντας τασάκι να σβήσει το τσιγάρο της.
Τα ξέρω αυτά, τα έχω ξαναδεί. Το πανκ είναι ένα φίδι που τρώει την ουρά του τα τελευταία χρόνια και κάμποσοι που νιώσαμε τον κόσμο ανάποδα μετά τους Pistols, τους Clashκι όλα τα άλλα συγκροτήματα της πρώτης φουρνιάς, βρεθήκαμε πολύ απρόθυμοι να δεχτούμε ότι πανκ σημαίνει να κλωτσήσω το παλιό και να πάω παρακάτω. Πάντα ήταν ευκολότερο το να κλωτσάς από το να περπατάς –σκέψου το κι έτσι… Αφήσαμε πολλούς δικούς μας εκεί πέρα –άλλους σε φάση PunkandDisorderlyκι άλλους στο Oi–χωρίσαμε όπως συμβαίνει μετά από κάθε καλό πάρτυ.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει.
Πετάγομαι. Την είχα ξεχάσει για λίγο.
«Σκέφτομαι αυτό… το μεταξύ μας…» λέω ψέματα.
«Δεν πιστεύω να σου μπαίνουν ιδέες για σχέσεις και τα τέτοια…» μου ρίχνει μια κατάψυξη.
«Όχι ρε συ –για τέτοια είμαστε τώρα;» το παίζω ψύχραιμος.
Και νιώθω ένα δάγκωμα κάπου εκεί στο ηλιακό πλέγμα γιατί είναι όμορφη ρε γαμώτο, τα μάτια της σε παίζουν άνετα πινγκ πονγκ μεταξύ ευτυχίας κι αυτοκτονίας –τι χρώμα έχουν; Σαν το μέλι που τρέχει σκούρο από την κηρύθρα κι εντάξει, έχει μικρό στήθος αλλά και τι μ΄αυτό; Πολύ όμορφη, ακόμα και μετά το πήδημα, ακόμα και με το φως της ημέρας –πάω στοίχημα…
«Εντάξει», λέει ήρεμα και γυρνάει στο αριστερό πλευρό της, τυλίγεται στο χέρι μου, χαλαρώνει.
«Νόμιζα πάντως…» αρχίζω ο κλασσικός ηλίθιος που πρέπει, υποχρεωτικά, να γαμάει κάθε φάση.
«Τι πράγμα;» μουρμουρίζει μισοκοιμισμένη.
«Ότι βαριόσουν προηγουμένως –γι΄αυτό το έκοψα…»
Γελάει παιχνιδιάρικα.
«Είσαι χαζός», λέει.
«Πες μου κάτι που δεν ξέρω», μουρμουρίζω βαριεστημένα.
Με φιλάει στο μάγουλο, το παίζω Βούδας γιατί δε θέλω να με περάσει για λιγούρη. Και μετά με φιλάει κανονικά –αυτή έφταιγε κύριε δικαστά –κι έτσι γυρίζω προς το μέρος της και μπαίνω στο κόλπο, πάμε κανονικά για δεύτερο γύρο, επαναληπτικό, πάλι εκτός έδρας αλλά τώρα ο προπονητής έχει διαβάσει τον αντίπαλο, η ομάδα δεν περνάει εύκολα τη σέντρα, αφήνει πρωτοβουλίες στους αντίπαλους επιθετικούς και προετοιμάζεται για ξαφνικές αντεπιθέσεις –φροντίζω να μη χαραμίσω τους αιφνιδιασμούς μου και το σύστημα αποδίδει, εντάξει, δε βλέπουμε μεγάλο παιχνίδι, το σκορ μένει σε χαμηλά επίπεδα αλλά κάποια στιγμή τη νιώθω να τινάζεται ανεξέλεγκτα, κοντεύει να με ρίξει στο πλάι, πράγμα δύσκολο βέβαια καθότι διαθέτουμε σέντερ φορ περιοχής, βαρύ κορμί που δεν πέφτει ούτε με φάουλ…
«Μπορείς να τελειώσεις μέσα μου, παίρνω χάπι», ψιθυρίζει.
Και βέβαια δεν χρειαζόταν να πει περισσότερα από το «μπορείς»…

Πέφτουμε στα μαξιλάρια κάμποσο λαχανιασμένοι –τώρα το σκηνικό μοιάζει μ΄ αυτά που βλέπουμε στις ταινίες και νιώθω πολύ καλύτερα.
Με ξαναφιλάει στο μάγουλο, μου γυρνάει την πλάτη και ξεραίνεται επί τόπου –τι λες ρε παιδί μου; Δεν το κάνουν μόνο οι άντρες αυτό λοιπόν… Μένω ακίνητος, βουτηγμένος στο ζελέ της κούρασης –κοιμάμαι ξύπνιος όσο μια ταινία ξετυλίγεται κάπου στο βάθος. Ακούω την αναπνοή της, ρυθμική –αλλά μπορεί και να είναι η δική μου αναπνοή –τι σημασία έχει;

Πετάγομαι –δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει (πάντως όχι πολλή) –γιατί η κουβέρτα μου φέρνει φαγούρα και γενικώς δεν κοιμάμαι εύκολα σε ξένα σπίτια. Τώρα το ταβάνι είναι όλο δικό μου, μένω άγαλμα για να μην την ξυπνήσω και σκέφτομαι ότι τέτοια κορίτσια σαν τη Λία ποτέ δεν γίνονται δικά μας, μονίμως περνάνε από πάνω μας σαν αέρας καλοκαιρινής νύχτας –λίγη δροσιά και για τη συνέχεια ψήσου στην κόλαση, μαλάκα.
Θέλω να καπνίσω και νιώθω τα πόδια μου να μουδιάζουν από την ακινησία –σηκώνομαι με προφυλάξεις, εκείνη αναστενάζει μέσα στον ύπνο της, σίγουρα όχι για μένα.
Φοράω το τζιν και το φανελένιο μου πουκάμισο γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να βρω άλλα ρούχα εδώ μέσα. Βγαίνω από το δωμάτιό της στις μύτες –άραγε μένει κι άλλος σ΄αυτό το διαμέρισμα; Το κεντρικό δωμάτιο βλέπει σε τρεις πόρτες –η μια είναι της τουαλέτας, το ξέρω από χτες βράδυ. Οι άλλες δυο είναι κλειστές –ποια από τις δυο να είναι η κουζίνα; Γιατί αν δεν πιω έναν καφέ άμεσα θ΄αρχίσει να μου φταίει ο κόσμος όλος. Πλησιάζω την πρώτη πόρτα –στήνω αυτί, νέκρα… Πάω στην άλλη πόρτα…
Τότε ανοίγει η πόρτα της τουαλέτας και βγαίνει μια Νατάσα με μπουρνούζι και πετσέτα στο κεφάλι –σα διαφήμιση χρωμοσαμπουάν. Μένω κόκαλο –κοίτα να δεις που τώρα θα βγάλει την πετσέτα και θα τινάξει μαλλί στην κάμερα…
«Επ! Τι κάνεις εκεί;» ρωτάει ξαφνιασμένη.
«Ψάχνω την κουζίνα», μουρμουρίζω.
«Στο δωμάτιο της Λίας ήσουν;»
«Όχι –περαστικός. Αλλά άκουσα ότι φτιάχνετε καλό καφέ», ρίχνω την κρυάδα μου.
Χαμογελάει.
«Πάμε μέσα», λέει καθώς με προσπερνάει και ανοίγει την πόρτα στην οποία ετοιμαζόμουν να στήσω αυτί.

Τραβάω μια καρέκλα δίπλα στο μικρό τραπέζι όσο εκείνη ζεσταίνει νερό.
«Έναν καφέ τον χρειαζόμαστε», συμπεραίνει.
Το μπουρνούζι έχει ανοίξει λίγο –προσπαθώ να κοιτάξω χωρίς να καρφωθώ.
«Θα προσέχεις το νερό μέχρι να φορέσω κάτι;» μου ζητάει και φεύγει στα γρήγορα.
Να το προσέχω –αλλά το νερό ήδη κοχλάζει και η Νατάσα πουθενά, βρίσκω τα σύνεργα φτιάχνω ένα νες σκέτο για πάρτη μου, εκείνη πώς σκατά να τον πίνει; Και τότε ανακαλύπτω ότι έχω αφήσει τα τσιγάρα στο δωμάτιο της Λίας –βλαστημάω, ξαναπηγαίνω χοροπηδώντας σαν ακρίδα, βουτάω και τις κάλτσες μου να τις φορέσω γιατί πολύ κρύο το πλακάκι αδερφέ μου…
Όταν επιστρέφω η Νατάσα έχει φτιάξει ήδη τον καφέ της, φοράει κάτι πυτζάμες με γατάκια και μπορώ τώρα να τη χαζέψω με την ησυχία μου. Καλή είναι, αλλά προτιμώ τη Λία. Όχι δηλαδή ότι αν μου την έπεφτε αυτή θα με ενοχλούσε –αλλά λέμε τώρα…
«Δε μ΄ έχει συνηθίσει η Λία να κοιμάται με ξένους στο σπίτι», λέει καθώς τραβάει ένα τσιγάρο από το πακέτο της και κάθεται δίπλα μου.
Ανασηκώνω φρύδι με ύφος –ω, μα ήμουν ο πρώτος της λοιπόν; Το πιάνει.
«Όχι –δεν εννοώ ότι δεν έχει ξαναφέρει κάποιον για πήδημα –αλλά τους διώχνει πριν ξημερώσει».
«Κι αν πηδηχτούν ξημερώματα;» απορώ.
«Και πάλι τον διώχνει πριν του φέξει», μου λέει πονηρά.
«Εντάξει –μάλλον την πήρε ο ύπνος πριν προλάβει να με διώξει», κάνω μαγκωμένα. «Πίνω τον καφέ και έφυγα».
«Όχι –δεν το είπα γι΄αυτό…» διαμαρτύρεται.
Χέσε μας ρε Νατάσα… Με πέταξες σε μια γκόμενα που βαριέται τη ζωή της –άσε μην τ΄ ακούσεις εσύ πρωινιάτικα…
«Εσύ τώρα γύρισες;» γυρίζω την κουβέντα.
«Ναι –πριν λίγο…»
«Τι έγινε στο μαγαζί;»
«Στο μαγαζί –όλα καλά. Τους πήγαν σηκωτούς μέχρι δυο τετράγωνα παρακάτω και μετά τους άφησαν».
«Τι θέμα είχαν με το δικό σας;»
Τραβάει κοντά της τσάντα της, βγάζει ένα λεπτό στριφτό πονηρό, το ανάβει καλά πριν με κεράσει. Γαμηθήκαμε πρωινιάτικα –θα κάνω ένα κεφάλι πιο βαρύ κι από τριαξονική νταλίκα. Αλλά όταν σου προσφέρουν δεν αρνείσαι –είναι αγένεια…
«Μην τα ψάχνεις τώρα», χαμογελάει.
Δεν τα ψάχνω –τι με νοιάζει στην τελική;
«Κι εσείς εδώ… πώς την έχετε δει; Δυο κορίτσια μόνα παρασέρνουν ανυποψίαστους θαμώνες του Πήγασου;» καλαμπουρίζω.
Γελάει.
«Πρώτη φορά πήγαμε Πήγασο –συχνάζουμε στην Αποθήκη, εδώ παρακάτω…»
Δεν το έχω ακουστά το μαγαζί.
«Λαϊβάδικο;»
«Ναι».
«Ποιοι παίζουν;»
«Villa, Yell-o, South, Metro…»
Παράδεισος…
«Ωραία…» λέω για να πω κάτι.
Πίνουμε καφέ, καπνίζουμε το λιβάνι –τελικά δεν μου βάρυνε το κεφάλι, μάλλον το αντίθετο –σαχλαμαρίζουμε απαντώντας ο ένας στην άλλη χωρίς να ακούμε τι λέμε, έχω μια κούραση που με σκεπάζει όλο και περισσότερο –φοβάμαι ότι θα κουτουλήσω στο τραπέζι και θα ξυπνήσω μεθαύριο.
Τότε μπαίνει στην κουζίνα η Λία. Παθαίνω ταχυπαλμία συν εφίδρωση γιατί είχα δίκιο –είναι όμορφη και στο φως της μέρας.
«Εδώ είσαι;» ρωτάει ανέκφραστα.
«Έφευγα…» ψελλίζω.
Δεν βλέπω να ταράζεται και ιδιαίτερα. Πάει μέχρι το νεροχύτη, φτιάχνει τον καφέ της, έρχεται να καθίσει δίπλα στη Νατάσα –αλλά μακριά από μένα.
Πέφτει μουγκαμάρα.
«Τι πάθατε οι δυο σας; Τσακωμένοι είσαστε;» απορεί η Νατάσα.
«Όχι, δε νομίζω…» απαντάω.
Την κοιτάζω, κάτι έχει χάσει μέσα στην κούπα του καφέ της και ψάχνει να το βρει.
«Λοιπόν… να πηγαίνω», σηκώνομαι αργά.
«Κάτσε –τι έπαθες; Μύγα σε τσίμπησε;» λέει η Νατάσα.
«Έχουμε εκλογές στη σχολή σήμερα και πρέπει να πάω…» θυμάμαι ξαφνικά.
«Α ναι –κι εμείς στη δικιά μας αλλά δεν πάμε ποτέ», λέει η Νατάσα.
Η Λία δε λέει τίποτα.

Χώνομαι στο δωμάτιό της, μαζεύω τα ρούχα μου, ετοιμάζομαι. Κοιτάζω συνέχεια προς την πόρτα –μπας και την ανοίξει και μπει, αλλά τίποτα δε γίνεται. Ξαναπάω στην κουζίνα σε αργή κίνηση, μαζεύω τις Καμήλες και τον ζίπο.
«Λοιπόν –τα λέμε… γενικά», μουρμουρίζω.
«Εντάξει, γεια», λέει η Νατάσα.
«Γεια», λέει και η Λία.
Χωρίς εντάξει…

Έξω στο δρόμο έχει πάρει να μεσημεριάζει για τα καλά, ένας πούστης ήλιος μού τρυπάει το κρανίο –ανεβαίνω στη μηχανή πιο άδειος κι από λευκό ψηφοδέλτιο. Χάνομαι στους δρόμους με τα νησιά, νιώθω σα φεριμπότ «Σύρος-Τήνος-Μύκονος-Αλόννησος». Βγαίνω από τη συνοικία, καρφωτός στην Πατησίων κι όλα μοιάζουν τόσο παλιά –έχουν περάσει χρόνια από τότε που άκουγα την αναπνοή της δίπλα μου, ή ίσως και τη δική μου αναπνοή, όσο εκείνη βάραινε το μπράτσο μου και τελικά τι σημασία έχουν όλα αυτά; Ξέχνα ότι σε ξέχασε –έτσι δεν πάει;

Η σχολή βουίζει -κανονικό μηχάνημα που φτιάχνει ποπ κορν στα σινεμά –Κνίτες τσακώνονται με Πασπίτες για τραπεζάκια-αφίσες-σκατά, Αγωνίτες αγωνίζονται να σαγηνεύσουν ψηφοφόρους, Δαπίτες κάνουν πασαρέλα και οι δικοί μου λιάζονται, ίδια φίδια που αλλάζουν δέρμα. Παρκάρω απέξω γιατί στο προαύλιο δεν έχει χώρο ούτε για να φτύσεις, περπατάω αργά, τα πόδια μου εκτελούν με χρονοκαθυστέρηση. Εντοπίζω τη Βιβή να χειρονομεί σε μια παρέα με Αλέκα, Πάρη, Μάκη, Μαρία και αλλάζω κατεύθυνση –δε γουστάρω να τους δω τώρα.
Ο Κύπριος έχει χυθεί σ΄ένα παγκάκι μαζί με το Χωρικό και είναι κατουρημένοι στα γέλια –εκεί θα πάω.
Ξεκινάω και στα δυο βήματα κοντοστέκομαι γιατί έχει πάρει το μάτι μου την Κασσάνδρα να μιλάει με τον Μπήκωφ και το Γιάννη, τους αρχικνίτες. Την έχουν πλευρίσει, τους τρέχουν τα σάλια –κομματικό καμάκι κι έτσι. Ο Μπήκωφ (Μπήκας δηλαδή αλλά το έχουμε αλλάξει επί το σταλινικότερον) έχει χώσει τη μουτράκλα του στα πέντε εκατοστά από το μάγουλό της, έχει απλωθεί, δουλεύει σπάτουλα στους ώμους της, σε λίγο θα της πιάσει και τον κώλο ο καργιόλης…
Τώρα είμαι σε φάση πολύ άνετη, έχω πηδήξει, έχω καπνίσει το τσιγάρο μου, βάλε και την κούραση με τη χυλόπιτα που με έχουν μετατρέψει σε Θλιμμένο Μπούφο–τους πλησιάζω.
Πρώτα με βλέπει ο Γιάννης -βιάζεται να μου κόψει επαφή με το θύμα.
«Πώς πάει ρε μάγκες;» ρωτάω στο αδιάφορο.
«Καλά», λέει ο Μπήκωφ και ξαναπέφτει στην Κασσάνδρα.
Εκείνη με βλέπει, με θυμάται, μου χαμογελάει –ανταποδίδω.
«Όλα καλά Κασσάνδρα;» επιμένω.
«Καλά», λέει άνευρα.
«Πάντα καλά…» εύχομαι όσο τραμπαλίζομαι από το δεξί στο αριστερό παπούτσι.
Αρχίζουν να εκνευρίζονται περιμένοντας να φύγω. Δεν πρόκειται…
Ο Χωρικός μας παίρνει γραμμή κι έρχεται τρέχοντας –μάλλον πιστεύει ότι θα γίνει κάποιος τσαμπουκάς με τους Κνίτες. Ο Κύπριος φεύγει επιφυλακτικά από την άλλη πλευρά για να τους βάλουν στη μέση.
«Τι έγινε; Εδώ κάνουν εγγραφές για τα Σοβιέτ;» φωνάζει ο Χωρικός.
«Άντε ρε αρχίδι», χάνει την ψυχραιμία του ο Γιάννης.
«Πρόσεχε πώς του μιλάς. Χάνεις ψηφοφόρους», τον προειδοποιώ.
«Σιγά μη μας ψήφιζε…» λέει ο Μπήκωφ που για να πιάσει αστείο πρέπει να του το αναλύσεις διαλεκτικά.
«Το κορίτσι μαζί σας είναι;» συνεχίζει ο Χωρικός δείχνοντας την Κασσάνδρα.
Εντάξει –θα γίνει της κόφας…
«Ναι –μαζί τους είμαι», απαντάει ξερά η Κασσάνδρα.
Παγώνω –κι ο Χωρικός το ίδιο. Τι έγινε τώρα;
Στο μεταξύ ο Κύπριος που δεν έχει καταλάβει, ορμάει φωνάζοντας «Ζήτω στην επανάστασην» αλλά φρενάρει στα δυο μέτρα γιατί όλοι τον κοιτάζουμε σαν εξωγήινο.
«Τα λέμε στην καταμέτρηση», μουγκρίζω και τους γυρίζω την πλάτη.
«Απόψε θα σας σβήσουμε», τους χώνεται ο Χωρικός και με προφταίνει.
Ο Κύπριος ξύνει το κεφάλι του μπας και κατεβάσει καμιά ιδέα, αλλά τελικά οι Κνίτες παίρνουν την Κασσάνδρα και φεύγουν καμαρωτοί.

«Τι έγινε τώρα;» αναρωτιέται ο Χωρικός.
«Μας έφαγαν την κοπέλα οι Κνίτες μαλάκα μου», διαπιστώνω.
«Όχι ρε…» διαμαρτύρεται.
Ναι ρε… Ακόμα και οι Κνίτες φαίνονται πιο σοβαροί από εμάς, ή λιγότερο επίφοβοι –πες καλύτερα: λιγότερο μαλάκες. Έτσι πάει…

Μ΄ όλα αυτά δεν έχω πάει να ψηφίσω, άσε που δεν έχω και καμιά όρεξη. Φταίει ο Μάκης, δεν μπορώ να δεχτώ ότι αυτός ο παπάρας κατεβαίνει μαζί μας. Μπαίνω στη σχολή, ο κόσμος είναι λιγότερος εκεί μέσα, πλησιάζω το Αμφιθέατρο και πέφτω πάνω στον Αντώνη.
«Δικέ μου –πού ήσουνα εσύ;» γελάει όσο μου ρίχνει ένα κεφαλοκλείδωμα.
«Σιγά ρε πούστη…» διαμαρτύρομαι, γιατί είμαι βαμβακερός αυτές τις ώρες κι αν με τραβήξεις ξεχειλώνω.
«Μεγαλεία όμως… Σε ψήφισα. Πάμε για μπύρες;» τα ρίχνει όλα μονοκοπανιά.
«Τι έκανες;»
«Σε ψήφισα, πάμε για μπύρες;»
«Πού με ψήφισες;»
«Καλά με δουλεύεις φιλαράκι; Στο ψηφοδέλτιο των Αυτόνομων. Γιατί –κατέβηκες και μ΄ άλλους;»
Τι λέει τώρα ο κρετίνος;
Το σπρώχνω πέρα, μπαίνω στο αμφιθέατρο, μου δίνουν το μάτσο με τα ψηφοδέλτια, χώνομαι στο παραβάν και με βρίσκω να φιγουράρω σε αλφαβητική σειρά –παρέα με Παπ, Μάκη, Βιβή, Πάρη και κάμποσους άλλους. Πετάω τα ψηφοδέλτια στο καλάθι, βγαίνω έξω –ο τύπος στην κάλπη μού φωνάζει, δεν τον ακούω.
«Άντε στο Βαστάζο κι έφτασα», φωνάζω στον Αντώνη καθώς τον προσπερνάω.

Αλωνίζω την αυλή, δε βρίσκω κανέναν –κατεβαίνω στο εστιατόριο αλλά είναι κλειστό. Απέναντι στου Βαστάζου είναι όλοι μαζεμένοι –μαζί τους έχει βολευτεί κι ο Αντώνης. Τρία τραπέζια κολλημένα –ξεχωρίζω τον Παπ, τον βουτάω και πάμε παραδίπλα.
«Γιατί ρε μαλάκα;»
Με κοιτάζει μπερδεμένος.
«Γιατί με έβαλες στο ψηφοδέλτιο;»
Γελάει.
«Μπήκαμε όσοι μπορούσαμε για να κάνουμε μπούγιο».
Τον αφήνω, κάνω δυο βήματα πίσω.
«Μπούγιο ε; Αυτό ήταν που θα ερχόμασταν ατομικά κι όχι μαζικά σαν πρόβατα;»
Με κοιτάζει –συννεφιάζει κάπως.
«Δεν είναι έτσι τα πράγματα…»
«Και πώς είναι δηλαδή; Βάζουμε μέσα τον κάθε Μάκη για να μη μας πουν ελιτίστες, βάζουμε κόσμο στο ψηφοδέλτιο για να δείχνουμε πολλοί –στο τέλος θα κατεβάσουμε και τα σώβρακα στους καθηγητές για να μας περνάνε τα μαθήματα σαν τους Κνίτες;»
Ο Παπ με κοιτάζει και μετά σταματάει να με κοιτάζει –γίνεται απόμακρος.
«Κάπου θα πρέπει να παίζουμε και με τους κανόνες», λέει.
«Πού το διάβασες αυτό ρε μάγκα; Γιατί εγώ νόμιζα ότι τα μέσα αγιάζουν το σκοπό –είμαι λάθος;»
Δε λέει τίποτα –τον βλέπω ότι θέλει να τελειώνει η υπόθεση, του γυρίζω την πλάτη. Πηγαίνει προς το τραπέζι με τους δικούς μας, δεν έχω καμιά όρεξη να τον ακολουθήσω αλλά είναι ο Αντώνης… Τον ακολουθώ λοιπόν, σωριάζομαι σε μια καρέκλα, ψαρεύω ένα καθαρό ποτήρι και μοιράζομαι μπύρα –το στομάχι μου εκλιπαρεί για έλεος.
Βλέπω τον Αντώνη να έχει απλωθεί κατά Μαρία μεριά και λάμπει το μούτρο του γιατί η Μαρία ανταποκρίνεται εμμέσως πλην σαφώς. Εντάξει –κάποιος κάνει κάτι, δεν είμαστε όλοι στην απόρριψη και την απογοήτευση…
«Εσύ κάτι έχεις», με κόβει η Βιβή.
«Νεύρα», λέω.
«Είναι εκείνες οι μέρες του μήνα…» φιλοσοφεί ο Πάρης.
«Είναι κάθε μέρα του κάθε μήνα», μουγκρίζω.
«Συνάδελφοι –νομίζω ότι αν είχαμε κι άλλο χρόνο θα εξασφαλίζαμε καλύτερο αποτέλεσμα, αυτό θα πρέπει να αποτελέσει τροφή για σκέψη σε σχέση με τις μελλοντικές μας δράσεις», αγορεύει ο Μάκης.
«Ποιο αποτέλεσμα;» απορώ.
«Στις εκλογές αναφέρομαι», μου εξηγεί ο Μάκης.
«Βγήκαν τα αποτελέσματα;»
«Εντάξει –μπορεί κανένας να προδικάσει αν διαβάσει σωστά τις ενδείξεις…»
«Θα πάψεις ή θα πάθω αιμόπτυση;» του χώνεται η Βιβή.
Ο Παπ κοιτάζει τα ανύπαρκτα περιστέρια που ερωτεύονται σκαρφαλωμένα στα μαύρα καλώδια της ΔΕΗ.

«Τι κάνουμε μέχρι ν΄ αρχίσει η καταμέτρηση;» ρωτάει η Μαρία.
«Πάμε για κάνα φαγητό;» προτείνει ο Αντώνης.
«Έχει κλείσει το εστιατόριο», λέει ο Πάρης.
«Άμα βάζετε τα υλικά, βάζω τα κουζινικά», ξαναπροτείνει ο Αντώνης.
Μένει δυο τετράγωνα από τη σχολή –γιατί όχι;

Μαζευόμαστε στο σπίτι του -Βιβή, Μαρία, Πάρης, Μάκης και εγώ τελευταίος. Ισόγειο με θέα τον παράδρομο, οι κουρτίνες ξεχασμένες όπως και τα παραθυρόφυλλα –όσο οι υπόλοιποι τρέχουν μεταξύ κουζίνας, μανάβικου και κρεοπωλείου εγώ βρίσκω λίγο χώρο να καταρρεύσω δίπλα στο ημίδιπλο κρεβάτι του, πάνω σε μια φλοκάτη, και να ξεραθώ ακαριαία. Κατάσταση λιποθυμίας, χωρίς όνειρα –κάποιος με σκουντάει, κάποιος κοροϊδεύει, στ΄ αρχίδια μου, θέλω να μείνω στο βυθό της λίμνης παρέα με τα σαπρόφυτα.
«Ξύπνα μανάρι μου, το φαγητό είναι έτοιμο», ακούγεται από τα μεγάφωνα και είναι η Βιβή που με κλωτσάει με το μποτάκι της.
Ξυπνάω –μπορώ να κάνω διαφορετικά;

Στο διπλανό δωμάτιο ο κόσμος τρώει καθισμένος ανακούρκουδα σε στυλ γιόγκι –πάω μέχρι την κουζίνα, σερβίρομαι ένα πιάτο πατάτες με κρέας, κάθομαι, τρώω, δεν δίνω σημασία…
«Ωραίο το έχεις κάνει», λέει η Μαρία στον Αντώνη και μάλλον εννοεί το δωμάτιο.
Κοιτάζω τριγύρω κι αυτό που βλέπω με πείθει ότι η κοπέλα έχει πάθει τύφλωση λόγω καψούρας.
«Έχεις τα χάλια σου», μου λέει ο Πάρης.
Πες κάτι που δεν ξέραμε…

Ο Μάκης την πέφτει ασύστολα στη Βιβή η οποία είναι έτοιμη να τραβήξει στιλέτο –τους χαζεύω και θα γέλαγα αν μπορούσα να ορίσω το στόμα μου.
«Ένα κορίτσι σαν εσένα πώς και δεν έχει σχέση;» λέει ο Μάκης.
«Έχω σχέση…» απαντάει εκείνη.
«Τι σχέση;»
«Τη χειρότερη. Με τους πάντες και τα πάντα», τον γειώνει η Βιβή.
Ο Πάρης από την πλευρά του κάνει ότι δε βλέπει το ενδιαφέρον της Μαρίας για τον Αντώνη και προωθείται.
«Έχω ένα πιάσιμο στην πλάτη, μπορείς με τρίψεις λίγο;» την κοιτάζει λιγωμένα.
«Δεν ξέρω να τρίβω», λέει η Μαρία.
«Να σε τρίψω εγώ;» χώνεται ο Αντώνης.
«Άσε –να μου λείπει…» τρομάζει ο Πάρης.
«Θα πάμε στην καταμέτρηση;» χώνομαι γιατί η κατάσταση δε μου αρέσει καθόλου.

Φτάνουμε από τους τελευταίους –στη μεγάλη αίθουσα του καινούργιου κτιρίου όλες οι θέσεις είναι πιασμένες, βολευόμαστε στη γαλαρία, δίπλα στους δικούς μας. Ένα ξέφτιλο προεδρείο ανοίγει τις κάλπες κι αρχίζει να απαγγέλλει. Βγαίνουν οι πρώτες ψήφοι, ΠΣΚ, ΠΣΚ, ΠΑΣΠ, ΠΣΚ, Αγώνας, ΠΣΚ…
Όταν αναγγέλλεται η πρώτη ψήφος στους Αυτόνομους γιουχάρουμε όλοι μαζί –έτσι είναι το έθιμο. Εγώ πάντως γιουχάρω με όλη μου την ψυχή.
Στο καπάκι γινόμαστε γήπεδο –αρχίζουν τα συνθήματα και το κοροϊδιλίκι. Οι Πασόκοι με τους Κνίτες είναι έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια –κουμπώνω, ετοιμάζομαι, αλλά τίποτα δε γίνεται.
Έχω σκεβρώσει εκεί μέσα, η κάπνα και η βαβούρα μου διαλύουν το κεφάλι –σηκώνομαι, σπρώχνω, η Βιβή με αγριοκοιτάζει, ο Αντώνης τραβάει τη Μαρία προς το μέρος του για να μου κάνουν χώρο –βγαίνω έξω στον τεράστιο προθάλαμο. Θέλω να καπνίσω αλλά ο λαιμός μου έχει διαφορετική άποψη, πάω και σωριάζομαι κάτω από ένα ταμπλό με μισοσκισμένες αφίσες, πρέπει να φύγω από εδώ πέρα, δεν ξέρω τι θέλω να κάνω και δεν θέλω να κάνω τίποτα… Κάπου έχω ένα σπίτι και κάτι γέρους που θα με περιμένουν, να με ξυπνήσουν νωρίς το πρωί, γιατί οι καλοί άνθρωποι ξυπνάνε νωρίςκαι να μου φτιάξουν έναν καφέ νερόπλυμα που θα μου τον βγάλουν από τη μύτη με τη μουρμούρα τους –αλλά εκεί θέλω να πάω.  Να μην είμαι πια στο δρόμο, να μη με περνάνε για μαλάκα οι ιδεολόγοι, να βρω ίσως και μια γκόμενα που θα τη γουστάρω και θα με γουστάρει και θα είμαστε συνέχεια μαζί –δηλαδή τόσο δύσκολο είναι;

Η Βιβή σωριάζεται δίπλα μου σαν άδειο σακί –με σκουντάει κιόλας για να επανέλθω.
«Τι τρέχει με σένα ρε μαλακισμένο;» ρωτάει γεμάτη ανθρώπινο ενδιαφέρον.
«Δε γουστάρω –αυτό τρέχει…» μουρμουρίζω.
«Τι δε γουστάρεις;»
«Ξέρω ‘γω; Τι έχεις πρόχειρο;» το παίζω Τζώνυ ο Άγριος.
«Καλά –ξεκαβάλα, ηλίθιε…» γελάει.
«Ρε Βιβή –τι πάει στραβά, μου λες; Γιατί μας έχουν βάλει στο μάτι οι καργιόληδες και μας φορτώνονται; Γιατί μας χαλάνε τις φάσεις; Τι θέλουν από μας τέλος πάντων;»
Ξεκαρδίζεται στα γέλια.
«Γκομενική η φάση –έτσι;»
Το παραδέχομαι –ποιος μπορεί να κρυφτεί από τη Βιβή;
«Έφαγες φτύσιμο;»
«Περισσότερο κι από γραμματόσημο…»
«Για ποια μιλάμε;»
«Για ποιες –πες καλύτερα…»
«Εντάξει, το είπες μόνος σου. Τι παραπονιέσαι λοιπόν;»
Την κοιτάζω –και βέβαια έχει δίκιο.
«Όμως… Εγώ πήγα για να μείνω…»
«Ναι μωρέ μαλάκα μου –πήγες για να μείνεις άμα σου κάτσει, αν δεν κάτσει δεν τρέχει τίποτα, πάμε παρακάτω. Τι τις περνάς τις κοπέλες –για ηλίθιες; Νομίζεις ότι δεν το βλέπουν οτι πας να παίξεις στα σίγουρα;»
«Και τι προτείνεις δηλαδή;»
«Εγώ δεν προτείνω τίποτα –τι είμαι για να προτείνω; Εσύ όμως τι γουστάρεις; Μια κοπέλα ειδικά ή κάποια κοπέλα γενικά κι ότι κάτσει;»
Το σκέφτομαι και σκέφτομαι ότι αυτό που θέλω είναι η Κασσάνδρα αλλά δεν έχω τ΄ αρχίδια να τη διεκδικήσω. Γιατί αν με φτύσει, θα πνιγώ…
Κοιτάζω λοιπόν τη Βιβή και η Βιβή με κοιτάζει και τίποτα δε γίνεται, αλλά τότε ανοίγουν οι εξώπορτες με θόρυβο και μπουκάρουν τα ΚΝΑΤ.
Η Βιβή σφίγγεται ενστικτωδώς πάνω μου, τρομάζω λίγο -τα γομάρια ούτε να μας φτύσουν –μπαίνουν στην αίθουσα που γίνεται η καταμέτρηση συντεταγμένα σαν στρατιωτάκια.
«Πάμε μέσα», λέω.
«Είσαι σίγουρος;» με ρωτάει.
«Όχι», απαντάω.
«Ε, τότε να πάμε…» χαμογελάει η Βιβή.
Φτάνουμε στην πόρτα, ανοίγουμε και πέφτουμε πάνω στη ζωοπανήγυρη –τα ΚΝΑΤ σπρώχνουν για να φτάσουν στο προεδρείο, ο κόσμος τους σπρώχνει για να τους βγάλει έξω, η ΠΣΚ σπρώχνεται για να ενωθεί με τα ΚΝΑΤ. Αρχίζουμε να μοιράζουμε σφαλιάρες τριγύρω –τις περισσότερες τις τρώνε άνθρωποι που θέλουν το ίδιο με μας, να διώξουν τα ΚΝΑΤ δηλαδή. Αυτό θα πει οργάνωση…
Δυο γομάρια έχουν αρπάξει τη Βιβή κι εκείνη τους βρίζει –πέφτω πάνω στον έναν, έρχεται κάπως στα ίσα της η κατάσταση, η Βιβή ξεφεύγει. Και τότε βλέπω ότι οι δικοί μου έχουν κάνει κοινό μέτωπο με τους Αγωνίτες, ανοίγουν διάδρομο, φτάνουν στο προεδρείο και κάνουν τείχος κανονικό –εκεί θέλω να πάω, το προσπαθώ αλλά είναι αδύνατο.
Βλέπω τον Μπήκωφ με την ομάδα του να σπρώχνεται με τους Πασπίτες –εντάξει, αυτοί κόλλησαν στο βάλτο… Τα ΚΝΑΤ έχουν μείνει χωρίς καθοδήγηση, δεν ξεχωρίζουν τους δικούς τους από τους άλλους, βαράνε στο σωρό και οπισθοχωρούν για να παραμείνουν μασίφ. Σε μια γωνιά, κάποιοι ξέμπαρκοι βαράνε τους Δαπίτες –έτσι για προπόνηση…
Ένας χοντρός με προχωρημένη φαλάκρα σηκώνεται από το προεδρείο, κρατάει ένα χαρτί, ανακοινώνει ότι η καταμέτρηση έληξε –θα εκφωνήσει τα τελικά αποτελέσματα.
Τότε γίνεται και η τελική επίθεση, κόσμος πολύς ορμάει προς το προεδρείο αλλά το ανθρώπινο τείχος κρατάει μέχρι να τελειώσει την απαγγελία ο χοντρός κι έτσι μαθαίνω ότι οι Αυτόνομοι είναι η τρίτη δύναμη στη σχολή, μετά την ΠΣΚ και την ΠΑΣΠ. Τι λες ρε παιδί μου…

Βγαίνω έξω όσο πιο αθόρυβα γίνεται, εγκαταλείπω το κτίριο –ο κρύος αέρας της νύχτας με τρυπάει, συνέρχομαι. Τελικά όλα πάνε χειρότερα κι όταν καλυτερεύουν τόσο το χειρότερο για μας… Είμαστε πιασμένοι στο δόκανο, αν θέλουμε να γλιτώσουμε πρέπει να κόψουμε το πόδι μας. Το χέρι μας ή την καρδιά μας. Και μετά τι αξία θα έχει να συνεχίσουμε, αφού δεν θα είμαστε πια οι ίδιοι;


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους TheCure.

10. «Decadenza»

$
0
0
Προηγούμενα:

Κάποια μέρα θα γίνετε σαν αυτούς που κοροϊδεύετε –μπορεί και χειρότεροι, σίγουρα χειρότεροι… Γιατί ο κόσμος προχωράει, η κοινωνία εξελίσσεται, ο χτεσινός χουντικός κλασομπανιέρας  που σε τραβάει από το μανίκι και τσιρίζει «μη μπλέξεις, μην είσαι χαζός, άσε τους άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα», όταν έρθετε εσείς στα πράγματα θα βάζει μόνος του το φίδι στην τρύπα και θα του κρατάει το κεφάλι απέξω για να δαγκώσει τα παιδιά του. Κι ο σημερινός κομματικός που σε φωνάζει μαύρη αντίδραση, οπορτούνα και μηδενιστή,αύριο θα είσαι εσύ αλλά δε θα φωνάζεις –θα κόβεις τη φωνή των δικών σου παιδιών γιατί, του κερατά, δεν θα είναι παρά ανεύθυνα κωλόπαιδα που μάθανε στην καλοπέραση.
Κάποια μέρα έτσι θα γίνετε και θα είσαστε περισσότερο σαπιοκοιλιάδες υπερτασικοί, κατακόκκινοι όχι στο κόμμα αλλά επειδή σκύψατε να δέσετε τα κορδόνια σας. Σκύψατε γενικώς.
Εγώ θα λείπω, δεν θα τα δω όλα αυτά γιατί θα πεθάνω πριν φτάσω τα 30 –όσο προλαβαίνω ακόμα να φτιάξω ένα όμορφο πτώμα.

Για την ώρα κοιμάμαι στο σπίτι του Αντώνη, βαριέμαι να τρέχω στο σπίτι των γέρων μου ξημερώματα –μου έχει βγάλει δεύτερο κλειδί ο δικός μου και τον προλαβαίνω αγουροξυπνημένο πριν πάει για δουλειά –πίνουμε καφέ, του λέω τι ωραία είναι η ζωή, μου ρίχνει κάμποσα γαμωσταυρίδια και κοπανάει την πόρτα πίσω του όσο εγώ σωριάζομαι όπου βρω. Ξυπνάω μεσημέρι και γίνομαι φοιτητής μέχρι να νυχτώσει οπότε παίρνω σβάρνα τους δρόμους –Εξάρχεια, Κυψέλη, Ομόνοια, Νέα Σμύρνη και πάλι πίσω…

Έχω γίνει μόνιμος στον ΠΗΓΑΣΟ, ο Ντάνυ πλέον με χαιρετάει εγκάρδια, «καλώς το παιδί, τα πιάσαμε τα λεφτά μας και σήμερα», ο ντιτζέι και κιθαρίστας των CptNeφος έχει πλέον όνομα, λέγεται Ντρενογιάννης, είναι και στο καλύτερο συγκρότημα που έχω δει στα πέριξ, τους AntitroppauCouncil, μαζί με το Τζαβάρα που τραγουδάει, οργώνουν όποια σκηνή πατήσουν –από τις μεγάλες της Γεωπονικής ή του υπογείου της ΑΣΟΕΕ μέχρι τις ανύπαρκτες σαν αυτή του ΠΗΓΑΣΟΥ. Είμαι φανατικός τους –πάω όπου πάνε, πάω κι όπου δεν πάνε –πάω παντού.  
Όταν ξημερώνει, πριν χωθώ στο σπίτι του Αντώνη, αράζω τη μηχανή στο αποξηραμένο παρκάκι δίπλα στο ΦΙΞ, την πέφτω στα παρτέρια και καπνίζω το τελευταίο-πρώτο τσιγάρο της μέρας, τότε το στομάχι μου διπλώνει από τον τρόμο –μπορεί να φταίει και το επίφοβο φως του αστεριού του Εωσφόρου που φέγγει όταν σβήνουν τα φώτα της πόλης, μαλακίες… Φταίει που έχω χάσει ακόμα μια νύχτα και γυρίζω μόνος, χωρίς εκείνη, κάποια εκείνητέλος πάντων και το μόνο που με περιμένει είναι ένας μουρτζούφλης Αντώνης θυμωμένος με την ημέρα που ξεκινάει, με την κάθε ημέρα…

Ένα πρωί, σταμάτησα για κατούρημα στο Αιδοίο του Πάρεως, εκεί που παλιά ήταν το Γκριν Παρκ κι έπεσα πάνω σε κάποιο Άγγλο (μάλλον), σαραντάρη (ίσως) –φόραγε το πιο βρώμικο μπλουζάκι των PinkFloydπου έχω δει στη ζωή μου, ήταν και ξεχειλωμένο κι από κάτω περίσσευε μια κοιλιά ίσα με 100 μπύρες φαρδιά, πήγαινε βάρκα-γιαλό ο τύπος κι έπρεπε να τον αποφύγω ενώ συνέχιζα το κατούρημα, Επικίνδυνες Αποστολέςμιλάμε… 
Με πέρασε ξυστά…
«Σάιν ον γιού κρέιζι ντάιμοντ», του φώναξα όσο κουμπωνόμουν.
«Άσσο φίλτρο», μου απάντησε και ξαναπλησίασε για τράκα.
«Να πας να σε κεράσει ο Γουότερς ρε φύκι», του ξηγήθηκα, κάπως χεσμένος καθότι με μεθυσμένο ποτέ δεν ξέρεις…
Καβάλησα στα γρήγορα τη μηχανή κι εκείνος φώναζε από πίσω μου «Ντίσκο σακς» και γέλαγε.
Έτσι λοιπόν καταλήγει η ηρωική γενιά του Μάη του ’68; Ζήτουλες; Εμείς δε θα τους μοιάσουμε –εμείς θα φύγουμε ντυμένοι για σαββατιάτικη έξοδο και με το μάτι άγριο γιατί ο κόσμος μας χρωστάει μα δεν θέλουμε, όχι να εισπράξουμε, αλλά ούτε να τους φτύσουμε. Εμείς, κάποιοι εμείς, τέλος πάντων…

Στη σχολή τα πράγματα πάνε μια χαρά χάλια. Οι Αυτόνομοι έχουμε πέσει σε αδράνεια –εντάξει όχι όλοι… Ο Μάκης τρέχει στα ΔουΣου και στα ΣουΣου, ο Παπ αποδιοργανώνει καταστάσεις, ο Πάρης επεξεργάζεται τις θέσεις μας –ποιες θέσεις μας; Τι είμαστε για να έχουμε θέσεις; Αστικά λεωφορεία;
Η Μαρία κυνηγάει τον Αντώνη όσο ο Αντώνης κυνηγάει τη φοιτητική ζωή και η Βιβή… Λοιπόν μάγκα μου, αυτή έχει γαμηθεί εντελώς. Βρήκε ένα φλώρο ονόματι Μάνο, πολύ όμορφο παιδί με φραντζούλα και πράσινο τζιν (αν έχεις το θεό σου ρε πούστη μου) και τον ερωτεύτηκε σφόδρα. Ο Μάνος την ερωτεύτηκε επίσης –ή έτσι λέει –γιατί ο τύπος είναι πιο κενός από σακουλάκι Φοφίκοσε σχολική αυλή. Αλλά του έκατσε γκόμενα μπάνικη, που διαθέτει και άποψη από πάνω κι έχει διαβάσει και δέκα πράγματα πέρα από τη Σούπερ Κατερίνακαι τα βιβλία της Δέσμης –μαλάκας ήταν να την αφήσει; Κοπέλες σαν τη Βιβή δεν βρίσκονται εύκολα γι΄αυτό και πάνε χαμένες. Εύκολα.

Είναι πρωί για τους φοιτητές, δηλαδή περασμένες 12 το μεσημέρι κι έχω αράξει στο παγκάκι της πίσω αυλής, κάτω από το άγαλμα του Πάντου. Παίζει κάποιο μάθημα με το Φίλια –δεν τον πάω αλλά κάνει φοβερές παραδόσεις –ψήνομαι να παρακολουθήσω, δεν βλέπω και κανένα από τους δικούς μου… Βασικά είμαι εδώ μπας και βρεθεί κανένας γνωστός να μου κάνει το τραπέζι στο εστιατόριο της σχολής γιατί εγώ δεν παίρνω κουπόνια –είμαι γηγενής, κατάλαβες; Και λιάζομαι μαζί με βαριέμαι. Έχω μισοκλείσει τα μάτια λόγω ήλιου οπότε ακούω πρώτα τις φωνές και μετά βλέπω τα πρόσωπα.
«Όταν μιλάω να σωπαίνεις, εντάξει μαλακισμένη;»
Ανοίγω τα μάτια –βλέπω έναν τεταρτοετή Κνίτη πολύ λεβεντόπαιδο Αρίστοςστυλάκι –με το γαλάζιο πουκάμισο ανοιχτό τρία κουμπιά, το παντελόνι το υφασμάτινο, λεπτή πιέτα και το ταλαιπωρημένο σκαρπίνι χρώματος απροσδιορίστου. Τον έχω κόψει από καιρό το μαλάκα –είναι τραμπούκος και φιγουρατζής. Ετοιμάζομαι να ξανακλείσω μάτι όταν βλέπω σε ποια μιλάει και είναι η Κασσάνδρα απέναντί του με σκυμμένο το κεφάλι –γαμώ το σύμπαν γαμώ…
Πετάγομαι χωρίς να σκεφτώ, τους πλευρίζω.
«Γιατί φωνάζεις ρε φίλε;» του χώνομαι.
Με κοιτάζει σα να είμαι κουνούπι μονόφτερο.
«Εσύ ποιος είσαι;» απορεί γνήσια.
«Αυτός που σε ρωτάει γιατί φωνάζεις, αυτός είμαι», μαγκώνω.
«Α πάενε από δω ρε…» μαγκώνει με τη σειρά του.
«Δε μιλάς καλά», παρατηρώ και γέρνω προς το μέρος του δήθεν να του ξεσκονίσω τα μανικετόκουμπα που δεν έχει.
Τσιμπάει, με σπρώχνει –αυτό περίμενα.
Του μουντάρω, χορεύουμε λίγο τσικ του τσικ, μαζεύεται κόσμος –κάτι Αγωνίτες μπαίνουν στη μέση και μας διακόπτουν –πού διάολο είναι οι δικοί μου όταν τους χρειάζομαι;
Ψάχνω για την Κασσάνδρα η οποία έχει απομακρυνθεί –βλέπω την πλάτη της.
«Θες να σε γαμήσω ρε κωλόπαιδο;» φουντώνει ο Κνίτης.
«Εσύ θέλεις;» απορώ.
«Θα σε γαμήσω ρε…» επαναλαμβάνει μπας και δεν το κατάλαβα.
«Βρες κάναν άλλον, εγώ δεν πάω με άντρες», του ξεκαθαρίζω.
Κάνει να μου ορμήσει ξανά –τον κρατάνε. Απομακρύνομαι –δε με ενδιαφέρει ο τύπος.

Πλησιάζω την Κασσάνδρα, της σκουντάω τον ώμο.
«Συγνώμη, μαλακία μου», λέω σιγά.
Δεν γυρίζει –και τότε καταλαβαίνω ότι κλαίει. Ψάχνω τον Κνίτη να του φάω τ΄ άντερα αλλά έχει φύγει.
«Μπορώ να κάνω κάτι;» ξαναρωτάω.
Γυρίζει, ρουφώντας τη μύτη της και φτιάχνει μισό χαμόγελο απ΄αυτά που σταματάνε λεωφορείο στην κατηφόρα.
«Εντάξει είμαι… Δεν έπρεπε να ανακατευτείς…»
«Είπα συγνώμη…» επαναλαμβάνω. «Απλά μου ήρθε κάπως όταν τον άκουσα…»
«Εγώ έφταιγα», λέει.
«Εσύ ε;» γελάω.
Με κοιτάζει όλο περιέργεια –δεν κλαίει πια.
«Πού είναι το αστείο;» ρωτάει.
Μαζεύομαι….
«Το αστείο είναι ότι δεν γίνεται να φταις εσύ…» ψιθυρίζω.
«Γιατί το λες αυτό; Και μάλιστα χωρίς να ξέρεις…»
Τι να της πεις τώρα;
 «Το λέω γιατί είσαι πολύ όμορφη για να φταις», μουρμουρίζω με σκυμμένο το κεφάλι.
Και αμέσως πέφτει ένα κόκκινο τού ηλιοβασιλέματος –κάτι περαστικά αυτοκίνητα στη Συγγρού παίζουν βιολιά με τις κόρνες τους γιατί τώρα μίλησα και δεν υπάρχει επιστροφή.
«Ευχαριστώ», ψιθυρίζει. «Το είχα ανάγκη…»
«Εντάξει», κουμπώνω λόγω αμηχανίας. «Τώρα να πηγαίνω –τα λέμε…»
Γυρίζω κιόλας πλάτη, έφτασα πολύ μακριά και θέλει κόπο να επιστρέψω στο καθημερινό μου τίποτα.
«Να σου πω…», μου λέει.
Κοντοστέκομαι. Γυρίζω κιόλας να την κοιτάξω.
«Έχεις να πας σε μάθημα;»
Έχω να πάω όπου θέλεις εσύ…
«Όχι –το εστιατόριο περίμενα ν΄ ανοίξει».
«Πώς τις τρως αυτές τις αηδίες;» γελάει με τη σειρά της.
«Με το στόμα –πώς αλλιώς;» απορώ.
Με ακουμπάει στον ώμο παιχνιδιάρικα.
«Έλα βρε χαζέ –πάμε σπίτι μου να σου κάνω το τραπέζι. Το αξίζεις…»
Μένω κόκκαλο να την κοιτάζω –τι είπε τώρα;

Κάπως έτσι βρισκόμαστε στη μηχανή, μένει Καλλιθέα και κάνω ρεκόρ αργοπορίας στη διαδρομή –πηγαίνω τόσο αργά που φοβάμαι μην πέσουμε λόγω ακινησίας –αλλά είναι τόσο όμορφο να την έχω πίσω μου και να κρατάει τα χέρια της δεμένα γύρω από τη μέση μου. Αναρωτιέμαι κιόλας –αν μου ζητούσε κάποιος να περιγράψω την Κασσάνδρα, τι θα έλεγα… Λοιπόν, έχει κοντό μαλλί με φράντζες και καταπληκτικό σώμα –λίγο πιο κοντή από μένα, στήθος μπαζούκας που σε σημαδεύει, κάτι πόδια πιο μακριά από πλάνο του Αγγελόπουλου, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Μύτη γαλλική, χείλια σαρκώδη –ούτε εκεί… Τα μάτια της –τεράστια, βαθυπράσινα, όταν σε κοιτάζει εξατμίζεσαι ζεστός σαν υδρατμός –εκεί είναι το θέμα. Μάλλον…
«Εδώ», μου λέει στο αυτί και βιάζομαι να ανέβω πεζοδρόμιο γιατί είναι ικανός να ξεχαστώ και να την πάω μέχρι Σούνιο.
Μένει σε μια πολυκατοικία σχετικά καινούργια –τρίτο όροφο, διαμέρισμα διαμπερές, καμιά σχέση με τα ανήλιαγα ημιυπόγεια των υπολοίπων γνωστών μου. Και το σπίτι της είναι τακτοποιημένο, ντρέπεσαι να πατήσεις, άσε που μυρίζει όπως κι εκείνη –κάθομαι στον καναπέ στη μέση του κεντρικού δωματίου γιατί μου έχουν κοπεί τα γόνατα.
«Μακαρονάδα τρως;» ρωτάει χαμογελώντας όσο κρεμάει την τσάντα της δίπλα στην εξώπορτα.
«Τρώω..»
«Ε, τότε φτιάχνω», χαμογελάει. «Κάθισε εδώ, δεν θ΄ αργήσω».
Και χώνεται στη μικρή κουζίνα. Κάθομαι –βγάζω τις Καμήλες, πάω ν΄ ανάψω αλλά πετάγομαι επιτόπου. Πάω κι εγώ προς την κουζίνα βιαστικά.
Βλέπω την πλάτη της καθώς βάζει μια κατσαρόλα πάνω στο ηλεκτρικό μάτι, δε με έχει πάρει είδηση –γυρίζει προς το ντουλάπι δεξιά της και τότε με βλέπει, ξαφνιάζεται.
«Είπα… σκέφτηκα να σε βοηθήσω…» ψελλίζω.
Χαμογελάει μέχρι τ΄ αυτιά.
«Ναι ε; Λοιπόν εντάξει –θα τρίψεις ντομάτες για τη σάλτσα;»
«Να τις τρίψω… Πού να τις τρίψω;» κοιτάζω τριγύρω απορημένα.
«Κάτσε, θα σου δώσω εγώ», προθυμοποιείται.
Κάθομαι στο μικρό τραπέζι και μου φέρνει κάτι ντομάτες εντελώς ακατάλληλες για πέταμα σε αγώνα ποδοσφαίρου συν ένα τρίφτη πολλαπλών χρήσεων –ωραία, και τώρα τι κάνουμε;
Με παίρνει αμέσως χαμπάρι.
«Δε σου έχει μάθει η μαμά σου να μαγειρεύεις;» κοροϊδεύει.
«Δε μου έχει μάθει κανένας –τίποτα. Είμαι ανεπίδεκτος», το γυρίζω σε άποψη για να μην ξεφτιλιστούμε εντελώς.
Φέρνει κάτι σκατολοϊδια –μαϊντανούς, άνηθους, φασκόμηλα, αντίδια, αρχίδια –ούτε που ξέρω τι είναι όλα αυτά. Πιάνει κι ένα μικρό μαχαίρι, κάθεται δίπλα μου.
«Το μυστικό της καλής σάλτσας είναι το σκόρδο», μου λέει συνωμοτικά.
«Το σκόρδο ε;» κάνω σα χάχας. «Ας παραμείνει μυστικό τότε –εγώ δεν πρόκειται να το πω σε κανέναν».
Γελάει.
«Να το παραλείψουμε λες;»
«Ναι, καλύτερα…»
«Γιατί μπορεί και να πρέπει να φιλήσεις κάποια –δεν είναι σωστό να βρωμάς…» συνεχίζει.
Τι να της πεις τώρα;.
«Όχι δεν είναι εκεί το θέμα… Απλά το σκόρδο μού φέρνει κατάθλιψη», παραδέχομαι αμήχανα.
Με κοιτάζει –ψάχνει να δει αν της κάνω πλάκα. Την κοιτάζω, εντελώς σοβαρά.
«Άντε, τρίβε», μου λέει.
Και αφοσιώνεται στον τεμαχισμό των σκατολοϊδίων. Όσο εγώ τρίβω –δηλαδή για την ακρίβεια όσο καταστρέφω τις ντομάτες. Και χαζεύω τα δάχτυλά της, μακριά, λευκά –τα νύχια της βαμμένα κόκκινα…
«Γιατί δε μιλάς;» με ρωτάει.
«Όταν τρίβουν δε μιλάνε», απαντάω.
Γελάει. Εγώ πάλι όχι.
«Τελικά, μπορεί και σε είχα παρεξηγήσει», μου εκμυστηρεύεται στο εντελώς άσχετο.
Την κοιτάζω.
«Τι εννοείς;»
«Σε θεωρούσα κάπως αντιδραστικό και κρετίνο σαν τους άλλους…»
«Ποιους άλλους;»
«Αυτούς… την παρέα σου…»
Πάω να ξύσω το κεφάλι αμήχανα αλλά το μετανιώνω λόγω τοματοπολτού.
«Η παρέα μου είναι αντιδραστικοί και κρετίνοι δηλαδή;»
«Ε, δεν είναι;»
«Για να το λες…»
Με βλέπει ότι έχω μαγκώσει και αλλάζει λίγο ύφος.
«Δεν ξέρω κιόλας –έτσι δείχνετε… Όλο φιγούρα και λόγια χωρίς σκοπό…»
«Λόγια χωρίς σκοπό…» μουρμουρίζω. «Φταίει μάλλον η απέχθειά μας προς τη σκοπιμότητα...»
Σηκώνει τους ώμους.
«Να –αυτό ακριβώς εννοώ», λέει. «Αυτό που είπες ακούγεται όμορφο αλλά δε σημαίνει τίποτα».
«Για σένα», λέω με τη σειρά μου σηκώνοντας τους ώμους.
«Τι θα πει αυτό; Είμαι χαζή και δεν καταλαβαίνω;» θυμώνει κάπως.
«Χαζή δεν είσαι –γι΄αυτό δεν καταλαβαίνεις».
«Ωραία –εξήγησέ μου λοιπόν…»
Έχω τελειώσει με τη γενοκτονία των ντοματικών –σηκώνομαι, πλένω τα χέρια μου στο νεροχύτη.
«Καπνίζουμε;» ρωτάω.
«Εγώ όχι –εσύ αν θέλεις…»
Σηκώνομαι, φέρνω τα σύνεργα στο τραπέζι της κουζίνας –έτσι έχω χρόνο να σκεφτώ, αλλά δεν τον αξιοποιώ. Ξανακάθομαι δίπλα της.
«Λέω ότι είναι εύκολο να στρατεύεσαι κάτω από ένα σκοπό και έτσι να πιστεύεις ότι κάνεις κάτι… Όμως τότε αυτό που έχει σημασία είναι να πιστεύεις στο σκοπό κι εγώ δε βρίσκω τίποτα να πιστέψω. Ούτε εσύ, ούτε κανένας μας –απλά πρέπει κάτι να κάνουμε κι έτσι κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας με αγώνες και ιδανικά κι όποιον πάρει ο χάρος… Καλά κάνουμε, από το να είμαστε αδρανείς… Κάπου πηγαίνουμε –κι αυτός που έχει σκοπό κι αυτός που δεν έχει –σε τελική ανάλυση, δεν πρόκειται να φτάσουμε πουθενά, η διαδρομή μετράει, έτσι δε λένε; Ε, λοιπόν εγώ θέλω να κάνω τη διαδρομή ξέροντας ότι αυτό έχει αξία –όχι να γίνει η παγκόσμια επανάσταση που ποτέ δε γίνεται, όχι να αλλάξουμε τον κόσμο που δε θέλει ν΄ αλλάξει, αλλά να ξεκουνηθούμε, να γίνουμε καλύτεροι. Ή χειρότεροι… Να γίνουμε κάτι τέλος πάντων…» σταματάω κι αφοσιώνομαι στο τσιγάρο μου που καπνίζει από μόνο του.
Με κοιτάζει σκεφτική. Εγώ αποφεύγω…
«Αυτές οι κουβέντες γίνονται καλύτερα με γεμάτο στομάχι», λέει στο τέλος.

Κι έτσι φτιάχνουμε τη μακαρονάδα –εκείνη διευθύνει εγώ ακολουθώ –σε κάποια φάση σβήνει το μάτι, «δεν θα κολλήσουμε το μακαρόνι στον τοίχο να δούμε αν έγινε;» ρωτάω –γελάει.
Στρώνουμε τραπέζι στο κεντρικό δωμάτιο, θέλει να μάθει αν πίνω κρασί –της εξηγώ ότι πίνω αλλά όχι μόνος μου –φέρνει ένα γυάλινο μπουκάλι με κόκκινο κρασί, καθόμαστε ο ένας απέναντι στην άλλη, με σερβίρει –δεν κατεβαίνει μπουκιά. Το βλέπει.
«Τόσο χάλια τα έκανα;» απορεί.
«Όχι –είναι πολύ ωραία…»
«Τότε;»
«Τότε… Να σε ρωτήσω κάτι; Εσύ κι ο τύπος… δηλαδή τα έχετε σα να λέμε;» αλλάζω θέμα.
Γελάει πονηρά.
«Γιατί θες να μάθεις;»
«Επειδή…» χώνω μια μπουκιά στο στόμα, μασάω για κάνα δίμηνο χωρίς να καταπίνω.
«Επειδή;»
Παρατράβηξε το ζήτημα –καλό είναι να τελειώνουμε, να πέσει και η σχετική κρυάδα…
«Επειδή ρε συ Κασσάνδρα είσαι η πιο όμορφη κοπέλα που έχω δει στη ζωή μου –αν αυτό μετράει πουθενά… Και λέω ότι δεν αξίζει να χαραμίζεσαι με τον κάθε μαλάκα», αδειάζω το ποτήρι μου, ξαναγεμίζω με κρασί.
Με την άκρη του ματιού τη βλέπω να κατεβάζει το βλέμμα –κάτι ψάχνει στο βάθος του πιάτου της.
«Ευχαριστώ…» ψιθυρίζει.
«Αλλά;» χώνομαι.
«Τι αλλά
«Πάντα υπάρχει ένα αλλά…»
«Αλλά τον έχεις παρεξηγήσει…»
Γελάω.
«Ότι πεις…»
«Ας αλλάξουμε θέμα», μου ζητάει. «Για αυτά που έλεγες στην κουζίνα…»
Την κοιτάζω.
«Δεν έλεγα τίποτα στην κουζίνα –πώς σου ήρθε αυτό τώρα; Εσύ τραβιέσαι μ΄ ένα Κνίτη που φοράει γαλάζιο πουκαμισάκι και σκαρπίνι, αύριο θα γραφτείς και στο κόμμα, αν δεν είσαι ήδη, θα σταματήσεις να ξυρίζεις τις μασχάλες σου καθότι χειραφέτηση και θα σπρώχνεις τις μέρες σου από ΚΟΒα σε πορεία κι από αφισοκόλληση σε διανομή φυλλαδίων που κανένας δε διαβάζει… Και θα περιμένεις να γίνει ο κόσμος καλύτερος –στο μεταξύ μπορεί και να φας κάνα σκαμπίλι αλλά κάπου θα φταις κι εσύ, δεν τρέχει τίποτα… Αυτό έλεγα στην κουζίνα –κατάλαβες;»
Σπρώχνω το πιάτο, αρπάζω τις Καμήλες για βοήθεια. Αλλά το μετανιώνω –δεν μαζεύεται το πράγμα ούτε με 18 Καμήλες. Σηκώνομαι.
«Έφευγες;» τη ρωτάω. «’Αστο –καλύτερα να φύγω εγώ…»
«Κάτσε κάτω», μου λέει παγωμένα.
Κάθομαι.
«Άκου…» μου αρπάζει το πακέτο από το χέρι, ψαρεύει μια Καμήλα, την ανάβει, πνίγεται αλλά δεν τη σβήνει. «Τα λες πολύ όμορφα –τόσο όμορφα που ανέχομαι μέχρι και να με προσβάλεις χωρίς να σε πετάξω έξω. Τι κρίμα που όλα αυτά είναι σκέτες βλακείες… Αλήθεια, έτσι ρίχνετε κοπέλες εσείς οι ψαγμένοι; Οι αυτόνομοι, οι αναρχικοί… Για τέτοιοι δεν περνιέστε; Και μετά; Όταν θα φορέσετε τα πουκαμισάκια που κοροϊδεύεις και θα πληρώνετε τα μαλλιοκέφαλά σας για χειροποίητο σκαρπίνι –πάλι τα ίδια θα λέτε; Ή θα το γυρίσετε –πώς το λέει το τραγούδι; Ήταν μια τρέλα νεανική που τώρα έχει περάσει–κάπως έτσι ε; Και θα το παίζετε πολύπειροι –ότι όλα τα έχετε ζήσει, όλα τα έχετε δει –ματαιότης… Και πάλι θα ρίχνετε κοπελίτσες, δηλαδή μονά-ζυγά δικά σας, κάνω λάθος; Εγώ λοιπόν δεν θέλω ν΄ αλλάξω, ότι είμαι σήμερα θα είμαι πάντα. Και καλύτερα να είμαι έτοιμη, παρά να καταντήσω σαν κάτι άπλυτες ποιήτριες της συφοράς που παρακαλάνε για… άντε μη σου πω γιατί παρακαλάνε…»
Τώρα με κοιτάζει κατάματα, καπνίζει την Καμήλα χωρίς να πνίγεται και την κοιτάζω κι εγώ –ήταν τόσο φανερό από την αρχή, το έβλεπα αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Είναι μια γυναίκα από άλλο κόσμο κι εγώ δεν θέλω να πάω εκεί, ούτε αυτή να έρθει προς τα δω. Απορώ τι διάολο κάνω στο σπίτι της…
Και τότε νιώθω ότι το κεφάλι μου θα εκραγεί από τον πόνο, προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει, κλείνω τα μάτια, αλλά το πράγμα χειροτερεύει γιατί μάλλον έχω καταπιεί κάποιο ζωντανό αρουραίο ο οποίος στριφογυρίζει στο στομάχι μου, με το ζόρι προλαβαίνω να σκύψω στο πλάι κι αρχίζω να ξερνάω στο πάτωμα, σε κάποια φάση μάλλον πέφτω από την καρέκλα γιατί βρίσκομαι γονατιστός μπροστά σε μια λίμνη από χολή στην οποία επιπλέον κάτι μακαρόνια.
Πετάγεται από την καρέκλα της, έρχεται πάνω μου –κάτι μου λέει, εντάξει καλά είμαι, πού έχεις καμιά σφουγγαρίστρα;
Με βοηθάει να σωριαστώ στον καναπέ και μένω εκεί να την ακούω που καθαρίζει –μάλιστα σιγοτραγουδάει κιόλας… Λοιπόν, νομίζω ότι από πριν φαινόταν, αλλά τώρα είναι ξεκάθαρο… Την έχω κατακτήσει πλήρως την κοπέλα…
Και βέβαια, είναι από εκείνες τις στιγμές που παρακαλάς να υπήρχε θεός και να σου άνοιγε μια τρύπα να σε καταπιεί –να γλιτώσεις. Κλείνω τα μάτια –ίσως αν κοιμόμουν λιγάκι…

Ξυπνάω όταν έξω έχει πάρει να σκοτεινιάζει –βλέπω αναμμένο το φως της κολώνας από το παράθυρό της, σκέτη θλίψη. Σηκώνω το κεφάλι, νιώθω βρώμικος και σακάτης, κοιτάζω τριγύρω αλλά δεν τη βλέπω πουθενά. Στήνομαι στα πόδια μου –νιώθω αμέσως καλύτερα, ο καναπές της αποδείχτηκε τελικά πολύ άβολος.
Η πόρτα του μπάνιου είναι ανοιχτή –χώνομαι μέσα, ρίχνω μισό τόνο νερό στα μούτρα μου, στρώνω υποτυπωδώς τα μαλλιά μου, ψαρεύω μια οδοντόκρεμα και τρίβω μπόλικη στα δόντια μου με το δάχτυλο, τότε μόνο τολμώ να κοιταχτώ στον καθρέφτη και απορώ με την τόλμη μου –χάλια ανεπανόρθωτα δείχνω.
Όταν βγαίνω τη βλέπω να με περιμένει –έχει ανάψει ένα πλαϊνό λαμπατέρ και πραγματικά την ευγνωμονώ για το ημίφως.
«Είσαι καλύτερα;» ρωτάει.
«Ναι ευχαριστώ… Και συγνώμη… Ειλικρινά…»
Χαμογελάει.
«Δεν τρέχει τίποτα…»
«Λοιπόν, να πηγαίνω…» λέω.
«Κάτσε κάτω», κάνει κοφτά.
Κάθομαι. Κι αμέσως ξανασηκώνομαι. Με κοιτάζει αυστηρά. Ξανακάθομαι.
«Να ρωτήσω τι έπαθες;» ρωτάει.
«Να ρωτήσεις, αλλά δεν ξέρω τι να σου απαντήσω…»
«Καλά…»
Σηκώνεται από τη θέση της κι έρχεται να καθίσει δίπλα μου. Περνάει το χέρι της από τα μαλλιά μου όσο εγώ κοιτάζω τις μύτες των παπουτσιών μου.
«Είσαι καλό παιδί, δεν θέλω να μαλώνουμε», μου λέει ψιθυριστά.
«Ναι –στα καλάθια δε χωράω…» χαμογελάω. «Συγνώμη για πριν –μαλακίες έλεγα…»
«Δεν ξέρω…»
«Εντάξει –δεν ξέρεις… Αλλά δεν έχει και καμιά σημασία….»
Το χέρι της σταματάει στον ώμο μου.
«Νύχτωσε», παρατηρεί κοιτάζοντας από το παράθυρο.
«Συμβαίνουν αυτά…» μπλαζάρω αχρείαστα.
«Αν δεν αισθάνεσαι καλά μπορείς να μείνεις…» προτείνει.
«Μια χαρά είμαι», ξεκαθαρίζω.
«Και πάλι μπορείς να μείνεις…» μουρμουρίζει κατεβάζοντας το κεφάλι.
Παίρνει και το χέρι της από τον ώμο μου. Το σκέφτομαι… Έτσι λοιπόν… Τόσα χρόνια ντυνόμουν στην τρίχα, φτιαχνόμουν, πούλαγα ένα σκασμό υφάκια -και για να ρίξω την ομορφότερη κοπέλα που έχω δει στη ζωή μου αρκούσε ένας εμετός…
Γελάω –με κοιτάζει με περιέργεια. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Και ξέρω ότι αν μείνω θα πηδηχτούμε και είμαι πολύ τυχερός που αυτή η κοπέλα θα κάτσει να την πηδήξω λόγω οίκτου, αλλά…
Γέρνω στη μεριά της, την τραβάω λίγο κοντά μου, τη φιλάω στο μάγουλο –νιώθω υπέροχα.
Σηκώνομαι.
«Κι εσύ είσαι καλό παιδί», λέω. «Να προσέχεις γιατί είσαι πολύτιμη κι ας μην το ξέρεις…»
Μαζεύω τα πράγματά μου, φοράω το μπουφάν μου, φτάνω στην πόρτα, γυρίζω και τη βλέπω να με κοιτάζει ανέκφραστη.
«Αν ποτέ με χρειαστείς…» ανοίγω την πόρτα κι εξαφανίζομαι πριν το μετανιώσω.
Αυτό ήταν. Και πολύ ήταν…

Οδηγώ τη μηχανή το ίδιο αργά με πριν –ίσως και πιο αργά, αν αυτό είναι δυνατό. Προσπαθώ να σκεφτώ αλλά το μυαλό μου έχει γίνει ζελές –τα χέρια μου, τα πόδια μου το ίδιο. Σταματάω έξω από τη σχολή –τώρα το εστιατόριο θα έχει ανοίξει για βράδυ. Περνάω την καγκελόπορτα, τα γόνατα κομμένα, τα χέρια ψόφια ψάρια –αν είναι να κάνω αυτό που σκέφτομαι πρέπει να συνέλθω. Άμεσα.
Κατεβαίνω τα σκαλιά, μπαίνω στο εστιατόριο –κόβω κίνηση. Οι δικοί μου κάνουν βαβούρα σ΄ένα τραπέζι στο βάθος, δεν τους θέλω τώρα, δεν τους χρειάζομαι. Ένας φλώρος με σκουντάει με το δίσκο του –μαγκώνω, τον κοιτάζω άγρια, κάνει να ζητήσει συγνώμη αλλά το μετανιώνει και φεύγει.
Κι εγώ βρίσκω αυτόν που έψαχνα. Σ΄ένα τραπέζι με κάτι νεοφερμένα Κνιτάκια πουλάει μούρη, αγορεύει όλο έπαρση. Πάω κατά πάνω του, φρενάρω στο μισό μέτρο. Με βλέπει, κουμπώνει.
«Τι θες ρε μουνί; Πας γυρεύοντας;» σφυρίζει.
«Έλα έξω», του λέω κοφτά.
«Άντε γαμήσου», γελάει.
«Έλα έξω», επαναλαμβάνω και παγώνει το αίμα μου καθώς ακούω τη φωνή μου.
Δεν είμαι καλά…

Στρίβω, πηγαίνω κατά έξω, σίγουρος ότι με ακολουθεί. Μέχρι να φτάσουμε στα παγκάκια δεν γυρνάω καν προς το μέρος του. Βγάζω τις Καμήλες.
«Κάνε τσιγάρο», του πασάρω.
«Τι θες τώρα δηλαδή;» απορεί.
«Ένα πράγμα…» λέω ήρεμα. «Αν την πειράξεις, αν της ξαναφωνάξεις… ψέματα… αν την ξαναδώ στεναχωρημένη, κι ας μη φταις εσύ –θα σου βγάλω τα μάτια και θα στα βάλω στον κώλο. Εντάξει;»
«Κάτσε καλά ρε σπόρε…» πάει να το παίξει.
«Εντάξει;» τον κόβω.
Με κοιτάζει –το σκέφτεται. Δεν περιμένω πολλά όμως κάτι έχω που τον φοβίζει και ξέρω τι είναι αυτό. Γιατί όλοι φοβούνται τους απελπισμένους.
Μου πετάει την Καμήλα –με βρίσκει στο στήθος, σπίθες στα ρούχα μου –δεν κουνάω ούτε βλέφαρο.
«Είσαι παλαβός ρε πούστη», λέει στο τέλος και κάνει να φύγει.
«Εντάξει;» επαναλαμβάνω παγωμένα.
Γυρίζει –χαμογελάει.
«Θα σε θυμάμαι όταν την πηδάω», λέει.
«Το καλό που σου θέλω», απαντάω.
Φεύγει βιαστικά και μένω να τον παρακολουθώ όσο κατεβαίνει τα σκαλιά. Ένας καργιόλης που η ζωή του φέρθηκε καλύτερα από όσο άξιζε. Έτσι πάνε αυτά…

Πρέπει να φύγω.


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Καλό του ταξίδι.

11. «Κινέζικες πέτρες»

$
0
0
Ο τύπος σκάει από τον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους, κουβαλάει 100 κιλά λίγδα γι΄αυτό και γέρνει, παραπατάει –φρενάρει με το ζόρι πάνω στο τραπέζι μας στο ΤΣΑΦ (κυριολεκτικά). Είμαστε κάποια απαρτία –ο Γιώργος κι άλλος ένας από τους Μάνα Μπάντα, η Βιβή με το Μάνο, ο Πάρης κι εγώ, εντάξει, απαρτία όχι ολομέλεια…
«Σας περισσεύει ένα κουτάλι ρε παιδιά;» ψελλίζει ο τύπος.
«Τι το θες;» τον ρωτάω.
«Να βάλω λίγη ζάχαρη».
Του πασάρω το φακελάκι από τον νες –έτσι κι αλλιώς έχω αρχίσει να τον πίνω σκέτο.
«Τι να το κάνω αυτό ρε φίλε;» απορεί.
«Να βάλεις ζάχαρη», χαμογελάω.
Μας γυρίζει την πλάτη βρίζοντας.

Μου τη δίνουν άσχημα τα πρεζόνια επειδή, σχεδόν όλοι τους δεν είναι καν πρεζόνια –απλώς πουλάνε μούρη με τα στυλάκια τους «αμάρτησα για τη δόση μου». Ο Μπάροουζ λέει ότι για να εθιστείς πρέπει να σουτάρεις κάθε μέρα για ένα μήνα, ένα γραμμάριο –αν είχες ρε φίλε τα φράγκα να αγοράσεις 30 γραμμάρια το μήνα θα ζέσταινες με χρυσά κουτάλια –έτσι νομίζω…

«Δεν του έδινες το σκατοκούταλο να ησυχάσουμε;» χώνεται η Βιβή.
«Το θέλω», της ξεκαθαρίζω.
«Τι το θες;»
«Ε, ποτέ δεν ξέρεις… μπορεί να περάσει καμιά γκόμενα και να μου ζητήσει να κοιτάξω τις αμυγδαλές της», εξηγώ.
«Άντε ρε γελοίε…» γελάει.
Έχει γίνει πιο ανθρώπινη η Βιβή, δε σε βρίζει πλέον με το «καλημέρα» -περιμένει να φτάσετε στο «τι κάνεις». Έτσι είναι ο έρωτας, μαλακώνει τον άνθρωπο και ανθρωπώνει το μαλάκα –εξ ου και ο Μάνος όταν ανοίγει το στόμα του δεν πετάει μόνο κοτρώνες πλέον.
«Πέρναγα τις προάλλες από Κολωνάκι κι έπεσα σε φωτογράφιση έξω από το μαγαζί του Μπίλι Μπο», λέει ο Μάνος.
Κοιταζόμαστε αμήχανα. Εντάξει –πετάει και καμιά κοτρώνα, που και που…
«Και τι έγινε;» ρωτάει ο Πάρης όλο ενδιαφέρον.
«Αν έβλεπες τα μοντέλα του…» σκύβει συνωμοτικά ο Μάνος.
Κοιτάζω τη Βιβή η οποία κάνει ότι δεν ακούει.
«Καλές;» συνεχίζει ο Πάρης.
«Καλές μωρέ –αλλά εντελώς δήθεν… Σα ρομπότ ήταν».
«Έλα ρε συ… Μου κάνει εντύπωση αυτό που λες… Εγώ νόμιζα ότι άμα δεν είσαι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών δε σε παίρνουν για μοντέλο», του χώνομαι.
«Ωραίο αστείο –γελάσαμε…» στραβώνει η Βιβή.
Και μετά αγκαλιάζει το Μάνο.
«Μην τους ακούς μωρό μου –κάνουν τους έξυπνους, σε βρήκαν μικρό και σε δουλεύουν».
Καπάκι πλακώνονται σε κάτι φιλιά και μπαλαμούτια –μόνο ο Μεγάλος Μπέρτο μας λείπει, να φέρει δυο κάμερες, να τη γυρίσουμε την ταινία τη ρεαλιστική.
Κοιτάζω το ρολόι μου –τελειώνει, όπου να ‘ναι το απόγευμα και θα μας πάρει βράδυ. Όπου να ‘ναι θα σκάσει μύτη κι ο Αντώνης με τη Μαρία –κοίτα τώρα τι γίνεται με αυτούς… Αίσθημα μετ΄εμποδίων. Πάει να πει –βεβαίως ο Αντώνης τσίμπησε όταν είδε ότι η Μαρία τον γουστάρει, έπεσε και η σχετική απομόνωση και σύσφιξη σχέσεων αλλά εκεί ακριβώς εμφανίστηκε το πρόβλημα. Διότι η Μαρία, παρθένα (παρθένα Μαρία –σα να λέμε). Κι εκεί κάπου κούμπωσε ο Αντώνης. «Να πηδηχτούμε και να μου γίνει στενός κορσές;» Εντάξει –υπήρχε η πιθανότητα να πηδηχτούν και μετά η Μαρία να μη θέλει να τον δει ούτε ζωγραφιστό («είναι η τραυματική εμπειρία που μου έλεγες;» ρωτάει η μια λεσβία κότα την άλλη όταν περνάνε μπροστά από τον Κόκορα του Αρκά) αλλά ο Αντώνης αγχωνόταν για το χειρότερο. Όσο να πεις δεν ήταν κι η Μαρία ιδανική για μακροχρόνιες σχέσεις –κάμποσο βαρετή και κοινότυπη ρε παιδί μου, εντελώς ξενέρωτη, διάβαζε Βαμβουνάκη και Λεό Μπουσκάλια –αν έχεις το θεό σου δηλαδή –τι να πούμε παραπέρα;
Από την άλλη ο Αντώνης κατάφερε, μέσα στο στρίμωγμά του από τη δουλειά, να δικτυωθεί –πρόβαρε κιόλας με ένα γκρουπάκι σαϊκομπίλι ως μπασίστας, είχε μαζέψει ολίγα ένσημα από συναυλίες αμφιθεάτρων, Πήγασο και Μουσική Αποθήκη. Κι αυτό το τελευταίο ήταν η αρχή ενός προβλήματος, του οποίου οι συνέπειες με είχαν οδηγήσει στο να μανουριάζω κάθε φορά που έβλεπα αγνό, τίμιο, φιγουρατζίδικο πρεζάκι. Λόγω Κυψέλης αδερφάκι μου –τι σκατά γινόταν εκεί πέρα;  Στη Φωκίωνος, στην Αποθήκη, στα μπαράκια στα πέριξ, όλοι τους κουβαλάγανε 100 κιλά ύφος και 200 λίτρα πάγο. Σε κοιτάζανε λες και ήσουν διάφανος. Στην αρχή με χάλαγε αλλά μετά έμαθα ότι το λέγανε «παραμύθα» και με χάλασε ακόμα περισσότερο. Βέβαια, χορεύεις πάντα με τη μουσική –δε γίνεται αλλιώς. Κι ο Αντώνης περισσότερο από μένα, γιατί εκείνος ήταν αλεξιπτωτιστής –έσκαγε, άρπαζε ότι προλάβαινε κι έφευγε. Δεν τον έπαιρνε λοιπόν να πουλήσει απαξίωση γιατί μετά θα έμενε αυτός και μόνος του.
«Αύριο παίζουμε», πέταξε στο ξεκάρφωτο ο ένας Μάνα Μπάντα.
«Ποιοι;» απόρησα.
«Εμείς…» μου εξήγησε το προφανές.
«Αφού δεν έχετε ντράμερ και τραγουδιστή», θυμήθηκα.
«Δεν είχαμε», με γείωσε.
«Α, και τώρα βρήκατε;» προσπάθησα να καταλάβω.
«Όχι».
«Ε, τότε;»
«Αύριο παίζουμε», επανέλαβε.
Παραιτήθηκα κάθε άλλης προσπάθειας.

Από το κέντρο της πλατείας ξεκόλλησε ένας Αντώνης βαρύς και βαρεμένος μαζί με μια Μαρία πρόσχαρη ως διαφήμιση σοκολάτας ΙΟΝ. Ήρθαν και έλαβαν θέσεις –μελετημένα, μακριά ο ένας από την άλλη.
«Φιλαράκι, σήμερα παίζει φάση καλή», μου σφύριξε στο αυτί ο Αντώνης τόσο συνωμοτικά που τον ακούσανε μέχρι τέρμα Ιπποκράτους.
Η Μαρία στρίτζωσε αλλά κρατήθηκε.
«Λαϊβάκι;» ρώτησα.
«Φάση ρε μαλάκα –θα γίνουμε…»
«Τι θα γίνετε; Ντόμινα και κολομπίνες;»
«Βρε μ΄ ένα πούστη…» μούγκρισε ο Αντώνης.
Εντάξει, κατάλαβα…
«Θα ΄ρθεις;» με ρώτησε.
«Τι παίζει;» μαζεύτηκα.
«Μια άκρη, κατά Κυψέλη μεριά… Δικοί μας…»
«Από πότε έγιναν δικοί μας τα ντηλέρια ρε Αντώνη;» αγανάκτησα.
«Δεν αφήνετε τις μαλακίες λέω εγώ;» είπε η Βιβή.
«Εσένα πάλι ποιος σε ρώτησε;» τη ρώτησα.
«Ρε δεν πάτε να γαμηθείτε…» μας γύρισε την πλάτη. «Το αυτό λέω να κάνουμε κι εμείς –πολύ το αργήσαμε μωρό», είπε στο Μάνο και τον τράβηξε απότομα –κόντεψε να πνιγεί ο άνθρωπος με τη μπύρα όσο σηκώνονταν.
Η υπόλοιπη παρέα αγνάντευε τους γλάρους που τσιμπολόγαγαν στην ακτογραμμή….

«Μην πουλήσεις φιλαράκι», μουρμούρισε ο Αντώνης και μου έδειξε με τα μάτια τη Μαρία που ανακάτευε ένα ξεραμένο φραπέ.
«Να μείνω καλύτερα με τη Μαρία, να πάμε κάνα σινεμά που βάζει Φάνυ και Αλέξανδρο–να το κάψουμε;» αντιπρότεινα.
«Το μαλάκα παριστάνεις ή παριστάνεις το μαλάκα;» με γείωσε ο Αντώνης.
Δεν είχα κάτι να απαντήσω στο επιχείρημά του.
«Για ρίξε λεπτομέρεια…» του ζήτησα.
«Τελειώνουμε τον καφέ μας…»
«Μπύρα πίνω», τον έκοψα.
«Μπύρα –σκάσε… Τελειώνουμε λοιπόν και την κάνουμε», μου ξεκαθάρισε.
«Τρικάβαλο;»
«Ελεωφορείο –θα έρθεις να μας βρεις…»
«Διεύθυνση;»
Μου έδωσε το όνομα ενός νησιού συν κάποιο αριθμό –σκατά…
Όταν έφυγαν η Μαρία είχε μετατραπεί σε Μεγάλη Παρασκευή κι ο Αντώνης κάμποσο αγχωμένος πήρε αμπάριζα τις καρέκλες των διπλανών μας, μαζί με τους διπλανούς.

Έκανα τη διαδρομή πιο αργά κι από συστημένο των ΕΛΤΑ. Είχε πέσει για τα καλά το βράδυ και μαζί του μια ξερή παγωνιά απ΄αυτές που αδιαφορούν για το ανεβασμένο φερμουάρ του μπουφάν σου. Οι άνθρωποι γυρίζουν σπίτι από τις δουλειές τους, κατεβασμένα κεφάλια γιατί θα βρουν χειρότερα απ΄αυτά που άφησαν, στριμωγμένοι στη μέση των δρόμων γιατί δεν υπάρχουν πεζοδρόμια –η μηχανή τούς περνάει ξυστά και δεν έχουν κουράγιο ούτε να βρίσουν, μισούν σκυφτά κι αμίλητα.

Το διαμέρισμα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα της γειτονιάς γιατί έχει κάποιο φως που τρεμοπαίζει, φασαρία που διακόπτεται απότομα και το ίδιο απότομα ξαναρχίζει, αν προσέξεις καλύτερα θα δεις κάτι πρεζάκια να ξετρυπώνουν από τους υπονόμους κι εκεί μέσα να ξαναχάνονται. Θα μου τη σηκώσουν τη μηχανή, κοίτα κατάσταση τώρα…
Παρκάρω, βάζω πέταλο και την αφήνω διστακτικά –χτυπάω το κουδούνι, ρωτάνε ποιος είμαι, τους λέω, περιμένω, στο τέλος μου ανοίγουν. Ανεβαίνω αν και μόνο στην κυριολεξία.
Στην πόρτα ένας λίγδης απροσδιορίστου ηλικίας –κοιταζόμαστε και μου κάνει νόημα να μπω. Δυάρι διαμέρισμα –στο χωλ κάμποσοι ξέμπαρκοι, κανονική αίθουσα αναμονής –σε μια γωνία ο Αντώνης με τη Μαρία τσακώνονται ψιθυριστά.
«Πώς πάει; Κάποια υπερδιέγερση διακρίνω», λέω καθώς σωριάζομαι δίπλα τους.
«Πες της καμιά κουβέντα πριν ξενερώσουμε εντελώς», μουγκρίζει ο Αντώνης.
«Όλα καλά Μαρία;» κάνω το χάχα.
«Με δουλεύεις;» απαντάει μαγκωμένη.
«Εντάξει –αγάπα τα ελαττώματά σου με τους φίλους τους», συνεχίζω τη σάχλα.
«Και είναι ανάγκη όλο αυτό;» κάνει έτοιμη να κλάψει.
Αυτό μας έλειπε…

 Εκείνη την ώρα πλακώνει ο μετρ του μαγαζιού, μας κόβει από αρβύλα μέχρι τσουλούφι, χαμογελάει επαγγελματικά.
«Θα γίνουμε όμορφα απόψε», λέει.
«Όμορφο αυτό», παρατηρώ.
«Έχετε κάνα γκανάκι λεβέντες;» ζητάει να μάθει.
«Έχω ένα Τόμιγκαν αλλά το άφησα σπίτι», χιουμορίζω.
Ο Αντώνης στραβώνει κι ο μετρ επίσης.
«Θα τα βολέψουμε», λέει. «Κι επειδή είσαστε καλά παιδιά, η πρώτη κέρασμα».
Μας γυρνάει την πλάτη και μπαίνει στο κυρίως δωμάτιο, ο Αντώνης κάνει να σηκωθεί, τον τραβάω κάτω.
«Πρόσεχε ρε μαλάκα», του κάνω. «Σέρνονται και ηπατίτιδες».
«Εντάξει τώρα…» κοροϊδεύει. «Θα ΄ρθεις;»
«Πήγαινε και βλέπουμε…»
Το ξέρω ότι έτσι μου το είπε, για τα μάτια –είμαι εδώ για να μείνω με τη Μαρία και να μαζέψω τα σκουπίδια μετά τη φάση. Αράζω λοιπόν δίπλα της, στήνω και μια πενταβρώμικη μαξιλάρα κόντρα στον τοίχο, κερνάω Καμήλα –προφανώς η Μαρία δεν καπνίζει.
«Εντάξει –μαλακίες», δηλώνω, για να πω κάτι.
«Γιατί τα κάνει όλα αυτά, μου λες;» μουρμουρίζει δακρυσμένη.
«Παιδιά, τι να πεις…» τινάζω το χέρι με επιτηδευμένη απαξίωση και γεμίζω στάχτες έναν έρμο που κρατάει το κεφάλι του είκοσι πόντους μακριά μας. Δεν παίρνει είδηση.
«Εγώ όμως ξέρεις…» ξεκινάει η Μαρία.
«Ξέρω», την κόβω. «Εσύ θέλεις να είσαστε μαζί και όλα να είναι ωραία –αλλά ωραία όπως τα θέλεις εσύ».
Τινάζεται.
«Δηλαδή εγώ φταίω;»
«Κανένας δε φταίει ρε κορίτσι μου και όλοι φταίμε δηλαδή. Το θέμα είναι ότι ο καθένας μας έχει μια φτιάξη στην κεφάλα του κι ανάθεμα αν η δική μου φτιάξη κολλάει με κανενός άλλου, με καταλαβαίνεις; Ο Αντώνης τώρα, θέλει…»
«Να κοιμηθούμε μαζί, αυτό και μόνο», κάνει απεγνωσμένα.
Να κοιμηθούν μαζί… Δεν θα μπορούσε να το θέσει καλύτερα…
«Δεν ξέρω τι θέλει  -αμφιβάλλω αν το ξέρει κι αυτός. Αλλά ακόμα κι έτσι να είναι. Εσύ θέλεις;»
«Ναι –αλλά όχι μόνο…»
«Κοίτα… Αυτό είναι το πρόβλημά σας, αν καταλαβαίνω καλά. Ο Αντώνης σκέφτεται στο επιτόπου –τώρα θέλει να βαρέσει, μετά μπορεί να θέλει να φάει μια τουλούμπα, παραμετά κάτι άλλο… Δεν έχει κεφάλι να σκεφτεί το παραπέρα. Εσύ πάλι, σκέφτεσαι το παραπέρα και ξεχνάς το τώρα. Έτσι;»
Κάτι πάει να πει αλλά δεν έχω όρεξη να το ακούσω, δεν έχω όρεξη γενικώς δηλαδή –αλλά έτσι πάνε τα πράγματα, ταλαιπωρείσαι περισσότερο για να πηδήξει ο κολλητός σου, παρά για να πηδήξεις εσύ ο ίδιος. Έτσι πρέπει να είναι…

Χτυπάει ξανά το κουδούνι, ο γλίτσης ανοίγει -μια κοπέλα με κοντό ξανθό μαλλί, αγορίστικο σχεδόν, μπαίνει μέσα –κολλάω γιατί είναι πολύ όμορφη, αταίριαστη με την κατάντια που επικρατεί εδώ μέσα.
«Καλώς την», λέει ο γλίτσης.
«Πού είναι ο Μανώλης;» ρωτάει η ξανθιά.
«Γιατί, εμείς δε σου κάνουμε;» λιγώνει ο γλίτσης.
«Ξέρω ΄γω; Τι έχεις;» τον κοιτάζει ανέκφραστη.
«Άραξε ρε Άλεξ –μια παρέα είμαστε», χαμογελάει ο γλίτσης.
Η ξανθιά ακουμπάει στον τοίχο, ανοίγει μια τεράστια τσάντα που σέρνει μαζί της και βγάζει ένα πακέτο Πρίγκηπες.Ανάβει δείχνοντας να έχει ξεχάσει εντελώς το γλίτση. Την κοιτάζω –καρφώνομαι ασύστολα.
«Ήρθα να ψωνίσω και να φύγω, δεν έχω πολύ χρόνο», λέει στο τέλος χωρίς να απευθύνεται σε κανέναν.
Ο γλίτσης το παίρνει απόφαση και φεύγει, η ξανθιά μένει μόνη στο γεμάτο χωλ. Είμαι έτοιμος να σηκωθώ να της μιλήσω…
«Θα μείνουμε πολλή ώρα;» με σκουντάει η Μαρία.
Τι να της πεις τώρα;
«Δεν ξέρω ρε συ», μουγκρίζω θυμωμένα.
Η ξανθιά κοιτάζει τις μύτες των παπουτσιών της (πάνινα αθλητικά) και καπνίζει χωρίς να δείχνει ότι βιάζεται. Αν την κοιτάξεις καλά όμως (και αυτό ακριβώς κάνω), την κόβεις να ρίχνει κλεφτές ματιές προς το μεγάλο δωμάτιο –είναι στα πρόθυρα να ρίξει τα μούτρα της και να μπει μέσα, αλλά κάτι υπολείμματα αξιοπρέπειας τη φρενάρουν. Πρεζάκι με αξιοπρέπεια –τι άλλο θα δούμε;
Κι ο μετρ –ονόματι Μανώλης προφανώς –δεν έρχεται…
Η ξανθιά νιώθει ότι την παρακολουθώ, μου ρίχνει μια αδιάφορη πλάγια ματιά και συνεχίζει να ατενίζει, μια τα παπούτσια της, μια το μεγάλο δωμάτιο. Το τσιγάρο της κοντεύει να καεί, είμαι περίεργος τι θα γίνει παρακάτω.
Αλλά τότε βγαίνει ο Αντώνης –διπλωμένος σα σουγιάς, κινείται αργά και φαίνεται σα να έχει ξεχάσει το περπάτημα, πίσω του ο μετρ, τον στηρίζει όσο μπορεί, δυο ζευγάρια μάτια τους παρακολουθούμε –ο μετρ παρκάρει τον Αντώνη πίσω από μια πόρτα (μάλλον τουαλέτα) και στρίβει προς το δωμάτιο. Βλέπει την ξανθιά, χαμογελάει επαγγελματικά.
«Μαύρα μάτια κάναμε», της λέει.
Τον μισώ τον πούστη γιατί η ξανθιά δεν κατορθώνει να κρύψει το βλέμμα της και ξέρω ότι αν της έλεγε «στήσου στα τέσσερα να σε πηδήξω» εκείνη θα κατέβαζε επιτόπου το κολλητό τζιν της.
«Έλα μέσα», της προτείνει τελικά.
«Βιάζομαι…»
«Καλά….» κάνει να φύγει.
Η ξανθιά τον κοιτάζει με αγωνία. Τελευταία στιγμή ο μετρ κοντοστέκεται, εμφανίζει μαγικά στο δεξί του χέρι ένα σακουλάκι και την πλευρίζει.
«Έχε χάρη…» τον ακούω να λέει.
Η ξανθιά σκοτώνεται να βγάλει κάποιο κουβαριασμένο μάτσο από την τσάντα της, το μάτσο εμφανίζεται αυτομάτως στην παλάμη του άλλου και το σακουλάκι βουτάει στην τσάντα της ξανθιάς.
«Τα λέμε…» του κάνει γυρίζοντας την πλάτη της.
Ο μετρ την παρακολουθεί αμίλητος να ανοίγει την πόρτα και να εξαφανίζεται. Ένας κοκαλιάρης από την άλλη άκρη του χωλ σηκώνεται φουριόζος, πάει προς την πόρτα, ο μετρ τον τραβάει αποφασιστικά προς το μεγάλο δωμάτιο όσο ακούμε τον Αντώνη να βγάζει τ΄ άντερά του στην τουαλέτα.
Όμορφη που είναι η ζωή –έτσι;

Η Μαρία κάθεται σαν αγγούρι κι εγώ σηκώνομαι να δω τι θα γίνει παρακάτω. Ρίχνω μια ματιά στο μεγάλο δωμάτιο, 3 με 4 άτομα σουτάρουν, ίσως και να ζηλεύω, ίσως πάλι όχι…

Ο Αντώνης βγαίνει από την τουαλέτα με ύφος πολύ γκράντε –μου ΄ρχεται να του σκάσω μπουνιά στη μούρη του καργιόλη.
«Πώς πάει; Όλα καλά;» μου χαμογελάει πεθαμένα.
«Ας τα λέμε καλά… Εσύ; Η οικογένεια, τα παιδιά;» μαγκώνω.
Με γράφει στ΄ αρχίδια του και πάει δίπλα στη Μαρία, σωριάζεται, την αγκαλιάζει ψεύτικα.
«Όλα καλά μωρό μου;»
Η Μαρία παραμένει Παρθένος των Πάγων.Τότε εμφανίζεται ο γλίτσης, στρογγυλοκάθεται μπροστά τους.
«Να κεράσω τσιγαράκι να στανιάρουμε;» ρωτάει όσο ανάβει μια μπουρού.
Εγώ τι ρόλο βαράω ρε πούστη μου;
Πάω κοντά τους. Ο γλίτσης με κόβει.
«Μαζί σας είναι το παιδί;» ρωτάει τον Αντώνη.
«Αδερφός», δηλώνει εκείνος κοφτά.
Ο γλίτσης ανάβει τη χούσπα, τραβάει δυο-τρεις γερές και μου την πασάρει, κάνω νόημα δε θέλω, έχω φάει, γιατί σιχαίνομαι να το βάλω στο στόμα μου μετά απ΄ αυτόν. Ο γλίτσης σηκώνει τους ώμους αδιάφορα και πασάρει στον Αντώνη ο οποίος το τιμά δεόντως. Δεν χρειάζεται να πω τι κάνει η Μαρία όταν έρχεται η σειρά της.
«Κοπελιά, θες ένα κερασματάκι; Έχω κάτι καλό, να σε φτιάξω», σαλιαρίζει ο γλίτσης. Στο καπάκι απλώνει και το χέρι, κουτάλα πάνω στους ώμους της.
Κοιτάζω τον Αντώνη ο οποίος δεν βλέπει τον πούτσο του. Κοιτάζω τη Μαρία που έχει μαζευτεί σα γατί μπροστά σε παντόφλα.
«Αδερφέ, είμαστε γι΄ αλλού, έχουμε αργήσει», λέω στο γλίτση.
«Ο χρόνος είναι σχετικός», μου πετάει.
Νιώθω αναγούλα –δεν υπάρχει χειρότερο από γλίτση και κοινότυπο, σε λίγο θα το γυρίσει σε Καστανέντα και θα μας διηγηθεί τις περιπέτειες του Δον Χουάν… Κάπως έτσι κυλάει ο άνθρωπος στην πρέζα, να ξέρεις –η ντάγκλα σε γλιτώνει από τη γλίτσα.
Ο Αντώνης βεβαίως –πασάς… Καπνίζει τη μπουρού του, κοιτάζει με μάτι γυάλινο μια μύγα που χέζει στον απέναντι τοίχο, όλα πρίμα…
Τον σκουντάω.
«Την κάνουμε μαλάκα».
«Κάτσε φιλαράκι –άραξε…» μουρμουρίζει με μάτι γλαρωμένο.
Σκύβω στ΄ αυτί του.
«Σήκω ρε καργιόλη αλλιώς θα σε κοπανήσω», του σφυρίζω.
«Πώς κάνεις έτσι…»
Σηκώνομαι, σκουντάω το γλίτση, τραβάω από δεξιά, η Μαρία σέρνει από αριστερά –τελικά το θωρηκτό Αντώνης καθελκύεται.

Κουτρουβαλιάζουμε τα σκαλιά, τρεις άνθρωποι αγκαλιασμένοι που πηγαίνουμε προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Όταν βγαίνουμε στο δρόμο, μας περνάει σαν οδοστρωτήρας το κρύο. Ψάχνω με τα μάτια τη μηχανή –ευτυχώς είναι στη θέση της.
Ο Αντώνης στηρίζεται στον τοίχο, η Μαρία στηρίζεται στις εμμονές της. Εγώ μετέωρος…
«Μωρό, έχεις λεφτά για κάνα ταξί;» της λέει ο Αντώνης.
«Ρε μάπα, σε βάλανε και πλήρωσες τελικά;» τον ρωτάω.
«Φιλαράκι –ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα με σένα; Ότι είσαι ξενέρωτος», μου ξεκόβει αγκαλιάζοντας τη Μαρία.
Κάπως έτσι φεύγουν κι ακριβώς έτσι μένω μόνος, το ένα πόδι στο πεζοδρόμιο, το άλλο στο δρόμο. Τους κοιτάζω να παραπατάνε αγκαλιασμένοι –ένα όμορφο ζευγάρι απ΄αυτά που λέμε ταιριαστά. Τους δίνω 2 μήνες ή 5 πηδήματα –όχι περισσότερο. Το ξανασκέφτομαι… Μπορεί και να μείνουν μαζί για πάντα, έχουν όλες τις προϋποθέσεις. Το θέμα είναι ότι εγώ δεν έχω πλέον σπίτι για καβάτζα –όσο ο Αντώνης παλεύει να την πηδήξει κι η Μαρία παλεύει να του γαμήσει τη ζωή, θέλουν ένα ρινγκ, πώς να γίνει; Και μετά δηλαδή –τίποτα δεν θα είναι ίδιο με τον Αντώνη. Είμαι και ξενέρωτος –πού το πας αυτό;

Βγάζω το πέταλο από τη μηχανή –μια από τα ίδια… Δεν έχω πουθενά να πάω αλλά πρέπει να βιαστώ, να πάω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κατά πού έφυγε η ξανθιά; Δεν έχει σημασία…


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στον JohnnyThundersκαι τους Heartbreakers.


12. «Βαθειά στο δάσος»

$
0
0

Κλεισμένος ο λαιμός από τα τσιγάρα, κλεισμένο το κεφάλι από τη χάβρα, στο αμφιθέατρο του Χημείου βουίζει μια μπουρού καραβιού, κοιτάζω γύρω μου, τι διάολο; Σαλπάρουμε; Απ΄έξω κάποια ηχεία κρώζουν «Τώρα είναι χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα/ νοκ, νοκ, στην εξώπορτά σου/ είναι η μοδάτη μυστική αστυνομία/ ήρθαν για την ξενέρωτη ανιψιά σου»και δεν πάμε καθόλου καλά, νομίζω…
Κάτω, δίπλα στην έδρα είναι ο Κόκορας και δίπλα του, μάλλον ο Κυρίτσης, κάτι λένε σκυφτοί, στις πρώτες σειρές οι άγριοι, στα πλάγια, κοντά στις πόρτες οι πάνκηδες –ο καυγάς έχει να κάνει με τον καργιόλη το Λεπέν που έρχεται στοΚάραβελ. Τον έχουν καλεσμένο οι ΕΠΕΝίτες –είναι ν΄ απορείς που υπάρχουν ακόμα τέτοιοι… Όχι ότι δεν είναι μέσα στα πράγματα οι χουνταίοι, αλίμονο –ποτέ δεν έφυγαν. Άλλο όμως αυτό κι άλλο να το φωνάζουν –έχει γαμηθεί το σύμπαν ρε φίλε, σε λίγο θα κόψουν σύνταξη αγωνιστή και στους Χίτες, αν δεν παίρνουν ήδη…

«Σαν αναρχικός δε μπορώ να δεχτώ διαφοροποίηση μεταξύ μιας φασιστικής οργάνωσης και της γενεσιουργού της αιτίας, δηλαδή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Διαμαρτυρόμενος εναντίον αυτών, νομιμοποιώ τους άλλους», ουρλιάζει ένας μαλλιάς σκαρφαλωμένος στην έδρα.
«Ναι, εσένα περίμεναν να τους νομιμοποιήσεις», κουνάει το κεφάλι του ο Πάρης δίπλα μου.
«Εντάξει –μέχρι να γαμήσουμε το σύστημα τι πειράζει να γαμήσουμε τους φασίστες;» φωνάζει ένας πάνκης.
Έχει δίκιο. Τι μας νοιάζει; Εκεί πέρα θα μαζευτούν φασίστες –τι άλλο χρειαζόμαστε για να τους την πέσουμε; Κομματική ντιρεκτίβα; Πονάει το κεφάλι μου, πονάει ο λαιμός μου, πονάει όλη μου η ζωή –η κάθε μέρα χειρότερη από την προηγούμενη.
Τον Αντώνη τον έχω χάσει καιρό τώρα, στα μαθήματα δεν πατάω, μέχρι το εστιατόριο φτάνω κι εκεί πέρα κυκλοφορώ στις μύτες, να μη με δουν και να μη δω. Η Μαργαρίτα χαμένη –μάλλον μπαίνει στα μαθήματα όταν έχουν ξεκινήσει και φεύγει πριν τελειώσουν, η Άσπα αγνοούμενη, αναζητείται από τον Ερυθρό Σταυρό και η Κασσάνδρα… Αυτή είναι πάντα -μαρκάρει τα μέρη που πρέπει να αποφεύγω. Η Βιβή με το Μάνο περιοδεύουν τον έρωτά τους από Κουκάκι μέχρι πλατεία και πάλι πίσω, ο Μάκης κάνει καριέρα, ο Παπ, κάπου εδώ γύρω βόσκει –γενικώς…
Πεινάω. Ή διψάω. Ή κάτι σχετικό…
«Μαλάκα την κάνω, δεν αντέχω άλλο», λέω στον Πάρη.
«Για πού;»
«Κάπου γενικά…»
«Κερνάς σουβλάκι;» σηκώνεται κι αυτός μαζί μου.
«Αμέ», προθυμοποιούμαι. «Άμα πληρώσεις τα δικά μου…»
Δίπλα στην είσοδο πέφτει λίγο κλωτσίδι, πάνκηδες με μαλλιάδες ως συνήθως. Ο Πάρης ντριπλάρει αέρινα το μπουλούκι, εγώ βάζω μια τρικλοποδιά πούστικη σε ένα φρικιό με κολεγιακή Λεντ Ζέπελιν- ίσα ρε φίλε, μια δεκαετία πίσω ζεις και βγάλε…
Απέξω έχουν στήσει μια κτηνώδη μικροφωνική και απειλούν να σπάσουν τα τζάμια των περαστικών βιβλιοπωλείων, χαμογελάω γιατί μου αρέσει το τραγούδι που παίζουν, αλλά χτυπάνε τα μηνίγγια μου σαν έμβολα νταλίκας και μου κόβεται μαχαίρι η χαρούμενη διάθεση.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά της εξόδου πέφτουμε πάνω στο Μαρκήσιο και την παρέα του. Ως συνήθως άνετοι και αργοπορημένοι.
«Τι κάνεις εδώ ρε παντειό;» γελάει όταν με βλέπει.
«Επανάσταση, τι άλλο;» σηκώνω αθώα τους ώμους. «Θα μπείτε μέσα;»
«Ε, πώς αλλιώς θα βγούμε έξω;» απορεί με τη σειρά του.
«Δικός σας ο πονοκέφαλος», καταλήγω και χαιρετιόμαστε.

Οι ΕΠΕΝίτες έχουν ανοίξει κάτι γραφεία σε πάροδο της Ακαδημίας, ψήνεται πέσιμο και πρέπει να είμαστε απίκο, αλλά για την ώρα…
«Πλατεία ή εδώ τριγύρω;» ρωτάει ο Πάρης.
«Εδώ έχει το τζόγο», αποφασίζω.
Σερνόμαστε μέχρι τον Μπερντέκι ας μην έχουμε πολλά φράγκα –χρειαζόμαστε κάτι να μας πιάσει, οι ώρες έρχονται δύσκολες. Απέξω, στο πεζοδρόμιο, παρκαρισμένες κάτι κτηνώδεις Γκούτσι ΛεΜαν, ζαχαρώνω για λίγο ενώ ο Πάρης έχει μπει ήδη μέσα. Ποιος κερατάς οδηγεί τέτοια κτήνη; «Αξιόπιστες για ταξίδια ανά τον κόσμο, αρκεί να ταξιδεύετε δίπλα στις γραμμές του τρένου»,έγραφαν στο ΜΟΤΟ, αλλά, όπως και να ΄χει, είναι ωραίες…
Ο Πάρης μού κάνει νόημα, μπαίνω στο μαγαζί –κάπνα και φασαρία. Είχε πιάσει τραπέζι δίπλα σε κάτι κουλτουρέ Κολωνάκια, βολεύτηκα απέναντί του κι έμεινα ν΄ακούω τις αναλύσεις τους περί Αλτουσέρ –ασορτί με κοντοσούβλια. Δεν τον πήγαινα το Γάλλο, πολύ αφ υψηλού ρε φίλε –είχε βγάλει κι εκείνο το κέρατο περί του πώς πρέπει να διαβάζουν το Κεφάλαιοοι εργάτες, ίσα ρε μούρη, αν δεν μπορούν οι εργάτες να διαβάσουν το Κεφάλαιοτότε έχει πρόβλημα το βιβλίο. Ας διαβάσουν τη στήλη με τα εργατικά ατυχήματα στην τοπική τους εφημερίδα –το ίδιο είναι.

Παραγγείλαμε μακαρόνια με σάλτσα και τα ρέστα μπύρες –ήρθε το φαγητό και μας φίδιασε, ο Πάρης την είδε βαθυστόχαστος κι έψαχνε τις προοπτικές του κινήματος το οποίο, ας πούμε, θα έπαιρνε ώθηση από τη συσπείρωση κατά του Λεπέν.
«Δηλαδή θεωρείς ότι όσοι πάμε να πλακωθούμε με τους φασίστες θα ξαναμαζευτούμε την επόμενη που δεν θα τους έχουμε απέναντί μας;» τον ρώτησα.
«Με τις κατάλληλες διεργασίες…» άναψε ένα άφιλτο από το κουτί με την κοκκινομάλλα.
«Τις οποίες θα τις κάνει, ποιος;»
«Άντε γαμήσου μωρέ», μου φύσηξε τον καπνό στα μούτρα εκνευρισμένος.
Εγώ πάλι έκοβα κάτι Ρηξάδεςπου μούγκριζαν σα φώκιες πάνω από πιάτα φασολάδας –θυμήθηκα τις φήμες ότι αυτοί έχουν γραμμή να μένουν σε ισόγεια και να κοιμούνται με ανοιχτά παράθυρα για να προλάβουν να την κοπανήσουν όταν έρθουν να τους συλλάβουν, κάνανε, λέει, και πολεμικές τέχνες, ξέρανε να χρησιμοποιούν τα κοντάρια από τα πανό, Αϊκίντο, Τσίου Τσίτσου και άλλα τινά…
Έσκυψα στον Πάρη, του τους έδειξα.
«Είσαι να τους τσιτώσουμε;» τον ρώτησα.
«Γιατί; Τι μας έκαναν;»
«ΕίναιΡηξάδεςρε μαλάκα…»
«Και λοιπόν;»
Σηκώθηκα από την καρέκλα.
«Μπάτσοι…» γκάριξα.
Οι Ρηξάδεςπετάχτηκαν σαν ελατήρια –δυο απ΄ αυτούς ήταν ήδη στην πόρτα, κάμποσοι από το μαγαζί με αγριοκοίταξαν όσο ξανακαθόμουν.
Ο Πάρης είχε γίνει παντζάρι.
«Μα, γιατί κάνεις συνέχεια μαλακίες;» κούμπωσε.
«Ξέρω ‘γω; Δεν το θέλω –έτσι με φτιάξανε…» γέλασα παραγγέλνοντας ακόμα μια γύρα μπύρες σ΄ένα γκαρσόνι πρόθυμο να μου φέρει μόνο το λογαριασμό.

Ένας αραιωμένος προς το φαλάκρας από το διπλανό τραπέζι έγειρε προς το μέρος μου.
«Ήταν αστείο αυτό;» μου χώθηκε.
«Εγώ πάντως γέλασα», του εξήγησα.
«Εγώ πάλι –όχι», μου ξεκαθάρισε.
«Δεν έχεις χιούμορ, μάλλον αυτό φταίει», απάντησα.
«Αυτό ή ότι είσαι κάφρος;» συνέχισε ο προσεχώς φαλάκρας.
Άρπαξα το μπουκάλι της μπύρας, έστριψα την καρέκλα μου και στριμώχτηκα δίπλα του, ήταν τρεις άντρες και δυο γυναίκες όλη η παρέα –έπεσε κάποια ανασύνταξη.
«Να σου πω… εσύ τι ρόλο βαράς;» ζήτησα να μάθω.
«Εσύ για τι τον κόβεις;» ρώτησε ο διπλανός του, ένας αδύνατος με μπυροκοιλιά.
«Αφού με ρωτάς…» το έπαιξα προβληματισμένος, «από Ζίγδη και δεξιότερα –για να μην τον πω φασίστα και παρεξηγηθεί κιόλας».
Έπεσε ένα χάχανο απαξιωτικό.
«Ξέρεις ποιος είναι αυτός ρε νιάνιαρο; Όταν εσύ βύζαινες, αυτός ήταν στην ΕΣΑ».
«Μόνιμος ή έκανες τη θητεία σου;» ενδιαφέρθηκα να μάθω κοιτάζοντάς τον.
«Ντροπή σου ρε κωλόπαιδο», χώθηκε μια θείτσα με χαϊμαλιά. «Να σέβεσαι αυτούς που αγωνίστηκαν για να μπορείς σήμερα να λες τις μαλακίες σου».
«Κατά πρώτον, ο κύριος σήμερα αγωνίζεται για να μην μπορώ να λέω τις μαλακίες μου και κατά δεύτερον, ο κύριος είναι κάργα ρατσιστής, οπότε, δε νομίζω ότι αγωνίστηκε για μένα…» τη γείωσα.
«Εγώ ρατσιστής;» απόρησε ο τύπος. «Εγώ;»
Τον είδα θιγμένο και τον λυπήθηκα.
«Φιλαράκο, προηγουμένως με είπες κάφρο. Έτσι λένε τους μαύρους οι φασίστες στη Νότιο Αφρική –κάνω λάθος;»
Μπερδεύτηκε λίγο.
«Δεν πάει να πει αυτό…» μασούλησε το ανύπαρκτο μουστάκι του.
«Και τι πάει να πει δηλαδή;» του χώθηκα.
«Ότι είσαι γύφτος ρε παιδί μου –αυτό πάει να πει», φούντωσε, αλλά επί τόπου κατάλαβε τη μαλακία του.
Κοίταξε το υπόλοιπο τραπέζι κομπλαρισμένος, είχε στην απέναντι πλευρά του μια εντυπωσιακή ξανθιά (εντύπωση μου έκανε που δεν την είχα προσέξει μέχρι τότε…) η οποία ξεκαρδίστηκε, σε λίγο την ακολούθησε και το υπόλοιπο τραπέζι μέχρι κι ο θιγμένος.
Η ξανθιά έκανε ένα αρχοντικό νόημα στο γκαρσόνι που παραφύλαγε για να μας πετάξει έξω.
«Κέρνα τα παιδιά ότι πίνουν», του είπε. Μετά γύρισε στον σχεδόν φαλάκρα: «Στην έφερε μια χαρά ο μικρός ρε Ντίνο».
Ο Ντίνος σήκωσε τους ώμους αμήχανα –λήξη παρεξήγησης.
«Ευχαριστούμε», σήκωσε το ποτήρι του ο Πάρης, όσο εγώ κατέβαζα μια γουλιά από το μπουκάλι μου κι ετοιμαζόμουν να ξαναστρίψω την καρέκλα.
«Καθίστε μαζί μας παιδιά», έκανε πρόσχαρα η ξανθιά.
Συννέφιασα –αυτό ήταν χειρότερο από το να πλακωνόμασταν στις μάπες, γιατί όταν βρίζεσαι με κάποιον είσαι στην τσίλια, όταν χαλαρώνετε, βρίσκεσαι μπόσικος. Τι σκατά να έλεγα με τον άνθρωπο που αποκάλεσα «φασίστα» και μάλιστα πάνω από μια φορά;

Έστρωσα την καρέκλα μου απρόθυμα, παράτησα τα μακαρόνια ανόρεχτος και άφησα τον Πάρη να κάνει παιχνίδι –είχε βάλει στο μάτι την ξανθιά προφανώς και πάσχιζε να την εντυπωσιάσει με την ιστορία περί Λεπέν.
«Ναι, είναι απαράδεκτο να τον δέχονται στη χώρα», σιγοντάρισε ο διπλανός του Ντίνου.
«Θα είμαστε όλοι εκεί», επικρότησε η θείτσα.
«Το θέμα είναι να ακυρώσουμε την εκδήλωση –μια απλή διαμαρτυρία δε φτάνει», είπε ο Πάρης.
Η ξανθιά έπινε το κρασί της αμίλητη.
«Και τι σχεδιάζετε δηλαδή;» ρώτησε ο Ντίνος, ξαλαφρωμένος που η κουβέντα πήγαινε αλλού.
«Κατά πρώτον…» ξεκίνησε να λέει ο Πάρης.
«Εγώ πρέπει να την κάνω», πετάχτηκα κουμπωμένος.
Αρκετά είχε τραβήξει η διαφώτιση.
«Κάτσε μωρέ –έχουμε χρόνο», είπε ο Πάρης.
«Πού έχετε να πάτε;» ρώτησε η θείτσα.
«Στα γραφεία της ΕΠΕΝ», της αποκάλυψε ο Πάρης.
«Αλήθεια;» ζωντάνεψε ξαφνικά η ξανθιά.
Μέλωσε ο Πάρης και πήρε να καταθέτει φόρα-παρτίδα τα υποθετικά σχέδια επίθεσης. Έβλεπα την ξενέρα στα μάτια των υπόλοιπων, μόνο η ξανθιά ήταν ανεξιχνίαστη.
«Μα, έτσι θα τους δώσετε λόγο να διαμαρτύρονται», σχολίασε ο διπλανός του Ντίνου.
Ρε δε γαμιέστε όλοι σας…
«Να διαμαρτύρονται ε; Δηλαδή θα βγουν και θα πουν ότι τους απαγορεύουμε το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης;» ρώτησα.
«Μέχρι κι αυτό…»
«Θα διαμαρτυρηθούν οι χουντικοί επειδή δεν τους αφήνουμε να εκφράσουν τις απόψεις τους;»
«Δεν πρέπει να γίνουμε σαν αυτούς…» είπε ο Ντίνος.
«Θα διαμαρτυρηθούν οι χουντικοί που έβαλαν βόμβα στηνΕΛΛΗγια να μην παιχτεί ρώσικη ταινία;» ξαναρώτησα.
«Ακόμα κι έτσι…» ξεκίνησε να λέει ο Ντίνος.
«Ακόμα κι έτσι –τι;»
«Δεν πρέπει να γίνουμε σαν αυτούς…» επανέλαβε.
«Δεν θα γίνουμε σαν αυτούς. Θα γίνουμε χειρότεροι», σχολίασα.
«Αυτό τι σημαίνει; Προτείνεις μια χειρότερη χούντα από τη δική τους;» χαμογέλασε, σίγουρος ότι με είχε στα σκοινιά.
Αυτά είναι άμα μιλάς και δεν πλακώνεσαι…
«Να σου πω πώς το βλέπω…» ξεκίνησα κάνοντας ενδιάμεσο διάλλειμα για να ανάψω μια Καμήλα. «7 χρόνια πηδάγανε στεγνά όποιον δεν ήταν μαζί τους. Η ιστορία έληξε, κανένας τους σχεδόν δεν τιμωρήθηκε, μια χαρά κρατάνε τα πόστα ακόμα –ας είναι καλά ο Κουφός… Αν ήμασταν σαν αυτούς θα έπρεπε να φωνάζουμε για να πάνε Μακρόνησο με ενδιάμεση στάση τις ταράτσες της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων. Αν ήμασταν χειρότεροι θα έπρεπε να τους τρώμε στεγνά στο δρόμο, μαζί με τις οικογένειές τους. Κάνουμε κάτι τέτοιο; Όχι. Ζητάμε κάτι τέτοιο;»
«Όχι αλλά…»
«Ε λοιπόν, αφού τους αφήνουμε να ζουν ανάμεσά μας, δεν είμαστε σαν κι αυτούς. Μπορεί να είμαστε πιο μαλάκες, μπορεί αύριο να το πληρώσουμε όταν ξαναπάρουν την εξουσία, αλλά σαν αυτούς δεν είμαστε μια φορά… Όταν όμως θέτουν δημόσια όλα αυτά τα σκατά που έχουν στο πρόγραμμά τους, πρέπει να δέχονται και την αντίθετη άποψη. Και η δικιά μου άποψη, η αντίθετη ας πούμε, είναι ότι θα πρέπει να υπάρχουν κοινοί κανόνες. Όπως δεν άφηνες κανέναν λεβέντη μου να εκφράσει άλλη άποψη όταν ήσουν στα πράγματα, έτσι πρέπει να δεχτείς ότι δεν θα αφήσουν κι εσένα, τώρα που δεν είσαι. Κάνω λάθος;»
Η ξανθιά ξεκαρδίστηκε.
«Πόσο απλά τα λύνει όλα αυτά η νέα γενιά, όταν εμάς μας πήρε νύχτες αξημέρωτες κι ατέλειωτους πονοκεφάλους για να μη βγάλουμε συμπέρασμα…» σχολίασε κοιτάζοντας το πιάτο της.
Είχε αρχίσει να μου τη βιδώνει η ξανθιά –ποια ήταν τέλος πάντων, η αρχηγός της φυλής;
«Την άποψή μου είπα», της ξεκαθάρισα κοφτά. «Δεν είμαι εκπρόσωπος καμιάς γενιάς γιατί ανήκω στην Άδεια Γενιά».
Και άναψα ένα νοητικό κεράκι στον ΆγιοΡίτσαρντ Χελπου μας είχε δώσει λέξεις για να πατάμε.
«Τι είναι η Άδεια Γενιά;» έσκυψε προς το μέρος μου η ξανθιά γεμάτη ενδιαφέρον.
«Μην του δίνεις σημασία –τα λέει κάτι τέτοια…» ξεκίνησε ο Πάρης που φοβήθηκε ότι χάνει πριν αρχίσει καν να παίζει.
«Δεν έχεις ακούσει για μας;» ξεκίνησα κοπιάροντας τα τρομερά τσιτάτα. «Λέμε, αφήστε μας να φύγουμε, πριν ακόμα γεννηθούμε –είναι σκέτος τζόγος όταν αποκτάς πρόσωπο –είναι εντυπωσιακό να παρατηρείς τι μπορεί να κάνει ο καθρέφτης…»
Ο Πάρης από δίπλα μου, έφερε τον δείκτη του δίπλα στο μηνίγγι του και τον στριφογύρισε, κοιτάζοντάς με, αλλά η ξανθιά έδειχνε μαγεμένη.
«Δικά σου είναι αυτά;» ρώτησε.
«Όχι βέβαια…»
«Ποιος τα λέει;»
«Βρέστο και πάρτο», έκανα όσο σηκωνόμουν.

Κάτι μου φώναξε από πίσω ο Πάρης αλλά δεν κρατιόμουν –το είχα φέρει το παιχνίδι σε ισοπαλία κι όσο τραβούσε, τόσο πιθανότερο να χάσω. Πήγα στη μηχανή, ξεκλείδωσα το πέταλο. Έχασα λίγο χρόνο να χαιρετήσω τις ΛεΜαν –εκεί την πάτησα.
Η ξανθιά βγήκε πίσω μου και με φώναξε. Γύρισα, ακουμπώντας στη μηχανή.
«Δεν είναι ευγενικό να φεύγεις έτσι», μου είπε κάπως επικριτικά.
«Δηλαδή, εδώ έβρισα τον δικό σου με το καλησπέρακαι τώρα ανακάλυψες ότι δεν είμαι ευγενικός;» γέλασα.
«Δίκιο είχες που του τα είπες –δεν είχε δικαίωμα…»
Ανασήκωσα τους ώμους. Υπήρχε ένα πρόβλημα εδώ πέρα –τα εξής δύο: Πρώτον –την ξανθιά τη γούσταρε ο Πάρης, άρα έπρεπε να πάω πάσο, δεύτερον –ήθελα να δω τι γίνεται με το πέσιμο στους χουντικούς και μια ξανθιά θα μου ήταν επιπλέον βάρος, τρίτον –γενικά…
Τότε βγήκε κι ο Πάρης, φρέσκος σα Μεγάλη Παρασκευή –ήρθε κοντά μας.
«Τι γίνεται; Πού πάμε;» ρώτησε.
«Για τα γραφεία της ΕΠΕΝ…» πρότεινα.
«Τρικάβαλο;»
«Εδώ δίπλα είναι –πετάγομαι να πάρω τσιγάρα κι έφτασα», ξεγλίστρησα πονηρά.
Ο Πάρης χαμογέλασε –βόλτα με την ξανθιά στο κέντρο της πόλης –το καλύτερό του.
«Τα λέμε εκεί», ξέκοψα πριν αλλάξουν τα πράγματα και έβαλα μπροστά τη μηχανή.

Και τώρα τι κάνουμε γέρο μου; Θα τους παρατήσεις σύξυλους; 

Πήγα μέχρι το μακρινότερο περίπτερο, στην πλατεία Συντάγματος, για να καθαρίσει λίγο το κεφάλι μου. Ήθελα να πάω όπως και δήποτε στο τζόγο με τους χουντικούς αλλά δεν είχα καμιά διάθεση να ξαναδώ την ξανθιά –κάτι με φόβιζε σ΄αυτή τη γυναίκα, κάτι μου έλεγε ότι ήμουν τυχερός που ψαχνόταν να της την πέσει ο Πάρης.  Ένα πράγμα, σα να ήθελε να σου ρουφήξει τη ζωή μέσα απ΄ τα μάτια αυτή η γυναίκα –κι εγώ δεν είχα αρκετή ζωή ούτε για πάρτη μου…

Γύρισα πίσω με τ΄ αυτιά κατεβασμένα, ψάρεψα στα στενά πέριξ του άντρου της ΕΠΕΝ για να μετρήσω κρυμμένους μπάτσους (τίποτα) πριν φτάσω πίσω από τους μαζεμένους, καμιά εκατοστή άγριοι που ρίχνανε ότι έβρισκαν πρόχειρο σε μια ταμπέλα του πρώτου ορόφου. Η ταμπέλα, με το σηματάκι και την επιγραφή της ΕΠΕΝ ήταν δεμένη σ΄ένα μπαλκόνι –το μπαλκόνι ήταν άδειο, αλλά άνοιγε τακτικά μια μπαλκονόπορτα και κάποιοι αόρατοι πέταγαν πέτρες στον κόσμο. Τις πέτρες τις μάζευαν από το μπαλκόνι μέχρι να σπάσουν τα τζάμια της μπαλκονόπορτας, μετά τούς πήγαιναν συστημένες.
Και τότε είδα την ξανθιά. Από κάπου είχε τσιμπήσει έναν πυροσβεστήρα και τον κοπάναγε στην κλειδωμένη εξώπορτα, ακριβώς από κάτω από το μπαλκόνι. Ο Πάρης, αριστερά της είχε πιάσει τοίχο και περίμενε.
Έκανα πίσω τη μηχανή και την πάρκαρα στο διπλανό στενό, έτρεξα αλλά η κατάσταση είχε αλλάξει. Η εξώπορτα κράταγε ακόμα, κόσμος είχε κρύψει την ξανθιά και οι φασίστες πέταγαν από τα παράθυρα τη μάνα τους και τον πατέρα τους. Ένα παιδί έκανε πίσω με ανοιγμένο κεφάλι. Ο κόσμος τρελάθηκε –έπεσαν όλοι μαζί στην πόρτα και ποδοπατήθηκαν μεταξύ τους. Αδύνατο να φτάσω στους δικούς μου…
Μ΄ έπιασε ένα τρέμουλο, σε λίγο θα είχαμε κόσμο στραπατσαρισμένο –σκοτωνόμασταν μόνοι μας, γαμώ το στανιό… Όρμησα στο μπούγιο κι έφαγα κάτι πράγματα στις πλάτες –πόνεσα αλλά εντάξει.
«Κάντε πίσω ρε μαλάκες», ούρλιαξα.
Κανένας δε φάνηκε να με ακούει –η πόρτα υποχωρούσε, αυτό ήταν αρκετό για να στριμωχτούν ακόμα περισσότερο, κάποιοι ούρλιαζαν αλλά δεν καταλάβαινα αν ήταν από πόνο ή χαρά.
Και τότε άκουσα τις κλούβες –οι υπόλοιποι δεν είχαν πάρει χαμπάρι, έτσι αφιονισμένοι που ήταν, έκανα λίγο πίσω και τους είδα να κόβουν την κυκλοφορία πριν κατέβουν.
«Μπάτσοι», ούρλιαξα και με πιάσανε τα γέλια.

Έβλεπα ότι η εξώπορτα κόντευε να πέσει και τότε ήρθαν τρέχοντας οι μπάτσοι με τα γκλοπ –έκανα στην άκρη μη με πατήσουν, κι εκείνοι έπεσαν στις πλάτες των μαζεμένων.
Θα τους λιώσουν πάνω στον τοίχο, τρόμαξα, αλλά ευτυχώς υπήρχε ακόμα διέξοδος στα πλάγια του κτιρίου –ο κόσμος άρχισε να φεύγει κατά εκεί. Ταλαντεύτηκα προσπαθώντας να διακρίνω κατά που πήγαιναν οι δικοί μου κι έφαγα μια γκλοπιά στην πλάτη από έναν τεμπέλη μπάτσο. Πόνεσα.
«Σήκω φύγε ρε μουνί», μου φώναξε μέσα από το κράνος.
Διάλεξα ένα από τα δυο στενά και έτρεξα –στα 20 μέτρα κατάλαβα ότι πήγαινα λάθος, δεν είχα από εκεί τη μηχανή. Γύρισα πίσω, πέρασα ξώφαλτσα από τους μπάτσους, βρήκα τη μηχανή κι έβαλα μπροστά σε χρόνο dt. Πήγαινα αργά μην πατήσω κανέναν, γιατί πολλοί ήταν αυτοί που έτρεχαν –ευτυχώς οι μπάτσοι δεν κυνηγούσαν.
«Πάμε στους άλλους», ακούστηκε μια φωνή –βούτηξα έναν από το μπούγιο, «πού πάμε;» ρώτησα, «ΕΝΕΚ», φώναξε με τα μάτια θολά.
Δεν με αφορούσε πλέον η υπόθεση. Δεν έβλεπα προοπτική –θα πήγαιναν στα γραφεία των άλλων φασισταράδων, θα πετούσαν ότι έβρισκαν μέχρι να τους ξανακυνηγήσουν οι μπάτσοι.
Έκοψα τη μηχανή αριστερά κι απομακρύνθηκα –ο Πάρης με την ξανθιά δεν φαίνονταν πουθενά.

Οι μέρες μέχρι την επίσκεψη του φασίστα πέρασαν περίεργα. Προτίμησα να χαθώ από τα πέριξ –είχαν αρχίσει κιόλας να πυκνώνουν οι βόλτες των μπάτσων στην πλατεία, τη στήνανε όπου δεν έπεφτε το φως για εξακριβώσεις, προσαγωγές υπόπτων λόγω ντυσίματος ή κουρέματος –βρώμαγε κρατητήριο η περιοχή. Το προηγούμενο βράδυ πήγα όμως στονΠΗΓΑΣΟ, έπαιζε ένα συγκρότημα που με κόλλησε λόγω αφίσας, Χωρίς Περιδέραιο, το όνομα.  Όνομα ή ιδιότητα; Αυτό πήγα να μάθω –και τελικά ήταν ένα σκοτεινό παιδί που έλεγε περίεργες εικόνες από το μικρόφωνο με φωνή αγγελιοφόρου. Ο κόσμος από κάτω, τίποτα. Λίγοι και κουμπωμένοι. Δυο πλήκτρα, μια κιθάρα –αυτοί ήταν όλοι πάνω στο σκαλοπατάκι που χρησιμοποιούσε για σκηνή το μαγαζί. Κρατούσα μια μισοτελειωμένη μπύρα και άκουγα το παιδί να μου ξεκαθαρίζει κάτι απορίες, «Οι κάμποι της Αθήνας απεργούν/ τελικά βοή σημαίνει απραξία/ έχω ανάγκη από απεργοσπάστες/ απεργοσπάστες κρότους, κροταλίες».
Ένας πάνκης στράβωσε, σηκώθηκε από το τραπέζι του κι έφτυσε προς τη σκηνή, το παιδί τον κοίταξε χωρίς να αλλάξει έκφραση, «Ως εδώ, αρκεί»,φώναξε. Τσίτωσα. «Άλλο δεν μπορώ/ Όλο φεύγω κι όλο/ είμαι εδώ»,συνέχισε το παιδί κι εκείνη την ώρα, ένιωθε το μικρόφωνο σαν εχθρό –χτύπησε τα πλήκτρα θυμωμένα –τον αγάπησα επιτόπου.
Όταν τελείωσε το συγκρότημα, μάζεψαν στα γρήγορα κι εξαφανίστηκαν, στάμπαρα τον Άλκη στο διπλανό δωμάτιο να γελάει παρέα με κάτι Μηχανικούς –τον πλεύρισα.
«Τι ήταν αυτοί;» τον ρώτησα.
«Άπερκατ ή κορ-α-κορ, διίστανται οι απόψεις», ξεκαρδίστηκε.
Έτσι ήταν…

Το βράδυ του Λεπέν ξεκίνησε η πορεία από τα Προπύλαια. Πέρασα με τη μηχανή για να κόψω κίνηση –πολλοί οι μαζεμένοι, πάνω από τρεις χιλιάδες -θα γίνονταν περισσότεροι αφού ξεκινούσαν, ένιωσα δύναμη. Πέρασα μια γρήγορη από πλατεία –άδειο το μέρος, μονάχα μια διμοιρία ΜΑΤ παρκαρισμένη έξω από τη Μαρονίτα,  σε αναμονή. Έφυγα καρφί για Μαβίλη, πάρκαρα τη μηχανή, τσίμπησα μια μπύρα και περίμενα –δεν ήμουν μόνος.
Πατήσια, Κυψέλη και κάμποσοι από τα Εξάρχεια περίμεναν να φτάσει η πορεία –βρήκα τον Καβάτζα κουμπωμένο, αλλάξαμε δυο κουβέντες, δεν καταλάβαινε ούτε που βρισκόταν, τον παράτησα. Χαιρετήθηκα με κάτι πάνκηδες Χαλεπάδες που δεν ήξεραν ούτε από ποια χώρα ήταν ο Λεπέν αλλά ήταν πρόθυμοι να ρίξουν ξύλο σε όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Η πορεία έφτασε όταν τέλειωνα τη μπύρα μου, πέταξα το κουτάκι κι έψαξα πού να χωθώ.

Δε μου πήρε ώρα πολλή να βρω τους δικούς μου, άφησα να περάσουν τα μπλοκ των ΜουΛούδων, αγνόησα κάτι Αγωνίτες ξέμπαρκους, κορόιδεψα τους κρανοφόρους Ρηξάδες που πήγαιναν με βήμα, έφτασε μπροστά μου η ουρά –ασυντόνιστη, αεικίνητη, μια φασαρία από γέλια κανιβάλων. Δε μου πήρε πολύ να σταμπάρω τον Παπ, δίπλα του ο Μάκης, η Βιβή, ο Μάνος, η Μαρία χωρίς τον Αντώνη, ο Κύπριος, οι δυο Γιώργηδες και πιο πίσω ο Μαρκήσιος, ο Κανταϊφιας, ο Ζαχαρίας και κάμποσοι από τους θρυλικούς Αρχαίους.
«Πού είσαι εσύ; Ζεις;» με χτύπησε στην πλάτη ο Παπ.
«Μέχρι αποδείξεως του εναντίου…» χαμογέλασα.
Ο ΛΑΟΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑ –ΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΤΟΥΣ ΚΡΕΜΑ, ακούστηκε από το κεφάλι της πορείας.
«Ά λα, πάω τώρα για κρεμάλα», τραγούδησε από πίσω ο Κανταϊφιας.
Είχα το νου μου στα στενά που βγάζανε στο μεγάλο δρόμο –δεν μπορούσα να διακρίνω μπάτσους.
«Πού είναι ο μαλάκας;» ρώτησα τη Μαρία καθώς την πλεύριζα.
«Είχε πρόβα και μετά θα είναι κουρασμένος, έτσι μου είπε», μουρμούρισε συννεφιασμένη.
«Πρόβα, τα παπάρια μου…» μούγκρισα.
«Δε γίνεται να του πεις καμιά κουβέντα;» με παρακάλεσε.
«Κουβέντα δεν το βλέπω –καμιά σφαλιάρα γίνεται όμως», της ξεκαθάρισα.

Το ξενοδοχείο άρχισε να φαίνεται και η πορεία το γύρισε στο σημειωτόν. Πέσαμε στους μπροστινούς, κάτι τσάντες πλαστικές και πάνινες άλλαξαν γρήγορα χέρια, έβλεπα ήδη το κορδόνι των ΜΑΤ στο βγάλσιμο της Μιχαλακοπούλου. Η πορεία σταμάτησε για τις τυπικές διαπραγματεύσεις. Τα συνθήματα ανέλαβαν τη μουσική υπόκρουση –Ο ΛΕΠΕΝ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΥΠΟΧΩΡΕΙ, ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ, ΘΡΥΛΕ ΟΛΕ ΟΛΕ (σ΄αυτό το τελευταίο γύρισαν οι κομματικοί προς το μέρος μας και μας γαμωσταύρισαν –καθότι άμπαλοι).
Και τότε έγινε το ντου, έτσι στο ξεκάρφωτο, χωρίς οργάνωση και μαλακίες –απλά την έπεσαν από τα πλάγια στη γραμμή των ΜΑΤ, έφυγαν μολότωφ, πέτρες, ξύλα, νεράντζια, οι μπάτσοι ξαφνιάστηκαν. Έκαναν λίγο πίσω, να ανασυνταχτούν αλλά κυκλοφόρησε η φήμη πως έξω από το Κάραβελ έκαναν περιφρούρηση οι φασίστες και τίποτα δεν μας κρατούσε.
Βρεθήκαμε να τρέχουμε αφηνιασμένοι, ξερά τα στόματα από τις φωνές, τα μάτια γυρισμένα ανάποδα –θέλαμε να φτάσουμε τους φασίστες, μίσος και περιέργεια –πώς ήταν τέλος πάντων αυτά τα φρούτα;
Οι μπάτσοι είχαν κάνει ένα κύκλο και τους περνάγαμε από δεξιά κι αριστερά, «φυλάτε τους φασίστες, ντροπή σας», φώναζε ο κόσμος καθώς τους προσπέρναγε –φτάσαμε στα 50 μέτρα και τους είδαμε.
Κάτι κωλόπαιδα αγκαζέ με λίγους σιχαμένους κοιλαράδες –πριν προλάβω να τους πλησιάσω το βάλανε στα πόδια, χώθηκαν στα στενά, μπερδευτήκαμε. Οι περισσότεροι τους πήραν στο κυνήγι, εγώ έμεινα έξω από το ξενοδοχείο περιμένοντας παρέα για να μπουκάρουμε μέσα –φεύγανε οι πέτρες προς τη τζαμαρία, βροχή.
Είδα τον Καβάτζα με το Βαγγέλη να τρέχουν λυσσασμένοι, πίσω τους ο Πολέμαρχος και κάμποσοι άλλοι της πλατείας –βρίζανε και πετάγανε ότι είχαν, στο πουθενά.
«Εδώ θα γίνει ο τάφος τους», φώναζαν.
Κοντοστάθηκα –τι σκατά να έκανα; Κερδίζαμε αλλά δεν ξέραμε τι…

Είδα κόσμο να χτυπάει πεσμένους, είδα ξεβρακώματα και μπάτσους να ψάχνουν τοίχο, είδα πέτρες να σκάνε στα κεφάλια μας πεταμένες από δικούς μας, έκανα μια προσπάθεια να ανέβω μέχρι την είσοδο του ξενοδοχείου και τότε σκοτείνιασε ο τόπος.
Τα ΜΑΤ ανασυντάχτηκαν, έφτασαν μάλλον κι ενισχύσεις –βγαίνανε από παντού, μας πήραν τις πλάτες κι άρχισαν να μας λιανίζουν. Μπροστά το ξενοδοχείο, πίσω μας οι διμοιρίες, από τα στενά έβγαιναν ΜΕΑτζήδες με γκλοπ και περίστροφα. Βρήκαν ευκαιρία οι φασίστες και ξαναγύρισαν –έκαναν μια επίθεση αλλά έφαγαν ξύλο μαζεμένο, υποχώρησαν στα στενά και περίμεναν να βουτήξουν κανέναν ξεκομμένο.
«Τον ήπιαμε», κλαψούρισε ο Μάκης.
«Μαζί», φώναξε ο Παπ. «Να σπάσουμε τον κλοιό».
Κολλήσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο –δεν ήμασταν πάνω από 20 άτομα –η Μιχαλακοπούλου από κάτω, τίγκα στις κλούβες, βλέπαμε ήδη να μαζεύουν κόσμο, χειροπέδες και κλωτσιές στα κεφάλια όσων έπεφταν στην άσφαλτο.
Η Μαρία έκλαιγε, η Βιβή είχε φρικάρει –φώναξε «γουρούνια» και χίμηξε στην πλάτη ενός ΜΕΑτζή, τον έπιασε από τα μούτρα γυρεύοντας να του βγάλει τα μάτια, με το ζόρι την τραβήξαμε πίσω.
«Πάμε», είπε ο Παπ.
Τρέξαμε. Χωρίς να βλέπουμε –πέσαμε σε κάτι ΜΑΤατζήδες που δεν το περίμεναν, φάγαμε μπόλικες αλλά περάσαμε, είχε μια μικρή ανηφόρα αριστερά από το ξενοδοχείο κι από κει κάτι στενά, τραβήξαμε αριστερά προς Καισαριανή και τότε τους είδαμε να περιμένουν.
Κοντά 10 άτομα, με ρόπαλα στα χέρια –μας έδειχναν και φώναζαν, δεν τους φοβήθηκα αλλά έψαχνα να δω αν είχαν τίποτα μπάτσους μαζί τους. Δεν είχαν.
Σκύψαμε τα κεφάλια και ορμήσαμε, όταν φτάσαμε στα δυο μέτρα το έβαλαν στα πόδια –πρόλαβε όμως κάποιος δικός μας και κατέβασε έναν, πετυχαίνοντάς τον με πέτρα στο δόξα πατρί.
Δε χάσαμε χρόνο μαζί του –τρέξαμε μέχρι την πλατεία Καισαριανής κι εκεί σωριαστήκαμε σε κάποιο καφενείο, βλέπαμε από κάτω τον καπνό να σηκώνεται από το Κάραβελ.
 Άναψα τσιγάρο με χέρι που έτρεμε.
«Πού είναι ο Πάρης;» ρώτησα τη Βιβή.
«Ιδέα δεν έχω», απάντησε και είδα ότι μόλις τώρα κι αυτή συνειδητοποιούσε την απουσία του.
«Σήμερα ήταν μια μεγάλη μέρα για το κίνημα…» ξεκίνησε να αγορεύει ο Μάκης.
«Πες του να σκάσει γιατί θα του δαγκώσω το λαρύγγι», ζήτησε από τον Παπ η Βιβή.
«Μάγκες –ποιος θέλει μπύρα;» πετάχτηκε ο Μαρκήσιος δυο τραπέζια παρακάτω.
Κρατηθήκαμε αν και ήμασταν πιο ξεροί από τη Σαχάρα –αλλά ο Μάνος σηκώθηκε.
«Πάω να φέρω για όλους», προθυμοποιήθηκε.
«Είδες γιατί τον αγαπάω;» μου έκλεισε το μάτι η Βιβή.
«Είδες», είπα.

Άρχισαν να μαζεύονται κι άλλοι επιζήσαντες του Κάραβελ, γίναμε 5-6 τραπέζια μετά από καμιά ώρα, κόσμος με σκυμμένα κεφάλια, μελανιασμένος από το ξύλο –έτσι είναι οι νίκες;
Ένα παιδί από τη Νομική βρέθηκε δίπλα μου, μοιραστήκαμε ότι Καμήλες μου είχαν μείνει κι έμαθα ότι είχαν δέσει πολύ κόσμο εκεί κάτω και κάμποσοι έφυγαν με ασθενοφόρα. Δικοί μας σχεδόν όλοι… Έτσι είναι οι νίκες;

Πριν κοπούν εντελώς τα πόδια μου σηκώθηκα απρόθυμα –έπρεπε να γυρίσω πίσω στη Μαβίλη, να πάρω τη μηχανή. Κάμποσοι προσφέρθηκαν να μου κάνουν παρέα αλλά τους απέφυγα –δεν ήθελα κανέναν κι ήμουν σίγουρος ότι κανένας δε με ήθελε, απλά φοβόντουσαν να κυκλοφορήσουν μόνοι.
Οι δρόμοι δεν ήταν δικοί μας εκείνη τη νύχτα… Έτσι είναι οι νίκες;

Έκανα κύκλο για να αποφύγω τοΚάραβελ, κόλλαγα στους τοίχους όταν άκουγα φωνές –τα ΜΑΤ αλώνιζαν και στα στενά δεν ήξερες τι σε περιμένει, πέρασα από κάτι χαμόσπιτα με σκουπιδόκηπους, άκουσα φασαρία, κοντοστάθηκα.
Γέλια μαζί με κακαρίσματα….
Είδα κάτι πιτσιρικάδες να ξετρυπώνουν πίσω από ένα κοτέτσι –προσπαθούσαν να κάνουν ησυχία αλλά χάλαγαν τον κόσμο, τους περίμενα μέχρι να πηδήξουν την καγκελόπορτα.
«Τι κάνετε εκεί ρε μαλακισμένα;» ρώτησα.
«Κρυφτήκαμε από τους μπάτσους», μου είπε μια πιτσιρίκα με τζιν μπουφάν τίγκα στο καρφί.
«Στο κοτέτσι;» γέλασα.
«Άμα θες να φας φρέσκο αυγό…» με σκούντηξε ένας από την παρέα.
Χαμογέλασα και τους γύρισα την πλάτη. Ναι –έτσι είναι οι νίκες.

Η κυκλοφορία είχε ξαναπάρει μπροστά και η Μαβίλη ήταν γεμάτη φτηνιάρηδες που την έψαχναν να γίνουν με φρέσκια εμφιαλωμένη βενζίνη. Βρήκα τη μηχανή να με περιμένει, η σέλα ήταν γεμάτη υγρασία, μου ήρθε μια παρομοίωση με δάκρυα και διπλώθηκα στα δυο από τα γέλια.
Πήγα στο κοντινότερο περίπτερο, ψάχτηκα για ψιλά και αγόρασα ένα πλακέ Μεταξάτριάρι κι ένα φρέσκο πακέτο Καμήλες. Σωριάστηκα δίπλα στη μηχανή.

Ήπια για τις νίκες μας…

Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Birthday Party



13. «Μίσος και πόλεμος»

$
0
0
Προηγούμενα:

Κοίτα πώς έχουν τα πράγματα… Να πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Όταν βγάζαμε αυτιά, πιτσιρίκια Γυμνασίου ακόμα -μουσική δεν υπήρχε. Στο ράδιο έπαιζε «Τ΄άσπρα τα χεράκια σου τα γιασεμάκια σου» κι έβγαινε ο Μπονάτσος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με βαμμένο μάτι, «Εγώ είμαι ο Κάιν/ σε σκότωσα αδερφέ μου»,έβγαινε ένας Πολυχρονιάδης, «Αν ξανακατεβείς Χριστέ στη γη μας/ δε θα σου βάλουμε αγκάθινο στεφάνι, δε θα πονέσεις/ έχουμε ακόμα και στο θάνατο ανέσεις» -αυτά ακούγαμε κι οι γέροι βρίζανε –νομίζαμε ότι κάτι κάναμε, κατάλαβες;
Είχαμε κάτι πάνινες τσάντες και γράφαμε Doors«Theyvegotthegunsbutwevegotthenumbers», ξεφτιλίκια πράγματα –χίπικα –αλλά τι να κάνεις; Εμένα μου άρεσε εκείνος ο εξαϋλωμένος ο Πήτερ Χάμιλμε τους Βαν ντερ Γκρααφ, «Είναι ένα σπίτι χωρίς πόρτα/ κι εγώ ζω εκεί μέσα», -αυτό μάλιστα!
Είχε τότε ένα δισκάδικο στη γειτονιά, ο τύπος έπαιρνε δίσκους μεταχειρισμένους από την Αμερικάνικη Βάση κι έγραφε κασέτες, παραγγελία –πήγα μια μέρα, παράγγειλα μια ενενηντάρα, από τη μια πλευρά το WordRecordτων VanderGraaf («έπρεπε να λέγεται WorstRecord», είχε γράψει στο Ποπ & Ροκο Πητ Κωνσταντέας αλλά στα παπάρια μου). Έψαχνα τι να βάλω από την άλλη πλευρά της κασέτας –έπεσα σ΄ένα σάουντρακ ονόματι ThatSummer, ιδέα δεν είχα. Αλλά κάτι είχα ακούσει περί NewWaveκαι τα σχετικά –είπα στον τύπο να το γράψει κι αυτό.
Όταν το άκουσα, ξημέρωσε από τη δύση. Εύκολα πήγα λίγο πιο πίσω, έπεσα πάνω στο πανκ, SexPistols–είχαν ήδη διαλυθεί, είχε πεθάνει ο Σιντ, έφτασα αργοπορημένος ως συνήθως, αλλά δεν είχε σημασία. Κάπως έτσι ξεκίνησε…

Καπάκι ξεκίνησαν κι οι συναυλίες –είχε να έρθει συγκρότημα στην Ελλάδα από την εποχή των Στόουνς λίγο πριν τη χούντα και ήρθαν οι Police–εντάξει, δεν ήταν τίποτα σπουδαίο αλλά για μας ήταν τα πάντα. Νιώσαμε σαν τους βουνίσιους που βλέπουν πρώτη φορά στη ζωή τους θάλασσα. Μέτα ήρθε ο Γκάλαχερ, μετά έγινε το Τριήμερο στο Σπόρτινγκ και οι Birthday Partyμας σημάδεψαν με ένα πυρωμένο σίδερο μίσους όπως κάνανε στα κοπάδια οι καουμπόηδες των ταινιών. Πολύ ξύλο όμως…
Σε κάθε συναυλία τη στήνανε απέξω οι μπάτσοι, κάνανε διπλή σειρά και βαράγανε –ενίοτε μπουκάρανε και μέσα -δακρυγόνα, μάνικες, ωραία πράγματα…

Στην αναμπουμπούλα πετάχτηκαν και τα δικά μας συγκροτήματα –κάθε γειτονιά κι ένα γκρουπάκι, πέρναγες το καλοκαίρι από το δρόμο και νόμιζες ότι σου βάλανε μουσική υπόκρουση –της αγίας πρόβας γινόταν παντού. Τα δικά μας συγκροτήματα δεν έπαιζαν καλά -έπαιζαν όμως δυνατά –μας κορόιδευαν οι ροκάδες οι σεβάσμιοι, αλλά όταν είσαι 16 χρονών θέλεις να παίρνει φωτιά η σκηνή, όχι να βλέπεις τον κιθαρίστα, αγγούρι όρθιο, να σολάρει για κάνα μισάωρο –αν ήταν έτσι θα πήγαινες στο κατηχητικό ή στην συμφωνική ξέρω ΄γω…
Τα καλά τα μαγαζιά των λαδέμπορων δεν δέχονταν στις αρχές τα δικά μας συγκροτήματα -παίζανε λοιπόν σε συνοικιακά μαγαζιά σαν τηνParanoid, μετά ανοίχτηκαν στη Σοφίτα και την Αρετούσα, γίναμε θαμώνες Πλάκας, βρήκαμε κι άλλους σαν κι εμάς από διαφορετικές συνοικίες –νιώσαμε πολλοί κι ας μην ήμασταν ούτε διακόσιοι. Πηγαίναμε σκόρπια διαδήλωση με παπιά και μηχανάκια τρικάβαλα όταν έπαιζαν οι Stress -σ΄ εκείνα τα μέρη μάθαμε τους Ανυπόφορους, τους ExHumans, τοΛάμπροτον RR, τους Villa 21, τουςClownκι άλλους πολλούς. Μια ωραία μέρα περάσανε το νόμο για τις τουριστικές περιοχές και την ηχορύπανση, μας κλείσανε τα στέκια και μας σκούπισαν οι μπάτσοι έξω από την Πλάκα.

Εντάξει, μπορείς να αλλάξεις τη ροή αλλά δεν μπορείς να σταματήσεις το ρεύμα –έγινε ο Πήγασος, μαζευτήκαμε στα Εξάρχεια, δυναμώσαμε αντί να διαλύσουμε. Βλέπεις, είχε το θεατράκι στου Στρέφη, είχε την πλατεία, από κάτω τα Προπύλαια και η Κοραή, από δίπλα οι σχολές –Πολυτεχνείο, Νομική, Χημείο, ΑΣΟΕΕ… Γύρεψαν να μας σκουπίσουν από το δωματιάκι και μας σκόρπισαν στο σαλόνι τους, αυτό έπαθαν.
Τους πήρε λίγο να το καταλάβουν κι όταν μας ένιωσαν στο πετσί τους, ξαμόλησαν τους πρασινοφρουρούς που τους έλεγαν Αγανακτισμένους Πολίτες, γιατί ο σοσιαλιστής ο Παπαντρέας πρόσεχε το προφίλ του –έρχονταν οι λαϊκατζήδες έξω από τις συναυλίες και ρίχνανε ξύλο με καδρόνια γιατί κάναμε κατάχρηση της ελευθερίας που μας χάρισαν και δεν εκτιμούσαμε ότι μπορούσαμε πλέον να τραγουδήσουμε ότι θέλουμε, δηλαδή από Μίκη Μάους, μέχρι Μπακαλάκο, Μικρούτσικο, Μαρκόπουλο –άνετα… Δεν εκτιμούσαμε οι αχάριστοι ότι μπορούσαμε πλέον όποτε θέλαμε να κάνουμε την επαναστατική μας γυμναστική και να βολτάρουμε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»…

Χρειαζόμασταν αναμόρφωση…

Από κοντά και οι τιμημένοι Κνίτες και οι οικοδόμοι του Κόμματος που κάνανε κουμάντο στις Σχολές. Ήμασταν ελεύθεροι, μπορούσαμε να πούμε και να κάνουμε ότι θέλουμε, αρκεί να παραμέναμε εσώκλειστοι και να μην ενοχλούμε τους γείτονες. Ελευθερία… Άκου τώρα… Σεπτέμβρης με το που άνοιγαν οι Σχολές, βγήκαν οι αφίσες για συναυλία στην ΑΣΟΕΕ –South, Γενιά του Χάουςκι άλλοι πολλοί. Είχα ξεκινήσει να πάω με την Αλέκα γιατί γκρίνιαζε στη Σχολή ότι κανένας δεν τη βγάζει βόλτα και ήμασταν όλοι μαλάκες που βαριόμασταν να κουνηθούμε –έτυχε να είμαι στην παρέα, ήξερα για τη συναυλία, θα πήγαινα, της πρότεινα –δέχτηκε.
Ήμασταν λοιπόν στημένοι έξω από την ΑΣΟΕΕ, κοιτάζαμε τα σκαλάκια αλλά η πύλη κλειδωμένη, τύπου «Εδώ Πολυτεχνείο».
«Δεν πάμε για καμιά μπύρα;» είχε προτείνει η Αλέκα.
Είχα αρνηθεί. Πρώτον ήθελα να δω τη συναυλία και δεύτερον δεν ήθελα να ξεμοναχιαστώ με την Αλέκα. Άλλωστε ήταν όλοι εκεί. Οι Εξαρχειώτες, ο Άλκης…
Στο δίωρο πάνω είχε βγει ένας πάνκης να μας ανακοινώσει ότι η Πανσπουδαστική δεν επιτρέπει τη συναυλία στην ΑΣΟΕΕ και μεταφερόμαστε στο Πολυτεχνείο. Είχαμε ξεκινήσει με τα πόδια –σιγά την απόσταση –αλλά στη διαδρομή κάναμε μερικές στάσεις, για ανεφοδιασμό, για να ψήσω την Αλέκα ότι η συναυλία θα ήταν καλή και έπρεπε να τη δούμε κι όχι να την πέσουμε σε τίποτα μαγαζιά για τα περαιτέρω (αυτά τα περαιτέρω ήθελα να αποφύγω), τέλος πάντων…
Όταν φτάσαμε στο Πολυτεχνείο γινόταν κόλαση. Οι Πανσπουδαστικάριοι είχαν κλειδώσει την πύλη της Στουρνάρη και πέταγαν από μέσα πέτρες, μπουκάλια, νεράντζια… Απέξω οι πάνκηδες απαντούσαν, ντου πάνω στο ντου, φτάνανε έξω από την πύλη, έριχναν μολότωφ και κάνανε πίσω –μια οικογενειακή ατμόσφαιρα. Ήταν και κάτι μαλακιστήρια πίσω από τα κάγκελα που είχαν ξηλώσει τους πυροσβεστήρες και έριχναν στους απέξω.
«Πάμε να φύγουμε τώρα», είχε φρικάρει η Αλέκα.
Συμφώνησα –τι να κάναμε; Να παίζαμε πετροπόλεμο με τα ΚΝΑΤ; Συναυλία δε φαινόταν… Είχα κινηθεί στο απέναντι πεζοδρόμιο –είδα κάμποσους να κατεβάζουν τη βιτρίνα του Παπασωτηρίου, ήξερα ότι κάποια στιγμή θα πλάκωναν οι μπάτσοι και θα άρπαζαν τους άσχετους, γιατί όσοι σπάνε την κοπανάνε αγκαλιά με ότι βρουν πίσω από τη βιτρίνα. Είχα χάσει και την Αλέκα –πήγε η βλαμμένη και πέρασε ανάμεσα στους πάνκηδες και τους Πανσπουδαστικάριους, έφτασα πλατεία, γύρισα πίσω –την έψαχνα. Σε κάποια φάση με σκούντηξε ένα άσπρο κορίτσι, δεν είχα δώσει σημασία γιατί έψαχνα την Αλέκα, μαύρο μαλλί, μαύρο δέρμα, μαύρη μπλούζα, μαύρο τζιν –αλλά ήταν η Αλέκα, την είχαν πλακώσει μ΄ ένα πυροσβεστήρα και την είχαν κάνει σαν αρνητικό φωτογραφίας. Είχε πέσει γέλιο μπόλικο. Την επόμενη μέρα το γέλιο συνεχίστηκε με τους τίτλους από τις κωλοφυλλάδες «Οι πανκς τα σπάνε», «Νύχτα τρόμου και αναρχίας στην Αθήνα» και άλλα τέτοια αντικειμενικά. Δεν θυμόμουν να είχα ξαναδιαβάσει για πάνκηδες σε εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας –η παρέα κορόιδευε αλλά εγώ όχι και τόσο.
Δεν είχαν έρθει μπάτσοι στις φασαρίες του Πολυτεχνείου κι αυτό σήμαινε ότι ετοιμάζονταν για άγριο ξύλο –απλώς, σαν τις μαλακισμένες γκόμενες έκαναν ναζάκια για να τους πεθυμήσουν οι νομοταγείς πολίτες. Βάλε και την αβάντα από τις φυλλάδες…

Το γεγονός είναι ότι έπηξε από λίγο-λίγο η περιοχή στους μπάτσους. Μέχρι και στον Πήγασο άρχισαν τα ντου, μας μάζευαν για εξακρίβωση, μας πήγαιναν στο διπλανό Τμήμα, μας κράταγαν μέχρι το πρωί και μας άφηναν αφού είχαμε χαραμίσει το βράδυ μας. Έτσι –για σπάσιμο, οι καργιόληδες.

Μετά κατέβηκαν στην πλατεία –αράζανε τις κλούβες, μια στη Στουρνάρη, μια στη Θεμιστοκλέους, ξαμολάγανε και κάποιους με πολιτικά στους πεζόδρομους κι αρχίζανε το πρόγραμμα. Γκλοπ να χτυπάνε στους τοίχους των πολυκατοικιών, επελάσεις τύπου ήρθαν οι Ούννοι, ξύλο ανελέητο, κυνηγητό στου Στρέφη και μάζεμα. Τους πήγαιναν στην Ασφάλεια, τους βαράγανε όλη νύχτα και το πρωί τους άφηναν για να τους ξαναπιάσουν την επόμενη. Από Σεπτέμβη που είχε γίνει ο ντόρος στο Πολυτεχνείο μέχρι τα τέλη του χρόνου –δεν ησύχασαν οι σιχαμένοι…

Τώρα λοιπόν, μετά το Λεπέν, πέρασαν σε άλλη πίστα –είχαν και έξτρα κανονάκια τα καινούργια πρωτοσέλιδα των κωλοφυλλάδων… Στην αρχή την έπεσαν στα γραφεία της Ρήξης, κάποια εκδήλωση γινόταν εκεί –μαζεύτηκε πολύς κόσμος, από πίσω και τα ΜΑΤ, έβγαινε ο κόσμος, έριχνε πέτρες και ξανάμπαινε –έκανε κονέ ο Καραμπελιάς με τους μπάτσους, την κοπάνησαν οι Ρηξάδεςκαι μετά μπήκαν τα ΜΑΤ μέσα και μάζεψαν τους υπόλοιπους, ένας σκασμός συλλήψεις… Πιάσανε και τον Καραμπελιά, τον πήγαν στην Ασφάλεια και τον άφησαν τσάκα-τσάκα, έγραψε μια σύλληψη στο ενεργητικό του ο μέγας αγωνιστής.

Ήταν απόγευμα, ψωφόκρυο, κι εμείς μαζεμένοι μέσα στου Βαστάζου, κοιτάζαμε από το βρόμικο τζάμι τη Σχολή αλλά δε λέγαμε να κουνήσουμε. Πάρης, Βιβή, Μάνος –είχαμε στρώσει ένα τούβλο ονόματι Διοικητικό Δίκαιο, σελίδες 1.827 χώρια τα παροράματα και έπεφτε το δούλεμα σύννεφο γιατί σα μαλάκες το πήραμε επιλογή –στο διπλανό τραπέζι ο Κύπριος με τους δυο Γιώργους και κάτι Αγωνίτισσες πίνανε ανάλυση περί Τσαουσέσκου και μελετούσαν δυο καραφάκια ούζο 12.
«Για λέγε τώρα…» έσκυψα προς τον Πάρη.
«Τι να πω…» μουρμούρισε.
«Για την ξανθιά ρε μαλάκα», τον σκούντησα.
«Δεν κατάλαβες ποια ήταν;» απόρησε ο Πάρης.
«Ήταν κάποια διάσημη;» απόρησα με τη σειρά μου.
«Η Βουγιουκλάκη;» χώθηκε ο Μάνος.
«Όχι –η Καρέζη που τα άφησε στο φυσικό τους», τον γείωσε ο Πάρης.
«Λέγε ρε πούστη –μας έσκασες», φούντωσε η Βιβή.
Ο Πάρης χτύπησε το άφιλτρο στο πακέτο του και το άναψε ανάποδα –φόρος τιμής στους παλιούς κομμουνιστές, ας πούμε… Μετά μας σφύριξε ένα όνομα που δεν μου έλεγε τίποτα απολύτως –κάποια δημοσιογράφος –η Βιβή σφύριξε με θαυμασμό.
«Έλα ρε συ…»
Ο Πάρης άραξε πίσω στην ψάθινη καρέκλα με ύφος.
«Παρακάτω…» ζήτησα.
«Όταν έφτασαν οι μπάτσοι έξω από την ΕΠΕΝ κι ο κόσμος άρχισε να τρέχει, εκείνη απλώς έβγαλε τη δημοσιογραφική της ταυτότητα και καθάρισε. Μόνο υπόκλιση που δεν της έκανε ο αρχι-μπάτσος… Μετά πήγαμε στο άλλο ντου, στην ΕΝΕΚ –κι εκεί τα ίδια. Α ναι –ρώτησε για σένα…» με κοίταξε χαμογελώντας.
«Κι εγώ ρώτησα γι΄ αυτήν, άρα είμαστε πάτσι», του είπα.
«Τι έγινε μαλακισμένο; Σε γούσταρε και το έπαιξες σκληρός;» με κορόιδεψε η Βιβή.
«Ποιον γούσταρε –σύνελθε…» κούμπωσα. «Κι εσύ, συνέχισε», έκανα στον Πάρη.
«Εντάξει, μετά το νταβαντούρι φύγαμε, είχε να πάει σ΄ένα μαγαζί και με πήρε μαζί της…»
«Έλα ρε τεκνό…» σφύριξε η Βιβή.
«Παίζει την άλλη φορά που θα τη δεις να καλέσεις κι εμάς;» ζήτησε ο Μάνος.
«Ήταν διάφοροι εκεί πέρα –οι περισσότεροι Ελευθεροτυπίακαι κάμποσοιΈθνος–δημοσιογράφοι δηλαδή… Τράβηξε μέχρι αργά και στο τέλος…» έσβησε αργά το τσιγάρο ο Πάρης.
«Στο τέλος;» ρώτησε ο Μάνος.
«Ξέχασα να σας πω, εκεί πέρα γνώρισα και τη Ρένα…»
«Ρένα;»
Ο Πάρης τράβηξε μια Ελευθεροτυπίααπό ένα άδειο τραπέζι στα δεξιά μας, ξεφύλλισε και μας έδειξε ένα άρθρο στις μέσα σελίδες.
«Αυτή;» απόρησε η Βιβή.
«Ναι…» παραδέχτηκε σεμνά ο Πάρης.
«Αυτή είναι συμμαθήτρια της γιαγιάς μου», είπε η Βιβή.
«Κόψε κάτι…» ζήτησε ο Πάρης.
«Εντάξει –όχι συμμαθήτρια… Ήταν δυο τάξεις μικρότερη», διόρθωσε η Βιβή.
Ο Πάρης μάγκωσε κάπως. Η Βιβή τον πήρε γραμμή.
«Σε πήδηξε το πουρό ρε μαλάκα;» ξεκαρδίστηκε.
«Γιατί η άλλη…» έκανε ο Πάρης.
«Η άλλη ρε ηλίθιε είναι θεία, αυτή είναι θείτσα…» του εξήγησε η Βιβή.
«Τι ξέρεις εσύ βλαμμένη…» ξεκίνησε ο Πάρης, αλλά τον έκοψα.
Δεν είχα όρεξη για διπλωματικά επεισόδια. Άσε που εκείνη την ώρα μπήκε κι ο Αντώνης, βαρύς σαν κιβώτιο σε τελωνείο κι εξίσου παρατημένος. Μας είδε, κοντοστάθηκε. Του έκανα νόημα να πλησιάσει –τράβηξε μια καρέκλα, κάθισε δίπλα στον Πάρη και του τράκαρε τσιγάρο.
«Πώς πάει;» μουρμούρισε.
«Όπως πάει –έτσι έρχεται», τον γείωσε η Βιβή. «Και τελικά τι έγινε; Πού χάθηκες τόσες μέρες;» ρώτησε τον Πάρη.
«Ε να…»
«Στο Κάραβελ δεν ήσουν πάντως», είπε η Βιβή.
«Όχι…»
«Πού ήσουν;»
«Είχε μια εκδήλωση στην Ένωση Συντακτών Ξένου Τύπου…»
«Είσαι μαλάκας παιδάκι μου;» του χώθηκε η Βιβή.
Ο Αντώνης με τράβηξε από το μανίκι.
«Πάμε δίπλα να σου πω», μου σφύριξε.

Καθίσαμε σ΄ένα τραπέζι δίπλα στο ψυγείο του μαγαζιού –κάτι μπύρες παρατημένες από το προηγούμενο καλοκαίρι μάς χαιρέτησαν νοσταλγικά.
«Λέγε», του ζήτησα.
«Φιλαράκι, τα έχω κάνει σκατά…» κλαψούρισε.
«Πες μου κάτι που δεν ξέρω», σχολίασα.
«Κοίτα –αυτό που είπα τις προάλλες…»
«Χέσε μας ρε Αντώνη, προχώρα στο παρασύνθημα», τον έκοψα.
«Θέλω μια χάρη…»
«Τώρα μιλάς», χαμογέλασα.
«Τι δηλαδή -ότι μόνο για χάρες;»
«Τώρα σ΄ έχασα πάλι», τον γείωσα.
«Έχω να βρω έναν τύπο σήμερα και θέλω να πάμε παρέα».
«Τι τύπο;»
«Έναν….»
«Άι γουέτινγκ φορ μάι μαν φάση;»
«Κάπως έτσι…»
«Κι εμένα τι με θέλεις; Να κρατάω φανάρι;»
«Θα κουβαλάω φράγκα…»
«Κι αν σου την πέσουν να στα φάνε, να μοιραστούμε το ξύλο…»
Έστρωσε τα μαλλιά του αμίλητος.
«Ρε φίλε, βαρέθηκα…» του ξεκαθάρισα.
Δε μίλησε.
«Με τη Μαρία τι γίνεται;»
«Γάμησέ με τώρα και μ΄ αυτή…»
«Της το ξέκοψες πάει να πει;»
«Όχι αλλά…»
«Είδες λοιπόν που είσαι αρχίδι;»
Έσκυψε πάλι το κεφάλι, μου τράκαρε μια Καμήλα και μαλακίστηκε με το ζίπο για ώρα πολλή.
«Εντάξει ρε παπάρα –πότε φεύγουμε;» τον ρώτησα αρπάζοντάς του τον αναπτήρα.
Χαμογέλασε.
«Είσαι ξηγημένος», είπε.
«Μαλάκας είμαι –προχώρα παρακάτω…»
«Σε καμιά ώρα…»
«Εντάξει –ραντεβού στο προαύλιο, στη μηχανή. Έφευγες;» ρώτησα καθώς σηκωνόμουν.
Είχα γίνει Ζέπελιν –λίγο ακόμα και θα τον πλάκωνα τον πούστη…

Πήγα και ξανακάθισα με τους υπόλοιπους.
«Τι τρέχει μ΄ αυτόν;» με ρώτησε η Βιβή.
«Τι να τρέχει –τίποτα δεν τρέχει», σήκωσα τους ώμους.
«Ακούγονται διάφορα…» παρατήρησε.
«Εμένα ν΄ ακούς», την έκοψα.
Πήγε να μιλήσει αλλά το μετάνιωσε –ήταν ξύπνιο παιδί η Βιβή.
«Ήθελα να σου πω πριν φύγεις…» με έπιασε από το χέρι ο Πάρης.
«Δεν πάω πουθενά…» μουρμούρισα αχρείαστα.
«Πριν φύγεις προηγουμένως…»
«Εντάξει –πες».
«Η…»
«Η ξανθιά;»
«Ναι. Θέλει να κάνει ένα άρθρο –θα πάρει συνεντεύξεις…»
«Και τι με νοιάζει εμένα;»
«Μου είπε να της τηλεφωνήσεις».
«Εντάξει…»
Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί και μου το έδωσε. Κοίταξα –τα γράμματά της, πλαγιαστά με μυτερές άκρες σα νύχια αρπακτικού. Δίπλωσα το χαρτί, το κράτησα στη χούφτα μου. Ο Πάρης δεν μπορούσε να κρύψει την ενόχλησή του –προτιμούσε χίλιες φορές την ξανθιά, αλλά ήταν θολωμένος και δεν ένιωθε το πόσο τυχερός είχε σταθεί που η ξανθιά δεν ασχολήθηκε μαζί του.
Σηκώθηκα, τους χαιρέτησα και βγήκα από του Βαστάζου με αργά βήματα –έκανε ψόφο έξω, κουμπώθηκα και στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ σούταρα το τηλέφωνο της ξανθιάς με ραβέρσα μετά από προσποίηση. Δε μπήκε…

Ο Αντώνης με περίμενε δίπλα στη μηχανή, καθισμένος σ΄ένα πεζούλι με το κεφάλι σκυφτό.
«Δηλαδή ρε τύπε, θέλεις να μου πεις ότι θα πάμε πλατεία μέσα στο χαμό για να κάνεις ντηλ;» τον ρώτησα λες και δεν είχαμε διακόψει την κουβέντα πριν από ώρα.
«Ποιο χαμό;» απόρησε.
«Πού ζεις εσύ; Μέχρι και όνομα του έχουν δώσει –ΑΡΕΤΗ κι έτσι… Κάνουν συνέχεια σκούπα…»
«Άστους να κάνουν…»
«Δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει, αλλά είσαι μαλάκας», σχολίασα ξεκλειδώνοντας τη μηχανή.
«Πες μας κάτι καινούργιο», σήκωσε τους ώμους.
Φύγαμε απρόθυμοι να μπλέξουμε αλλά σίγουροι ότι την έχουμε πατήσει εκ των προτέρων.

Άφησα τη μηχανή στο στενάκι της Γραβιάς, για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο –πήραμε την ανηφόρα με τα πόδια, ο Αντώνης έτρεχε σχεδόν.
«Κόψε λίγο», του ζήτησα.
«Έχουμε αργήσει», είπε.
«Αφού έτσι κι αλλιώς θα περιμένουμε…» απάντησα στον αέρα.
Η Μπενάκη ήταν πιο άδεια από Κυριακή του Αυγούστου. Είχε πέσει και το σκοτάδι, απειλητικές σκιές ξεκόλλαγαν από τις εξώπορτες των κτιρίων –Αρπύιες, Ερινύες, τα πλοκάμια του Μεγάλου Κθούλου –μια παρέα ήμασταν όλοι.
Όσο πλησιάζαμε την πλατεία δυνάμωναν οι φωνές, ένιωσα έναν κόμπο στο στομάχι αλλά ο Αντώνης δεν καταλάβαινε Χριστό. Σε κάποια φάση είδα τύπους με καδρόνια να πετάγονται από έναν πεζόδρομο, τον βούτηξα και τον έχωσα στο βαθούλωμα που έκανε η εξώπορτα μιας πολυκατοικίας.
«Τι έπαθες;» έκανε αγριεμένος.
Του έδειξα τους τραμπούκους. Περνούσαν από το απέναντι πεζοδρόμιο –κοντοστάθηκαν για να κατεβάσουν τη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου και έφυγαν τρέχοντας.
«Τι είναι αυτοί;»
«Δικοί μας δεν είναι πάντως…»
Συνεχίσαμε το δρόμο μας. Η πλατεία ήταν ποντικοπαγίδα –ΜΑΤ παραταγμένα έξω από τη Μαρονίτα,  κλούβες παρκαρισμένες τριγύρω, φασαρία στα στενά… Το παίξαμε αδιάφοροι σε στυλ Μια ωραία πεταλούδα.
«Αγοράκια –κάντε τη γρήγορα, τελειώσανε οι καραμέλες», μας σφύριξε ένας μπάτσος καθώς περνάγαμε μπροστά από τα ΜΑΤ.
«Σοφή κουβέντα…» παρατήρησα.
Ο Αντώνης ούτε που με άκουγε. Εγώ πάλι, είχα ψιλοχεστεί έως και χοντρο… Θα μας λιώνανε εδώ μέσα, ήμουνα σίγουρος.
«Εκεί», με τράβηξε από το μανίκι ο Αντώνης.
Τι εκεί;
Και τότε τους είδα. Αραχτούς στις καρέκλες του κλειστού ΤΣΑΦ κι από τους πεζόδρομους να ρέουν τα στερημένα πρεζόνια –πολύ Καλκούτα η κατάσταση… Κοίταξα γύρω τους παραταγμένους μπάτσους, κοίταξα μπροστά τους ντήλερς αραχτούς –τι όμορφη νύχτα για εμπόριο…
Φτάσαμε μπροστά σ΄ένα γλίτση που δεν έκανε καν τον κόπο να μας κοιτάξει –ο Αντώνης άλλαζε πόδι αμήχανος όσο εγώ τσέκαρα περιμετρικά.
«Τι θες;» ρώτησε ο γλίτσης –στο γενικό.
«Σε είχα πάρει τηλέφωνο…» μουρμούρισε ο Αντώνης.
«Εντάξει…» είπε ο γλίτσης χωρίς να δείχνει ότι θυμόταν κάτι. «Κι αυτός ποιος είναι;»
Εμένα εννοούσε μάλλον.
«Η σχέση, το νταλαβεράκι του…» απάντησα.
Σήκωσε τα μάτια και με έκοψε αργά.
«Είσαι έξυπνος;» με ρώτησε.
«Όχι –πούστης», του απάντησα.
«Διώχτον», σφύριξε στον Αντώνη.
«Ίσα ρε καμπούρη», στράβωσα.
Κι αμέσως το μετάνιωσα, δεν είχα έρθει για κάτι τέτοιο αλλά όταν βγαίνεις να περπατήσεις και σου ζητάνε χαρτοσημασμένη άδεια και παράβολο για το κάθε βήμα –κάπου τα παίρνεις άσχημα…
«Τι είπε το μουνάκι;» πετάχτηκε ένας ανθυπογλίτσης και μας πλεύρισε –κάτι άστραψε στο δεξί του χέρι, έκανα δυο βήματα πίσω κι ο γλίτσης σηκώθηκε.
«Τι είπες ρε;» τσίριξε.
Τα ΜΑΤ κουνήθηκαν –κάποιοι έτρεξαν μέσα από την πλατεία προς το μέρος μας.
«Φύγε», φώναξα στον Αντώνη κι έτρεξα προς Σπύρου Τρικούπη –μαλακία μου γιατί κι εκεί είχε ΜΑΤ -ποντικοπαγίδα…
Γύρισα πίσω, τα πρεζάκια ανέβαιναν προς Στρέφη, οι ντήλερ κοντοστέκονταν αδιάφοροι, ο Αντώνης έφευγε προς Στουρνάρη. Έκανα να τον ακολουθήσω αλλά βγήκαν κάποιοι με πολιτικά και γκλοπ από το μπατσοκαφενείο, μου έκοψαν το δρόμο.
Έστριψα και πέρασα μέσα από την πλατεία, τα ΜΑΤ είχαν σκορπίσει και κυνηγάγανε κόσμο –κατέβηκα τη Μπενάκη, σφαίρα. Απορούσα κιόλας πώς δεν έπεσα πάνω σε καμιά διμοιρία. Ακούμπησα σ΄ένα ΚΑΦΑΟ για να ξελαχανιάσω, κοίταξα τριγύρω –οι φωνές δυνάμωναν αλλά κόσμο δεν έβλεπα. Είδα όμως μια αφίσα κολλημένη κι ανακάλυψα ότι ήμασταν γκράντε μαλάκες γιατί σήμερα γινόταν διαδήλωση διαμαρτυρίας για την αποφυλάκιση όσων είχαν πιάσει στη Ρήξη.  
Ήμουν κοντά στη μηχανή πλέον –τι έπρεπε να κάνω; Να την πάρω και να ψάξω τον Αντώνη ή να πάω με τα πόδια; Αποφάσισα το δεύτερο γιατί η μηχανή είναι βάρος άμα σε μπλοκάρουν οι μπάτσοι. Ή θα τους πατήσεις ή θα σε πατήσουν…

Τράβηξα για Πατησίων μέσα από τα στενά, αν δεν πετύχαινα εκεί τον Αντώνη θα το πήγαινα όλο κάτω, από Στουρνάρη μέχρι πλατεία. Παπάρια…
Στα 200 μέτρα ανακάλυψα από πού έρχονταν οι φωνές –τουμπαρισμένοι κάδοι απορριμμάτων κι από πίσω 5-6 παιδιά πετάγανε πέτρες στους μπάτσους. Άλλαξα δρόμο, έπεσα πάνω σε κάτι τραμπούκους –ένας απ΄ αυτούς με είδε, έκανε νόημα στους υπόλοιπους, έστριψα κι άρχισα να τρέχω. Τα πάντα κλειστά –πέτυχα μόνο ένα άνοιγμα προς Ακαδημίας και βγήκα στο μεγάλο δρόμο, όσο να πεις, είσαι πιο σίγουρος κάτω από τα φώτα…

Η Ακαδημίας είχε βομβαρδιστεί κανονικά –σπασμένες βιτρίνες, αυτοκίνητα που κάπνιζαν αρειμανίως, σπασμένα γυαλιά στο οδόστρωμα… Κοντοστάθηκα μπερδεμένος, τι σκατά έκανα εδώ πέρα; Η μηχανή μου ήταν δυο στενά πίσω, ο Αντώνης χαμένος –πείναγα κιόλας, μήπως να χτύπαγα κάνα σουβλάκι; Γέλασα μάλλον αλλά μου κόπηκε στα σίγουρα όταν είδα κάτι παιδιά να έρχονται τρέχοντας από τη μεριά της Ομόνοιας. Πίσω τους λάμψεις και καπνοί –σε λίγο οι λάμψεις ήταν παντού γιατί άρχισαν να βγαίνουν ΜΑΤ από τους γύρω δρόμους, δακρυγόνα, σκατά, πού ήταν κρυμμένοι όλοι τους;
Τα παιδιά που έρχονταν τρέχοντας δεν ήταν πάνω από 20 κι όλο λιγόστευαν γιατί πετάγονταν μπάτσοι από τα στενά και τα μάζευαν –όταν έφτασαν δίπλα μου είχανε μείνει 5 ή 6.
«Τρέχα», μου φώναξε ένας αδύνατος με καρό πουκάμισο.
Έτρεξα μαζί τους. Πηγαίναμε προς τις στάσεις των λεωφορείων αλλά σε λίγο είδαμε τα ΜΑΤ να παρατάσσονται μπροστά μας –σταματήσαμε.
«Τον ήπιαμε», λέω σε έναν διπλανό.
Τότε φεύγει ένα δακρυγόνο και σκάει στα πόδια μας, το βουτάει μια κοπέλα και τους το πετάει πίσω –ούρλιαξε γιατί κάηκαν τα χέρια της.
«Πάμε τοίχο», φώναξε κάποιος.
«Δεν θα κάτσω να με πιάσουν», φώναξε κάποιος άλλος.
Οι μπάτσοι μας είχαν στα 100 μέτρα, μπρος-πίσω.
Μπήκαμε στο στενάκι δίπλα στην ΕΛΛΗ.
«Είναι ανοιχτά», ούρλιαξε ένα παιδί, δείχνοντας την πόρτα μιας πολυκατοικίας.
Κι όχι μόνο αυτό –ήταν ένας γέρος στην πόρτα και μας έκανε νόημα να μπούμε μέσα –μπήκαμε τρέχοντας, ανεβήκαμε μια σκάλα όσο ο γέρος κλείδωνε πίσω μας.

Στον πρώτο όροφο χωθήκαμε σε μια ανοιχτή πόρτα –τότε κατάλαβα ότι ήταν τα γραφεία της ΕΔΑ. Είχε κόσμο μέσα, κάθονταν στο πάτωμα ή σε καρέκλες πίσω από τραπέζια και μιλούσαν μεταξύ τους, δε μας έδωσαν σημασία.
Ανέβηκε πίσω μας ο γέρος που μου φάνηκε κάπως γνωστός.
«Καθίστε εδώ μέχρι να φύγουν», μας είπε χαμογελαστός.
«Ευχαριστούμε κύριε Γλέζο», ψέλλισε ένα παιδί και τότε κατάλαβα ποιος ήταν.
«Θέλετε κάτι; Ένα νερό; Κάτι να φάτε;» ρώτησε.
«Νερό», ζήτησαν κάνα δυο παιδιά.
«Κατουρήθηκα», είπε η κοπέλα που είχα δει πριν να πετάει πίσω το δακρυγόνο.
Γυρίσαμε και την κοιτάξαμε –ήταν ήρεμη αλλά κάμποσο αμήχανη.
Ο γέρος την πήρε από το χέρι και χάθηκαν στα μέσα δωμάτια –εγώ σωριάστηκα δίπλα σε μια μπαλκονόπορτα. Απέξω ακούγονταν θόρυβοι κι εκρήξεις. Άναψα μια Καμήλα, έψαξα τριγύρω για τασάκι –δε βρήκα εύκαιρο.
Σηκώθηκα με κόπο, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα και βγήκα έξω. Το κρύο με επανέφερε –κοίταξα κάτω, τα ΜΑΤ είχαν πατήσει το στενό και κοίταζαν προς τα πάνω.
«Κατεβείτε κάτω πουστράκια», φώναζαν.
«Σε 10 λεπτά θα ανέβουμε», προειδοποιούσαν.
Είδα μια γλάστρα δίπλα μου –έκανα να την αρπάξω και να τους τη σκάσω στα κεφάλια αλλά κρατήθηκα. Ήμασταν σε γραφείο κόμματος, δε θα τολμούσαν να ανέβουν αλλά δεν υπήρχε λόγος να τους δώσω πάτημα…
Και τότε είδα 2-3 απ΄ αυτούς να κατεβάζουν με τα γκλοπ τη τζαμαρία στο ισόγειο, έσκυψα –ήταν τα γραφεία του ΚΟΔΗΣΟ –πήγαινα στοίχημα ότι αύριο θα το φόρτωναν σε μας κι αυτό οι φυλλάδες.
«Τι κάνουν τα γουρούνια;» ακούστηκε μια φωνή δίπλα μου.
Πετάχτηκα. Για πρώτη φορά είχα τη δυνατότητα να τη δω πιο προσεκτικά –μακρύ κατάμαυρο μαλλί όλο μπούκλες, πράσινα μάτια, έμοιαζε πιτσιρίκα αλλά δεν ήταν και τόσο… Φορούσε ένα κοντό δερμάτινο μπουφάν, κοντή κοτλέ μαύρη φούστα και ψηλές μπότες –μάλλον φορούσε και κάποιο χοντρό καλσόν πριν κατουρηθεί κι αναγκαστεί να το πετάξει μαζί με το βρακί της.
«Γαμιέστε ρεεε…» τσίριξε κρεμασμένη στο μπαλκόνι.
Ένας μπάτσος από κάτω της έκανε κωλοδάχτυλο.
«Βάλτο στη μάνα σου αρχίδι», του απάντησε.
Την τράβηξα πίσω.
«Εντάξει –ηρέμησε», της είπα σιγά.
Με κοίταξε, έκανε να με σπρώξει αλλά το μετάνιωσε, έπεσαν τα χέρια της στα πλευρά και χάθηκε το βλέμμα της στο τίποτα.
Την έβαλα να καθίσει μακριά από τα κάγκελα του μπαλκονιού, τράβηξα δυο Καμήλες, τις άναψα και της έδωσα τη μία.
«Φτηνά τη γλιτώσαμε», είπα.
Δε μίλησε. Φοβήθηκα ότι θα μου πάθαινε καμιά υστερία κι άντε μετά να βγάλεις άκρη…
«Πώς σε λένε;» τη ρώτησα.
«Τζούλια», είπε σιγά.
«Είσαι σε κάποια σχολή;»
«Στο Φυσικό…»
«Φυσικά…» συμπλήρωσα κάνοντας ηλίθιο χιούμορ στο οποίο δεν έδωσε την παραμικρή σημασία.
Υπολόγιζα ότι είχε πάθει κάποιο σοκ, απ΄ότι είχα διαβάσει, πρέπει να βοηθάς να ξεκολλήσει το μυαλό τους, να τους γυρίζεις πίσω στην καθημερινότητα.
«Έτος;» συνέχισα.
«Τρίτο».
Καλά την είχα κόψει για μεγαλύτερη… Και για πολύ ζόρικη γκόμενα επίσης…
Έσβησε το τσιγάρο στο μωσαϊκό του μπαλκονιού κι άρχισε να τρέμει από το κρύο, γύρισα προς το μέρος της και της κούμπωσα το μπουφάν –σκατά, μόνο για φιγούρα ήταν… Έβγαλα το δικό μου το αμπέχονο και της το έριξα σαν κουβέρτα. Με κοίταξε –ντράπηκα.
«Ευχαριστώ», είπε.
«Μήπως να πάμε μέσα;» πρότεινα.
«Όχι –δεν θέλω να μπω εκεί μέσα…»
«Γιατί;»
Με ξανακοίταξε. Κάπως άγρια αυτή τη φορά.
«Εσύ δεν κάνεις τίποτα άλλο εκτός από το να ρωτάς;» μου χώθηκε.
«Ναι –φτιάχνω και τσολιαδάκια και τα πουλάω στην Ακρόπολη», είπα απότομα.
Γύρισε το κεφάλι της αλλού –σκατά τα κάναμε, ως συνήθως…

Σηκώθηκα και πήγα μέχρι τα κάγκελα, κοίταξα κάτω, οι μπάτσοι είχαν φύγει. Βολτάρισα μέχρι την άλλη άκρη, κοίταξα στην Ακαδημίας –ακόμα τίγκα. Είχαν έρθει και κάτι Πυροσβεστικές, κάτι σκουπιδιάρικα –καθάριζαν τα ίχνη.
Ο λαιμός μου πονούσε από τα τσιγάρα και τα δακρυγόνα –οχτακόσα κιλά βαρύς ήταν ο αέρας εκεί έξω. Άρχισα και να κρυώνω, ο κλασικός μαλάκας ιππότης της συφοράς.
Γύρισα προς το μέρος της. Εξακολουθούσε να παρακολουθεί ανέκφραστη κάποια ταινία που παιζόταν στο πουθενά.
«Λοιπόν Τζούλια», ξεκίνησα την αγόρευση, «εδώ έξω τζάμπα μας τρώει το κρύο κι οι μπάτσοι είναι ακόμα στην Ακαδημίας, δε μας βλέπω να ξεμπερδεύουμε πριν ξημερώσει. Νομίζω ότι πρέπει να πάμε κατά μέσα, να δούμε πώς θα βολευτούμε γιατί θα μας βρουν κασάτους με το ξημέρωμα και, εγώ τουλάχιστον, δεν τρώγομαι… Τι λες κι εσύ;»
Με κοίταξε απορημένη σα να με έβλεπε πρώτη φορά.
«Έλα δίπλα μου», είπε.
Πήγα και σωριάστηκα.
«Πάρε με αγκαλιά», είπε.
Την τράβηξα κοντά μου αμήχανα.
«Πιο σφιχτά», είπε.
Την έσφιξα και τότε γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου και με φίλησε –κανονικό φιλί με γλώσσες κι απ΄ όλα. Υπέροχα. Απελπισμένα –λες και θα μας παίρνανε σε καμιά ώρα για το απόσπασμα. Μετά έγειρε το κεφάλι της στο στήθος μου κι αποκοιμήθηκε –άκουγα τη στρωτή ανάσα της όσο ψόφαγα από το κωλόκρυο.
Έκανα μια προσπάθεια να σκεπαστώ κι εγώ λιγάκι με το αμπέχονό μου –τζάμπα κόπος –αλλά το σώμα της με ζέσταινε. Μείναμε εκεί, τα μαλλιά της γαργαλούσαν το λαιμό μου όμως δε με πείραζε –σκεφτόμουν ότι δεν φορούσε τίποτα κάτω από τη φούστα και κάπως έτσι πρέπει να με πήρε ένας ύπνος άθλιος, σαν ταινία του Αγγελόπουλου –είδα τον Αντώνη να τον σέρνουν από τα μαλλιά όσο εκείνος έκλαιγε κι ένας γλίτσης πρεζέμπορος σκάλιζε τα δόντια μου με μια οδοντογλυφίδα πριν του τη φτύσει στα μούτρα, πετάχτηκα…
Με χάιδευε στο πρόσωπο.
«Έλα, δεν είναι τίποτα –κάτι ονειρεύτηκες…» μου ψιθύριζε.
«Συγνώμη», είπα.
«Δεν πειράζει –όλοι στα ίδια είμαστε», χαμογέλασε και με φίλησε στα χείλη.
«Σε ξύπνησα…» έκανα χαζά.
«Καλύτερα…» μου χαμογέλασε. «Σου έχω πάρει το μπουφάν, θα πάθαινες τίποτα από το κρύο…»
Συνέχισα να την κρατάω κοντά μου και τότε θυμήθηκα.
«Τα χέρια σου…» είπα.
«Λες για το δακρυγόνο…»
Πήρα τα χέρια της στα δικά μου, γύρισα τις παλάμες της προς τα πάνω για να τις δω –είχε δυο φουσκάλες στο δεξί χέρι και μια στο αριστερό.
«Τώρα που το λες, άρχισαν να τσούζουν», χαμογέλασε.
«Δεν έπρεπε να πω τίποτα λοιπόν», κορόιδεψα.
Γέλασε πάλι κι έγινε ακόμα πιο όμορφη.
«Πάμε μέσα να δούμε τι θα γίνει…» της είπα και τη σήκωσα.
Κοντοστάθηκε.
«Τι πρόβλημα έχεις;» απόρησα.
«Να μωρέ –ντρέπομαι…»
«Τι πράγμα;»
«Κατουρήθηκα –το ξέχασες;»
«Εντάξει –και τι έγινε;» απόρησα.
Με κοίταξε. Σοβάρεψε.
«Δεν κατουρήθηκα από φόβο», μου είπε σιγά.
Την κοίταξα κι εγώ –κατάλαβα.
«Γράψτους στ΄ αρχίδια σου –έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι θα κοιμούνται», προσπάθησα να την καθησυχάσω.
«Στ’ αρχίδια μου ε;» γέλασε.
«Τρόπος του λέγειν…» δικαιολογήθηκα.
«Ας πάμε μέσα», είπε.

Μπήκαμε. Το σκηνικό είχε αλλάξει –δεν υπήρχε πια κόσμος στα τραπέζια, κάποιοι κοιμόντουσαν διπλωμένοι σα μωρά και δυο παιδιά μιλούσαν σιγά, πίνοντας καφέ ή κάτι τέτοιο.
Πλησιάσαμε.
«Πού ήσασταν εσείς;» ρώτησε το ένα παιδί. Φόραγε γυαλιά και είχε αχτένιστα μαλλιά –αφάνα.
«Οι μπάτσοι σπάσανε το ΚΟΔΗΣΟ από κάτω», είπε η Τζούλια.
«Κλασικά…» έκανε το άλλο παιδί.
«Καφέ θέλετε;» ρώτησε ο γυαλάκιας.
Θέλαμε. Στριμωχτήκαμε δίπλα τους –ήπιαμε σιγά, ξεφτιλίσαμε τις τελευταίες Καμήλες του πακέτου μου. Έμαθα ότι όλοι τους ήταν στη διαδήλωση –τους είχαν κόψει στην Ομόνοια και τους σκόρπισαν στους γύρω δρόμους, έκαναν συλλήψεις στο σωρό, κάποτε ανασυντάχθηκε ο κόσμος κι αρχίσανε να στήνουν οδοφράγματα…
«Και τελικά;»
«Μας έστειλαν τους τραμπούκους από τα στενά», είπε ο γυαλάκιας.
Έσκυψα το κεφάλι. Η Αθήνα καιγόταν κι εγώ έκανα πλάτες στον Αντώνη να αγοράσει σταφ. Πού να ήταν ο Αντώνης;
«Πρέπει να φύγω», πετάχτηκα μέχρι το ταβάνι.
«Δεν υπάρχει περίπτωση –είναι ακόμα απέξω», μου είπε το άλλο παιδί.
Πήγα στο τζάμι, κόλλησα τα μούτρα μου, είχε δίκιο. Ξαναγύρισα, άρχισα να κόβω βόλτες –ήξερα ότι δεν υπήρχε ελπίδα να βρω τον Αντώνη τώρα πια… Έπρεπε τουλάχιστον να περάσω από το σπίτι του, να δω αν είχε γυρίσει, να ησυχάσω. Εντάξει –κι αν δεν ήταν; Ανακάτεψα τα μαλλιά μου, ψάχτηκα για τσιγάρα…
Η Τζούλια με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε κοντά της.
«Πρόβλημα;» ρώτησε.
Κούνησα το κεφάλι.
«Θα μάθεις αύριο…» μου είπε τρυφερά.
«Ποιος περιμένει μέχρι αύριο;» αναρωτήθηκα.
«Εσύ κι εγώ και όλοι μας…»
Την κοίταξα –είχε δίκιο και μου άρεσε πολύ. Που ήταν δίπλα μου, που είχε δίκιο που… όλα.
«Κοπέλα;» με ρώτησε σιγά.
«Εγώ;» μπερδεύτηκα.
«Κοπέλα έχεις χάσει;»
«Όχι –ένα φίλο μου…»
Χαμογέλασε.
«Εσύ;» ρώτησα.
«Εγώ –τι;»
«Κοπέλα;» χαμογέλασα.
«Όχι –ούτε κοπέλα, ούτε αγόρι…»
«Ωραία», είπα αν και δεν κατάλαβα και πολλά.
«Φεύγουν», φώναξε ο γυαλάκιας.
Τρέξαμε στα παράθυρα –κάποιοι από τους κοιμισμένους πετάχτηκαν και γύρισαν πλευρό. Είχε κίνηση στην Ακαδημίας –οι κλούβες φόρτωναν κι αποχωρούσαν –καραβάνι.
Πήγα λίγο στην τουαλέτα του ορόφου, έριξα νερό στα μούτρα μου, κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη –μια αθλιότητα. Πρέπει να ήταν μεγάλο το σοκ που πέρασε η Τζούλια για να φτάσει να με γουστάρει. Τι να γουστάρει δηλαδή; Φως-φανάρι, η κοπέλα έψαχνε κάπου να κρατηθεί, βρήκε τον πρώτο τυχόντα, στοίχημα ότι τώρα θα μάζευε τα πράγματά της και θα έφευγε –ούτε καν που θα με θυμόταν. Χαμογέλασα με οίκτο στο μαλάκα του καθρέφτη –κοίτα φάτσα που θες και γκόμενα…

Βγήκα αργά. Με περίμενε.
«Πού χάθηκες;»
«Τουαλέτα».
«Φεύγουμε;»
Τι άλλο να κάναμε;
«Πάω σπίτι –μένω εδώ κοντά, Μαυρομιχάλη», μου είπε.
«Έχω αφήσει τη μηχανή εδώ πιο κάτω…» έκανα αμήχανα.
«Εντάξει», είπε.
Τι εντάξει;

Κατεβήκαμε τις σκάλες, βγήκαμε με προφυλάξεις, όλα ήταν ήσυχα –ξημέρωνε. Στην Ακαδημίας δεν κυκλοφορούσε ψυχή, πιάστηκε από το μπράτσο μου κι εγώ ένιωσα ελαφρύς σα σύννεφο στη λιακάδα. Περάσαμε έξω από την ΕΛΛΗ, έπαιζε την Παρέα των Λύκων, κοντοστάθηκα μηχανικά.
«Δεν το έχω δει», μου είπε.
«Θέλεις να το δούμε;» ρώτησα.
«Ναι».
«Αύριο».
«Εννοείς σήμερα;»
Χαμογέλασα. Το αύριο είναι σήμερα…
Ανεβαίνοντας τη Μπενάκη πήρε το μάτι μου κάτι περίεργους, σφίχτηκα, εκείνη δεν τους πρόσεξε. Περάσαμε σε απόσταση, βρήκα τη μηχανή μέσα στην υγρασία.
«Πάμε…» είπα γενικά, καθώς την ξεκλείδωνα.
«Σπίτι μου», με συμπλήρωσε.
Σπίτι της…
«Μένεις μόνη;»
«Τώρα –ναι…»
Δε με ενδιέφερε να ρωτήσω για πριν. Για μετά –για οτιδήποτε. Οδηγούσα στη Σόλωνος, έχοντας την πιο όμορφη κοπέλα της γειτονιάς σφιγμένη πάνω μου.

Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα…

Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους TheClash

14. «Τις Τρίτες έκανε γιόγκα»

$
0
0
Προηγούμενα:

Έμενε στον 3ο όροφο μιας πολυκατοικίας απ΄αυτές του ’50, με τα ψηλά ταβάνια και τις γύψινες περικοκλάδες –μύριζε το σπίτι της φράουλα και καπνό, με το που μπήκαμε μας χτύπησε ένα άρρωστο φως από τα ανοιχτά πατζούρια. Είχαμε αρχίσει να χαϊδευόμαστε από το ασανσέρ –δεν είπαμε πολλά, για την ακρίβεια δεν είπαμε τίποτα, μόνο μουγκρίζαμε και κυλιόμασταν προσπαθώντας να ξεφορτωθούμε τα ρούχα μας πάνω στη φλοκάτη και στον τριθέσιο καναπέ –μέχρι να φτάσουμε στο κρεβάτι είχε περάσει πάνω από μια ώρα…
Βιαζόταν, λες και μας κυνηγούσαν –γελούσε πολύ και με κοίταζε συνέχεια στα μάτια –τότε κατάλαβα ότι ήταν ίδια η Μαρία Σνάιντερ, κι εγώ ήμουνα ερωτευμένος με τη Μαρία Σνάιντερ, μ΄ αυτή και με τη Ναστάζια Κίνσκι, τέλος πάντων, είχα σιχτιρίσει μέχρι και τον Μάρλον Μπράντο που κάποτε έπινα νερό στ΄ όνομά του για εκείνη τη μαλακία τη σκηνή στο Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι, γιατί, εντάξει ρε τύπε –δεν μπορεί να έχεις καταντήσει μπουχέσας με το βρακί να κρέμεται και να θέλεις να μαγαρίσεις το λουλούδι, γαμώ τα ταλέντα σου μέσα δηλαδή… Αυτή ήταν η αιτία για τον πρώτο μου καυγά με τη Τζούλια, αλλά ας μην βιαζόμαστε.
Για την ώρα, όλο το σκηνικό παρέμενε μυθικό –γιατί ταιριάζαμε στο σεξ, καμιά αμηχανία, κανένα γόνατο κατά λάθος στο πλευρό, κανένας αγκώνας σε άβολη θέση –η πρώτη φορά που πηδηχτήκαμε ήταν τόσο άνετη σα να ήμασταν χρόνια ζευγάρι. Ψέματα –κανένα ζευγάρι χρόνων δεν πηδιόταν με τέτοια μανία…

Μετά έγινε η φάση κάμποσο ονειρική γιατί ήρθε η κατάρρευση, μισοκοιμόμασταν αγκαλιασμένοι χωρίς να σταματήσουμε το σεξ –ίσως αυτό να ήταν το κάνω έρωταπου λένε και στα βιβλία επιστημονικής φαντασίας…

Κάμποσες συρμάτινες ακτίνες ήλιου με κάρφωσαν στα μάτια και ξύπνησα, πονούσα παντού και το κεφάλι μου ήταν σκέτο σιδηρουργείο, η Τζούλια κοιμόταν πάνω μου –ακινητοποιημένος με τον ήλιο κατάματα, μανίκι αδερφέ μου… Τότε άρχισαν να με παίρνουν τα άγχη, τι ώρα να είχε πάει, που ήταν ο Αντώνης, τι έπαιζε μ΄αυτό το σπίτι, μήπως υπήρχε κάνα κατοικίδιο, έτοιμο να μου ροκανίσει τα δάχτυλα των ποδιών; Ταχυπαλμία…
Την έσπρωξα δίπλα, όσο πιο μαλακά μπορούσα –μου πήρε κάνα τέταρτο που έμοιαζε τρίωρο αλλά τελικά σηκώθηκα. Ο κλασικός βρικόλακας που περιδιαβαίνει τα δωμάτια ωραίων κοιμωμένων –η ιστορία της ζωής μου. Αλλά όχι με τη Τζούλια…
«Ετοιμάζεσαι να την κοπανήσεις πριν φτιάξεις πρωινό;» μου ψιθύρισε.
Γύρισα και την είδα να ξυπνάει πιο όμορφη από τη φαντασία. Έλιωσα κάπως.
«Έλεγα να πάω…» μουρμούρισα χωρίς να ξέρω τη συνέχεια.
«Δεν πας πουθενά. Ακόμα», μου ξεκαθάρισε.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι, ανατρίχιασε καθώς βγήκε γυμνή από τις κουβέρτες, έψαξε να φορέσει κάτι και μου θύμισε ότι κι εγώ σε λίγο θα τουρτούριζα.
«Πρωινό λοιπόν…» είπε χαμογελαστά.
«Έχω έναν πονοκέφαλο..» παραπονέθηκα.
«Αρχίσαμε τις δικαιολογίες για να αποφύγουμε το σεξ;» ξεκαρδίστηκε.
Τι ήταν αυτή; Τι ήθελε μαζί μου;
«Παίζουν τίποτα ασπιρίνες; Αν είναι να το ξανακάνουμε πρέπει να χαπακωθώ», της εξήγησα.
«Μπάνιο όπως βγαίνεις αριστερά, στο ντουλαπάκι του καθρέφτη. Ετοιμάσου και σε περιμένω στην κουζίνα», είπε καθώς εξαφανιζόταν παλεύοντας να φορέσει μια κολεγιακή κι (επιτέλους) ένα βρακί.
Έμεινα μόνος, ντύθηκα –έτρεξα στην τουαλέτα, κατέβασα δυο ασπιρίνες με νερό κατευθείαν από τη βρύση, ανακάλυψα ότι βρωμούσε το στόμα μου κι έτριψα λίγη οδοντόκρεμα αποφεύγοντας επιμελώς να κοιταχτώ στον καθρέφτη. Έστρωσα τα μαλλιά μου με νερό, το ξανασκέφτηκα –πέταξα τα ρούχα μου, έκανα ένα γρήγορο ντους και βγήκα έτοιμος να αντιμετωπίσω τα πάντα.

Στην κουζίνα με περίμενε μια κούπα με αχνιστό καφέ συν κάποια μπισκότα και μαρμελάδα –ένιωσα το στομάχι μου ν΄ ανακατεύεται γιατί ήταν αδύνατο να ρίξω μέσα του ξηρά τροφή πριν τον δεύτερο καφέ και το πέμπτο τσιγάρο. Το όλο σκηνικό μου θύμισε φάσης Λίας μονίμως σε κουζίνες κατέληγα, με άσχημα αποτελέσματα…
Κάθισε δίπλα μου και με κοίταξε χαμογελαστή –ίσως κι αμήχανη.
«Λοιπόν;» ρώτησε.
«Λοιπόν… Ελπίζω να μην το μετάνιωσες…» ψιθύρισα κομπλαρισμένος.
«Ξέρω ΄γω; Εσύ;»
Γέλασα.
«Ήταν ωραία», συνέχισε. «Πες μου τώρα, αλήθεια, τι σκέφτεσαι;»
«Τι σκέφτομαι…» έξυσα το κεφάλι μου. «Σκέφτομαι οτι είσαι πολύ όμορφη και απορώ τι δουλειά έχεις μαζί μου…»
«Αυτό σκέφτεσαι για μένα;» με κοίταξε αινιγματικά.
«Έπρεπε να σκέφτομαι κάτι άλλο;» απόρησα.
«Κάποιοι θα σκέφτονταν ότι είμαι μια πουτάνα που πάει εύκολα με τον πρώτο τυχόντα…» είπε.
«Είμαι εγώ ο πρώτος τυχόντας;» διαμαρτυρήθηκα δήθεν οργισμένος.
Γέλασε.
«Όσο κι εγώ είμαι πουτάνα», απάντησε.
«Εντάξει –το λύσαμε λοιπόν», αποφάσισα.
«Σίγουρα;» με κοίταξε μ΄ εκείνα τα δολοφονικά πράσινα μάτια.
Άναψα μια Καμήλα και της την έδωσα. Άναψα και μια για μένα.
«Άκου, Τζούλια…» ξεκίνησα αποφασιστικά. «Οι πουτάνες είναι εργαζόμενες γυναίκες τις οποίες σέβομαι απολύτως, άρα ο χαρακτηρισμός δεν είναι προσβλητικός για μένα… Από την άλλη, υπάρχουν κάτι πουτάνες που δεν τις σέβομαι καθόλου –και είναι όσες παντρεύονται γιατί ερωτεύτηκαν ένα πορτοφόλι ή μια κοινωνική θέση ή κάτι σχετικό… Είσαι τέτοια; Αν κρίνω από το μαλάκα που διάλεξες να πηδηχτείς –μάλλον το αντίθετο θα έλεγα…»
Κάπνισε σκεφτική.
«Έχεις προοπτικές, αλλά θέλεις δουλειά ακόμα», είπε στο τέλος.
Ζορίστηκα λίγο.
«Τι σημαίνει αυτό τώρα;» τη ρώτησα.
«Έχουμε καιρό…» απάντησε.
«Έχουμε ε;» χαμογέλασα. Και το άφησα να περάσει γιατί αυτό που με ένοιαζε ήταν να είμαι μαζί της. Μαλακία μου ίσως…
«Πάμε μέσα;» μου έδειξε το κεντρικό δωμάτιο.
Σηκώθηκα –πήγαμε. Είχαν ανάψει και τα καλοριφέρ, καθίσαμε στον επίμαχο καναπέ και την αγκάλιασα. Τραβήχτηκε.
«Πάω να κάνω ένα μπάνιο κι έρχομαι», μου είπε. «Βάλε μουσική αν θες».

Έμεινα μόνος στο δωμάτιο, στη μια άκρη του ήταν ένα στερεοφωνικό και δίπλα –χύμα στο πάτωμα –κάμποσοι δίσκοι. Άρχισα να τους ψάχνω κάμποσο φοβισμένος –τι θα έκανα αν έπεφτα σε κάναν Πάριο ή τίποτα Μαρκόπουλο ας πούμε; Εντάξει –όχι κι έτσι… Δεν είχε καινούργια πράγματα αλλά βρήκα κάμποσο Τιμ Μπάκλεϊ, το κλασικό των Κινγκ Γκρίμσον, Άιρον Παντόφλα το γνωστό και, δυστυχώς, δυο των Μπιτ Χλόυντ…
Με πέτυχε να σκαλίζω τους δίσκους της –φορούσε ένα σετάκι φαρδιές πιτζάμες που την έκαναν να μοιάζει πιτσιρίκα.
«Πώς σου φαίνονται;» ρώτησε.
«Έχεις προοπτικές, αλλά θέλεις δουλειά ακόμα», είπα.
«Άντε ρε χαζέ….» έκανε και ήρθε πίσω μου να μ΄ αγκαλιάσει.
Βρεθήκαμε ξανά στη φλοκάτη, παιδεύτηκα λίγο να ξεκουμπώσω τη πυτζάμα της και να πετάξω τα δικά μου ρούχα.
«Να μη βάλω τίποτα να παίζει;» τη ρώτησα.
«Δεν έβαλες;» μου χαμογέλασε και με φίλησε.
Χάθηκα…

Τελικά τον έβαλα το δίσκο, μετά από κάμποση ώρα ενώ εκείνη κάπνιζε γυμνή στη φλοκάτη –και ήρθε ο Πολ Μπάτερφιλντ με τη Μπλουζ Μπάντα του να μας πει ότι θέλει ν΄ αφήσει πίσω το μυαλό του, να πάει να ψωνίσει μια ταφόπλακα και ν΄ ανακηρύξει τον εαυτό του νεκρό, ωραία πράγματα…
«Πρέπει να περάσω από τη σχολή, να δω τι γίνεται με το μαλάκα που έχασα χτες βράδυ», της είπα.
«Ναι –κι εγώ έχω κάτι δουλίτσες…» μουρμούρισε.
Σηκώθηκα σλόου μόσιον. Εκείνη άρχισε να ντύνεται.
«Είχαμε πει…» έκανα μαζεμένα.
«Ναι;»
«Για σινεμά…»
«Ε, αφού το είπαμε…»
«Να περάσω…»
Ήρθε κοντά και με αγκάλιασε.
«Κοίτα –να το ξεκαθαρίσουμε. Δε γαμιέμαι με τον πρώτο τυχόντα…»
«Δεν το είχαμε ξεκαθαρίσει αυτό;» απόρησα.
«Μεσημέρι πού θα φας;»
«Δεν ξέρω –στη σχολή μου;»
«Πάμε για πίτσα; Και μετά πάμε σινεμά…»
«Μετά το μεσημεριανό; Στην παιδική θα πάμε;» απόρησα.
«Ρε χαζέ –είναι κιόλας 2 η ώρα…» ξεκαρδίστηκε.
Αυτό τώρα πού το ήξερε;

Έφτασα στη σχολή πρώτος εγώ και η μηχανή ήρθε μετά από κάνα τέταρτο –πραγματικά ιπτάμενος. Όση την κλείδωνα, σφύριζα κάποιο τραγούδι που κανένας δεν είχε γράψει κι έτσι δεν ήξερα τα λόγια του. Αλλά ήξερα πολύ καλά τι έλεγε…
Και τότε έφαγα μια γερή στην πλάτη –γύρισα, βρέθηκα περικυκλωμένος.
«Πού ήσουνα ρε μαλακισμένο;» με ρώτησε η Βιβή, έτοιμη να μου σκάσει και δεύτερη.
«Εντάξει –τη γλίτωσα. Τον Αντώνη τον έχει δει κανένας;» ρώτησα.
«Δεν ήταν μαζί σου;»
Σκατά…

Το προηγούμενο βράδυ είχανε πιάσει τον Παπ στην Ομόνοια και το Γιώργο το Βασιλιά έξω από το Πολυτεχνείο. Αυτούς τους ξέραμε γιατί έτυχε να τους δουν άλλοι δικοί μας που τη σκαπούλαραν. Και όλοι στη σχολή έψαχναν τους γνωστούς τους. Στράβωσα άγρια –αν είχαν μαζέψει 2 ή 3 μίνιμουμ από Πάντειο που ήταν εκτός κέντρου, τι είχε γίνει με τις σχολές του κέντρου; Πόσους θα έψαχνε η Τζούλια από τη δική της σχολή; Η Τζούλια… Τι να έκανε τώρα; Τρίτο έτος –αρχίδια ρε φίλε –πώς να τα βάλεις με τους τριτοετείς;
«Θα έρθεις;» με σκούντησε ο Πάρης.
«Πού;» έκανα αγουροξυπνημένος.
«Στο σπίτι του Αντώνη ρε μαλάκα –τι έχεις πάθει πια;» τσίτωσε η Βιβή.

Πήγαμε, χτυπήσαμε –τίποτα. Εκείνη την ώρα πέρναγε η Μαρία, είχε κλειδί, ανοίξαμε –φυσικά και δεν υπήρχε ψυχή στο σπίτι. Κλεισούρα, τσιγαρίλα κι άπλυτα πιάτα –τα σημάδια του Αντώνη αλλά χωρίς τον Αντώνη. Τρέξαμε στο περίπτερο, πήραμε Ελευθεροτυπίαμπας και έγραφε τίποτα ονόματα συλληφθέντων –έγραφε, αλλά δεν ξέραμε κανέναν απ΄ αυτούς…

«Πάμε για μάσα;» είπε ο Πάρης.
«Πάμε», είπα και τότε θυμήθηκα… «Όχι, πρέπει να την κάνω –έχω…»
Το  έκοψα, αλλά όχι αρκετά γρήγορα.
«Τι τρέχει με σένα ρε ηλίθιο; Πολύ μυστήριος δεν μας το παίζεις;» με πλεύρισε η Βιβή.
«Εγώ;»
«Εσύ. Και κατά πρώτον, πού ήσουνα μέχρι τώρα;»
«Πού ήμουνα;»
«Με ρωτάς;»
Χαμογέλασα κι έκανα να φύγω. Η Βιβή με έπιασε από το μανίκι –φρέναρα.
«Πες», απαίτησε.
«Μαρία Σνάιντερ».
«Αυτή με τοΤαγκό
«Ολόιδια».
«Α –κι εγώ νόμισα ότι πήδηξες καμιά με βούτυρο…»
«Άντε να χαθείς χυδαία…» έσπασα καρπό και της ξέφυγα.
«Πρόσεχε ρε μαλακισμένο», μου σφύριξε.
«Τι πράγμα;» απόρησα.
«Δε μ΄ αρέσουν οι παρέες σου».
«Και πού τις ξέρεις;»
«Δεν τις ξέρω, γι΄αυτό δε μ΄ αρέσουν…»
Της πέταξα ένα φιλί στον αέρα και βρέθηκα Συγγρού τρεχάτος με τη μηχανή να με ακολουθεί λαχανιασμένη. Εντάξει –είχαμε ραντεβού για φαγητό, αλλά πού διάβολο ήταν το ραντεβού;

Έφτασα σπίτι της –παιδεύτηκα κάμποσο με τα κουδούνια, τελικά διάλεξα αυτό που δεν είχε όνομα και το χτύπησα. Τίποτα… Άρχισα να κόβω βόλτες. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα της πολυκατοικίας, βγήκε μια κυρία με σκυλάκι στο λαιμό, χώθηκα πίσω της. Ανέβηκα στον όροφό της, χτύπησα κουδούνι –τίποτα. Αισθάνθηκα ολίγον μαλάκας.
Έφυγα σφαίρα για το Χημείο –απ΄ ότι θυμόμουν εκεί στεγαζόταν και το Φυσικό, πάρκαρα απέξω και ανέβηκα τα σκαλιά σαν κοτόπουλο χωρίς κεφάλι. Μέσα γινόταν η γνωστή χάβρα. Έπιασα τοίχο, άναψα μια Καμήλα και βάλθηκα να χαζεύω τον κόσμο που πηγαινοερχόταν. Τι σκατά έκανα εκεί πέρα; Μετά τη χτεσινή νύχτα ποιος θα ερχόταν για μάθημα εκτός απ΄ αυτούς που δε με ενδιέφεραν; Άφησα την Καμήλα να καεί και ξαναβγήκα στη συννεφιά. Τότε με έπιασε ένας τρόμος –φαντάσου να ερχόταν η Τζούλια και να με έβλεπε… Ο παρανοϊκός που σε ψάχνει παντού –όχι ρε πούστη μου… Έτρεξα στη μηχανή, έβαλα μπροστά, πήγα να πατήσω κάτι παιδιά στη φούρια μου και τότε την άκουσα να με φωνάζει. Άσπρισα από τρόμο και κοκκίνισα από ευτυχία. Ταυτόχρονα.
Την είδα να ανεβαίνει τη Σόλωνος παρέα με 5-6 άτομα, έφυγε μπροστά τους και ήρθε να με βρει.
«Τι κάνεις εδώ;» μου χαμογέλασε.
«Είχαμε …» έκοψα απότομα γιατί φοβόμουν να πω τη λέξη.
«Ραντεβού», με συμπλήρωσε. «Και σαν ηλίθια δε σου είπα πού θα βρεθούμε…»
Χαμογέλασα –τι άλλο να έκανα;
«Σου είπα να πάμε για πίτσα και θεώρησα ότι ξέρεις πού…» συνέχισε εκείνη.
«Ναι –δεν ξέρω, είμαι από χωριό…» της θύμισα.
«Αλήθεια, σε ποια σχολή είσαι;»
«Πάντειο».
Γέλασε.
«Εσείς που ξέρετε τα πάντα λοιπόν…»
«Εκτός από τις πιτσαρίες», είπα.
Εκείνη τη στιγμή μας πλησίασε η υπόλοιπη παρέα της. Τρεις κοπέλες που θα τις πέρναγα άνετα για Κνίτισσες λόγω ντυσίματος και δυο αγόρια με υφάκι είμαι αλλούκαι τζιν μπουφάν. Κοντοστάθηκαν. Εγώ σαν αγγούρι καβάλα στην ακίνητη μηχανή, η Τζούλια δίπλα μου με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο ντεπόζιτο.
«Να σου συστήσω –Λένα, Μίνα, Άννα και ο Βασίλης με το Γιάννη», έκανε δείχνοντας κάθε φορά το σωστό άτομο.
«Χάρηκα», είπα χωρίς να το εννοώ.
«Πάμε;» πρότεινε γενικά η Τζούλια και μετά γύρισε στους υπόλοιπους. «Θα βρεθούμε Καζαλόμα», είπε.
Ανέβηκε πίσω μου στη μηχανή. Ξεκίνησα.
«Πού πάμε;»
«Θα σου πω».

Η πιτσαρία ήταν γεμάτη φοιτητές –έδιναν κουπόνια από τις σχολές –και πιο απρόσωπη από αίθουσα αναμονής υπεραστικών λεωφορείων. Βρήκαμε ένα τραπέζι με μπόλικες άδειες θέσεις και καθίσαμε, οι άλλοι δεν είχαν φτάσει ακόμα. Ένιωθα κάπως άβολα, υπολόγιζα ότι θα τρώγαμε μόνοι μας, όχι με το μισό Φυσικό παρέα (ή ότι κέρατο ήταν αυτοί που περιμέναμε).
«Τι να σου φέρω;» με ρώτησε.
«Ότι πάρεις κι εσύ», είπα αφηρημένα.
Δεν είχα και πολλή όρεξη για φαγητό τελικά…
Κάπνισα μισό τσιγάρο μέχρι να επιστρέψει κουβαλώντας 2 πίτσες και 2 μπύρες.
«Τα ποτά τα πληρώνετε –έτσι;» έκανα.
«Εντάξει –κερνάς τα επόμενα», με καθησύχασε.
Έπιασε ένα κομμάτι πίτσα με χαρτοπετσέτα, πήγα να κάνω το ίδιο και τότε ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να ονομάσω ούτε ένα συστατικό αυτού του πράγματος που με παραφύλαγε στον τσίγκινο δίσκο.
«Γεια σου μωρό –πότε θα μου πάρεις τελικά εκείνη την πίπα που λέγαμε;»
Πετάχτηκα. Ένας μαλλιάς είχε χώσει τη μούρη του μπροστά στη Τζούλια και της χαμογελούσε –εμένα με είχε φτυσμένο.
 «Όταν αποφασίσεις να πλυθείς», του απάντησε η Τζούλια μασουλώντας το κομμάτι της.
«Πφφφ, μια ζωή μικροαστή… Τόσο εκτός μόδας», γέλασε ο μαλλιάς.
Έβλεπα το ξεβαμμένο με χλωρίνη μπλουζάκι του και το στενό τζιν του, χαμογέλασα.
«Ενώ ο χιπισμός είναι μέσα στη μόδα», σχολίασα.
Γύρισε απότομα να με κοιτάξει, το μούσι του κουνήθηκε.
«Ποιο είναι το άτομο;» ρώτησε.
«Ποιο άτομο; Βλέπεις εσύ κανένα άτομο;» του χώθηκα.
«Τι θέλει ρε Τζούλια το παιδί;» γύρισε προς το μέρος της.
«Εντάξει –είναι φίλος μου», είπε σιγά η Τζούλια σκύβοντας το κεφάλι.
«Να προσέχεις τις παρέες σου μωρό», έκανε ο τύπος κι απομακρύνθηκε τινάζοντας τη μαλλούρα του στον αέρα.

Κοίταξα τη Τζούλια που παράτησε το μισοφαγωμένο κομμάτι πίτσας και άναψε τσιγάρο. Με κοίταξε κι εκείνη με σοβαρό ύφος.
«Πώς σου φαίνομαι;» με ρώτησε.
«Δηλαδή;»
«Σου μοιάζω με κάποια;»
Γέλασα.
«Ναι –με τη Μαρία Σνάιντερ».
Έμεινε κάπως ξερή.
«Τι πράγμα;»
«Μοιάζεις με τη Μαρία Σνάιντερ –κακό είναι;»
«Πώς σου ήρθε αυτό;»
Έξυσα τη φαβορίτα μου κι άναψα μια Καμήλα.
«Εσύ με ρώτησες», έκανα μπερδεμένος.
«Ναι, αλλά δεν εννοούσα αυτό… Εννοούσα αν σου μοιάζω με καμιά γυναικούλα που θέλει υποστήριξη. Άκου με τη Μαρία Σνάιντερ…» φύσηξε τον καπνό θυμωμένα.
Ο αέρας μύριζε καυγά κι εγώ είχα δυο επιλογές –σε άλλη περίπτωση θα το τραβούσα μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε, αλλά τώρα….
«Σε πείραξε που τη χώθηκα στο χίπη ή που σου είπα ότι μοιάζεις με τη Σνάιντερ;» ρώτησα.
«Και τα δυο…»
«Εντάξει –ας το πάμε από τα εύκολα… Θεωρώ ότι η Μαρία Σνάιντερ είναι μια από τις ομορφότερες γυναίκες που έχω δει στη ζωή μου…»
Έσκυψε το κεφάλι.
«Άρα, μου έκανες κομπλιμέντο…»
«Όχι –είπα την αλήθεια….»
«Δε μοιάζω με καμία –εντάξει;»
«Δε μοιάζεις με καμία –πάμε παρακάτω…»
«Και δεν έχω ανάγκη υπεράσπισης…»
Έσβησα το τσιγάρο νευρικά.
«Άκου κάτι –από εκεί που έρχομαι, έχω συνηθίσει αλλιώς… Δεν είμαστε μόνοι, είμαστε παρέα…»
«Τι θα πει αυτό; Ότι μαζευόσαστε και πλακώνετε στο ξύλο όποιον πάει να πειράξει τις κοπέλες σας;»
«Όποιον πάει να μας πειράξει γενικώς. Όποιον μας κοιτάξει επίμονα. Όποιον μας μιλήσει χωρίς να θέλουμε. Οποιονδήποτε…»
«Και με ρώτησες εμένα αν θέλω να είναι έτσι;»
Σήκωσα το ποτήρι της μπύρας, ήταν άδειο –δεν είχα διάθεση να το ξαναγεμίσω.
«Όχι δε σε ρώτησα και ξέρεις γιατί; Επειδή ότι κι αν μου έλεγες εγώ πάλι το ίδιο θα έκανα».
«Άρα με γράφεις…»
«Σε γράφω επειδή σε υπερασπίζομαι;»
«Χωρίς τη θέλησή μου…»
«Χωρίς τη θέλησή σου –εντάξει. Άρα θα πρέπει να έρχεται ο κάθε παπάρας, να σου λέει μαλακίες κι εγώ να γελάω από δίπλα; Ή να κοιτάζω τριγύρω σε στυλ ωραίος καιρός σήμερα
Έσκυψε πάνω από το τραπέζι, τα μαλλιά της έπεσαν στα μάτια της, τα τίναξε πίσω και με κοίταξε.
«Τι θέλεις; Θέλεις να είμαστε μαζί;»
«Όχι –με έχεις εδώ με το ζόρι, επειδή κρατάς όμηρο το αδερφάκι μου», γέλασα.
«Απάντα κανονικά».
«Φυσικά και θέλω…»
«Τότε πρέπει να με καταλαβαίνεις…»
«Μόνο εγώ;»
«Τι θα πει αυτό;»
«Μόνο εγώ θα πρέπει να σε καταλαβαίνω;»
«Όταν αφορά την προσωπική μου ζωή –ναι».
«Είχα την εντύπωση ότι όταν κάποιοι είναι μαζί, η προσωπική ζωή είναι πληθυντικός…» είπα.
«Δεν πάει έτσι… Μπορούμε να είμαστε μαζί όσο κι εγώ μπορώ να είμαι μόνη μου. Δε θα γίνουμε ποτέ ένα πράγμα –αυτό είναι ισοπέδωση…»
«Μάλιστα…» μουρμούρισα σπρώχνοντας την πίτσα μακριά μου.
«Μάλιστα; Τι θα πει πάλι αυτό;»
«Μάλιστα ότι πείτε… Θα είμαστε μαζί κι ο καθένας μόνος του. Όταν έχεις όρεξη θα ρίχνεις σήμα να περνάω να πηδιόμαστε, όταν θέλεις παρέα θα με ειδοποιείς να πηγαίνουμε και καμιά βόλτα… Τα λέω καλά;»
«Όχι…»
«Εντάξει –πες τα εσύ τότε…»
«Δε βγαίνει άκρη», είπε θυμωμένα.
«Αυτό λέω κι εγώ…» έκανα όσο σηκωνόμουν. «Λοιπόν σου χρωστάω ένα κέρασμα μπύρες…»
Με κοίταζε καθώς έβαζα το στρατιωτικό μπουφάν μου κι εκείνη την ώρα διάλεξε η υπόλοιπη παρέα της να μπουκάρει στο μαγαζί. Ήρθαν στο τραπέζι μας όσο κοιταζόμασταν παγωμένα.
«Πού πας; Τώρα φεύγεις;» με ρώτησε μια από τις κοπέλες.
«Ναι –έτυχε κάτι…» μουρμούρισα.
«Πάμε έξω να σου πω…» είπε η Τζούλια και φόρεσε το μπουφάν της.
Βγήκε –την ακολούθησα. Πήγαμε στη μηχανή. Γύρισα να την κοιτάξω.
«Δε θ΄ ανέβεις;» με ρώτησε.
«Τι ήθελες να μου πεις;»
«Ανέβα…»
Ανέβηκα, αλλά δεν έβαλα μπροστά.
Ήρθε πίσω μου.
«Κάνε χώρο –δε χωράω», μου είπε.
Της έκανα χώρο, ανέβηκε πίσω μου.
«Άντε ξεκίνα…»
«Πού πάμε;»
«Σινεμά δεν είχαμε πει;»
Σήκωσα τους ώμους και ξεκίνησα τη μηχανή. Ο κινηματογράφος σώζει ζωές τελικά…

Φτάσαμε στην ΕΛΛΗ αμίλητοι, πάρκαρα, κατεβήκαμε –είχε ουρά στο ταμείο, στηθήκαμε χωρίς να ακουμπάνε ο ένας τον άλλο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά δηλαδή.
Στο πλάι της ουράς ήταν η Καρέζη με τον Καζάκο –εκείνος φόραγε ένα στρατιωτικό μπουφάν σαν το δικό μου, εκείνη ήταν ντυμένη γκράντε, εντελώς φαμ φατάλ. Τους χάζευα όσο περιμέναμε και, με κάποιο μυστήριο τρόπο, έμοιαζαν να μην πατάνε στη γη –αιωρούμενοι και χαμογελαστοί. Γύρισα στη Τζούλια, τους είχε δει κι αυτή αλλά δεν είπε τίποτα οπότε το άφησα να περάσει.
Πλήρωσα τα εισιτήρια και είπα τη μαλακία μου.
«Πατσίσαμε τις μπύρες νομίζω».
Εκείνη δεν με κοίταξε καν.

Μπήκαμε στο μπαρ του κινηματογράφου –είχαμε κάποια ώρα μέχρι ν΄ αρχίσει η ταινία.
«Παράτησες τους δικούς σου», παρατήρησα.
«Δεν είναι δικοί μου –φίλοι είναι», είπε.
«Ότι πεις…»
«Κόφτο- έτσι;»
Την κοίταξα –εκείνη προτίμησε να ασχοληθεί με τις αφίσες στους γύρω τοίχους.
«Τι πάει στραβά;» τη ρώτησα.
«Είσαι πολύ επεκτατικός, δε σέβεσαι τον προσωπικό μου χώρο».
«Απλά δεν τα πάω καλά με τα όρια», διευκρίνισα.
«Κοίτα –από τις εμπειρίες που έχω στο θέμα των σχέσεων… Ποτέ δεν πάει καλά όταν οι άνθρωποι κολλάνε ο ένας πάνω στον άλλο».
«Έχεις εμπειρίες ε;»
«Γιατί –εσύ δεν έχεις;»
Σηκώθηκα, πήγα στο μπαρ, πήρα δυο Στολίσναγια τόνικ, ξαναγύρισα δίπλα της.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε.
«Δοκίμασε –αν δεν σου αρέσει παίρνουμε κάτι άλλο…»
Ήπιε, της άρεσε μάλλον, άναψε τσιγάρο.
«Εντάξει;»
«Τι εντάξει;»
«Με το ποτό».
«Εντάξει».
«Αυτό ακριβώς… Δοκιμάζουμε κι αν δεν μας αρέσει, παίρνουμε κάτι άλλο…» συνόψισα.
Γέλασε ανόρεχτα.
«Υπήρχε λοιπόν κάποιος συμβολισμός στη βότκα…»
«Στολίσναγια –και ο συμβολισμός περιλάμβανε και το τόνικ», γέλασα με τη σειρά μου.
«Συνέχισε…» με παρότρυνε.
«Είπες για εμπειρία στις σχέσεις –εγώ δεν ξέρω τι είναι αυτό το πράγμα. Δεν έχεις καμιά σχέση με την όποια κοπέλα ήμουν πριν από σένα και δεν έχω σχέση με αυτούς που ήσουν πριν… Εμπειρία… Εδώ μηχανή αλλάζεις και ξεχνάς ότι ήξερες από την προηγούμενη αν δε θες να σαβουριαστείς…» σταμάτησα, δεν είχα κάτι άλλο να πω.
«Καλά λοιπόν… Ακόμα κι έτσι…»
«Δηλαδή;»
«Μόνος σου το είπες. Κάθε καινούργια σχέση δεν έχει σχέση με την προηγούμενη…»
Γελάσαμε και οι δυο με το αστειάκι.
«Άρα, θα πρέπει να με καταλάβεις και να φέρεσαι διαφορετικά απ΄ότι με τις προηγούμενες…» συνέχισε.
«Εκεί είχαμε μείνει στην πιτσαρία. Πρέπει να σε καταλάβω –εντάξει. Εσύ τι πρέπει να κάνεις;» της χώθηκα.
«Αρχίζει η ταινία…» είπε.
Τελειώσαμε τα ποτά μας και μπήκαμε στη μισοσκότεινη αίθουσα. Βολευτήκαμε, εκείνη αγκάλισε το μπράτσο μου και έριξε το κεφάλι της στον ώμο μου. Ήταν μια πολύ όμορφη ταινία –ένα παραμύθι που χρειαζόμασταν νομίζω…

Το βράδυ εκείνο κοιμήθηκα σπίτι της –μετά την ταινία περάσαμε από την πλατεία για κόψιμο κίνησης, εκείνη κολλημένη στην πλάτη μου καθώς μανουβράριζα τη μηχανή ανάμεσα σε παρκαρισμένους μπάτσους –μύριζε στάχτη και βερνίκι από αρβύλες ο αέρας.
«Όλα πεθαμένα ρε γαμώτο…» είχε ψιθυρίσει στο αυτί μου.
«Κι ο θάνατος μέσα στη ζωή είναι», είχα απαντήσει χαζά.
Το σεξ μεταξύ μας ήταν κάπως αλλιώτικο εκείνο το βράδυ –έμοιαζε με περπάτημα βαθειά μέσα στο δάσος, εκεί που κανένα πουλί δεν πετάει, κανένα ψάρι δεν κολυμπά, χανόμασταν και ξαναβρισκόμασταν για να χαθούμε πάλι και κάποια στιγμή εκείνη αναστέναξε κι εγώ την πήρα αγκαλιά- μετά μας πήρε ένας ύπνος και «μπορείς να πεις ότι αυτοί οι δρόμοι είναι ποτάμια, μπορείς να πεις ότι τα ποτάμια είναι δρόμοι, μπορεί να σκεφτείς ότι ονειρεύεσαι φίλε, αλλά κανένας ύπνος δεν πάει τόσο βαθειά»….

 Την ονειρεύτηκα γυμνή στην αγκαλιά μου και ξύπνησα και ήταν γυμνή στην αγκαλιά μου. Είχα σχέση τελικά…


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στον PeterHammill

15. «Ερωτεύτηκες ποτέ (κάποια που δεν έπρεπε);»

$
0
0

Έχει περάσει μια ολόκληρη ζωή μέσα σε μια βδομάδα. Έχουμε φάει δακρυγόνα στην πλατεία και μας έχουν κυνηγήσει οι διμοιρίες στη Θεμιστοκλέους, στη Γαμβέτα, στην Τρικούπη. Βράδυ, έξω από τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, περνάνε το απέναντι πεζοδρόμιο χαζεύοντας τα ΜΑΤ, πέφτουμε πάνω σε κάτι ΠΑΣΠίτες από την Πάντειο,  χαμογελάω.
«Τι θες εδώ ρε; Θα ρίξεις καμιά μολότωφ;» μου τη βγαίνει ένα Τίμπερλαντ τυπάκι, τριτοετής.
«Κι άμα τη ρίξω, θα την πιάσεις;» γελάω.
Το τυπάκι σηκώνεται, η Τζούλια με τραβάει από το μανίκι.
«Άσε τις βλακείες», μου ψιθυρίζει.
Αφήνω τις βλακείες –βέβαια αυτό ισχύει μόνο για τις δικές μου βλακείες, όταν εκείνη κάνει παρέλαση μπροστά στα ΜΑΤ και τη βρίζουν, εγώ δε λέω τίποτα… Οι σχέσεις θέλουν συμβιβασμούς κι αλληλοκατανόηση –δηλαδή να πηγαίνεις πάσο στα δικά της και πάσο στα δικά σου. Πάσο γενικώς –ακόμα κι όταν έχεις φουλ του άσσου…

Μας έχουν βάλει στο σημάδι και κυνηγάνε ανελέητα –μπαίνουν στα μαγαζιά, μαζεύουν κόσμο, τη στήνουν στους δρόμους και ρίχνουν ξύλο, τις προάλλες φάγαμε κάμποσες με τα γκλοπ στις πλάτες γιατί θέλαμε να πιούμε ένα ποτό στο Point–άκου να δεις… Εγώ πάντως την είδα παλτό εκείνο το βράδυ, είχα αγκαλιάσει τη Τζούλια που τους έβριζε και μάζεψα μπόλικες –έκανα να κοιμηθώ ανάσκελα τρεις μέρες κι εκείνη με φρόντιζε γκρινιάζοντας που την προστάτευσα.

Είχα κιόλας μετακομίσει στο σπίτι της –όχι επισήμως, με τρώγανε οι δρόμοι κάθε δεύτερη μέρα για ν΄ αλλάξω σώβρακο, έχοντας στα υπόψη να τσοντάρω από το χαρτζιλίκι που μου έδιναν οι γέροι στους λογαριασμούς.

Μιλάμε πολύ και για τα πάντα, διαφωνούμε, συμφωνούμε –στο τέλος καταλήγει σε πήδημα η όλη υπόθεση. Ακούμε μουσική, έχω κουβαλήσει μπόλικους δίσκους από το σπίτι μου και της χώνομαι να εντρυφήσει στην καινούργια μουσική, φτάνει πια με τους πεθαμένους ρόκερς και τα απόνερα της δεκαετίας του ’70 –χεστήκαμε για το κωλόσπιτο στην Αλαμπάμα και στην τελική ήμασταν πολύ νέοι για ροκ εν ρολ και πολύ γέροι για να πεθάνουμε –έτσι είχαν τα πράγματα. Για μένα, ήταν απλό, «μας πυροβολούν κι από τις δυο πλευρές/ όσο τρέχουμε έξω από τα πάντα/ μας πυροβολούν κι από τις δυο πλευρές/ θα πρέπει να έχουν έρθει σε κάποια μυστική συνεννόηση».  Το καταλάβαινε κι εκείνη –αλλά ήταν ξεροκέφαλη. Και γι΄αυτό την ερωτευόμουν κάθε μέρα περισσότερο.

Σήμερα θα της κάνω το τραπέζι –βέβαια δεν έχω κουπόνια για το εστιατόριο της σχολής αλλά βασίζομαι στην καλοσύνη των ξένων, ως συνήθως. Θα τη συστήσω και στα ρεμάλια τους φίλους μου, γι΄αυτό οδηγώ τη μηχανή κανονικό παγώνι με τα φτερά φουλ βεντάλια. Εκείνη με σκουντάει…
«Και τι ρόλο βαράνε;»
«Εντάξει μωρέ –κανονικοί».
«Αυτόνομοι;»
«Πες το κι έτσι…»
«Μεγάλη παρέα;»
«Δυο ταξί με το ζόρι…»
«Ωραίοι γκόμενοι;»
«Ναι, αλλά δε θα στους γνωρίσω».
«Έχεις πηδήξει καμιά τους;»
«Ναι –την πιο όμορφη…»
«Πώς τη λένε;»
«Τζούλια».
Μου τραβάει μια ξεγυρισμένη στην πλάτη.
«Άντε ρε χαζέ…»
Φτάσαμε…

Ήδη βλέπω κάτι γνωστά καθάρματα να μας κόβουν όσο παρκάρω. Είναι κάποιο θέμα να φέρνεις κοπέλα απ΄έξω –καθότι χωριό η σχολή και όλοι έχουμε αρχίσει να βαριόμαστε τα μούτρα των διπλανών μας. Πριν προλάβω να κλειδώσω, σκάει ο Κύπριος –χαμογελάκι, σακακιά ο ανάπηρος, φουλαράκι κι έτσι…
«Φίλος, πού χάθηκες;» μου τραβάει μια στην πλάτη –σακάτη θα με καταντήσουν σήμερα…
«Αλλού χάθηκα, αλλού βρέθηκα», μουρμουρίζω.
«Με την κοπέλαν είστε μαζί;» γυρίζει προς τη Τζούλια.
«Όχι –πρώτη φορά τη βλέπω, δεν είναι μαζί σου;» το παίζω σε τέτοιο στυλ.
Ο Κύπριος ξαφνιάζεται για μια στιγμή, πριν πάρει γραμμή το δούλεμα.
«Τζούλια», του λέει η Τζούλια.
«Χάρηκα», απαντάει αυτός, λες και δε φαίνεται…
«Και τι θέλεις μ΄ αυτόν τον άχρηστον Τζούλια;» τη ρωτάει στη συνέχεια, μετά τη χειραψία.
«Κάνω συλλογή», του γέλασε ανέμελα.
«Λοιπόν, καλή η παρέα σου, αλλά βρωμάνε τα πόδια σου», χαμογελάω κι εγώ ο άχρηστος στον Κύπριο όσο την τραβάω  να φύγουμε.

«Ωραίος», μου είπε ενώ κατεβαίναμε τα σκαλιά για το εστιατόριο.
«Ο Κύπριος;»
«Ναι»
«Τώρα καταλαβαίνω γιατί είσαι μαζί μου…» μουρμούρισα.
«Γιατί;»
«Επειδή έχεις πολύ κακό γούστο», απάντησα.
Μου τράβηξε άλλη μία στην πλάτη –στο ίδιο σημείο με πριν, ξεράθηκα.

Στο εστιατόριο ήταν ήδη μαζεμένη η παρέα –έβλεπα Βιβή, Μάνο, Πάρη, Μαρία, Αλέκα και τον Αντώνη σε ρόλο γκεστ. Μας είδαν κι εκείνοι, έφυγα μπροστά, τον άρπαξα από το μανίκι και τον σήκωσα δίπλα μου.
«Πού ήσουν ρε αρχίδι;» κούμπωσα.
«Εγώ ή εσύ;»
«Εγώ ήρθα την άλλη μέρα να σε ψάξω πούστη».
«Κι εγώ ήρθα…»
Είχε ένα δίκιο πάντως…
«Πού πήγες εκείνο το βράδυ;»
«Κανονικά, εκεί που έπρεπε…» μου είπε χαμογελώντας.
«Έτσι απλά;»
«Ε, τι νόμισες –ότι οι μπασκίνες θα μας κυνήγαγαν στ΄ αλήθεια;»
«Αυτό να μου πεις…» λέω αλλά δεν το πιάνει.
Και τότε θυμήθηκα τη Τζούλια –τον παράτησα αλλά η δικιά μου είχε ήδη βολευτεί μια χαρά δίπλα στη Βιβή και μιλάγανε σα φιλενάδες. Τράβηξα καρέκλα, πήγα δίπλα της.
«Καλώς τον –μαύρα μάτια κάναμε», γέλασε ο Πάρης.
«Λοιπόν, από δω η Τζούλια», έκανα αμήχανα, «κι αυτός είναι ο…»
Γύρισα προς τη Τζούλια –ούτε να με κλάσει.
«Κάναμε εμείς τις συστάσεις γιατί αν περιμέναμε από σένα…» κορόιδεψε η Βιβή.
«Πάω να φέρω φαγητό –τι θέλεις;» τη ρώτησα.
Με κοίταξε χαμογελαστή.
«Ότι πάρεις και για σένα…»
Κοντοστάθηκα. Η Βιβή με πήρε γραμμή, έκανε νόημα στο Μάνο κι εκείνος μου πάσαρε κάτι κουπόνια.
Έφερα μπιφτέκια με πατάτες συν δυο Κόκες. Η Τζούλια είχε ξεκαρδιστεί με κάτι που της έλεγε ο Πάρης, κάθισα νιώθοντας παρείσακτος.
Ο Αντώνης με κέρασε τσιγάρο –στα παπάρια του που ξεκίναγα να ψωφοφάω.
«Μου ΄λειψες ρε μπαγάσα», είπε.
Κοίταξα τη Μαρία αλλά εκείνη κάτι έψαχνε ανάμεσα στα μακαρόνια που την περίμεναν αφάγωτα.
«Τι παίζει;» ρώτησα στο γενικό.
«Προαπαιτούμενα…» μου σφύριξε από απέναντι ο Πάρης.
«Σημαίνει;»
«Ότι για να δώσεις την Τσιμπουκολογία 2 θα πρέπει πρώτα να έχει περάσει την Τσιμπουκολογία 1 –αλλιώς δεν θα έχεις δικαίωμα να κατέβεις στην εξεταστική», μου εξήγησε η Βιβή.
«Ωραίοι… ποιος το σκέφτηκε; Κάνας Φίλιας;» απόρησα.
«Όποιος κι αν το σκέφτηκε, θα του το βάλουμε στον κώλο», είπε η Βιβή.
«Τώρα ησύχασα…» έκανα δήθεν ανακουφισμένος.
Δε με ένοιαζε και ιδιαίτερα το σύστημα της σχολής κι όσο μας καθυστερούσαν το πτυχίο τόσο καθυστερούσε το φαντάρικο –αλλά ήμουν μέσα αν ήταν να γίνει νταβαντούρι…
Η Τζούλια γύρισε να με κοιτάξει, έσκυψα να τη φιλήσω αλλά κάτι στο ύφος της με κράτησε –μάλλον δεν ήταν από τις κοπέλες που γούσταραν τις διαχύσεις σε κοινή θέα.
«Τι σκοπεύετε να κάνετε δηλαδή;» ρώτησε.
«Στην αρχή θα πάμε να μιλήσουμε με τους καθηγητές, θα πιάσουμε τους πιο ανοιχτούς –Βέλτσο, τη Φωτεινή την Τσαλίκογλου, τον Τσάτσο ίσως… Να δούμε τι θα στηρίξουν…» είπε ο Πάρης.
«Και μετά;»
«Αγωνιστικές κινητοποιήσεις», ξεκαρδίστηκε ο Πάρης.
Η Τζούλια δεν το ‘πιασε.
«Κοίτα –στο μαγαζάκι εδώ πέρα κάνει κουμάντο η Πανσπουδαστική, άρα, θα πάμε μια βόλτα μέχρι Μητροπόλεως και θα τη λήξουμε την επανάσταση», της εξήγησα.
Οι άλλοι κούνησαν τα κεφάλια μέσα στην απελπισία.
Ο Μάνος το σκέφτηκε λίγο παραπάνω.
«Δηλαδή το αποκλείεις να πάρουμε συνέλευση;» με κοίταξε.
Τον κοίταξα κι εγώ. Το σκέφτηκα λίγο… Σαν πόσο καλό κρεβάτι να έκανε δηλαδή για να τον αντέχει η Βιβή;

Όταν σηκωθήκαμε από το εστιατόριο για να μεταφέρουμε τη συνεδρίαση στο Βαστάζο, η Βιβή μου έκανε νόημα να μείνω λίγο πιο πίσω. Έκανα κι εγώ νόημα με τη σειρά μου στον Πάρη να με καλύψει με τη Τζούλια, χώθηκε εκείνος όλο προθυμία στο πλάι της και της έπιασε μια κουβέντα περί Φυσικού και κοινών γνωστών –δηλαδή για Κνίτες τη ρώταγε που θυμόταν από τη θητεία του στο κόμμα κι η Τζούλια γέλαγε υπενθυμίζοντάς του τα κουσούρια του καθενός –όλα καλά.
«Πού την τσίμπησες αυτή;» με ρώτησε η Βιβή.
«Στις φασαρίες –τότε που έχασα τον Αντώνη», της είπα.
«Καλή είναι, πολύ καλή….» ψιθύρισε.
«Λες;»
«Λέω».
«Αλλά;»
«Αλλά όχι για σένα…»
Την κοίταξα απορημένος.
«Είσαστε σε άλλη φάση ρε μαλάκα. Αυτή πάει Λύκειο κι εσύ Νηπιαγωγείο».
«Δεν έχουμε και τόση διαφορά ηλικίας…» έκανα χαζά.
«Μίλησα εγώ για διαφορά ηλικίας; Όχι –μίλησα; Μη με βουρλίζεις τώρα…» κούμπωσε η Βιβή που είχε ένα χρόνο διαφορά από το Μάνο.
«Ε, τότε;»
«Ε, τότε βρες καμιά μπέμπα να παίζετε το γιατρό…» μου ξέκοψε η Βιβή.
«Τι μου λες τώρα;» κούμπωσα.
«Την έχεις δαγκώσει ε;» γέλασε.
«Γιατί –τρέχει τίποτα;» πήρα να φουντώνω.
«Εσύ θα τρέχεις ρε βλάκα –φωτιά στον κώλο σου άναψες», είπε η Βιβή και έφυγε μπροστά να βρει το Μάνο.
Κοντοστάθηκα, την κοίταξα –τι θέλει τώρα η μαλάκω;
Και αδιαφόρησα…

Στου Βαστάζου έγιναν τα επίσημα αποκαλυπτήρια της Τζούλιας –δηλαδή παρέλασε η μισή σχολή για να μας χαιρετήσει και «αλήθεια, την κοπέλα δεν θα μας τη συστήσεις;» -εγώ έκοβα κίνηση… Η αλήθεια είναι ότι πούλαγε πολύ η Τζούλια, με τις μπούκλες της τις ατελείωτες, το κολλητό Φρουτ οφ δε Λούμχρώματος μωβ και το κοντό τζιν μπουφάν –ειδικά σήμερα που φορούσε κι ένα εξίσου κολλητό παντελόνι μέσα σε μαύρες καστόρινες μπότες. Κάμποσοι Αγωνίτες πιάσανε στασίδι γύρω μας, ο Χωρικός της έκανε ένα σαλιγκαρίσιο πέσιμο που δεν του βγήκε λόγω συνωστισμού –στο βάθος κήπος είδα την Κασσάνδρα παρέα με τους Πανσπουδαστικάριους, με είδε κι εκείνη, χαμογέλασε –της έκλεισα το μάτι –άνετος, ντρινκ μάι φορντ…
Κάπου τότε πέρασε ο Ζαχαρίας, την είδε από μακριά, κοντοστάθηκε –τον είδε κι η Τζούλια, πετάχτηκε στον αέρα, έτρεξε, αγκαλιάστηκαν. Τους χάζευα ευτυχισμένος που η κοπέλα μου ήξερε τη θρυλική γενιά της σχολής κι έτσι δεν πήρα είδηση το Μαρκήσιο όσο με πλεύριζε.
«Μαζί σας είναι αυτή;» μου σφύριξε κοιτάζοντας προς το μέρος της.
«Ναι», παραδέχτηκα.
«Πώς κι έτσι;»
«Υπάρχει ειδύλλιο», κορόιδεψε η Βιβή.
«Με ποιον;» απόρησε ο Μαρκήσιος.
Η Βιβή με έδωσε κανονικότατα.
«Έλα ρε Παντειό….» ξεκαρδίστηκε ο Μαρκήσιος. «Πώς την έριξες;»
«Έχω μάτι…» του έκανα ενώ γύρισα προς το μέρος του αλληθωρίζοντας.
«Ωραίος…» παραδέχτηκε ο Μαρκήσιος.
Και μετά έσκυψε πάνω μου.
«Είναι γαμώ τα άτομα η Τζούλια αλλά τρέχει πολύ… Να προσέχεις μη σε αδειάσει σε καμιά στροφή», μου σφύριξε.
«Δηλαδή;»
«Αυτό που είπα…» είπε κι έφυγε να πάει να βρει τους αγκαλιασμένους.
Άναψα μια Καμήλα, το σκέφτηκα λίγο –τι εννοούσαν όλοι τους; Ότι η Τζούλια ήταν άτομο κάργα πολιτικοποιημένο κι εγώ φλωράκος που θα κώλωνα στην πρώτη φασαρία; Ότι η Τζούλια είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι ενώ εγώ ακόμα ήμουνα στο μπιμπερό; Και πού ξέρετε ρε καργιόληδες ποιος είμαι εγώ; Τι έχω περάσει, από πού έχω έρθει;
«Όλα εντάξει;» με σκούντηξε η Τζούλια η οποία είχε βρεθεί δίπλα μου με κάποια μυστήρια μέθοδο τηλε-μετακίνησης.
«Ναι –μια χαρά…» έκανα αφηρημένα.
«Τέλειωσε η πασαρέλα; Μπορούμε να φύγουμε», μου ψιθύρισε.
«Δε θες να κάτσεις λίγο ακόμα μπας και βρεις κάναν καλό γαμπρό;» το έπαιξα αντικαρφωτικά.
«Και ποιος σου είπε ότι δεν τον βρήκα;» χαμογέλασε.
«Ε, τότε να πηγαίνετε…» το συνέχισα.
«Αυτό λέω. Φεύγουμε;»
Την αγκάλιασα εντελώς περιφερειακά, την ένιωσα να σφίγγεται –έκανα πίσω, άφησα κάτι ψιλά στο τραπέζι και σηκώθηκα.
«Λέμε με την κάνουμε από λίγο-λίγο…» πληροφόρησα την ομήγυρη.
«Εντάξει», είπε η Βιβή.
«Δεν πήρες ακόμα τηλέφωνο και με έχει πρήξει…» μου σφύριξε ο Πάρης.
«Ποιος;» ρώτησα.
«Ποια…» με διόρθωσε ο Πάρης.
«Α, καλά…» έκανα φορώντας το μπουφάν μου.

Ήμασταν πάνω στη μηχανή και βγαίναμε από το προαύλιο της σχολής όταν με ρώτησε.
«Ποια πρέπει να πάρεις τηλέφωνο;»
«Μια κάποια….»
«Και γιατί δεν την παίρνεις;»
«Γιατί δεν έχω το τηλέφωνό της».
«Και γιατί δε στο δίνει;»
«Μου το έδωσε…»
Βγήκα στη Συγγρού φουριόζος, η κουβέντα κόπηκε.
Ο ήλιος βούτηξε πίσω από τις πλάτες μας καθώς ανεβαίναμε για Κέντρο, ένα ηλίθιο μποτιλιάρισμα μ΄ ανάγκασε να καβαλήσω πεζοδρόμιο στου Φιξ και μια αξιοπρεπέστατη κυρία με τσεμπέρι σχολίασε την ανατροφή που μου έδωσαν οι γονείς μου. Ήθελα να της πω ότι οι γονείς δίνουν μόνο τροφή, κι αυτή ανθυγιεινή, αλλά την είχαμε αφήσει 20 μέτρα πίσω και δεν πρόλαβα.
Το πρόγραμμα έλεγε ότι θα αράζαμε λίγο σπίτι της Τζούλιας μέχρι να πέσει η νύχτα και να βγούμε σαν άνθρωποι. Κι έτσι άφησα τη μηχανή στο πεζοδρόμιό της, ανεβήκαμε αφηρημένα –η Τζούλια φρέναρε πριν ανοίξει την πόρτα, κόντεψα να πέσω πάνω της και τότε το είδα.
Κάποιος είχε χαράξει την ξύλινη εξώπορτα του διαμερίσματος –έγραφε «ΗΡΘΑ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;» μάλλον με κλειδιά είχε γίνει η δουλειά. Γύρισα στη Τζούλια, την είδα συννεφιασμένη.
«Τι τρέχει εδώ πέρα ρε πούστη μου;» αναρωτήθηκα.
«Εντάξει…» είπε.
«Τι εντάξει –εδώ σου γάμησαν την πόρτα…»
Άνοιξε με τα κλειδιά της, μπήκαμε. Κοίταζα πίσω μας την ξύλινη εξώπορτα και δεν μπορούσα να το χωνέψω.
«Ξέρεις ποιος καργιόλης…»
«Ναι, ξέρω», με έκοψε.
«Ποιος;»
«Η Άννα…»
«Όπου Άννα σημαίνει;»
«Μεγάλη ιστορία… Κολλητές από το Γυμνάσιο…»
«Και λοιπόν;»
«Τι λοιπόν;»
«Επειδή είσαστε κολλητές από το Γυμνάσιο, σου χαράζει την πόρτα; Δηλαδή αν ήσασταν από το Δημοτικό θα σε ξεκοίλιαζε για ν΄ αφήσει σημείωμα;»
«Εντάξει, δεν τρέχει τίποτα…»
Την κοίταζα και δεν το πίστευα –το πρόσωπό της είχε αλλάξει, ούτε ίχνος τσαμπουκά πλέον, έμοιαζε με μικρό κοριτσάκι την πρώτη μέρα στο σχολείο. Κούμπωσα άσχημα αλλά προτίμησα να μη μιλήσω.
Χώθηκα στην κουζίνα, ξεκίνησα να ζεσταίνω νερό για καφέ –την ρώτησα αν θέλει (ήθελε) κι έτσι ετοίμασα δυο κούπες. Τη βρήκα στον καναπέ να καπνίζει.
«Είσαι καλά;»
«Ναι –εντάξει…»
«Τι κάνουμε με την πόρτα;»
«Δεν ξέρω –μάλλον θέλει λίγο βάψιμο…»
«Καλά, άστο, θα δω τι θα κάνω…»
Γύρισε προς το μέρος μου με χαμένο βλέμμα.
«Ναι, εντάξει», είπε μετά από ώρα.
Ήπια τον καφέ μου βράζοντας –τι σκατά έτρεχε εδώ πέρα; Πού ήταν η Τζούλια πουόλοι ξέρουμε και όλοι αγαπάμε;
Η επόμενη ώρα κύλησε στα μουγκά –όταν προσπάθησα να της μιλήσω ανακάλυψα ότι είχε πάει σε άλλη γη, σ΄ άλλα μέρη, τα παράτησα λοιπόν.

Ήπιαμε καφέ ακούγοντας το δρόμο να κορνάρει κάτω από το παράθυρό της, έκανα να βάλω τίποτα μουσική, έψαξα αλλά δε βρήκα κάτι να κολλάει –τα παράτησα, σηκώθηκα.
«Θα βγούμε;»
Με κοίταξε σα να ήμουνα μούχλα σε πλακάκι του μπάνιου.
«Πού να πάμε;»
Εδώ, τώρα θα γαμηθούμε πολύ άσχημα…
«Ρε Τζούλια δεν είχαμε πει;»
«Α ναι… Εντάξει…»
«Τι εντάξει;»
«Όχι, βαριέμαι…»
«Δηλαδή θέλεις να περιμένεις αυτή την Ήρθα που είσαι…»
«Πες το κι έτσι…»
«Γιατί –εσύ δεν μπορούσες να το πεις;»
«Θα περιμένω την Άννα –τρέχει τίποτα;»
«Κάτι λούκια στο μπαλκόνι αλλά μη δίνεις σημασία…»
«Τι;»
«Τίποτα. Λοιπόν, εγώ λέω να κάνω μια γύρα…»
«Ναι, πήγαινε…»
Φόρεσα το μπουφάν μου τσαντισμένος, πήγα από πάνω της, ήθελα να σκύψω να τη φιλήσω, να τη ρωτήσω τι σκατά ήταν αυτή η Άννα και γιατί την έκανε χάλια –κι αυτό θα έπρεπε να γίνει αλλά δεν το έκανα, προτίμησα να στρίψω απότομα, κοπάνησα και την πόρτα πίσω μου.

Πήγα με τα πόδια στην πλατεία γιατί αν έπαιρνα τη μηχανή θα την κοπάναγα σε κάναν τοίχο από τα νεύρα μου. Το περπάτημα σε ηρεμεί –έτσι λένε όσοι δεν ξέρουν από θυμό… Είχε βραδιάσει κανονικά, σκέφτηκα να ανηφορίσω κατά Πήγασο αλλά ακόμα δεν θα είχαν ανοίξει, χώθηκα λοιπόν στα φλιπέρια να πω δυο κουβέντες στο φίλο μου το Ροζ Πάνθηρα που ένιωθε από σχέσεις –τι διάολο, τόσα χρόνια τραβιόταν με τον Οβίδα κι αυτός…
Στο πρώτο παιχνίδι τα σκάτωσα –τίναζα τις ρακέτες λες και είχα Πάρκινσον, κούναγα το μασίνι ατσούμπαλα, δυο τιλτ και μια μπίλια στο δεξί αυλάκι, πόσο πιο ξεφτίλας; Στο δεύτερο παιχνίδι πήγα καλύτερα –είχα αρχίσει να ξεχνάω τις σημαδεμένες πόρτες και τις μαλακισμένες φιλενάδες, στο τρίτο παιχνίδι κέρδισα έξτρα μπάλα –την οποία χαράμισα σαν κλασικός ηλίθιος. Άναψα μια Καμήλα και άφησα το μασίνι να κρυώσει –γύρω μου κάμποσοι φώναζαν αλλά δεν έδωσα σημασία, με απασχολούσε αν θα έπρεπε να χτυπήσω μια μπύρα ταΐζοντας τον Ροζ Πάνθηρα ή να την κάνω για αλλού.
Τότε άκουσα τα πόδια που έτρεχαν στο πλακόστρωτο, δεν χρειαζόταν να γυρίσω για να καταλάβω ότι ήταν αρβύλες αυτές που κάνανε τη μεγαλύτερη φασαρία και το γεγονός ότι ακούγονταν ταυτόχρονα τα γκλοπ να χτυπάνε σε ασπίδες δεν μου άφηνε περιθώρια παρερμηνείας.
Γύρω μου όλοι κόλλαγαν τις πλάτες στους τοίχους, ελπίζοντας να μοιάσουν αόρατοι. Μαλακίες. Η τζαμαρία του μαγαζιού κατέβηκε με ψαρωτικό θόρυβο, γυάλινες λεπίδες έφυγαν σπρωγμένες από τις ασπίδες τους –ένα παιδί ούρλιαξε πιάνοντας το αριστερό του μπούτι.
«Γαμώ την Παναγία μου», μούγκρισε ο μαγαζάτορας και πετάχτηκε πίσω από το ταμείο, δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα και η κοιλιά του βρήκε σ΄ένα Πάκμαν, σταμάτησε αγκομαχώντας.
Οι Ματατζήδες στήθηκαν απέξω, στον πεζόδρομο, ήταν καμιά δεκαριά και φώναζαν σαν καρπουζέμποροι σε λαϊκή.
«Βγείτε έξω ρε μουνόπανα», έκανε ένας τους χώνοντας το κεφάλι του εκεί που πριν υπήρχε τζαμαρία.
«Έξω ρε… Έξωωω…» γάβγισαν κι οι υπόλοιποι στο πιο χορωδιακό.
Ένα παιδί ξεκίνησε να πάει προς τα έξω αλλά όταν έφτασε στη σιδεριά της πόρτας δεν έβρισκε από πού ν΄ ανοίξει. Όπως στεκόταν αναποφάσιστο, το άρπαξε ένας καργιόλης μπάτσος από τα μαλλιά και το τράβηξε μέσα από τη διαλυμένη πόρτα, το παιδί έπεσε προς τα έξω, βρήκε στα απομεινάρια της τζαμαρίας και πήρε να πετάει αίματα όσο ούρλιαζε –κανονικό σιντριβάνι.
«Γαμώ το σπίτι σας καργιόληδες», φώναξε ένας πάνκης από δίπλα μου και τους έσκασε το μπουκάλι μπύρας που κρατούσε.
Δεν το περίμεναν, είχαν κατεβάσει ασπίδες –το μπουκάλι βρήκε ένα Ματατζή στο δόξα πατρί, ο μαλάκας γονάτισε.
Πήραμε θάρρος. Μαζέψαμε ότι βρήκαμε εύκαιρο –μπουκάλια, καρέκλες, κάτι κουτσά τραπέζια, ένας μάλιστα έβγαλε τη μπαλαντέζα και τους τη φέρμαρε, άρχισε να γίνεται της Αγιαβαρβάρας εκεί πέρα. Οι Ματατζήδες έκαναν πίσω, δυο μάζεψαν τον δικό τους και τον έσυραν στα πιτς για αλλαγή ελαστικών, οι υπόλοιποι περίμεναν μπερδεμένοι όσο το παιδί που πέρασαν μέσα από τα γυαλιά σφάδαζε μπροστά τους.
Το θέμα είναι ότι κι εμείς το βλέπαμε το παιδί και είχαμε χεστεί πάνω μας –σήμερα θα πεθάνουμε, σήμερα θα μας φάνε στα κρυφά ρε φίλε…
Ο φόβος είναι άσχημο πράγμα γιατί σε κάνει αδίστακτο, άνοιξαν τα παιδιά τη γαμωπόρτα, είδαν τους μπάτσους να διστάζουν και χύθηκαν πάνω τους με όσα καρεκλομπούκαλα δεν είχαν καταναλωθεί προηγουμένως στις ελεύθερες βολές –χώθηκα ανάμεσά τους άδειος, σκεφτόμουν ότι θα μας δένανε όλους, στην καλύτερη, οπότε ήταν προτιμότερο να μη με πιάσουν με κάνα φονικό εργαλείο στο χέρι.
Όταν βγήκα στον πεζόδρομο πήρε το μάτι μου ότι από αριστερά την πλατεία, το κυνηγητό πήγαινε σύννεφο, γι΄αυτό μάλλον δεν είχαν πάρει χαμπάρι οι υπόλοιπες διμοιρίες ότι κάποιοι δικοί τους στριμώχτηκαν στον πεζόδρομο. Την είδα τη φάση και μετάνιωσα που δεν είχα πάρει κι εγώ κάνα μαρκούτσι να τους κοπανήσω τις κεφάλες γιατί είχαν μαζευτεί οι Ματάδες στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας και τα παιδιά τους βαράγανε ανελέητα. Έψαξα να βρω το παιδί που πέρασε μέσα από τα τζάμια κι ευχόμουν μέσα μου να έχει φύγει, να το έχουν πάρει οι εξωγήινοι, να μη το δω –αλλά ήταν εκεί, διπλωμένο στο πλακόστρωτο κι έκλαιγε χωρίς να βγάζει ήχο.
Πήγα από πάνω του, κοίταξα τριγύρω μπας και βρισκόταν κάνας πρόθυμος αλλά πού τέτοια τύχη; Έσκυψα, τον άρπαξα από τις μασχάλες, έκανα να τον σηκώσω και τότε ούρλιαξε. Ταράχτηκα –κόντεψα να τον αφήσω να σκάσει κάτω σα σακί με πατάτες, τελευταία στιγμή το ξανασκέφτηκα και τον έσυρα μέχρι κάποιο κοντινό τοίχο, τον ακούμπησα εκεί πέρα σε φάση καθισμένος-σωριασμένος κι έφυγα προς τα πίσω.
Έτρεξα στην πλατεία, βρήκα ένα μπάτσο καπελάκια να αφρίζει, στήθηκα μπροστά του.
«Ένα ασθενοφόρο, κάποιος έχει τραυματιστεί», του είπα σταθερά σαν εκφωνητής ειδήσεων.
Ο καργιόλης δε με έβλεπε καν –συνέχιζε να φωνάζει, σταγόνες σάλιου έσκαγαν στα μούτρα μου.
«Ένα ασθενοφόρο…» του φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα.
Τινάχτηκε στον αέρα, μόλις εκείνη τη στιγμή πήρε χαμπάρι ότι στεκόμουν μπροστά του. Το δεξί του χέρι έφυγε σπασμωδικά, μπερδεύτηκε στο σακάκι της στολής καθώς πάλευε να βγάλει κάτι από την τσέπη του παντελονιού του κι εγώ καθόμουν εκεί σα χάχας. Ο καπελάκιας με τα πολλά τράβηξε ένα περίστροφο και μου κοπάνησε την κάνη κατακέφαλα, δεν πόνεσα αλλά ένιωσα μια υγρασία πάνω από το δεξί φρύδι.
«Πιάστε τον», ούρλιαξε στο πουθενά.
Του γύρισα την πλάτη κι έγινα Λούης –σιγά μην καθόμουν να περιμένω… Έστριψα Τοσίτσα, μετά βρέθηκα Θεμιστοκλέους, το κεφάλι κάτω, τα πόδια στους ώμους, άκουσα ασπίδες να χτυπάνε σε τοίχους, σήκωσα το κεφάλι, πήγαινα καρφί πάνω σε διμοιρία, φρέναρα, άλλαξα κατεύθυνση.
Βρέθηκα μέσα σ΄ένα άδειο πάρκινγκ, κοπάνησα τέρμα τοίχο κάτω από τη μπογιά «90 δρχ. η πρώτη ώρα», σωριάστηκα. Ακουμπισμένος στον ασβέστη, δίπλα από κάτι αγκάθια άναψα μια Καμήλα για να ξελαχανιάσω –τι να είχε γίνει το παιδί; Το άφησα μέσα στα αίματα, όπως είχα αφήσει και τον Αντώνη να τον κυνηγάνε οι μπάτσοι –ήμουν αυτός που παρατάει τους πάντες για να σώσει τον κώλο του. Εντάξει –ο Αντώνης τη σκαπούλαρε και για το παιδί τι να έκανα δηλαδή… Άμα ανοίξεις το κουτί με τις δικαιολογίες, μέχρι κι από φόνο απαλλάσσεσαι –αυτό ξέρω να πω.

Έφτασα κουτσαίνοντας στο σπίτι της Τζούλιας γιατί κάπου είχα στραμπουλίξει ολίγο από αριστερό αστράγαλο –μικρό το κακό. Τα χέρια μου έτρεμαν όσο ξεκλείδωνα, η χαραγμένη πόρτα με κοίταζε βαριεστημένα.
Το μέσα δωμάτιο είχε τόσο καπνό που σκέφτηκα να τρέξω στο τζάκι για να ξεβουλώσω την καμινάδα, μόνο που το διαμέρισμα της Τζούλιας δεν είχε τζάκι. Άκουσα κάτι γέλια κακαριστά, μπλεγμένα με σκόρπιες λέξεις που δεν έβγαζαν νόημα, τα μάτια μου έτσουξαν.
«Ανοίχτε κάνα παράθυρο, θα πάτε από άδηλο αναπνοή», μούγκρισα.
«Αυτός είναι λοιπόν;» ακούστηκε μια φωνή από τον καναπέ.
Την εντόπισα. Φορούσε ένα μίνι που το έλεγες άνετα φαρδιά ζώνηκι ένα μπλουζάκι με ντεκολτέ μέχρι τον αφαλό. Ξυπόλητη, κοντά κόκκινα μαλλιά, δεν ήταν όμορφη αλλά αυτό δε νομίζω ότι το πρόσεχε κανένας. Είχε ένα υφάκι Μαίρης Χρονοπούλου, «αγοράκι, από μένα, να ΄χεις να λαβαίνεις»τέτοια φάση….  Την αντιπάθησα αμέσως.
«Κι εσύ είσαι η Άννα…» είπα ξεψυχισμένα.
Κάθισα απέναντί της, δίπλα στη Τζούλια και τίναξα μια πρόθυμη Καμήλα από το μαλακό πακέτο. Την ώρα που άναβα με πήρε χαμπάρι η δικιά μου.
«Τι έπαθες; Τι έχεις;»
«Τι έχω;» απόρησα.
«Αίματα…»
«Ντεν έματες, τώρα τα μάτεις», το έπαιξα χιουμορίστας.
Η Άννα ξεκαρδίστηκε.
«Πάμε μέσα», ούρλιαξε η Τζούλια και με τράβηξε από το χέρι –εκείνη ήταν ήδη όρθια και πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά, κοίτα τώρα τι γίνεται ρε μαλάκα…
Όταν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του μπάνιου ψιλοκώλωσα. Το αίμα είχε κοκαλώσει φτιάχνοντάς ένα τεράστιο φρύδι, προέκταση του κανονικού μου. Η Τζούλια έβρεξε μια πετσέτα και πήρε να το σκουπίζει –τινάχτηκα γιατί πόναγε σα διάολος… Αλλά της είπα να συνεχίσει –τελικά είχα ένα σκίσιμο αξιοπρεπές, έκανε δουλίτσα το κουμπούρι….
«Τα ρούχα σου…» βόγκηξε η Τζούλια.
Τότε το είδα –η μπλούζα μου ήταν τίγκα στο αίμα και το παντελόνι τα ίδια. Μόνο το μπουφάν την είχε γλιτώσει.
«Δεν είναι από μένα… Ένα παιδί το γαμήσανε οι μπάτσοι…» ξεκίνησα να λέω.
Δε με άφησε να συνεχίσω. Κόλλησε πάνω μου και με φίλησε με τόση δύναμη που βρόντηξε το κεφάλι μου στα πλακάκια, δίπλα στην κρεμάστρα.
Το ίδιο απότομα με παράτησε, χάιδεψε τα μαλλιά μου, άγγιξε απαλά την πληγή πάνω από το φρύδι με το δάχτυλό της και χαμογέλασε.
«Είσαι καλύτερα τώρα;» με ρώτησε.
«Όχι πολύ, αλλά αν το συνεχίζαμε αυτό με το φιλί, μάλλον θα βοηθούσε…» είπα χαζά.
«Έλα, πάμε έξω…» ψιθύρισε τραβώντας με από το χέρι.
Βγήκαμε μαζί αλλά στο διάδρομο έστριψα –χώθηκα στην κρεβατοκάμαρα και βρήκα ένα μπόγο με βρώμικα ρούχα, διάλεξα μια κολεγιακή κι ένα τζιν για ν΄ αλλάξω τα ματωμένα. Πλύθηκα και λίγο, ξεβρόμισα –αλλά η μυρωδιά του φόβου που μοιάζει με ιδρωμένο μέταλλο δεν έλεγε να φύγει από πάνω μου.

Κάθισα πάλι απέναντι από την Άννα, η Τζούλια μου πάσαρε τη μπύρα της όσο συνέχιζαν την κουβέντα τους. Της έλεγε η Άννα ότι έμεινε κοντά ένα μήνα στο χωριό (κάποιο χωριό) κι ένας πρώην συμμαθητής τους είχε γίνει μπάτσος και μίλαγε μαζί του στην πλατεία που είχε βγάλει βόλτα το ανιψάκι της κι εκεί που μιλάγανε, κοιτάει το ανιψάκι –ετών 5, να σημειωθεί αυτό- το μπάτσο και του λέει: «γιατί φοράς καπέλο;»
Ήμουν έτοιμος να χασμουρηθώ αλλά το έκοψα απότομα γιατί η Άννα σταμάτησε να μιλάει και μας κοίταξε περιμένοντας. Την κοίταξα κι εγώ που χαμογελούσε σαν ηλίθια και φοβήθηκα μην έπαθε κάποιο εγκεφαλικό.
«Γιατί φοράς καπέλο –το ‘πιασες;» μου έκανε.
Η Τζούλια δίπλα μου έγνευσε όλο θαυμασμό.
Τις κοίταξα απορημένος.
«Μέρα ήταν ή νύχτα;» ρώτησα.
«Βράδυ».
«Ε, γι΄αυτό τον ρώτησε».
Η Άννα τίναξε τα μπράτσα της στον αέρα αγανακτισμένη.
«Χαζός είσαι;» με ρώτησε.
«Ναι, κομματάκι…» παραδέχτηκα σεμνά.
«Βρε, το παιδί είδε αυτό που δε βλέπουμε οι υπόλοιποι. Το καπέλο…»
«Το καπέλο…» επανέλαβα σαν καθυστερημένος.
Γαμώ το μουνί του Ωνάση, σε χίπισσα πέσαμε…
«Κατάλαβες τώρα;» μου χαμογέλασε.
«Κατάλαβες», είπα και μπουκώθηκα μπύρα μη μου φύγει καμιά χριστοπαναγία.
«Θα μου στρίψεις ένα;» ζήτησε η Άννα.
Η Τζούλια ανασήκωσε τους ώμους και η άλλη έβγαλε ένα μεταλλικό κουτάκι από την τσάντα της. Η Τζούλια διάλεξε ένα περιοδικό με λευκό οπισθόφυλλο και βάλθηκε να ξεκοιλιάζει δυο από τις Καμήλες μου πριν κολλήσει τα τσιγαρόχαρτα πατικώνοντάς τα με την κόψη του χεριού της. Ευτυχώς το μαλακό μου πακέτο δεν προσφερόταν για τζιβάνα κι έτσι διέλυσαν τις Μαλμπουρίνες της Άννας. Μετά αρχίσανε να τρίβουν ένα βρομερό λιβάνι γεμίζοντας μαυρίλες τα νύχια τους –κάποια αηδία…

Πήραμε να καπνίζουμε αμίλητοι όσο το τσιγάρο έφερνε γύρες –μάπα ήταν αλλά δε γαμιέται…
«Σκατά η μέρα σήμερα, το χρειαζόμουν για χαλάρωση…» ψέλλισε η Άννα.
Την κοίταξα. Τα μάτια της είχαν γλαρώσει, αν δεν μοιραζόμασταν την ίδια χούσπα θα πίστευα ότι είχε γίνει κανονικά –έμεινα λοιπόν να τη χαζεύω και να προσπαθώ να καταλάβω πόσο το έπαιζε ή αν είχε στ΄ αλήθεια ψηθεί ότι μαστούρωσε. Δεν έβγαλα άκρη.
«Πες μας τι έγινε», πρότεινε η Τζούλια.
Άρχισα λοιπόν να τους διηγούμαι την ιστορία –μου πήρε κοντά 5 λεπτά να τους εξηγώ τα κατορθώματά μου στο Ροζ Πάνθηρα και μόλις ένα λεπτό για να τους περιγράψω όσα έγιναν στη συνέχεια.
«Σου έβγαλε πιστόλι;» άσπρισε η Τζούλια.
Πήγα να απαντήσω, αλλά δεν πρόλαβα.
«Αυτό δεν είναι τίποτα –εμένα μια φορά με έχουν πυροβολήσει σε συναυλία στη Νέα Σμύρνη», πετάχτηκε η Άννα.
Ε μα, φαίνεσαι ότι είσαι πυροβολημένη…
«Πότε ρε συ;» έκανε όλο ενδιαφέρον η Τζούλια.
Τα υπόλοιπα τα έχασα γιατί ψιλοέλιωσα επιτόπου στον καναπέ –φτάσανε τα βλέφαρα μέχρι τα γόνατα, έκοψα επαφή με τον έξω κόσμο, μόνο ένα πλατάγισμα από γέλια και σκόρπιες κουβέντες σαν κύμα που σκάει στις πέτρες, έφτανε μέχρι το κεφάλι μου.

«Δε σε πειράζει να κοιμηθείς στον καναπέ; Είναι ψόφια η Άννα και…»
Τινάχτηκα. Η Τζούλια χαμογελούσε, όρθια μπροστά μου με τα χέρια σταυρωμένα.
«Κάνε δουλειά σου…» μούγκρισα κι οριζοντιώθηκα άμεσα.

Δεν ξέρω πόση ώρα βρισκόμουν σε λήθαργο, αλλά με ξύπνησε ένας δυνατός θόρυβος -πετάχτηκα ιδρωμένος, κοίτα να δεις που σπάσανε την πόρτα και με σέρνουν από το μαλλί στα πλακόστρωτα…
Έψαξα τριγύρω, σκοτάδι –μόνο ένα μικρό φως τρεμόπαιζε στο δίπλα δωμάτιο, σηκώθηκα να δω τι γινόταν. Κι αυτό που γινόταν ήταν η Άννα μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο, με τη γνωστή μπλούζα και το βρακί, κοντοστάθηκα λίγο αμήχανα (και για να πάρω μάτι, βέβαια). Γύρισε.
«Σε ξύπνησα; Συγνώμη…»
«Δεν τρέχει τίποτα…»
Τράβηξε ένα μπολ με μακαρόνια που το είχε εκεί μέσα η Τζούλια από τότε που ζούσε ο Τζον Λένον, έβγαλε και μια μπύρα –κάθισε στο τραπέζι.
«Θα μου κάνεις παρέα;» ρώτησε.
Τι ήθελα να σηκώθηκα ο πούστης;
«Ναι», έκανα απρόθυμα και τράβηξα τις Καμήλες κοντά μου όσο έπιανα θέση απέναντί της.
Εκείνη έπεσε με τα μούτρα στο μπολ.
«Μεγάλες πείνες», σχολίασε μπουκωμένη.
Κούνησα το κεφάλι.
«Εσύ λοιπόν; Τι κάνεις;» με ρώτησε.
«Σπρώχνω τους όρθιους στην Ομόνοια», μούγκρισα.
Χαμογέλασε. Σταμάτησε να μπουκώνεται και μου τράκαρε τσιγάρο.
«Δε με πας –έτσι;» ρώτησε.
«Έτσι», παραδέχτηκα.
«Γιατί;»
«Είμαι μονόχνοτος, μάλλον γι΄αυτό…»
«Και για την πόρτα;»
«Και για την πόρτα…»
Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά, έστειλε δαχτυλίδια καπνού στο ταβάνι.
«Σιγά το πράγμα ρε συ… Μην είσαι τόσο μικροαστούλης…»
«Μικροαστούλης…» μουρμούρισα.
Έσκυψα προς το μέρος της.
«Πες μου κάτι ρε Άννα… το ζόρι για την πόρτα ποιος θα το τραβήξει;»
«Τι εννοείς;»
«Ποιος θα φάει κωλόχερο από τον ιδιοκτήτη, ποιος θα κάτσει να τη βάψει…»
«Σαχλαμάρες…»
«Σαχλαμάρες –εντάξει. Ποιος θα τραβήξει το ζόρι όμως;»
«Ξέρω ΄γω; Η Τζούλια;»
«Μέσα είσαι…»
Έσπρωξα πίσω την καρέκλα και σηκώθηκα. Πατίκωσα και την Καμήλα στο τασάκι.
Στήθηκα μπροστά της, κρέμασα τα χέρια μου από τις τσέπες του τζιν και την κοίταξα προσεκτικά. Στην αρχή με κοίταζε κι αυτή, μετά έβγαλε έναν στεναγμό απαξίωσης και αφοσιώθηκε στο τσιγάρο της.
«Λοιπόν…. Άννα. Εγώ είμαι με τη Τζούλια και μ΄ αρέσει αυτό… Που σημαίνει ότι οι φίλες της είναι και δικές μου φίλες. Αλλά μέχρι εκεί. Δε σε πάω, δε με πας –ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, είμαστε σύμφωνοι;»
Με κοίταξε για κάμποση ώρα.
«Πού το ξέρεις ότι δε σε πάω;» ρώτησε στο τέλος.
«Δεν το ξέρω, αλλά το προτιμώ».
«Γιατί;»
«Γιατί πάμε αλλού εγώ κι εσύ και θα τρακάρουμε».
Γέλασε.
«Τα λέτε πιτσουνάκια μου;» άκουσα μια φωνή.
Η Τζούλια στεκόταν πίσω μου χαμογελαστή.
«Τα είπαμε…» απάντησα.

Πέρασα δίπλα από τη Τζούλια αποφεύγοντας να την κοιτάξω και πήγα για τον καναπέ.
«Θα ξαπλώσω εγώ στον καναπέ –έτσι κι αλλιώς δε νυστάζω άλλο», φώναξε η Άννα από την κουζίνα.
Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους, έστριψα προς την κρεβατοκάμαρα. Σωριάστηκα στη δική μου πλευρά του κρεβατιού και περίμενα τη Τζούλια.
Για κάμποσο…

Όταν πήρα χαμπάρι ότι δε θα ερχόταν σύντομα, έκλεισα τα μάτια κι έπιασα μια από τις κλασικές μας κουβέντες με τον Ρέιμοντ Τσάντλερ –είχαμε μονίμως ανοιχτό το θέμα του ποιος θα έπρεπε να παίζει το Μάρλοου στις ταινίες, ο Ρέι παρέμενε κολλημένος στον Κάρυ Γκραντ ενώ εγώ υποστήριζα με πάθος τον Γκάρυ Κούπερ… Μέχρι να με πάρει ο ύπνος δεν βγάλαμε άκρη…


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Buzzcocks


16. «Ναυτία»

$
0
0

Οι μέρες περνούσαν, η μία μετά την άλλη κι έπειτα όλα άλλαξαν και οι μέρες περνούσαν η άλλη μετά τη μία–σωστός ο τοίχος… Απέναντι από την πολυκατοικία που έμενε η Τζούλια, κάθε φορά που πήγαινα να πάρω τη μηχανή, εκεί…

Τώρα τελευταία, μάλιστα, η μηχανή και το σπίτι της Τζούλιας ήταν κάμποσο μονοθέσια –πήγαινα μόνος για φαγητό, κατηφόριζα στην πλατεία για κόψιμο κίνησης και μπύρα στα όρθια, πέρναγα από σπίτι Τζούλιας για φρεσκάρισμα, έρημος κατέληγα Πήγασο για σκότωμα ώρας και κοιμόμουν εξίσου μόνος γιατί τα κορίτσια κάπου είχαν πάει, κοριτσοπαρέα δε σε παίρνει…
Ήξερα που πήγαιναν.

Εκείνο τον καιρό η πρεζαγορά της Κυψέλης απέκτησε ανταγωνισμό, είχαν κατέβει κάτι περίεργοι από Περιστέρι μεριά και πούλαγαν με την οκά, αρχίσανε και οι τραβηχτικές –πήγαιναν τα καραβάνια από την πλατεία στονΤοξότηκαι φόρτωναν για να φέρουν σε συγγενείς και φίλους. Η Τζούλια ήταν φιλική προς την πρέζα αλλά μην τρελαθούμε κιόλας, η Άννα είχε τσίχλα στον εγκέφαλο. Αφού το κάνει ο Τζάγκερ κι ο Σιδηρόπουλος γιατί όχι κι εμείς–τέτοια φάση. Άκουγε το Η ή το Heroinκαπάκι με το Waitingformymanκι αρρώσταινε -κάθε φορά που άρχιζε τις φιλοσοφίες της απώλειας μού ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι –της κόλλαγα στη μούρη την ιστορία εκείνη από τη Βαβέλπου είχε τίτλο «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίδα» κι άλλαζα δωμάτιο. Μαλακία μου αλλά είμαι μαλάκας γενικώς –τρέχει τίποτα;
Τρέχει.

Η Τζούλια με την Άννα στο Περιστέρι σκαρφαλώνουν στα νταμάρια, νύχτες με αθέατα φεγγάρια κι εγώ να μένω πίσω ανίκανος κι ανύπαρκτος. Αυτό τρέχει. Πάει μήνας τώρα, μπορεί και περισσότερο. Θέλεις και το χειρότερο; Το σπίτι της Τζούλιας γίνεται λαϊκό υπνωτήριο συχνά-πυκνά, γιατί οι Περιστεριώτες όταν φτιαχτούν δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους, είναι και δυο αρχίδια με θηριώδεις Καβασάκι Ζ που οι δικές μου τους λιγουρεύονται.
«Ωραίος γκόμενος ο Γιάννης», λέει η Τζούλια.
«Χάρισμά σου –εγώ προτιμώ τον Αργύρη», σιγοντάρει η Άννα.
Είμαι κι εγώ εδώ, γαμώ το στανιό μου…
«Θα είχες πρόβλημα αν έκανα τίποτα;» με ρωτάει η Τζούλια.
«Κάνε δουλειά σου», ρίχνω τρία κιλά σύννεφο και πάω ν΄ αλλάξω το δίσκο στο πικάπ που πάλιωσε στα μισά του πρώτου τραγουδιού.

Κάνει ψωφόκρυο, η ώρα δεν περνάει και ξεροσταλιάζω στα φλιπέρια της πλατείας –δεν έχω όρεξη να ταΐσω τα μασίνια, δεν έχω όρεξη να ταϊστώ εγώ, δεν έχω όρεξη για τίποτα. Πριν καμιά ώρα ήρθαν οι λεγάμενοι στο σπίτι της Τζούλιας φορτωμένοι –την κοπάνησα για κάποιο ραντεβού με τα παιδιά της σχολής, παπάρια ραντεβού, έχω να δω τους άλλους κοντά ένα μήνα… Όσο ακριβώς έχω να πατήσω στη σχολή. Ξέρω ότι σήμερα το βράδυ η Άννα θα την πέσει στον Αργύρη, δεν ξέρω τι θα κάνει η Τζούλια, αλλά φαντάζομαι τα χειρότερα. Και είμαι σίγουρος ότι αυτό που θα γίνει, θα είναι τελικά χειρότερο απ΄ότι φαντάζομαι.  
«Ή παίξε ή παίξτον παραδίπλα», με σκουντάει ένας πάνκης ψιλόλιγνος.
Τον κοιτάζω, θυμάμαι ότι έχουμε βρεθεί σ΄ένα σκασμό συναυλίες, κάνω στο πλάι, θέλω να του πω κάτι, σηκώνομαι και φεύγω τσαντισμένος.
Όχι μαζί του.

Έχω καβαλήσει τη μηχανή κυνηγημένος από χίλιους διαβόλους, το κρύο περονιάζει από στήθος σε πλάτη γιατί, σα μαλάκας, δεν έχω κλείσει το φερμουάρ του μπουφάν –μέχρι να φτάσω στους Στύλους δεν ξέρω που πάω, είμαι αριστερά για Βουλιαγμένης, τελευταία στιγμή πιάνω μεσαία, τερματισμένος στη Συγγρού μέχρι να χωθώ πίσω από το ΦΙΞ. Είναι εκεί, στο Νέο Κόσμο, ένα μπαράκι που το λένε Μπαράκι (το παίδεψαν πολύ το όνομα κατά πώς φαίνεται) παρκάρω απέξω. Στέκι Ρηγάδων αλλά πάνε και κάμποσοι δικοί μου, μπαίνω μέσα και είναι χαμάμ από την κάπνα, κοντοστέκομαι μην κουτουλήσω σε κάνα αδέσποτο ντουβάρι.
Και βλέπω αυτό το αναπάντεχα αναμενόμενο σετάκι σε ένα τραπέζι βάθος-κήπος, Βιβή, Μάνος, Αντώνης, Μαρία –θα χαμογελούσα αν δεν είχα ξεχάσει πώς γίνεται. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι με βλέπουν κι αυτοί –φωνές, αγκαλιές, φιλιά, χαθήκαμε ρε παιδιά, πώς παν’ τα κέφια, πιάσε ένα καρτούτσο, κάπελα–τέτοια κατάσταση.
Κάθομαι περιτριγυρισμένος σαν ορφανό που μάζεψαν από τους πέντε δρόμους ευγενικοί πλούσιοι, με κερνάνε ξηροκάρπια, μόνο παντόφλες δε μου έχουν φέρει να ξεκουράσω τα πόδια μου.
«Πες τι γίνεται με την περίπτωσή σου μη σε γαμήσω ρε μαλακισμένο», λέει στο τέλος η στοργική Βιβή.
Χαμογελάω –είναι ωραίο να είσαι με τους φίλους σου.
Ανάβω τσιγάρο –το καθυστερώ όσο μπορώ.
«Σκατά», λέω στο τέλος.
«Πες μας κάτι που δεν ξέρουμε», γελάει ο Αντώνης.
Κι έτσι τους λέω την ιστορία, προσπαθώντας να περιορίσω τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
«Αυτό είναι όλο;» γελάει πάλι ο Αντώνης. «Δικά μας παιδιά –πάμε από κει, ψιθυρίζω δυο φωνήεντα και χάνονται επιτόπου στο βάθος του συννεφιασμένου ορίζοντα».
«Δανείζω και Μάνο για κάνα μήνα μπας και ηρεμήσει αυτή η Άννα…» προτείνει η Βιβή βαθυστόχαστα.
Ο Μάνος την κοιτάζει δήθεν θιγμένος.
«Εντάξει –για καμιά βδομάδα, έχουμε κι εμείς ανάγκες», διορθώνει η Βιβή.
Χαμογελάω –έτσι γίνεται λοιπόν…
«Σκατά», ξαναλέω.
«Ε, φάτα ρε πουλάκι μου…» κάνει η Βιβή απηυδισμένη.
«Εννοώ ότι δεν ξέρω αν μπορώ να συνεχίσω με τη Τζούλια, όλα αυτά έχουν γούστο –αλλά εγώ δεν έχω…»
«Εντάξει –να σου βρούμε μια καλή κοπέλα», προτείνει ο Μάνος.
«Είσαι χαζός ρε μωρό μου;» του χώνεται η Βιβή.
«Σωστά», λέει ο Αντώνης.
Η Μαρία δε λέει τίποτα.
«Καρφωμένα τα δόντια στη λαμαρίνα, φιλαράκι;» σκύβει συνωμοτικά προς το μέρος μου ο Αντώνης.
«Οξυγονοκόλληση», παραδέχομαι.
«Ας πιούμε λοιπόν», προτείνει η Μαρία.
Κι αυτό κάνουμε. Αφήνουμε τα κυριλίκια με τις Στολίσναγια και πέφτουμε στη φτήνια, γραμμή κάνουν τα τριάρια τα Μεταξά, vomoanteportas

Όταν πάμε να σηκωθούμε, ανακαλύπτουμε ότι κάποιος μας έχει φορτώσει μ΄ένα τσουβάλι πέτρες τον καθένα και πρέπει να τις μεταφέρουμε υποχρεωτικά αφού το μαγαζί κλείνει. Στο πεζοδρόμιο έχει έρθει ένα ψιλόβροχο να κάνει παρέα στο ψωφόκρυο –μασέλες που χτυπάνε σε ρυθμό φοξ τροτ, γιακάδες που σηκώνονται…
«Άστη εδώ τη ρημάδα, δυο βήματα είναι το σπίτι μου», λέει η Βιβή.
Κοιτάζω τη μηχανή, δε μου πάει να την παρατήσω.
«Εντάξει…» ψελλίζω.
Κι ανεβαίνω στη σέλα, γίνομαι επιτόπου μούσκεμα μέχρι μέσα από σώβρακο, θα βλαστημούσα αν δεν είχε παγώσει η γλώσσα μου.

Δεν παίρνω χαμπάρι πώς φτάνουμε στο σπίτι της Βιβής κι απορώ ειλικρινά που δεν έχω μαζέψει καμιά εικοσαριά σαβούρδες, αλλά καταφέρνω να παρκάρω ολόκληρος –κι εγώ και η μηχανή. Μέσα στο σπίτι παίζονται μουσικές καρέκλες με γαμοσταυρίδια για υπόκρουση. Όποιος προλαβαίνει καβατζάρει κρεβάτι, καναπέ και οι υπόλοιποι βολεύομαι στο πάτωμα, κολλητά στο σβηστό καλοριφέρ. Τουρτουρίζω βρεμένος αλλά δεν έχει σημασία γιατί όλα αυτά τα νιώθει κάποιος άλλος άνθρωπος, του οποίου τη ζωή παρακολουθώ σε οθόνη τηλεόρασης και τη βαριέμαι κιόλας –πολύ μελό αδερφάκι μου… Πέφτω σε κώμα.
Και κάτι πέφτει πάνω μου, από την αφή καταλαβαίνω ότι πρόκειται περί κουβέρτας, ακούω μια φωνή από την τηλεόραση ακούω τη Βιβή να μουρμουρίζει «θα κοκαλώσεις ρε μαλάκα», τι δουλειά έχει η Βιβή στην τηλεόραση; Μην ασχολείσαι…

Ένα πέτρινο κύμα σκάει στο μέτωπό μου, τραβιέται πίσω απλώς για να πάρει φόρα και με ξαναχτυπάει. Αλλάζω θέση, καμιά βελτίωση. Ποιος πούστης παίζει μαζί μου;Ανοίγω τα μάτια για ν΄ανακαλύψω ότι το κύμα δεν έρχεται απέξω, αλλά μέσα από το κεφάλι μου. Δε βλέπω καλά, δεν ακούω τίποτα πέρα από τη βουή του κύματος και το στομάχι μου είναι ένας κόμπος από καραβόσκοινα που ψάχνει να βγει έξω.
«Σκατά», μουρμουρίζω, μάλλον, και ψάχνομαι για καμιά εξυπηρετική Καμήλα. Κάτι βρίσκω στην τσέπη του μπουφάν μου, ανάβω και στην πρώτη ρουφηξιά ο κόμπος από το στομάχι σκαρφαλώνει στο λαιμό.
Κατρακυλάω μέχρι την τουαλέτα, χώνω το κεφάλι στη λεκάνη, παθαίνω κάτι περιποιημένους σπασμούς αλλά δε βγάζω τίποτα –μηδέν από μηδέν, μηδέν –όταν βαριέμαι να κρέμομαι ανάποδα, στήνομαι στα πόδια μου. Ένας αποκρουστικός μαλάκας με χαζεύει μέσα από τον καθρέφτη. Και κάποιος άλλος μαλάκας κοπανάει την πόρτα –ανοίγω, πέφτω πάνω στον Αντώνη.
«Την πουτσίσαμε φιλαράκι –μεσημέριασε…» μου λέει.
Σηκώνω αδιάφορα τους ώμους καθώς βγαίνω και μετά θυμάμαι ότι ο Αντώνης είναι εργαζόμενος, κανονικός, με ωράριο. Ο ταχυδρόμος που χτυπάει πάντα δυο φορές, πριν τον πάρει στο κυνήγι ο σκύλος του σπιτιού.
«Πάρτους και πες ότι είσαι άρρωστος», μουρμουρίζω.
«Τους έχω πάρει τόσες φορές, που πρέπει πλέον να δηλώσω ανίατος», λέει καθώς μου κοπανάει την πόρτα της τουαλέτας στα μούτρα.

Στην μικρή κουζίνα του διαμερίσματος η Βιβή βράζει νερό για νες και είναι αυτή η πιο ελπιδοφόρα κίνηση της καινούργιας μέρας –έξω από τη μπαλκονόπορτα ο ήλιος ήδη μαχαιρώνει. Κοιτάζω το ρολόι μου –δωδεκάμισι. Στο μέσα δωμάτιο οι εναπομείναντες λειτουργούν ακόμα με μηχανική υποστήριξη.
«Πώς είσαι;» με ρωτάει με γυρισμένη την πλάτη.
«Λίγο μετά το θάνατο», απαντάω.
«Νεκρική ακαμψία;»
«Όχι –στα καζάνια της κόλασης».
Γελάει όσο φτιάχνει καφέδες.
Κάθομαι. Από την τουαλέτα ακούμε τον Αντώνη να ξερνάει σε στυλ υπερπαραγωγή.
 «Κι αυτός καλά είναι», της κάνω νόημα.
Κάθεται.
«Παρακάτω τι γίνεται;» με ρωτάει.
Ανάβουμε τσιγάρα που θα πάνε άκλαυτα.
«Δεν ξέρω… Θα πάω σπίτι της».
«Κι άμα είναι ο άλλος;»
«Θα του πετάξω τ΄άντερα έξω…»
«Σιγά ρε σκληρέ άντρα…»
«Εντάξει… Θα πάρω δυο σώβρακα για δικαιολογία και θα φύγω».
«Τώρα μιλάς καλά».
«Και θα τον περιμένω από κάτω να του πετάξω τ΄άντερα έξω…»
Γελάει χαραμίζοντας μια ολόκληρη τζούρα.
«Και τι θα κερδίσεις με αυτό; Απλά θα έχουν κάτι να κοροϊδεύουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Γιατί το βλέπω πιθανό και τη γκόμενα να σου πήδηξε και να σε σαπίσει στο ξύλο, στην κατάσταση που είσαι τώρα…»
«Έχεις δίκιο. Λες να του κάψω τη μηχανή;»
Ξεκαρδίζεται.
«Πόσων χρονών είπαμε ότι είσαι; Το Δημοτικό το τελείωσες; Ρε μαλάκα, με τέτοια μυαλά περιμένεις να κρατήσεις γυναίκα;»
«Ότι δηλαδή τώρα την έχω και την κρατάω…»
«Δεν έχει σημασία. Χάσεις-κερδίσεις το θέμα είναι να μην παίζεις…»
«Να μην παίζω…»
«Να ρε βούρλο. Ποια θα σε πάρει στα σοβαρά όταν δει ότι παίζεις;»
Το βουλώνω σκεπτικός. Προβληματίζομαι. Αν έριχνα ένα χέσιμο μήπως αισθανόμουν καλύτερα; Γιατί από εμετό δε με κόβω ικανό… Και πώς θα είναι η τουαλέτα μετά τον Αντώνη;
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει η Βιβή.
«Αυτά που μου είπες», χαμογελάω.

Το θέμα είναι ότι μετά τον καφέ μού βγαίνει όλη η νύστα. Κι επίσης οι άλλοι αρχίζουν να σηκώνονται. Δράττομαι της ευκαιρίας, που λένε οι μορφωμένοι, και χώνομαι στο κρεβάτι –μουρμουρίζω ένα «θα ξαπλώσω λίγο γιατί δεν…» και μετά ξεραίνομαι.
Όταν ξυπνάω έχει πάρει να σβήνει ο σιχαμένος ο ήλιος –το κεφάλι μου δεν πονάει, το στομάχι δε με ενοχλεί αλλά νιώθω σα να με πέρασε οδοστρωτήρας. Μόνο η Βιβή με το Μάνο έχουν μείνει, τους ακούω να τρώνε στην κουζίνα, πετάγομαι αλαφιασμένος.
«Πρέπει να φύγω», λέω.
«Κάτσε να φας κάτι».
«Πρέπει να φύγω».

Πρέπει να δω τι έγινε, πρέπει να τη δω, πρέπει να φύγω, πρέπει να φτάσω γρήγορα –η μηχανή δεν παίρνει και με ξεσκίζει στις ανάποδες, βλαστημάω, αρχίζω να ιδρώνω, η μηχανή μπούκωσε…
Την πάω σπρώχνοντας στο δρόμο κι όταν αρχίζουν να γυρίζουν οι ρόδες σηκώνομαι στους μαρσπιέδες και βάζω την πρώτη σκαστή –η μηχανή κλωτσάει άσχημα, κρατιέμαι -φύγαμε.
Ο δρόμος δεν είναι φίλος μου και τα φανάρια έχουν βαλθεί να μου διαλύσουν το νευρικό σύστημα, βλέπω τα αυτοκίνητα σαν κατολίσθηση, τους πεζούς σαν άμμο που τρίβει στα μάτια μου, βλέπω ότι δε βλέπω καθόλου καλά…
Όμως τα καταφέρνω. Παρκάρω δίπλα στο γαμιόλη τον τοίχο, τραβάω το κλειδί πριν σβήσει η μηχανή, ετοιμάζομαι να τρέξω αλλά φρενάρω. Ήσυχα, ήρεμα, πάρε το χρόνο σου… Μην μπεις μέσα σ΄αυτή την κατάσταση...
Ανάβω μια Καμήλα, ακουμπάω στον τοίχο και μετράω ανάποδα από το 100, κάπου στο 60 κόβω, ανασαίνω βαθιά, είναι ώρα; Έχω ακόμα μισή Καμήλα άκαυτη, κοιταζόμαστε –δε θα με παρεξηγήσει. Την πετάω στον αέρα και την σουτάρω ψιλοκρεμαστά, μετά την παρακολουθώ να σκάσει στο δρόμο, μέσα σε μια λακκούβα –άψογος…
Περνάω απέναντι.

Μισοσκόταδο προς το δε βλέπω τίποτα,τσιγαρίλα ανακατεμένη με κλεισούρα, κοντοστέκομαι στην πόρτα για να συνηθίσουν τα μάτια μου. Καταφέρνω να δω ένα πτώμα στον καναπέ σκεπασμένο με ένα βουνό κουβέρτες –εντάξει, αυτή είναι η Άννα. Περνάω δίπλα της στις μύτες, μην την ξυπνήσω και τη χάσουμε από πελάτη –στην κρεβατοκάμαρα βρίσκω τη Τζούλια, βλέπω τα μαλλιά της πάνω από την κουβέρτα και τίποτα άλλο, είναι γυρισμένη προς τον τοίχο. Ακουμπάω στην πόρτα αμίλητος.
«Έλα να ξαπλώσεις», την ακούω να ψιθυρίζει.
«Εγώ είμαι», της λέω ηλίθια –γιατί φοβάμαι μη με πέρασε για κάποιον άλλο.
Δε μιλάει.
Βγάζω τα ρούχα μου, στριμώχνομαι δίπλα της, έρχεται και χώνεται στην αγκαλιά μου –το πρόσωπό της στο στήθος μου, φοράει μόνο μια κοντομάνικη και εσώρουχο. Την κρατάω με ξύλινα χέρια.
«Πού ήσουν;»
Δε μιλάω.
«Μου έλειψες».
Θέλω να της πω… Δε λέω κουβέντα.
«Νυστάζεις;» τη ρωτάω τελικά.
«Δεν ξέρω», μουρμουρίζει και μετά νιώθω την αναπνοή της σταθερή, ήρεμη να χτυπάει στο στήθος μου.
Κλείνω τα μάτια, σκέφτομαι ότι όλα είναι καλά –δηλαδή δε θα με παρατήσει, με θέλει ακόμα, αλλά είναι όλα καλά; Τι έγινε; Φοβάμαι να τη ρωτήσω.
Και τότε τη νιώθω να τραντάζεται, ένα τρέμουλο που ξεκινάει από τους ώμους και σκάει πάνω μου, νιώθω ήδη την υγρασία. Τη σπρώχνω λίγο πίσω.
«Κλαις;» η κλασική ερώτηση του μαλάκα.
Η σωστή απάντηση είναι: όχι –κατουρήθηκα με το που σε είδα…
Αλλά η Τζούλια δεν απαντάει τίποτα. Κολλάει περισσότερο πάνω μου, πιέζει το σώμα της στο δικό μου, θα φώναζα από ενόχληση αν δεν ήμουν, για κάποιο αρρωστημένο λόγο, πανευτυχής.
«Πες μου τι έγινε…»
«Δεν έπρεπε να φύγεις…»
Κουμπώνω αλλά προσπαθώ να το κρύψω.
«Ήρθαν… και γίναμε…»
«Παρακάτω…» λέω προσπαθώντας να μη δείξω πόσο σπασμένος είμαι.
Δε μιλάει. Συνεχίζει να με σφίγγει, τα πόδια της μπερδεύονται με τα δικά μου. Και η όλη φάση αρχίζει να γίνεται ερεθιστική.
«Κάποια στιγμή έχασα επαφή με το περιβάλλον…. όταν συνήλθα τον βρήκα πάνω μου…»
Πετάγομαι –τραβιέμαι πίσω, την κοιτάζω κατάματα. Προσπαθεί να γυρίσει το κεφάλι της από την άλλη πλευρά, αλλά τώρα είμαι εγώ αυτός που τη σφίγγω.
«Δεν ήθελα να κάνουμε τίποτα…»
«Και;»
Δε μιλάει…
«Δηλαδή σε βρήκε ντάγκλα και σε πήδηξε;»
Δε μιλάει…
Πετάγομαι από το κρεβάτι, ψάχνω τα τσιγάρα μου –το μετανιώνω πριν ανάψω, τώρα ψάχνω τα ρούχα μου.
«Ντύνεσαι;»
Τώρα είναι η σειρά μου να μουγκαθώ.
«Θα φύγεις;»
Την κοιτάζω –είναι διαλυμένη.
«Θα γυρίσω».
«Πού θα πας;»
«Σε πήδηξε χωρίς τη θέλησή σου –αυτό δεν μου είπες;»
«Ναι αλλά…»
Κοντοστέκομαι.
«Ίσως να φταίω εγώ –ήμουν πολύ άνετη μαζί του, μπορεί και να τον φλέρταρα δεν ξέρω…»
Ανάβω τσιγάρο –έχω μια δουλειά εδώ πέρα να τελειώσω, πριν τελειώσω τη δουλειά μαζί του.
«Κοίτα –εσύ μπορεί να του έκανες και στριπτίζ, δε μου λέει κάτι αυτό…»
«Δεν θέλω να πας –μείνε μαζί μου».
«Ο τύπος έχει τελειώσει αλλά δεν το ξέρει…»
Γελάει, την κοιτάζω απορημένος. Τι είναι αυτό τώρα; Αρχές υστερίας;
«Έχει τελειώσει και το ξέρει», μου λέει.
«Μέσα σου;»
Το ανάβω τελικά το γαμημένο το τσιγάρο, κάθομαι στο πάτωμα. Δεν την κοιτάζω κι εκείνη έχει χώσει το κεφάλι μέσα στην κουβέρτα.
«Σε χρειάζομαι τώρα…» λέει πνιχτά.
«Εδώ είμαι…»
«Μη φύγεις».
Κοιτάζω την καύτρα του τσιγάρου, μοιάζει κάπως πεθαμένη, τραβάω μια γερή για να την ξαναζωντανέψω. Μετά σβήνω το τσιγάρο στην παλάμη μου –δε νιώθω τίποτα.
Από το μέσα δωμάτιο ακούω την Άννα να ροχαλίζει. Χαμογελάω.
«Η Άννα;»
Βγάζει το κεφάλι της από την κουβέρτα.
«Τι;»
«Η Άννα, όλα καλά;»
«Ναι –εκείνη τουλάχιστον το ήθελε…»
«Εσύ;»
Με κοιτάζει πραγματικά απορημένη.
«Τι εγώ;»
«Δεν το ήθελες;»
«Γιατί γίνεσαι μαλάκας τώρα;» ρωτάει έτοιμη να βάλει τα κλάματα πάλι.
«Δε γίνομαι –πάντα ήμουν…» ψιθυρίζω.
Σηκώνομαι.
«Πού πας;»
«Για κατούρημα».
«Θα ξανάρθεις;»
«Αν δε με ρουφήξει η λεκάνη…»
Δε γελάει.

Τα πόδια μου ακουμπάνε ξυπόλυτα το παγωμένο μωσαϊκό αλλά η δροσιά που νιώθω είναι πρόσκαιρη, τα πόδια μου καίνε και στα δάχτυλά των χεριών μου νιώθω το αίμα να βελονιάζει. Παίρνω ανάσα, το αίμα φουσκώνει στις φλέβες μου, ζαλίζομαι, κοπανάω σ΄έναν τοίχο –ισιώνω κάπως. Στο δεξί συρτάρι της κουζίνας έχει η Τζούλια ένα μαχαίρι απ΄αυτά που χρησιμοποιούν οι χασάπηδες για να ξεκοιλιάζουν κατσίκια –πολλές φορές αναρωτήθηκα τι το ήθελε, τώρα καταλαβαίνω.
Το βρίσκω, σφίγγω τη λαβή, στρίβω για το δωμάτιο που κοιμάται η Άννα. Περνάω δίπλα της, χώνομαι στην τουαλέτα, κόβω το δεξί μου χέρι στο μπράτσο και πάνω από τον καρπό, κόβω το δεξί μου πόδι στη γάμπα –κάθομαι στη μπανιέρα και χαζεύω το αίμα να τρέχει, όταν το βλέπω να σταματάει πιέζω με τα δάχτυλά μου να βγει περισσότερο. Αλαφρώνω.
Για λίγο. Μετά πάλι το αίμα φουσκώνει, εκεί που κόπηκα οι πληγές παίρνουν να ξεραίνονται –κόβω παραδίπλα, ησυχάζω πάλι. Όταν βεβαιώνομαι ότι βγήκε κάμποσο άγριο αίμα από μέσα μου –και το ξέρω γιατί νιώθω καλά, δεν χτυπάνε πια τα μηνίγγια μου, δεν φουσκώνουν άλλο οι φλέβες –πέφτω στα τέσσερα και καθαρίζω το πάτωμα με χαρτί τουαλέτας.
Μου παίρνει κάμποση ώρα αλλά κάνω καλή δουλειά –μέχρι κάτι τρίχες που έχουν πέσει όσο χτενίζονταν τα κορίτσια εδώ μέσα, μέχρι κι αυτές έχω μαζέψει –ρίχνω τα χαρτιά στη λεκάνη, τραβάω το καζανάκι.
Όλα εντάξει.

Γυρίζω πίσω στο κρεβάτι, η Τζούλια τρέμει, την παίρνω αγκαλιά και κρατιέμαι να μην τραβηχτώ όσο πιέζεται πάνω μου, πρέπει να πάω αυτά τα ρούχα που φοράω για πλύσιμο σύντομα.
«Δε θα βγάλεις τα ρούχα σου;»
«Όχι –κρυώνω λίγο…»
«Εσύ πού ήσουν;»
«Με τα παιδιά από τη σχολή. Κοιμηθήκαμε παρέα».
«Πού;»
«Στης Βιβής».
«Όλα καλά;»
«Όλα καλά».
Κλείνω τα μάτια. Βλέπω την εικόνα του, καρό πουκάμισο καουμπόικο, φράντζα, λιγδιασμένο μαλλί, ψηλός –ίσως λίγο περισσότερο από μένα –κοκαλιάρης με σημάδια από την ακμή. Τα μάτια του θολά, δεν έχουμε κουβεντιάσει ιδιαίτερα αλλά θυμάμαι ότι μιλάει αργά, αφήνει τις προτάσεις στη μέση, σα να κολλάει το μυαλό του κι αυτό το πουλάει για υφάκι.
Πώς θα του κάνω ζημιά χωρίς να το πάρει είδηση η Τζούλια;Με παίρνει ο ύπνος όσο το σκέφτομαι…


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Χ

17. «Σώματα»

$
0
0

 Προηγούμενα:

«Κι αυτοί που μας δικάσανε/ μετανιώνουν, μετανιώνουν», βλέπω παντού κόκκινα. Είμαι δίπλα στο συγκρότημα, στριμωγμένος, αυτοί είναι τα Αρνάκια, εδώ είναι ο Πήγασοςκαι βλέπω κόκκινα. Έχω ένα ποτήρι Στολίσναγια τόνικ, δυο γουλιές ποτό στον πάτο και πολλά παγάκια, έχω μια Καμήλα βρεγμένη και σβηστή γιατί ο κόσμος γύρω μου χορεύει και σπρώχνεται, έχω ένα κεφάλι τόσο γεμάτο που μετράει για εντελώς άδειο και μίσος –το μόνο που έχω είναι μίσος.
Κάποιος ξεχαρβαλωμένος μαλλιάς πέφτει πάνω μου, τον σπρώχνω, κοπανάει στο διπλανό ηχείο, ξαναβρίσκει την ισορροπία του, με πλησιάζει.
«Τι θες; Τι θες;» ουρλιάζω.
Με περνάει από το πλάι, φεύγει. Είμαστε κι οι δυο μας πολύ τυχεροί.
Θέλω να ανάψω καινούργιο τσιγάρο και να πάρω καινούργιο ποτό αλλά είμαι ρέστος. Θέλω να συνεχίσει το συγκρότημα κι, εντάξει, το συγκρότημα συνεχίζει και όλα είναι εντάξει για λίγο, αλλά μετά δεν είναι καθόλου εντάξει, γιατί ακούγεται ένα απίστευτο γκντουπ από την πόρτα, βαριέμαι να κοιτάξω, άλλωστε δεν έχω θέα προς την πόρτα, αλλά κάποιοι κοιτάζουν κι ακούω να φωνάζουν «μπάτσοι».
«Κωλόπαιδα, θα σας λιώσουμε»
«Βγείτε όλοι έξω ρε».
«Βρωμιάρηδες».
«Πού πας ρε μουνί;»
Εγώ δεν πάω πουθενά, έχω ακουμπήσει στο ηχείο δίπλα στη σκηνή και χαζεύω –κάποια κεφάλια ανοίγουν, χέρια έρχονται μπροστά για να προστατεύσουν τα πρόσωπα, οι μπάτσοι σπρώχνουν προς τα μέσα και φωνάζουν να βγούμε όλοι έξω, γελάω, πώς να βγούμε έξω; Από τα παράθυρα; Το σκέφτομαι κιόλας όσο βγάζουν τα παιδιά σέρνοντας –τραπέζια πέφτουν, παιδιά κυλιούνται σε σπασμένα γυαλιά, ένας καργιόλης με μουστάκι ποντικοουρά με πλησιάζει.
«Έλα μαζί μου».
«Έχω ταυτότητα».
«Στ΄ αρχίδια μου. Προσάγεσαι».
«Γιατί;»
«Ρε άντε γαμήσου».
Και μου σκάει μια με το γκλοπ –πάει για το πρόσωπο αλλά με πετυχαίνει στο λαιμό, σκοτεινιάζω.

Μας έχουν κάνει μια σειρά έξω από το μαγαζί και βαδίζουμε σε στυλ αιχμάλωτοι πολέμουπρος το αστυνομικό τμήμα της Καλλιδρομίου. Μπροστά μου είναι ο Τάσος ο Ραμόουν, πίσω μου η Εβίτα, δεν βλέπω και καλά, είναι νύχτα, τα αυτιά μου βουίζουν.
Όταν φτάνουμε στο κωλάδικο μας στοιβάζουν στο διάδρομο, οι χτυπημένοι κάθονται σε δυο ξεδοντιασμένους πάγκους, οι αξιοπρεπείς στήνονται πλάτη-τοίχο και οι άδειοι βολευόμαστε στο πάτωμα.
«Ανοίξτε διάδρομο ρε μαλακισμένα», μας φωνάζουν κάτι περαστικοί μπάτσοι όσο κλωτσάνε ότι γόνατο βρουν εύκαιρο.
Ανάβουν τα πρώτα τσιγάρα, βγαίνει ένας σαπιοκοιλιάς από το γραφείο του, «σβήστε τα τσιγάρα ρε μαλακισμένα», κανείς δεν ακούει τίποτα. Έχουν μπουζουριάσει και το Ντάνυ που μπαινοβγαίνει σε γραφεία ψάχνοντας να βρει «ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ;»
Κοιτάζω μια χαραμάδα στο τσιμεντένιο πάτωμα –τα πράγματα δεν πάνε καλά και προσεχώς χειρότερα, κατά πώς φαίνεται…
Η Τζούλια είναι έγκυος.

Το μουνόπανο, ονόματι Γιάννης, τα κατάφερε μια χαρά. Διότι αν πηδάς την άλλη νταγκλαρισμένη, γιατί να μην τελειώσεις και μέσα; Μισές δουλειές θα κάνουμε;

Πάμε λίγο πίσω…
Οι μέρες μετά από την εξομολόγηση της Τζούλιας κύλησαν πιο παγωμένες κι από ξεχασμένη μπύρα στην κατάψυξη. Ήμασταν μαζί, εντάξει, αλλά δεν ήμασταν… Εκείνη κάπου χαμένη, εγώ αμήχανα θυμωμένος, όταν πήγαινε η κουβέντα στο γνωστό θέμα η Τζούλια κλείδωνε κι όταν η κουβέντα γύριζε αλλού, σταματάγαμε γιατί νιώθαμε ότι κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας.
Το ήξερε από την πρώτη στιγμή –απλά της πήρε τρεις βδομάδες να το επιβεβαιώσει.
«Είμαι έγκυος».
«Θα το αγαπάω σα δικό μου».
Δεν είχε όρεξη ούτε να με φτύσει –κοίταξε από την άλλη κι εγώ υπενθύμισα στον εαυτό μου ότι κάτι πρέπει να κάνω με το χιούμορ μου, κανένας δε γελάει με τα αστεία μου, αλλά όλοι γελάνε μαζί μου.
«Τι γίνεται παρακάτω;» ρώτησα διστακτικά.
«Τι θες να γίνει; Αυτό που γίνεται πάντα –θα το ρίξω…»
«Έχεις ξανακάνει….»
«Όχι –μα τι μαλάκας είσαι;»
Μα τι μαλάκας είμαι, άραγε;
«Από λεφτά…» ξεκίνησα να υπολογίζω τι θα πούλαγα και πώς θα το έκλεβα πριν το πουλήσω.
«Θα πληρώσει ο Γιάννης. Δική του μαλακία είναι…»
«Τώρα μιλάς σωστά…»
«Μην παίρνεις θάρρος. Όταν λέω ότι θα πληρώσει…»
«Κατάλαβα».
Αυτό έλειπε δα…
«Θα πάω να τον βρω…»
«Μαζί θα πάμε…»
«Ούτε να το σκέφτεσαι. Μόνη μου θα πάω, δε χρειάζεται να μπλέξει σ΄αυτό ούτε καν η Άννα».
«Μόνη σου ε;»
«Μόνη μου –ναι».
«Μου τελείωσαν τα τσιγάρα, πετάγομαι να πάρω».
«Εντάξει…»
Είχα αφήσει το γεμάτο πακέτο μου μπροστά της και είχα φτάσει μέχρι Σούνιο –ποιος μαλάκας έβρεχε κρύο; Νύχτα πηχτή και κάτι ψοφόσκυλα να αλυχτάνε –ήθελα να μείνω για πάντα διπλωμένος πίσω από τις κοτρώνες και θα το έκανα αν δεν με ενοχλούσαν τα αγκάθια. Τα οποία ένιωσα μετά από μισό πακέτο τσιγάρα –μασάνε οι Καμήλες;
Ένας μπάτσος με κλωτσάει στον αστράγαλο –γιατί αυτό είναι το κακό με τους μπάτσους, δε σ΄αφήνουν ούτε να πονέσεις με αξιοπρέπεια. Διαλέγουν να σε χτυπήσουν εκεί που θα δακρύσεις, οι γαμημένοι.
Σήμερα η Τζούλια ντύθηκε, στολίστηκε και πήγε να βρει τον αρχίδη. Κι εγώ έψαξα κάπου να κρυφτώ για να μη με βλέπω.
Η ώρα περασμένη, κοιτάζω το ρολόι, με κοιτάζει κι εκείνο με απορία, γιατί τα ρολόγια δε φτιάχτηκαν για να μετράνε αυτού του είδους το χρόνο… Ο κόσμος γύρω μου αραιώνει, τους τραβάνε στα γραφεία και μετά τους διώχνουν, στην αρχή το κάνουν με σύστημα, μετά βαριούνται κι αρπάζουν στο σωρό. Εμένα με προσπερνάνε. Μου ρίχνουν και τίποτα κλωτσιές, έτσι για να μη νιώθω ανεπιθύμητος.
Την πήγα μέχρι Πειραιώς για να πάρει λεωφορείο –δεν ήθελε να την πάω παραπέρα. Όταν μπήκε, έμεινα να τη χαζεύω –τόσο όμορφη και τόσο απελπισμένη, ποιος δεν θα ήθελε να πηδηχτεί μαζί της; Της την είχα πέσει πριν φύγουμε από το σπίτι και έγινε ότι ακριβώς γινόταν και τις προηγούμενες τρεις βδομάδες, δηλαδή απολύτως τίποτα. Να έχει γυρίσει άραγε; Δεν αντέχω να πάω σπίτι και να μην είναι…

«Σήκω ρε κοπρίτη».
Εμένα το λέει ο σαπιοκοιλιάς.
Σηκώνομαι –τι δηλαδή; Να του χαλάσω χατίρι;
Με πάει σπρώχνοντας μέχρι το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας, με χώνει μέσα και φεύγει. Πίσω από το γραφείο κάθεται ένας κουρασμένος πενηντάρης, έχει βγάλει το σακάκι κι από το πουκάμισό του φαίνεται φανελάκι με ολίγη τρίχα.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει το φάκελο στον οποίο έχει χώσει τη μύτη του.
Απαντάω.
«Ταυτότητα».
Του δίνω.
Πατάει ένα κουμπί, ακούγεται κορνάρισμα σαν αυτά που κάνανε οι ντουντούκες στο γήπεδο αλλά στο πιο ξεψυχισμένο.
Μπαίνει ο άλλος που με έφερε.
«Πάρτη και γράψε τα στοιχεία του», λέει ο πενηντάρης.
Όταν φεύγει ο άλλος, σηκώνει το κεφάλι του –με κοιτάζει απορημένος.
«Φαίνεσαι καλό παιδί –τι δουλειά είχες εκεί μέσα;» απορεί με πατρικό ύφος.
«Δεν γινόταν τίποτα παράνομο –μουσική παίζανε», μουρμουρίζω.
«Μουσική…» τον πιάνει ένας ξερόβηχας. «Μουσική το λέτε εσείς αυτό το πράγμα; Οι γείτονες πάνε να τρελαθούν από τη φασαρία, μπουκάλια σπάνε, έχει γεμίσει ο δρόμος γυαλιά –θα βγει να παίξει κάνα παιδάκι και θα πάθει τίποτα…»
«Ποιο παιδάκι; Υπάρχουν παιδάκια σ΄αυτή τη γειτονιά;» απορώ με τη σειρά μου.
«Ε, που να υπάρξουν; Αφού τα διώξατε με τις φασαρίες σας…» φουντώνει.
«Συγνώμη, με έχετε δει εμένα να κάνω τίποτα; Σας έχουν κάνει κάποια καταγγελία;»
«Τι σημασία έχει αυτό βρε παιδί μου; Δεν έκανες μέχρι τώρα, θα κάνεις αύριο. Είσαι κι εσύ υπεύθυνος για την κατάσταση…»
«Ποια κατάσταση;»
«Τα κερατιλίκια που γίνονται στο κωλομάγαζο».
«Εντάξει –και γιατί δεν το κλείνετε; Γράφει πουθενά ότι απαγορεύεται η είσοδος;» έχω αρχίσει να τσιτώνω και είναι μαλακία αυτό γιατί θα με μπουντρουμιάσουν σε κάνα υπόγειο και θα με κάνουν ασήκωτο…
«Θα το κλείσουμε, μη σε νοιάζει…» χαμογελάει.
«Όπως κλείσατε και την Πλάκα», μου ξεφεύγει το πικρόχολο.
Πετάγεται –κοκκινίζει.
«Δεν την κλείσαμε εμείς, απόφαση της κυβέρνησης ήταν η ανάπλαση…»
«Εντάξει κι εσείς για ποιον δουλεύετε; Για την κυβέρνηση δε δουλεύετε;»
«Ρε άντε μου στο γερο-διάολο νυχτιάτικα», πετάγεται.
Βλέπω το κουμπί στην κοιλιά του να ζορίζεται αλλά στο τέλος αντέχει.
Βουτάει ένα ποτήρι νερό, το κατεβάσει αμάσητο και ξανακάθεται.
«Να μη σε ξαναδώ εδώ μέσα…»
Σηκώνω τους ώμους.
«Εσείς με φέρατε….»
«Να μην ξαναπατήσεις στο κωλομάγαζο ρε μαλακισμένο. Δεν καταλαβαίνεις;»
Καταλαβαίνω. Κι εγώ καταλαβαίνω, κι αυτός καταλαβαίνει ότι αύριο πάλι εκεί θα είμαι. Ξύνει το κεφάλι του μπαϊλντισμένος.
«Να σε ρωτήσω.. Έχει υποπέσει στην αντίληψή σου τίποτα παράνομο…» λέει συνωμοτικά.
«Δηλαδή;»
«Ναρκωτικά, τίποτα βενζίνες σε μπιτόνια, στιλέτα….»
«Ναρκωτικά και στιλέτα ούτε έχω δει, ούτε θέλω να δω. Τώρα για βενζίνες…»
«Ναι;»
«Έχουν ένα μπιτόνι δίπλα στη σόμπα…»
«Ρε άιντε γαμήσου μούλε…»
Ναι –εντάξει, αυτό θέλω κι εγώ αλλά με ποιαν;
Με κοιτάζει μπερδεμένος.
«Τι γελάς ρε βλάκα;»
Τι να του πεις τώρα; Ότι περνάω καλύτερα μαζί του από ότι στο σπίτι της Τζούλιας; Ότι φοβάμαι να πάω, περισσότερο απ΄ότι φοβάμαι να με χώσουν σε κάνα κρατητήριο;
«Εντάξει; Μπορώ να φύγω;» τον ρωτάω.
«Εξαφανίσου», μουγκρίζει.
Πολύ θα το ήθελα κύριε σταθμάρχα μου, αλλά δε γίνεται..

 Μαζεύω την ταυτότητά μου και βγαίνω στο κρύο –έχει πάρει να χαράζει και πετυχαίνω τον Άλκη λίγο πιο κάτω, στον πεζόδρομο της Καλλιδρομίου να καπνίζει βολεμένος στην εξώπορτα μιας πολυκατοικίας.
«Σε μαζέψανε κι εσένα;» τον ρωτάω όσο χώνομαι δίπλα του.
Με κοιτάζει. Χαμογελάει. Βγάζει κι ένα κονιάκ από την τσέπη του παλτού του, το πασάρει –τραβάω κάτι γερές για να συνέλθω, σκατά γίνεται το στομάχι μου κι ο λαιμός μου καίει σαν εξάτμιση παπιού. Τότε βλέπω το πρήξιμο στο πρόσωπό του –όλη η αριστερή πλευρά έχει γίνει μωβ τούμπανο.
«Σε μαζέψανε», συμπεραίνω.
«Αλλά έπαιξαν ωραία τα Αρνάκια –άξιζε…» χαμογελάει. Και μετά πονάει και σταματάει να χαμογελάει.
«Πού θα τη βγάλεις;» τον ρωτάω.
«Κάπου… γενικά…» σηκώνει τους ώμους.
«Θες να έρθεις μαζί μου; Η φίλη μου μένει εδώ πιο κάτω…»
«Δεν το κουνάω από δω πέρα», μου ξεκαθαρίζει.
«Γιατί;»
«Περιμένω την ανατολή….»
«Ποια ανατολή; Αφού απέναντί σου έχεις πολυκατοικία;»
«Από εκεί την περιμένω», μισογελάει και μου δείχνει ένα παράθυρο.
Γίναμε δύο οι μαλάκες…
Ανάβω μια Καμήλα και καρφώνομαι στο απέναντι παράθυρο –δεύτερος όροφος, ημίφως. Δε φαίνεται τίποτα και μετά από λίγο φαίνεται ένας τύπος να τραβάει τις κουρτίνες. Ο Άλκης μού παίρνει την Καμήλα από το χέρι. Σηκώνομαι –τι άλλο να κάνω; Ψάχνομαι, βρίσκω το πακέτο και του το πετάω, δεν κάνει κίνηση να το πιάσει, το πακέτο σκάει στο στήθος του πριν προσγειωθεί ανάμεσα στα πόδια του.
Δε λέω κουβέντα –με καταπίνει το ξημέρωμα.
Είναι μισοσκόταδο μέσα στο διαμέρισμα –από το ρολό του παραθύρου μπαίνει ψόφιο φως, κοντοστέκομαι.
Βλέπω λίγο φως στο δωμάτιό της, περπατάω στις μύτες, τη βρίσκω καθισμένη στο κρεβάτι να διαβάζει.
«Ήρθες;» λέει χωρίς να πάρει τα μάτια της από το βιβλίο.
«Ναι», παραδέχομαι.
«Έλα να ξαπλώσεις».
Βγάζω τα ρούχα μου, χώνομαι δίπλα της, στην αρχή τραβιέται μακριά γιατί είμαι παγωμένος, μετά το μετανιώνει, έρχεται δίπλα μου. Κάνω να την αγκαλιάσω, προσπαθώ να γυρίσω προς το μέρος της και τότε ανακαλύπτω ότι ο λαιμός μου έχει τσιμεντώσει στην αριστερή πλευρά. Μου ξεφεύγει ένα βογκητό, σηκώνει τα μάτια της.
«Τι έπαθες;»
«Εντάξει είμαι. Μας μαζέψανε για εξακρίβωση…»
«Από πού;»
«Στον Πήγασο ήμουν…»
Στηρίζεται στους αγκώνες της, γυρίζει το πρόσωπό μου προς τα δεξιά, ανάβει το κεντρικό φως.
«Είσαι χάλια…»
«Τώρα το κατάλαβες;» χαμογελάω.
«Άσε τις σαχλαμάρες… Πρέπει να σε δει γιατρός».
«Αν γίνεται χωρίς να τον δω κι εγώ –εντάξει».
Πέφτει δίπλα μου απελπισμένη. Αλλά αμέσως πετάγεται σαν ελατήριο, πάει στο μπάνιο κι επιστρέφει με μια βρεγμένη πετσέτα. Μου την δένει στο λαιμό αγνοώντας τις αντιρρήσεις μου.
«Τι έγινε;» ξαναρωτάει.
«Δε σημάδεψε σωστά ο μπάτσος –το πήγαινε για εξαγωγή φρονιμίτη», εξηγώ.
«Να προσέχεις…»
Δεν μπορώ να κοιτάξω προς το μέρος της για να καταλάβω σε ποιον το λέει.
«Εσύ, τι έγινε;» ρωτάω.
«Εντάξει».
«Εντάξει; Τι εντάξει;»
«Μου έδωσε τα λεφτά….»
«Α, εντάξει…»
Αγκαλιάζει το μπράτσο μου, κολλάει πάνω μου.
«Μην το κάνεις αυτό», παρακαλάει.
«Να μην το κάνω –εντάξει δεν θα το κάνω… Και πώς δηλαδή; Όλα καλά, ο καιρός νεφελώδης κι αν δε βρέξει θα χιονίσει; Έτσι θα το παίξουμε;»
«Μπορούμε να το ξεχάσουμε;» ψιθυρίζει.
«Ξέρω ‘γω; Μπορούμε;» απορώ.
Απομακρύνεται, ξαπλώνει στο μαξιλάρι της και μου γυρίζει την πλάτη.
«Μεθαύριο θα πάω… Έκλεισα ραντεβού».
«Πού είναι;»
«Κέντρο –Βασιλίσσης Σοφίας…»
«Ωραία».
«Δεν θα έρθεις».
Τινάζομαι.
«Τι πράγμα;»
«Θα πάω με την Άννα…»
Η πετσέτα έχει παπαριάσει το λαιμό μου –την πετάω νευριασμένος.
«Έτσι αποφάσισες λοιπόν;»
«Δε σε αφορά…»
«Δε με αφορά…»
Πετάγεται πάλι, γυρίζει προς το μέρος μου.
«Είναι δική μου υπόθεση, μόνη μου έμπλεξα…»
«Αν το βλέπεις έτσι…»
«Πώς αλλιώς δηλαδή;»
«Καθόλου αλλιώς –κάνε ότι καταλαβαίνεις».
Τώρα είναι η σειρά μου να της γυρίσω την πλάτη.
Κάνουμε ότι κοιμόμαστε, κάνουμε ότι το πιστεύουμε κιόλας. Ο δρόμος απέξω έχει ξυπνήσει για τα καλά –χάσαμε το σκουπιδιάρικο με τον καυγά, όμως τα λεωφορεία οργώνουν το μυαλό μας κανονικότατα.
Πρέπει να φύγω από εδώ μέσα, αλλά τι θα γίνει αν με χρειαστεί; Δεν θέλω να είμαι εδώ αλλά δε γίνεται να είμαι και κάπου αλλού. Φιφτίν λαβ…

Η επόμενη μέρα είναι μια ηλιόλουστη μέρα, μόνο που δεν προλαβαίνουμε να δούμε και πολύ τον ήλιο. Σηκωνόμαστε απόγευμα, βγαίνουμε για φαγητό, σκαλίζουμε τα πιάτα μας μέχρι να μας βαρεθεί το γκαρσόνι στο μπαρμπα-Γιάννη και να μαζέψει. Κλούβες αδειάζουν Ματατζήδες στο σωρό –τους χαζεύουμε έξω να κλείνουν τους δρόμους. Ακόμα μια ευτυχισμένη μέρα στην πλατεία θα ξεκινήσει με το που θα πέσει η νύχτα…
«Τι γίνεται εκεί πέρα;» με ρωτάει. «Έχω καιρό να πάω…», σταματάει.
«Έχουν σκυλιάσει οι καργιόληδες», μουρμουρίζω τρώγοντας μια πατάτα.
«Και κανένας δεν κουνιέται;» απορεί.
«Ποιος να κουνηθεί; Αφού κάθε μέρα κάνουν σκούπα –μόνο οι περιπτεράδες κάθονται στην πλατεία πάνω από μισάωρο…»
«Τόσο καλά…»
«Τόσο…»
Την κοιτάζω όσο εκείνη κοιτάζει το τίποτα.
«Αν ήθελες…» ξεκινάω.
«Άστο. Δε θέλω… Τίποτα…»
Τίποτα…
«Θέλω μόνο κάτι…» ψιθυρίζει.
«Πες…»
«Επειδή έχω ακούσει ότι μετά τη φάση δε σε πιάνει ύπνος, θέλω να μείνεις μαζί μου τη νύχτα».
«Εντάξει…»
«Σίγουρα;»
«Κάθε βράδυ μαζί σου δε μένω;»
«Ειδικά για αύριο το βράδυ… Υποσχέσου το, αλλιώς να πω στην Άννα».
Την κοιτάζω, με κοιτάζει κι εκείνη –θολά.
«Στο υπόσχομαι….»
Δε λέμε τίποτα άλλο.

Τη μέρα της έκτρωσης ξυπνάει αχάραγα –κάνει μπάνιο με τις ώρες όσο εγώ κατουριέμαι στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι. Ντύνεται. Περιμένει. Η Άννα, ως συνήθως, αργεί. Αλλά έχουν κανονίσει να έρθει από εδώ, για να μη μπορώ να προτείνω να την πάω με τη μηχανή. Όλα υπολογισμένα, όλα σωστά…
«Εσύ τι θα κάνεις;» με ρωτάει.
«Θα πάω στη σχολή».
«Εντάξει…»
Την πλησιάζω –μυρίζω το άρωμά της.
«Τι ώρα θέλεις να είμαι πίσω;»
Σηκώνει τους ώμους.
«Κατά τις 3 θα έχουμε τελειώσει. Μη βιαστείς… Έλα κατά τις 7… 8… Έτσι κι αλλιώς θα είμαι κοτόπουλο –μάλλον θα με βρεις να κοιμάμαι. Για τη νύχτα σε θέλω…»
Για τη νύχτα με θέλει… Κάποτε αυτό θα ήταν ερεθιστικό…

Όταν μπαίνει η Άννα με κοιτάζει σα να της πήδηξα το σόι, μέχρι γιαγιά ας πούμε… Ανάβω τσιγάρο, τι ρωτάω αν θέλει καφέ, δε θέλει. Η Τζούλια με φιλάει βιαστικά και φοράει το μπουφάν της. Η Άννα έρχεται δίπλα μου όσο ρίχνω το βραστό νερό από το μπρίκι στην κούπα.
«Σε είχα κόψει για μαλάκα –αλλά τόσο πολύ;» μου σφυρίζει.
Πώς είπατε;
Μένω με το μπρίκι πλαγιασμένο, σκέφτομαι αν πρέπει την κοπανήσω μ΄αυτό ή να την κουτουλήσω -ευτυχώς, γιατί η αναποφασιστικότητα με σώζει…
«Κάποια περιθώρια για βελτίωση πάντα θα υπάρχουν», κάνω χαμογελαστός.
Με κοιτάζει αγριεμένη, πλησιάζει τη μούρη της στο δεξί μου αυτί.
«Είσαι έτοιμη να φύγουμε Τζούλια;» τσιρίζει.
Κι έτσι φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους ένα δεξί αυτί να κουδουνίζει κι ένα μαλάκα που δεν έχει όρεξη να πιει καφέ. Ανάβω μια Καμήλα, την κοιτάζω, με κοιτάζει κι εκείνη μπερδεμένη. Οπότε, την πετάω μέσα στην αχνιστή κούπα του καφέ, ντύνομαι σα να με κυνηγάνε και ξεκινάω για τη σχολή.


Το αμφιθέατρο έχει γνωρίσει και καλύτερες μέρες –λίγοι βαριεστημένοι τύποι ντουμανιάζουν τα έδρανα ψηλά, δίπλα στα παράθυρα, κάθομαι στη μέση, μόνος. Η παρέα είναι άφαντη γιατί αυτό συμβαίνει με τις παρέες –όσο χάνεσαι, τόσο τις χάνεις. Βγάζω ένα τετράδιο κι ένα Μπικ, αρχίζω να ζωγραφίζω κύβους και μαύρα πουλιά που πετάνε στον ανύπαρκτο ορίζοντα, κοιτάζω το ρολόι μου, τώρα θα περιμένει έξω από την αίθουσα, ίσως και να κλαίει, μπορεί κιόλας να ντρέπεται να τη δει έτσι η Άννα. Τι να σκέφτεται; Ποιον να σκέφτεται;
«Αυτό κι αν είναι έκπληξη…» φωνάζει όσο βολεύεται δίπλα μου.
Την κοιτάζω –χαμογελάει, προσπαθώ να κάνω το ίδιο αλλά χωρίς επιτυχία.
«Καλώς τη Μαργαρίτα…» παρατηρώ.
Έρχεται κοντά μου, με φιλάει στο μάγουλο.
«Τι έγινες εσύ; Ακούω διάφορα…»
«Καλά ή άσχημα;» απορώ.
«Καλά…»
«Τότε μην τα πιστεύεις», της λέω.
Με τσιμπάει στο μπράτσο.
«Πω πω, τι μούτρα είναι αυτά….» γελάει.
«Αν ήξερα ότι θα σε δω, θα φορούσα τα καλά μου».
Ανοίγει την τσάντα της, βγάζει ένα λαστιχάκι, κόκκινο με δυο κεράσια διακοσμητικά, μαζεύει τα μαλλιά της αλογοουρά.
«Τι μάθημα έχουμε;» τη ρωτάω.
«Ψυχολογία».
«Αυτό μας έλειπε τώρα…» αναστενάζω.
«Τι έχεις εσύ μωρέ;»
«Εντάξει είμαι…»
Με κοιτάζει σκεφτική.
«Δεν είσαι εντάξει –για την ακρίβεια είσαι σα φάντασμα. Σήκω –φεύγουμε από εδώ μέσα…»
Πετάγεται σαν ελατήριο, με τραβάει κιόλας.
«Έλα, πάμε πριν έρθει η καθηγήτρια…»
Ξαφνιάζομαι τόσο πολύ που την ακολουθώ αδιαμαρτύρητα.

Έξω έχει ήλιο γιατί έτσι συμβαίνει στις καταστροφές –τα πάντα είναι εκτυφλωτικά.
«Πού έχεις τη μηχανή;» με ρωτάει βιαστικά.
«Έξω από τη βιβλιοθήκη όπως πάντα… Αλλά ρε συ…»
Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου γιατί έχει φτάσει ήδη στη μηχανή. Ανεβαίνω –ανεβαίνει πίσω μου.
«Φύγε», μου ρίχνει μια αγκωνιά στα πλευρά.
«Για πού;»
«Για όπου… Μόνο φύγε ρε παιδάκι μου…»
Κοιτάζω το ρολόι μου –τώρα θα έχει μπει μέσα, ίσως να την έχουν ήδη ναρκώσει.
Παίρνω τη Συγγρού καρφί, αφήνω τη μηχανή να πάει μόνη της μέχρι τον Ιππόδρομο κι εκεί διαλέγω παραλία αντί για λιμάνι –αλλάζω λωρίδες, τώρα θα πονάει αλλά δε θα το νιώθει –αυτό άραγε σημαίνει ότι δεν πονάει; Η Μαργαρίτα έχει κολλήσει πάνω μου όσο αλλάζω λεωφόρο, την έχω ξεχάσει –νιώθω όμως ότι η καρδιά της κάνει αντήχηση στην πλάτη μου και κοπανάει μπροστά, στο δικό μου στήθος. Δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση που εκεί μέσα ακούγεται μια καρδιά κι όχι δύο.
Κόβω ταχύτητα απότομα λόγω τύψεων και βέβαια, σαν κλασικός μαλάκας διαλέγω να το κάνω μέσα σε στροφή –η μηχανή ψαλιδίζει, η Μαργαρίτα γίνεται χαλκομανία στην πλάτη μου, βγαίνω στην Παραλιακή δαντελωτός, ευτυχώς έχω αφήσει πίσω μου τ΄ αμάξια.
Στην ευθεία είμαι νωχελικός σα σαλίγκαρος, η Μαργαρίτα με σκουντάει στο πλευρό.
«Τι σ΄ έπιασε;» σφυρίζει στο αυτί μου.
«Τι μ΄ άφησε πες καλύτερα…» μουρμουρίζω.

Την πάω στα κλασικά στέκια –παραλία με το κύμα να σκάει βρώμικο στη λασπωμένη άμμο, ένα γέρικο γκαρσόνι με παπιγιόν, απ΄αυτά που σερβίρουν το νες σε φακελάκι και δίπλα το βραστό νερό σε μεταλλικό δοχείο, η απόλυτη μιζέρια…
Θέλω να τη ζορίσω, να σηκωθεί να φύγει βρίζοντας και τώρα η Τζούλια είναι σίγουρα μέσα στο χασάπη –τους βάζουν, λέει, ένα σωλήνα και ρουφάνε το έμβρυο, μετά κάνουν απόξεση –προσπαθώ να μην σκέφτομαι τι σημαίνει αυτό, απόξεση…
«Θα μου πεις τι τρέχει;» κάνει όσο ανακατεύει ανυπόμονα τη ζάχαρη στο τσάι της.
Την κοιτάζω –είναι πολύ όμορφη, τα μάγουλά της έχουν κοκκινήσει από την έξαψη –για πόσο ακόμα θα αντέχει τις μαλακίες μου;
«Θα σου πω, αλλά δεν θέλω να το συζητήσω –εντάξει;»
«Εντάξει», σκύβει το κεφάλι, βγάζει μια Καμήλα από το πακέτο μου και τη στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλά της. Το κάνει αυτό σε όλη τη διάρκεια που εγώ της διηγούμαι την ιστορία με κάθε συνταρακτική λεπτομέρεια.
Όταν τελειώνω ο καφές έχει κρυώσει, πίνω αργά, κοιτάζοντας την Καμήλα να περνάει ανάμεσα στα δάχτυλά της σαν μπαστούνι ταχυδακτυλουργού.
Μετά από κάμποση ώρα χαζέματος έξω από τις βρώμικες τζαμαρίες, επιτέλους μιλάει. Σιγά –με το ζόρι ακούγεται.
«Παντρεύομαι τον άλλο μήνα…»
Ξαφνιάζομαι χαμογελαστά.
«Η ώρα η καλή», εύχομαι.
«Αυτό έχεις να πεις μόνο;»
Την κοιτάζω ξαφνιασμένος.
«Μη μου πεις ότι είσαι…»
Ξαπλώνει πίσω στην καρέκλα της, γελάει.
«Έγκυος; Όχι ρε…»
Την περιμένω να μου εξηγήσει.
«Είπε ο Σάκης… δηλαδή μου έκανε πρόταση… Είπε –γιατί να περιμένουμε; Θα είναι πιο βολικό να μένουμε μαζί, θα μπορώ να διαβάζω καλύτερα…»
Σταματάει. Δεν έχω σκοπό να κάνω κανένα σχόλιο.
«Πολύ χάλια αυτό το μαγαζί», λέει τελικά.
«Το ξέρω», παραδέχομαι.
«Τότε γιατί μ΄ έφερες εδώ;»
Σηκώνω τους ώμους αμήχανα.
«Μ΄ έφερες εδώ για τον ίδιο λόγο που πήγαινες σαν παλαβός με τη μηχανή. Γιατί θέλεις να με ξεφορτωθείς. Σωστά;»
Την κοιτάζω αμίλητος –τι σκατά να πω;
«Την αγαπάς τόσο πολύ;»
Τελικά λοιπόν θα το συζητήσουμε…
«Δεν ξέρω αν την αγαπάω –ξέρω όμως ότι δεν μπορώ να την αφήσω όσο νιώθω ότι με χρειάζεται. Και ξέρω ότι δεν θα ησυχάσω αν δεν τον ξεσκίσω τον πούστη…» αφήνω τις λέξεις τακτικά πάνω στο μεταλλικό τραπέζι σαν κουλουράκια με γεύση κανέλα.
«Πόσο μακριά είναι η Βάρκιζα από δω;» με ρωτάει στο ξεκάρφωτο.
«Κάνα τέταρτο –πες εικοσάλεπτο…»
«Πάμε;» χαμογελάει.
«Τι να κάνουμε στη Βάρκιζα;»
«Πάμε και θα δεις».
Σηκώνομαι πίσω της –από την ώρα που τη συνάντησα στη σχολή με σέρνει σαν ανεμοστρόβιλος κι αυτό κάπου αρχίζει να μου τη δίνει άσχημα.

Στο δρόμο μιλάμε λίγο –της δείχνω τα Λιμανάκια και ψηλά τον Κρεμαστό Λαγό, δεν της λέω όμως ότι από εκεί πάνω έφυγε ένα βράδυ ο Γιωργάκης ο αδερφός του Σόλωνα με μια δανεική βέσπα, απλώς κορνάρω δαιμονισμένα όταν περνάμε την τρύπα του Καραμανλή… Έχει αρχίσει να πιάνει κρύο –ο ήλιος βαρέθηκε να μας καρφώνει και κρύφτηκε, κόβω όταν φτάνουμε στη Βάρκιζα. Στα δεξιά οι βάρκες κουνιούνται ανήσυχα –σηκώνει αέρα.
«Και τώρα;» τη ρωτάω.
«Αριστερά –εκεί, στα κάγκελα», μου δείχνει.
Κάνω αριστερά, ανεβάζω τη μηχανή στο πεζοδρόμιο, κατεβαίνει όσο εγώ περιμένω.
«Δε θα κατέβεις;»
«Τι κάνουμε εδώ;»
Με κοιτάζει –χαμογελάει.
«Εδώ είναι ένα ξενοδοχείο…»
Κοιτάζω πάνω από το κεφάλι της –έχει δίκιο.
«Και λοιπόν;» απορώ.
«Τι και λοιπόν βρε παιδάκι μου; Κατέβα επιτέλους, θα με σκάσεις;»
Κατεβαίνω –τεντώνω τα πόδια μου να ξεμουδιάσουν. Εκείνη έχει ήδη προχωρήσει.
«Δε θα έρθεις;» λέει γυρίζοντας προς το μέρος μου.
Τι γίνεται εδώ πέρα;

Μπαίνουμε στο ξενοδοχείο, κάποτε θα πρέπει να ήταν πολυτελείας -όχι ότι τώρα είναι «περάστε, γαμήστε, τελειώσατε»δηλαδή… Βάζω ασυναίσθητα το χέρι στην τσέπη για να δω τι λεφτά έχω.
«Πληρώνω εγώ, μην ανησυχείς», με πιάνει σφιχτά από το μπράτσο.
Γυρίζω να την κοιτάξω την ώρα που αυτή πάει να με φιλήσει στο μάγουλο κι έτσι φιλιόμαστε σχεδόν κανονικά –στην αρχή δηλαδή κοπανάνε τα χείλη μας, αλλά στη συνέχεια τα καταφέρνουμε.
«Είναι καλό ξενοδοχείο», μου λέει αμήχανα όταν ξεκολλάμε.
«Σωστά, γιατί δεν είμαι και κανένας τυχαίος…» σχολιάσω.
Μου τραβάει μια κλωτσιά στο καλάμι κι έτσι φεύγω σφαίρα για τον ρεσεψιονίστ.
«Καλησπέρα, ένα δωμάτιο…» ψιθυρίζω.
«Για πόσες μέρες;» με κοιτάζει με μισό μάτι.
«Για σήμερα…»
«Έχουμε ένα στον πέμπτο με θέα θάλασσα», με πληροφορεί.
«Εντάξει…»
«Πρωινό σερβίρουμε μεταξύ 7 και 9».
Χεστήκαμε…

Το δωμάτιο είχε κάτι βαριές κουρτίνες που έκοβαν το φως όπως το μαχαίρι το βούτυρο, είχε κι ένα διπλό κρεβάτι ολυμπιακών διαστάσεων, συν μια σιφονιέρα πολύ Λουί Κενζ με ανάλογη καρέκλα. Πάνω τους έπεφτε μια πολική ψύχρα που σε μούδιαζε αμέσως όταν έκλεινε η πόρτα. Κοντοστάθηκα, η Μαργαρίτα κόλλησε δίπλα μου.
«Γιατί όλο αυτό;» τη ρώτησα.
«Είπες να μην το συζητήσουμε», απάντησε.
«Μάλιστα… από οίκτο λοιπόν…»
Ξεκόλλησε από κοντά μου, πήγε και κάθισε στην καρέκλα, αφήνοντάς με να στέκομαι σαν αγγούρι.
«Δεν σου περνάει από το μυαλό ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι εκτός από σένα;» θύμωσε.
Πήγα και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, άναψα μια Καμήλα.
«Υπάρχουν ε;» έκανα χαζά. «Και τι θέλουν αυτοί οι άλλοι άνθρωποι; Εκτός από το να παρηγορήσουν ένα μαλάκα που η γκόμενά του κάνει έκτρωση…»
Πετάχτηκε στον αέρα, ήρθε δίπλα μου.
«Πάψε μωρέ..» έκανε παρακαλετά. «Σου έτυχε κάτι άσχημο, εντάξει, κάτι πολύ άσχημο. Δεν είσαι ο μόνος…»
«Θες να πεις…»
«Ο Σάκης πηδιέται με μια συνάδελφό του. Παντρεμένη…»
«Α», έκανα σα χάνος.
«Δεν ξέρω πόσο καιρό τραβάει το όλο πράγμα…»
«Αλλά θα παντρευτείτε τον άλλο μήνα».
«Γιατί όχι;»
Γέλασα.
«Όντως –γιατί όχι;»
«Είχες την εντύπωση ότι υπάρχει έρωτας; Νομίζεις πως γι΄αυτό παντρεύονται οι άνθρωποι;»
Έσβησα το τσιγάρο, έξυσα το κεφάλι μου αναποφάσιστος –πού ήθελα να πάει το όλο πράγμα;
«Δε με νοιάζει γιατί παντρεύονται οι άνθρωποι. Τι κάνουμε εδώ, μου λες;» την κοίταξα κι αυτή μαζεύτηκε λίγο.
«Τώρα, ακόμα, τίποτα…» ψιθύρισε.
«Να κάτι που πρέπει να αλλάξει», διαπίστωσα και πέρασα το χέρι μου πίσω από την πλάτη της.
Τότε κατάλαβα πόσο την ήθελα –δηλαδή, εντάξει, οποιαδήποτε κι αν μου καθόταν και ειδικά τώρα που είχα περάσει ένα διάστημα βασανιστικής αποχής μετά από μια περίοδο καθημερινού σεξ… αλλά τη Μαργαρίτα την ήθελα διαφορετικά. Ήθελα να είναι το κορίτσι μου, να ξυπνάω δίπλα της και να τη χαζεύω όσο κοιμάται. Και η Τζούλια; Τώρα μάλλον θα ξύπναγε, όλο της το κορμί μουδιασμένο κι απροετοίμαστο για τον πόνο που θα ερχόταν αργότερα…
Η Μαργαρίτα είχε καθίσει πάνω μου με τα πόδια περασμένα πίσω από την πλάτη μου, ένιωθα το άρωμά της να με καρφιτσώνει καθώς αγωνιζόμουν να τη γδύσω και τότε ξέχασα, γιατί η μέρα μου είχε βαριές κουρτίνες που έκοβαν τον κόσμο απέξω όπως το μαχαίρι το βούτυρο και τελικά υπήρχε ένα κρεβάτι ολυμπιακών διαστάσεων που μας ήταν εντελώς άχρηστο –γίναμε ένα κουβάρι, θα χωράγαμε ακόμα και σε ράντζο εκστρατείας και η Μαργαρίτα ήταν παγίδα σφιχτή που με τραβούσε μέσα της –εκεί δεν υπήρχε χώρος ούτε για τον ιδρώτα μας να τρέξει.
Μετά άκουσα ανθρώπους να φωνάζουν και μετά κατάλαβα ότι αυτοί οι άνθρωποι ήμασταν εμείς κι αυτό ήταν φυσικό γιατί δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στον κόσμο εκτός από εμάς τους δύο κι ανάμεσα στις άναρθρες κραυγές είπαμε λόγια φοβερά που έπρεπε να ξεχαστούν αμέσως γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή για να τα αντέξει, κλείσαμε τα μάτια κι αφήσαμε τα λόγια να χτυπάνε στους τοίχους σαν πυροτεχνήματα και μέσα στα κεφάλια μας να ξεθυμαίνουν και δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε γιατί ξέραμε ότι όλα θα ήταν ανυπόφορα μετά απ΄ αυτό.

Έξω είχε πέσει σκοτάδι, άνοιξα τις κουρτίνες για να χαζέψω τα λίγα φώτα που έπαιζαν στη θάλασσα. Τράβηξα δυο Καμήλες από το πακέτο και ξάπλωσα δίπλα της, άναψα και της έδωσα τη μία –συνηθισμένος σε κοπέλες που καπνίζουν μετά το σεξ.
Πήρε το τσιγάρο και άρχιζε να το στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλά της, τράβηξε μια τζούρα, πνίγηκε, συνέχισε να παίζει μαζί του.
«Πεινάς;» με ρώτησε.
Πεινούσα. Κι έτσι γύρισα προς το μέρος της, άρχισα να τη φιλάω στους ώμους και το λαιμό όσο εκείνη πάλευε να ξεφορτωθεί την Καμήλα και τελικά καταφέραμε να τις αφήσουμε στο τασάκι, να καούν άκλαυτες οι Καμήλες.
Αυτή τη φορά ήταν πιο ήρεμα, όλα πήγαιναν σε αργή κίνηση και κατάλαβα τι εννοούσαν όλοι εκείνοι που μιλούσαν για αιωνιότητα.

Ξύπνησα κρατώντας τη σφιχτά πάνω μου. Έξω ήταν ακόμα νύχτα κι εγώ έπρεπε να είμαι ήδη στο σπίτι της Τζούλιας, δεν χρειαζόταν να κοιτάξω το ρολόι μου για να το καταλάβω. Ξύπνησε κι εκείνη. Με κοίταξε χαμογελαστή.
«Πεινάς;» με ρώτησε.
Πεινούσα.

Καταφέραμε να σηκωθούμε κατά τις 8 το πρωί, στα τζάμια έκοβε βόλτες η υγρασία. Ντυθήκαμε χωρίς να κοιταζόμαστε.
«Βγες πρώτος», μου είπε.
«Γιατί; Λες να έχει βάλει τίποτα ντετέκτιβ ο Σάκης;» αστειεύτηκα ηλίθια ως συνήθως.
«Ο Σάκης…» μουρμούρισε. «Άστο θα βγω εγώ πρώτη για να πληρώσω κιόλας».
«Τι μαλακίες είναι αυτές τώρα…»
Με κοίταξε σοβαρή.
«Εγώ πληρώνω, το είπαμε αυτό. Για να μη νιώθω πουτάνα…»
Σοβαρολογούσε;
«Έστω μισά-μισά», πρότεινα.
Γέλασε.
«Πόσων χρονών είσαι;» με ρώτησε.
«Είμαι σε μια ηλικία που δεν με ενοχλεί να νιώθω λίγο πουτάνος», μουρμούρισα κουμπώνοντας το τζιν μου.
Με φίλησε βιαστικά σε στυλ πολυάσχολο κι εξαφανίστηκε.

Όταν βγήκα στο δρόμο έμπαινε ήδη σε ένα ταξί.

Η διαδρομή μέχρι το σπίτι της Τζούλιας ήταν αρκετά μεγάλη για να αποκτήσω τύψεις αλλά πολύ μικρή για να αποφασίσω το οτιδήποτε. Καθυστέρησα λίγο παραπάνω περνώντας από την πλατεία –νέκρα και σπασμένα καθίσματα στοιβαγμένα δίπλα στο άγαλμα.

Όταν μπήκα στο διαμέρισμά της είδα ότι το μικρό φωτιστικό δίπλα στο κρεβάτι είχε μείνει αναμμένο. Το έσβησα. Η Τζούλια κοιμόταν.
Έβγαλα τα παπούτσια μου και κάθισα δίπλα στο κρεβάτι. Την κοίταξα.
«Βγάλε τα ρούχα σου και πέσε να κοιμηθείς», μουρμούρισε μισοκοιμισμένη.
Έτσι κι έκανα. Χρειαζόμουν ύπνο, αλλά δεν πεινούσα πια…

Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους SexPistols

Δημοσιογραφία του υψίστου. Είδες;

$
0
0

«Εξήγησα στον Γιαννόπουλο, πως δεν θέλω να κάνω συζήτηση μαζί του, αφού χαρακτηρίζει σκουλήκια, την γενιά του Πολυτεχνείου. Δεν έχει σημασία, το πώς το «προσχέδιο» σεναρίου ήλθε στα χέρια μου (φυσικά χωρίς την έγκρισή του). Το ουσιαστικό είναι, πως σε αυτό το «προσχέδιο», εκφράζει την σκέψη του, που απαξιώνει αγώνες, ενώ ταυτίζει μια ολόκληρη γενιά, με κάποιους καρεκλοκένταυρους που εκμεταλλεύτηκαν τους αγώνες. Συνεπώς, ας μην στέλνει πια σχόλια. Απαξιώ να συζητήσω μαζί του».Μανώλης Νταλούκας, 31 Ιουλίου 2016

«Τελευταία, γνωρίσαμε έναν άλλο μυθομανή, τον Θανάση Γιαννόπουλο.
Αυτός λοιπόν, ορίζει ως ανεξάρτητη σκηνή στην Αθήνα του ’80, προσχηματικά το πανκ-new wave της εποχής, αλλά στην πραγματικότητα, την δική του παρέα». Μανώλης Νταλούκας, 2 Αυγούστου2016.

«Θανάση εγώ δεν ήμουν στην συναυλία. Εσύ όμως πήγες, και με την ανάρτησή σου, που ήρθε στις ειδοποιήσεις μου, μας ενημέρωνες για το τι –κατά την γνώμη σου – συνέβη στην συναυλία του Κέηβ. Δεν μας έλεγες όμως, να μην το πούμε πουθενά, γιατί φοβόσουν μην σε κάνει νταντά το Ejekt. Αν μας το είχες πει, δεν θα το αναδημοσιεύαμε, διότι οι γνώμες όσων κάνουν κωλοτούμπες δεν μετράνε. Συνεπώς, η καταγγελία σου, για εμένα πια, δεν ισχύει. Και πλέον, σε θεωρώ, πρόσωπο αναξιόπιστο, κάτι σαν τις κουτσομπόλες της γειτονιάς, που στα κρυφά διαδίδουν «ειδήσεις» και στα φανερά γίνονται κότες. Κατανοητό;»Μανώλης Νταλούκας, 25 Ιουνίου 2018.

Διαβάζοντας, ένας ουδέτερος παρατηρητής, τα παραπάνω αποσπάσματα από το blogτου Μανώλη Νταλούκα, θα είχε, υποθέτω, την εξής απορία: Αφού αυτός ο Γιαννόπουλος είναι παλιοχαρακτήρας και μυθομανής, γιατί ο τίμιος Νταλούκας εξακολουθεί να τον αναδημοσιεύει;
Μια υποθετική απάντηση θα ήταν: για να τον ξεμπροστιάσει, για να αποδείξει στο Πανελλήνιο ότι ο λαοπρόβλητος Θανάσης Γιαννόπουλος που προσφάτως έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών τιμής ένεκεν για την προσφορά του στα γράμματα και τις τέχνες κάνει αυτό εδώ:
«Μεγαλόπρεπη κωλοτούμπα από τον Θανάση Γιαννόπουλο (aka The Motorcycle Boy), ο οποίος με ανάρτησή του στο fb, μας ενημέρωνε για «το χτεσινό αίσχος» -όπως έγραφε- στην συναυλία του Κέηβ, αλλά όταν δημοσιεύσαμε την «καταγγελία» του, μάζεψε την ουρά του» (updateαπό τον Μανώλη Νταλούκα, στο συγκεκριμένο post).
Εντάξει –όλα αυτά θα είχαν κάποια βάση αν ο υποφαινόμενος (εγώ δηλαδή) ήμουν κάποιος διάσημος ή επιδραστικός ή έστω με καλούσαν στα μεσημεριανάδικα για να αναλύσω την πολιτικοοικονομικοκοινωνική κατάσταση της χώρας εν όψει της κυκλοφορίας του νέου μου δίσκου. Ισχύει κάτι τέτοιο; Δε νομίζω, αλλά δεν παίρνω και όρκο…

Μπερδεύτηκες; Κάτσε να σε ξεμπερδέψω…
Το προηγούμενο Σάββατο, πήρα την κόρη μου και πήγαμε στο Ejekt. Είδαμε τους WolfAlice, γίναμε τρισευτυχισμένοι –καταπληκτικό συγκρότημα, μακάρι να μην έπαιζαν τόσο λίγο, αλλά είχαν έρθει σαν τρίτο όνομα και μακάρι κάποιος να τους ξαναφέρει μόνους τους ή έστω headleaders. Αράξαμε μετά για ξεκούραση –να περάσουν οι Editorsπου δεν μας πολυενδιέφεραν και να είμαστε φρέσκοι σα χαμομηλάκια για τον μεγάλο NickCave. Και άρχισε η βροχή. Θυμάσαι τη σκηνή από το Φόρεστ Γκαμπ που λέει ο τύπος ότι «έβρεχε συνέχεια κι από παντού, έβρεχε από πάνω, έβρεχε από δεξιά, από αριστερά, από τα πλάγια, μέχρι και από κάτω έβρεχε»; Αυτό ακριβώς.
Με το που ξεκίνησε ο πανικός, σκεφτήκαμε να βγούμε εκτός συναυλιακού χώρου, μπας και βρούμε κάνα υπόστεγο, αλλά δεν επιτρεπόταν. Εντός συναυλιακού χώρου τώρα –γινόταν του Πουκέ… Μανάδες έψαχναν να χώσουν κάπου τα παιδιά τους, από τα κιόσκια μας έδιωχναν αγρίως γιατί υπήρχε κίνδυνος ηλεκτροπληξίας, όπως μας έλεγαν, ο χώρος μετατράπηκε σε γραφική λιμνούλα, οι διοργανωτές ήταν εξαφανισμένοι και «η βρόχα έπιπτε στρέι θρου». Ώρα 8:40 όλα αυτά.
Την ψάξαμε κάνα μισάωρο, κάναμε τις βουτιές μας, ρίξαμε κάποιες απλωτές, ύπτιο, πεταλούδα –ε, πόσο να κάτσεις στη θάλασσα δηλαδή; Βγήκαμε από το συναυλιακό χώρο μαζί με τον περισσότερο κόσμο, μπήκαμε στην παραδίπλα λίμνη μέχρι το γόνατο (Βοϊδοκοιλιά μου θύμισε το σκηνικό –αχ τι καλά!) βρήκαμε κάτι άλλους λουόμενους κάτω από ένα υπόστεγο -200 μέτρα από τη συναυλία -οι οποίοι μας δάνεισαν μάσκα, αναπνευστήρες και βατραχοπέδιλα προκειμένου να φτάσουμε μέχρι το αυτοκίνητό μας.
Αφού φάγαμε κάνα τέταρτο μποτιλιάρισμα, από τα αυτοκίνητα που έφευγαν μαζί μας κι αφού κινηθήκαμε υποβρυχίως στην Ποσειδώνος και κοντέψαμε να βουλιάξουμε στο ποτάμι της Αλίμου, φτάσαμε σπίτι μας και όλα καλά. Βρεγμένοι μέχρι το συκώτι και μέχρι κινητό εντός σακιδίου.
Κατά τις 10 άρχισαν να βγαίνουν τα μαντάντα στο facebook, ότι η βροχή σταμάτησε (μετά από μιάμιση ώρα δηλαδή) και η συναυλία θα γίνει κανονικά με προγραμματισμένη ώρα εμφάνισης του NickCaveτις 12:00.
Εντάξει –τα πήρα άσχημα.

Έγραψα την άλλη μέρα ένα κάτι στην προσωπική μου (κλειστή) σελίδα στο facebook–θα το διαβάσεις στο άρθρο του αδέκαστου Νταλούκα –έλεγα ότι θεωρούσα αισχρή τη διοργάνωση, άποψή μου –έτσι;
Έλεγα κιόλας (κι αυτό για μένα είναι το σημαντικότερο) ότι θεωρούσα την απόφαση του Cave να παίξει όταν οι μισοί τουλάχιστον είχαν φύγει και οι υπόλοιποι ήταν μουσκίδια για τόσες ώρες, απαράδεκτη και ενδεικτική του πόσο σέβεται το κοινό του.
Τα έλεγα, τα λέω και θα τα λέω –γιατί αυτά πιστεύω. Αν έχει κάποιος άλλη άποψη, είναι δικαίωμά του.

Όταν είδα ότι ο Νταλούκας (τον οποίο είχα βλακωδώς αφήσει στους «φίλους» μου για να μη λέει ότι τον βρίζω στα κρυφά ή συνωμοτώ εναντίον του ξέρω ΄γω…) τσίμπησε την ανάρτηση του facebookμαζί με τα σχόλια κάποιων φίλων μου(επιλεκτικά πάντα –τι διάολο! είναι και δημοσιογραφάρα ο άνθρωπος!) χωρίς να με ρωτήσει, εκνευρίστηκα. Του ζήτησα να αφαιρέσει τουλάχιστον τα σχόλια των υπολοίπων που δεν γνώριζαν ότι θα βγουν φόρα-παρτίδα.
Η απάντησή του; Τη διάβασες παραπάνω –εκεί που λέει για κωλοτούμπες. Ήρθε κι ένα λεβεντόπαιδο νταλουκιασμένο να το τερματίσει:
«Τους τραβήξανε τ αυτάκια απ το Ejekt και τώρα το ρίχνουν στην τρελή. Ρε σεις Λιάσκα και Γιαννόπουλε, το θέμα είναι αυτά που γράψατε, και όχι η αναδημοσίευση του Μανώλη. Ισχύουν λοιπόν αυτά που γράψατε ή όχι; Τι αναδημοσίευσε ο Μανώλης; Προσωπικά σας δεδομένα ή τα μυστικά του κράτους και έπρεπε να πάρει άδεια; Ποια άδεια ρε γελοίοι τύποι; Την κριτική σας κάνατε, σε ένα γεγονός που αφορά όλους. Δεν δημοσίευσε αλληλογραφία με την γκόμενά σας. Άι σιχτίρ με τσαντίσατε. Τώρα, αντί να μας πείτε για την ταμπακιέρα, πετάτε την μπάλα αλλού. Καλά σας λέει κωλοτούμπες. Κωλώσατε πουλάκια μου; Τι θέλατε να θάβετε στα κρυφά; Στα φανερά ωρέ!!»

Βέβαια, καλά θα ήταν να είχαμε επαφή με το Ejekt, να μας σκάγανε κάνα τζάμπα εισιτήριο (όπως κάνουν στους δημοσιογράφους), να μας χώναμε τίποτα backstageνα πίναμε το τσαγάκι μας μαζί με τον Caveκαι να χαζεύουμε την πλέμπα που μουλιάζει απόξω –αν ήταν έτσι, μόνο θετικά θα είχαμε να πούμε για τη διοργάνωση.
Επειδή όμως…
Δεν ξέρω κανέναν από τους διοργανωτές…
Αν τύχαινε να συναντήσω κάποιον θα του ζήταγα να μου δώσει τα λεφτά μου πίσω…
Εισιτηριάκια 2 πλήρωσα κανονικά και με το νόμο…
Η όλη συναυλία μού στοίχισε 200 ευρώ και χωρίς να δω τον Caveγια τον οποίο πήγαινα…
Στη σελίδα του Ejekt γράφτηκαν πολύ χειρότερα από τα δικά μου από μπόλικο κόσμο...

Παραμένω στις απόψεις μου τις οποίες κι εδώ επανέλαβα.

Και επιμένω ότι κανένας Νταλούκας δεν έχει δικαίωμα να δημοσιεύει δικά μου γραπτά (δεν είναι η πρώτη φορά, άλλωστε –υπάρχει προηγούμενο) χωρίς την άδειά μου εφόσον δεν τα έχω αναρτήσει σε δημόσιο χώρο. Σε τελική ανάλυση –είναι και ποινικό αδίκημα, εντάξει;

Θα μου πεις –τι περίμενες από έναν άνθρωπο ο οποίος έχει θεοποιήσει τον Παύλο Σιδηρόπουλο και πλασάρεται ως δεινός υπερασπιστής του, αλλά δημοσιεύει πράγματα σαν το παρακάτω:
«Στο καλοκαιρινό κλαμπ Λουξεμβούργο, εμφανίζομαι με φρου-φρου πουκάμισα, βαμμένος έντονα σαν τον Alice Cooper. Αυτοξεφτιλίζομαι στο πάλκο, παίζοντάς το, αδελφή…» Π.Σιδηρόπουλος- Από υπαγορευμένο κείμενο στον Μ.Νταλούκα, με τις αναμνήσεις του από την Εποχή τηςΔικτατορίας. 1984.
Και δεν καταλαβαίνει ότι κάποια πράγματα που λέγονταν άνετα το 1984, δημιουργούν λάθος εντυπώσεις το 2013. Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι εκθέτει τον συχωρεμένο, προσδιορίζοντάς τον ως ομοφοβικό –πράγμα το οποίο, αν ίσχυε (που πολύ αμφιβάλω), καλύτερα θα ήταν να παραμείνει κρυμμένο γιατί δεν έχει καμιά σχέση με το έργο του καλλιτέχνη. Λέω εγώ…
Και το λέω γιατί δεν πουλάω τις απόψεις μου 20 ευρώ συνδρομή (άνεργοι, ΑΜΕΑ και πολύτεκνοι 4 ευρώ) όπως κάνει ο Νταλούκας –συνεννοηθήκαμε;

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο

$
0
0

«Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο. Ξέρω πως η βουτηγμένη στο έγκλημα ζωή με οδήγησε σε αυτή την άθλια μοίρα, όμως, κατηγορώ την κοινωνία. Η κοινωνία με έκανε αυτό που είμαι»

«Μαλακίες… Είσαι ένας λευκός πάνκης των προαστείων σαν κι εμένα»

«Ναι, αλλά ακόμα πονάει».[1]

Έκλεισα την τηλεόραση. 65 ίντσες, πανέξυπνη, ασορτί με το έτος γέννησής μου. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές έχω δει την ίδια ταινία. Δε βγαίνουν πια τέτοιες, σκέφτηκα, κι αμέσως ένιωσα το μισό αιώνα -και βάλε -να μου κόβει τα γόνατα. Πενήντα πατημένα, τι περίμενες δηλαδή; Ξυπνάς ένα πρωί και βρίσκεις τον εαυτό σου πεθαμένο, η αναπνοή σου μυρίζει πτωμαΐνη, δεν έχεις σηκωθεί ακόμα από το κρεβάτι και σκέφτεσαι τι σκατά έχεις να κάνεις μέσα στη μέρα μέχρι να ξανακοιμηθείς -και το χειρότερο είναι ότι δεν έχεις να κάνεις τίποτα σημαντικό.

 

Νύχτωνε πριν πολύ καιρό. Αλλά και τώρα -έξω από το παράθυρο είναι εκείνη η άθλια ώρα που τα φώτα στις κολώνες δεν έχουν ακόμα ανάψει, όμως εσύ δε βλέπεις στα πέντε μέτρα. Η ώρα που νιώθεις στα πρόθυρα της τύφλωσης, ή ακόμα χειρότερα της πρεσβυωπίας. Εντάξει, έχω πρεσβυωπία και ποιος δεν έχει; Όμως όταν διαβάζεις ένα χαρτί, μια ιστοσελίδα, τις οδηγίες για να βράσεις μακαρόνια κι εκεί που πριν 10 λεπτά έβλεπες κανονικά, τώρα με το ζόρι διακρίνεις -είναι κάποιος τρόμος όσο να πεις… Κάτι τρέχει με σένα. Πάντα κάτι έτρεχε με σένα κι εσύ έτρεχες πλάι του. Ιστορίες της δεκάρας που τελικά σου εξασφάλισαν λίγες δραχμές, τότε που υπήρχε ακόμα το νόμισμα, και υποτιμήθηκαν όπως ακριβώς κι εκείνο, με την είσοδό μας στο ευρώ.

Κάθισα στο στρογγυλό τραπέζι, σιχαίνομαι τα στρογγυλά τραπέζια αλλά αυτό έχω τώρα, άνοιξα το λάπτοπ και το λάπτοπ δεν άνοιγε γιατί είχε μείνει από μπαταρία, σηκώθηκα, το σύνδεσα στην πρίζα, ξανακάθισα, σηκώθηκα πάλι, πήρα τσιγάρα, αναπτήρα, ένα φρέσκο ποτήρι Στολίσναγια με τόνικ, όλα έτοιμα.

 

Καινούργια σελίδα, άναψα  ένα Camelπάντα άφιλτρο, πάντα ανάποδα, ήπια μια γερή γουλιά, ακούμπησα τα πλήκτρα -η πρώτη λέξη θα είναι…

 

Χτύπησε το τηλέφωνο. Το γαμημένο τηλέφωνο στην άλλη άκρη του δωματίου, αραχτό στη βάση φόρτισης -γιατί το αφήνω συνέχεια στη βάση; Τι το θέλω το ασύρματο τηλέφωνο αν το παρκάρω μονίμως στη βάση του;

«Παρακαλώ;» βραχνή φωνή λόγω παρατεταμένης αχρησίας.

«Ο κύριος Καστρινός;» πλούσια γυναικεία φωνή, υπερβολική για τη συγκεκριμένη ώρα της μέρας.

«Ναι αυτός», κράτησα το ακουστικό μακριά από το αυτί μου, ήμουν σίγουρος ότι θα ακολουθούσε κάποια λεκτική υπερβολή, μια υπερπροσφορά για ρεύμα, τηλέφωνο, τηλεόραση, καπότες ξέρω ΄γω…

«Σας θέλει ο κύριος Βραχνάς», είπε η φωνή.

«Ποιος με θέλει;» απόρησα σχεδόν σίγουρος ότι κοροϊδεύει τη φωνή μου.

«Ο κύριος Αλέκος καλέ…» απηύδησε η φωνή στην άλλη άκρη.

«Α, ο κύριος Αλέκος…» έξυσα ασυναίσθητα το κεφάλι μου. «Και λοιπόν;»

«Τι λοιπόν; Πότε μπορείτε να περάσετε από το γραφείο του;»

«Τώρα».

«Τώρα δε γίνεται…» αγανάκτησε η φωνή.

«Ε, τι με ρωτάτε τότε; Πότε θέλετε εσείς να περάσω;» έγινα ξαφνικά πολύ υποχωρητικός, αλλά αυτά συμβαίνουν άμα σε πιάνουν όταν έχεις να μιλήσεις σε άνθρωπο πάνω από μια βδομάδα.

«Αύριο το πρωί είναι καλά;» γλύκανε η φωνή.

«Ξέρω ‘γω; Καλά είναι;» παρέμεινα επιφυλακτικός.

«Εσείς να μου πείτε…» αγανάκτησε ξανά η φωνή.

«Καλά είναι», απάντησα όλο αποφασιστικότητα αλλιώς δεν θα τελειώναμε ποτέ το τηλεφώνημα.

«Εντάξει. Στις 11».

«Εντάξει -πού θα έρθω;»

«Στο γραφείο του κυρίου Αλέκου…» έριξε μια τσιρίδα η φωνή.

«Ναι, πού είναι αυτό;» ένιωσα ένοχα γιατί δεν το ήξερα.

«Κλεισθένους 10, στην Καλλιθέα».

Κλείνοντας το τηλέφωνο θυμήθηκα ότι δεν είχα ρωτήσει τι με ήθελε ο κύριος Αλέκος, τι γραφείο είχε, ούτε ποιος πούστης ήταν αυτός ο κύριος Αλέκος στην τελική.

 

Κάθισα πάλι μπροστά στο λάπτοπ αλλά είχα χάσει κάθε διάθεση για γράψιμο. Έτσι συμβαίνει όταν ζεις μόνος, κάθε απρόοπτο σού προκαλεί παράνοια. Ζεις την τύφλωση της ρουτίνας, αν σου αλλάξουν τη θέση μιας καρέκλας, χάνεις το δωμάτιο.

 

Ξάπλωσα πάλι στον καναπέ, άνοιξα την τηλεόραση, έψαξα στην πλατφόρμα για κάποια σειρά με πολύ μυστήριο, άφθονες ανατροπές -από αυτές που σε βοηθάνε να μη σκέφτεσαι. Είχα ανάγκη από έναν ήσυχο θάνατο, γι΄αυτό ξέκοψα από όλους -κι από εκείνη. Ναι, αλλά ακόμα πονάει.

 

(Συνεχίζεται)

[1]Repo man – Alex Cox


Ο κύριος Αλέκος

$
0
0

Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 


Άφησα στοργικά τον Λεπτό Μαύρο Δούκα να ξύσει το αριστερό γκριπ στον σαγρέ τοίχο του κτιρίου που έμοιαζε να έχει δει και καλύτερες μέρες. Όπως κι ο Δούκας άλλωστε, το γυαλιστερό μαύρο ντεπόζιτό του είχε καταντήσει πλέον ματ, η εξάτμιση θύμιζε μπουρί σόμπας -περνάμε και γερνάμε, φίλε μου.

Κατέβηκα από τη σέλα αποφεύγοντας τα καουμποϊλίκια, τα κόκαλά μου κουδούνισαν από την υγρασία, μύρισα τον αέρα -άκαυτη βενζίνη, κάτουρο και λιγδιασμένες τυρόπιττες. Καλλιθέα -πάντα άσχημη,  πλέον αμήχανη.

Έκανα δυο βήματα και κοιτάχτηκα στη τζαμαρία ενός παπουτσάδικου -τα μαλλιά μου δεν είχαν ανακατευτεί από το κράνος γιατί τα έκοβα πλέον εκνευριστικά κοντά, το τζιν και το δερμάτινο μπουφάν κρέμαγαν κατά τόπους και φούσκωναν εκεί που άρχισα να βάζω κιλά, ευτυχώς δεν είχα καταλήξει ακόμα εντελώς σαπιοκοιλιάς. Το τακούνι της δεξιάς μπότας μου είχε μαζέψει κάποια τσίχλα την οποία θα φρόντιζα να ξεφορτωθώ διακριτικά στο γραφείο του κυρίου Αλέκου.

 

Άψογος σε ελεγχόμενο χάλι.

 

Στάθηκα μπροστά στην πλεξιγκλάς καφέ πόρτα της πολυκατοικίας και χάζεψα τα κουδούνια. Ευχήθηκα να μην είχε κάποια εταιρεία με μυστήριο όνομα αυτός ο κύριος Αλέκος και μπορεί κάποιος να με άκουσε τελικά γιατί η ταμπέλα έγραφε «Α. Βραχνάς και Συνεργάτες – Δικηγορικό Γραφείο, 3οςόροφος». Κούμπωσα -τι σκατά δουλειά είχα με δικηγόρους; Κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ με την ελπίδα να είναι αυτός ο Βραχνάς εκδότης που θέλει να ξανακυκλοφορήσει κάποιο παλιότερο βιβλίο μου, ή να μου προτείνει να γράψω κάτι καινούργιο -μαλακίες, προφανώς έβλεπα πολλές σειρές στις συνδρομητικές πλατφόρμες τον τελευταίο καιρό.

 

Ανέβηκα μέχρι τον 3ομε ένα ασανσέρ που έσταζε χτιστό ιδρώτα -ασανσέρ δικηγόρου.

 

Το γραφείο του Βραχνά (και των Συνεργατών) ήταν κουκλίστικο. Στον χώρο υποδοχής ένα στρογγυλό (τι άλλο;) τραπέζι μελαμίνης στο χρώμα του άγουρου μήλου, μαύρες πλαστικές καρέκλες και λίγο πιο μέσα, το γραφείο της κοπέλας με την πλούσια φωνή που μου είχε τηλεφωνήσει. Από το ταβάνι κρέμονταν φωτιστικά που μάλλον ξέμειναν από την τελευταία ανακαίνιση στο σπίτι του κυρίου Αλέκου και μεταφέρθηκαν εδώ για να μην πάνε χαμένα. Απέφυγα τη ροτόντα με αέρινο στυλ και ο δεξιός μου αστράγαλος βρήκε το πόδι μιας καρέκλας, την κράτησα τελευταία στιγμή γλιτώνοντας το ρεζιλίκι καθώς πλησίαζα το γραφείο της κοπέλας που δεν είχε σηκώσει καν το κεφάλι να με δει.

«Καλημέρα», ψιθύρισα συνεσταλμένα γιατί έτσι πρέπει να μιλάς σε δικηγορικά γραφεία.

«Ο κύριος;» απόρησε η κοπέλα ξεφυλλίζοντας μια ατζέντα.

«Καστρινός, με είχατε καλέσει…»

Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι -είχε πατήσει τα σαράντα προ πολλού αλλά δε φαινόταν να το παραδέχεται. Με σημάδεψε με ένα κόκκινο μακρύ νύχι και μετά έφερε ένα δεύτερο μπλε του ίδιου χεριού να κάνει παρέα στο κόκκινο, χαμογέλασε αφήνοντάς με να δω τόνους κραγιόν ν’ αργοσαλεύουν κι ένα κρεμ σάλι έπεσε από τους ώμους της.

«Καλώς ήρθατε… Ο κύριος Αλέκος σας περιμένει, περάστε, περάστε…»

Τι σόι πλάκα ήταν αυτή τώρα; Προχώρησα διστακτικά μέχρι τη βαριά μπεζ πόρτα, χτύπησα, προφανώς κανένας δε με άκουσε από μέσα.

«Ανοίξτε, σας περιμένει», φώναξε η κοπέλα.

Αυτό σίγουρα το είχε ακούσει ο κύριος Αλέκος γιατί άνοιξε εκείνος την πόρτα διάπλατα και χαμογέλασε. Εξίσου διάπλατα.

«Ήρθες επιτέλους ρε μούτρο;» πανηγύρισε βλέποντάς με.

Τον κοίταξα.

Πουκάμισο χρώματος εκρού με τεζαρισμένα τα κουμπιά στην κοιλιά, γραβάτα χαλαρωμένη, παντελόνι τεριλέν, παπούτσια ακριβά αλλά στραβοπατημένα, μαλλί άσπρο όπου δεν έπιανε η φαλάκρα.

«Ήρθα», παραδέχτηκα.

«Έλα μέσα», φώναξε τραβώντας με από το χέρι και κλείνοντας την πόρτα πίσω μας.

Ήρθα μέσα, βολεύτηκα και σε μια πολυθρόνα στην από εδώ πλευρά ενός μαύρου γραφείου που δεν κόλλαγε καθόλου με το υπόλοιπο βαρυφορτωμένο δωμάτιο, εκείνος έσκασε σα σακί πατάτες σε μια επιβλητική πολυθρόνα στην από εκεί πλευρά του γραφείου -μείναμε να κοιταζόμαστε σα μαλάκες.

«Θες καφέ;» ρώτησε στο τέλος.

«Άστο να μένει…» είπα.

«Δε με γνώρισες ακόμα ξεφτιλισμένε Μπουρζουά;» ξεκαρδίστηκε.

Τον κοίταξα πιο προσεκτικά. Μπουρζουά με έλεγαν πριν πολλούς αιώνες κάμποσοι κομμουνιστές σταλινικής προελεύσεως κάνοντας φτηνό χιούμορ με το επώνυμό μου. Τότε ήμασταν φοιτητές κι ο κόσμος έπρεπε να αλλάξει -μέχρι που πάψαμε να είμαστε φοιτητές κι ο κόσμος άλλαξε προς το χειρότερο. Έτσι, έμεινα να τον κοιτάζω αμίλητος ενώ κοπάναγα το κράνος στα γόνατά μου από αμηχανία.

«Ο Αλέκος είμαι ρε… Ο Μουσάτος έτσι με λέγατε… γαμημένοι Αυτόνομοι γκομενίτσες», ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο Αλέκος (όχι πια κύριος) ο Μουσάτος.

Ο Μουσάτος. Δήθεν καθοδηγητής στη σχολή αλλά το κόμμα τον είχε γραμμένο κανονικά. Τράβαγε εκεί πέρα κάτι αναλύσεις περί υπαρκτού, οι φωτισμένοι ηγέτες γίνονταν την επομένη αιμοσταγείς δικτάτορες χωρίς να ιδρώσει το μούσι του Μουσάτου, παπάρας όσο να πεις -μονίμως της προσκολλήσεως. Ποτέ δεν κατάλαβα αν επεδίωκε να βγάλει γκόμενα ή να γράψει μέλη στο κόμμα. Και δε χάρηκα καθόλου που τον ξαναείδα.

Έβγαλα τα τσιγάρα από τη μέσα τσέπη του μπουφάν, αφήνοντάς τον να χαζέψει τη στάμπα IAmaCliché που φιγουράριζε στη μπροστινή πλευρά του φούτερ μου. Τον είδα ότι αηδίασε κάπως, αλλά το έκρυψε -κανονικός δικηγόρος. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν του έδειξα το τσιγάρο -ζορίστηκε αλλά βρήκε κάπου ένα μεταλλικό παπάρι, τύπου γουδί σε μικρογραφία και το έσπρωξε προς το μέρος μου. Άναψα το τσιγάρο, τράβηξα δυο γερές τζούρες πριν ρίξω τη στάχτη μου.

«Ο Μουσάτος λοιπόν…» μουρμούρισα όπως είχα δει να κάνουν οι ντετέκτιβ στις παλιές ταινίες. «Και πώς να σε γνωρίσω χωρίς τα μούσια ρε παιδί μου;»

Γέλασε σφιγμένα.

«Γερνάμε Καστρινέ… κι εσύ άσπρισες όσο να πεις… Αλλά το μαλλί ατόφιο ρε μπαγάσα. Εγώ άρχισα να τα χάνω όπως βλέπεις…»

«Ποια;» απόρησα γιατί αν εννοούσε τα μαλλιά, το σωστό θα ήταν να πει ότι πλέον σπανίως τα έβρισκε.

«Τα μαλλιά -ποια; Τα μυαλά ρε Καστρινέ;» αγανάκτησε.

Ένευσα. Οι άνθρωποι που ζητούσαν να συνεννοηθούν μαζί μου έπρεπε να διαθέτουν την απαραίτητη υπομονή κι ο Μουσάτος έδειχνε να βιάζεται μη ελεγχόμενα.

«Τέλος πάντων», είπα, γιατί είχα αρχίσει να κουράζομαι. «Προς τι όλο αυτό;»

Ο Μουσάτος έγειρε πάνω στο γραφείο, οι αγκώνες του έκαναν τα εκρού μανίκια να τσιρίξουν.

«Είμαστε κυβέρνηση, Καστρινέ», είπε σιγά.

«Κάτι έχω ακούσει σχετικά», παραδέχτηκα.

«Όλα αλλάζουν…»

«Ποια όλα;» απόρησα.

«Όλα», είπε με μυστήριο ύφος.

Το άφησα να περάσει γιατί το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να μπλέξω σε πολιτική συζήτηση με το Μουσάτο.

«Το κόμμα σε χρειάζεται», μου είπε δήθεν αδιάφορα.

«Εμένα; Δεν έχει κανονικά μέλη το κόμμα;»

«Μην ξηγιέσαι τώρα… Τόσα χρόνια σας στηρίξαμε όσο μπορούσαμε…»

«Ποιους;» ρώτησα και το μετάνιωσα επιτόπου. Δε θα τη γλίτωνα την πολιτική κουβέντα τελικά.

«Εσάς, εσένα, τους δικούς σου…»

«Μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον άλλο», εξήγησα.

«Άστα τώρα Καστρινέ. Από τις σχολές, όποτε βρίσκατε τα σκούρα…»

«Από τις σχολές όποτε βρίσκαμε τα σκούρα, τα κάναμε μαύρα -γνωστό αυτό. Και ας μη συζητήσουμε πόσο ήσουν στο κόμμα που σήμερα είναι κυβέρνηση, σα φοιτητής, έτσι Αλέκο;»

Έγειρε πίσω.

«Τελικά θα το πάρω εκείνο το τσιγάρο», μούγκρισε.

Επειδή δεν του είχα προσφέρει, μου πήρε κάνα λεπτό μέχρι να καταλάβω ότι εννοούσε τα δικά μου. Χαμογέλασα -από παλιά ήταν μέγας τρακαδόρος ο Μουσάτος.

Του πέταξα το πακέτο μαζί με τον ζίπο για φουλ εξυπηρέτηση κι εκείνος το στραπατσάρισε με τις χερούκλες του, έτρεμα ότι θα κοπάναγε τον ζίπο στα πατώματα για ν΄ανάψει -ποτέ μην εμπιστεύεσαι τα πράγματά σου σε πρώην μουσάτους, το σημείωσα για να το θυμάμαι σε ανάλογες καταστάσεις.

«Είναι δύσκολα τα πράγματα, Καστρινέ», είπε προσπαθώντας να μην πνιγεί από το τούρκικο χαρμάνι. «Ακόμα δεν αναλάβαμε και μας περιμένουν στη γωνία…»

Αδιαφόρησα και το έδειξα κιόλας, απλώνοντας τα πόδια μου για να ξεμουδιάσουν.

«Το Σαμουράι τον θυμάσαι;» μου πέταξε στο ξαφνικό.

Τον θυμόμουν και του το είπα. Ο Σαμουράι υπήρξε μεγάλος γκόμενος τα χρόνια της σχολής και δυνατό κομματικό στέλεχος. Έκανε καταπληκτικά πάρτι, είχε ιδέες απ΄αυτές που μπορούσαν να σταθούν χωρίς γιουχάισμα για πάνω από μισάωρο -εντάξει, στην πρακτική τα χάλαγε κάπως, την πολιτική πρακτική εννοώ, γιατί σε σχέση με τις κοπέλες δεν είχα ακούσει παράπονα.

«Θέλει να βρεθείτε», είπε ο Αλέκος.

«Ο Σαμουράι;» απόρησα.

«Ναι»

«Και γιατί δε με έπαιρνε ένα τηλέφωνο;»

«Δεν το είχε».

«Ούτε εσύ, νομίζω…» τον γείωσα.

«Τέλος πάντων, ήθελε να σε βολιδοσκοπήσω πρώτα…» μουρμούρισε ο Αλέκος καθώς πίεζε άτσαλα το τσιγάρο στο, ας το πούμε, τασάκι.

Έμεινα να κοιτάζω όσο το χαρτί σκιζόταν και τα δάχτυλά του γέμιζαν με κομματάκια καπνού -κρίμα το τσιγάρο…

«Καλώς. Εγώ να πηγαίνω», είπα τελικά.

«Δηλαδή…» μουρμούρισε ο Αλέκος.

«Ναι, αυτό δηλαδή. Με βολιδοσκόπησες, δεν ενδιαφέρομαι, χάρηκα που τα είπαμε -τα ξαναλέμε σε 30 χρόνια», έκανα καθώς σηκωνόμουν.

«Πώς ξέρεις ότι δεν ενδιαφέρεσαι;» έκανε μουλωχτά.

«Έχω έκτη αίσθηση -τι να πω;» παραδέχτηκα σεμνά.

«Κάνε μου τη χάρη να δεις το Σαμουράι και μετά αποφασίζεις», πρότεινε.

«Να σου κάνω τη χάρη…» μουρμούρισα.

Εντάξει, δεν είχα τίποτα να χάσω, αλλά αυτά τα καργιολίκια για βολιδοσκοπήσεις και ενδοσκοπήσεις με έκαναν έξαλλο.

«Σε χρειαζόμαστε ρε φίλε -δε θα πάθεις και κάτι να μας βοηθήσεις», είπε ο Αλέκος.

«Ποιοι με χρειάζεστε;»

Έκανε να πει «το κόμμα», αλλά μαζεύτηκε.

«Όχι μόνο ο Σαμουράι… Πρόκειται για υπόθεση που αφορά δικούς σου».

«Δικούς μου; Δεν έχω πλέον δικούς μου, Αλέκο -είμαι ένας μόνος μου», είπα.

«Δες το Σαμουράι ρε Καστρινέ, τι σου ζητάμε δηλαδή; Μη μας γαμείς το κέρατο στο κάτω-κάτω…» έπεσε πίσω στην πολυθρόνα βαρύθυμα ο Αλέκος.

Του γύρισα την πλάτη και πήγα προς την πόρτα. Πριν την ανοίξω κοντοστάθηκα, ικανοποιημένος από τον εαυτό μου γιατί τελικά τα είχα ακόμα αυτά τα παλιά στυλάκια.

«Ας πούμε ότι τον βλέπω, Αλέκο -με παρακολουθείς;» έκανα πονηρά.

Ένευσε.

«Με τη βολιδοσκόπηση τι γίνεται;» συνέχισα.

Με κοίταξε μπερδεμένος.

«Πώς με έκοψες ρε παιδί μου; Πρόθυμο να σας βοηθήσω;»

Γέλασε.

«Θα βοηθήσεις», είπε.

Σήκωσα τους ώμους, δεν καταλάβαινα καθόλου πώς δούλευε το μυαλό του, αλλά είχα κουραστεί κιόλας. Έπρεπε να φύγω γρήγορα από εκεί μέσα και για να γίνει αυτό -όχι με το Σαμουράι, αλλά με τον Κόμη Δράκουλα θα ήμουν πρόθυμος να κλείσω ραντεβού.

«Αύριο την ίδια ώρα είναι καλά;» με ρώτησε ο Αλέκος.

«Είναι;» ρώτησα κι εγώ με τη σειρά μου.

«Μια χαρά είναι», αποφάσισε ο Αλέκος.

«Εντάξει», είπα.

«Εντάξει», είπε κι αυτός. «Γειά σου Καστρινέ με τα κλαρίνα σου…»

Κοντοστάθηκα.

«Ναι, αλλά πού;» απόρησα.

«Άστο σε μας», χαμογέλασε ο Αλέκος.

Τι άλλο να έκανα; Το άφησα σ΄αυτούς και βγήκα από το γραφείο του πριν του έρθει καμιά όρεξη για ψιλοκουβέντα.

 

Η ξανθιά μου έσκασε ένα χαμόγελο γκραν γκινιόλ.

«Όλα εντάξει με τον κύριο Αλέκο;» ενδιαφέρθηκε να μάθει.

«Ναι -βγάζει γούστα», είπα σιγανά.

Αλλά ο κύριος με το γκρι κοστούμι που περίμενε στην απέναντι καρέκλα το άκουσε.

 

Οδήγησα το Δούκα αργά -μάλλον ο Δούκας με οδήγησε – κι αυτό συμβαίνει όταν δεν έχεις αποφασίσει τον προορισμό σου. Περάσαμε πλάι από πολυτελή ξενοδοχεία, ακουμπήσαμε λίγο στην παλιά σχολή που έμενε ίδια έχοντας αλλάξει εντελώς, ή έτσι ήθελα να πιστεύω τέλος πάντων, μπλοκάραμε στην κίνηση για το κέντρο της πόλης. Πού πάμε τώρα;

Ξαφνικά με έπιασε μια φοβερή πείνα, κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα ήταν σωστή -τέτοια ώρα τρώνε μεσημεριανό οι γέροι, όσο οι πιτσιρικάδες φτιάχνουν το πρωινό τους.

Ανέβηκα λοιπόν το πεζοδρόμιο ενός πολυτελούς μπεργκεράδικου -απ΄αυτά που στην Αμερική τα έχουν για να ταΐζουν τους άστεγους, αλλά στην Αθήνα τα πληρώνουμε γκράντε -σα να πρόκειται για τριάστερα της Μισελέν.

 

Μπαίνοντας, χρειάστηκα μισό λεπτό για να συνηθίσω το ημίφως ενώ οι Φόρινερ μου χτένιζαν το νευρικό σύστημα -απορώ ποιος μαλάκας αποφάσισε ότι η χαρντ ροκ είναι κατάλληλη για φαγάδικο, εντάξει, νιώθεις ότι μπήκες σε παρακμιακό μπιλιαρδάδικο της Αλαμπάμα, αλλά, διάολε, μπιφτέκι ήρθες να φας, όχι να παίξεις ξύλο με χαρλεάδες…

Βολεύτηκα σε ένα από τα τραπέζια που δεν είχαν θέα προς το δρόμο, δεν ήθελα να βλέπω, δεν ήθελα να με βλέπουν και γενικότερα δεν ήθελα. Μια κοπελίτσα τίγκα στις κονκάρδες με πλεύρισε πριν ακόμα ακουμπήσω το κράνος δίπλα μου.

«Καλησπέρα, είστε έτοιμος να παραγγείλετε;» χαμογέλασε.

Κοίταξα τις κονκάρδες πάνω στο κόκκινο μπλουζάκι, όλο κοινότυπα σλόγκαν έγραφαν -θυμήθηκα την εποχή που κονκάρδα σήμαινε μουσική και πολιτική τοποθέτηση -χαμογέλασα με τη σειρά μου.

«Το 7», της έδειξα στον πλαστικοποιημένο κατάλογο.

«Πολύ ωραία», επικρότησε.

«Και ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα κι ένα Τζακ σκέτο».

«Τίποτα άλλο;»

Τι άλλο βρε χρυσό μου κορίτσι; Κέρασε όλον τον κόσμο από μια τσικουδιά ξέρω ΄γω -ποιον κόσμο δηλαδή, εγώ κι ο κανένας ήμασταν στο μαγαζί.

«Τίποτα, ευχαριστώ», μουρμούρισα.

Με το που έφυγε, έβγαλα το κινητό κι άρχισα να γκουγκλίζω τον Σαμουράι -εντάξει το επίθετο το θυμόμουν, αλλά το μικρό του όνομα με δυσκόλεψε -πώς διάολο τον έλεγαν; Εγώ Σαμουράι τον ήξερα πάντως…

Το γύρισα στις εικόνες μπας και βγάλω άκρη -μαλακίες, δεν υπήρχε περίπτωση να αναγνωρίσω τον Σαμουράι, 30 χρόνια μετά την τελευταία φορά που τον είχα δει. Ψάξτο αλλιώς -συνδύασέ τον με το κόμμα ή την κυβέρνηση… Το έκανα -με το κόμμα απέτυχα, αλλά με την κυβέρνηση έβγαλα λαγό. Ο Σαμουράι είναι Γενικός Γραμματέας στην Προεδρία της Κυβέρνησης -τι λες ρε παιδί μου… Κατανοητή η βολιδοσκόπηση από τον Μουσάτο, αλλά ακατανόητη η επιμονή του για συνάντηση εφόσον δεν έδειξα πρόθυμος. Ήρθε η μπύρα και η πιατέλα με το μπέργκερ και τις πατάτες, το φαγητό ήταν αρκετό για να σιτιστεί ένας λόχος, επειδή όμως δεν υπήρχε ψυχή γύρω μου, αποφάσισα να μην περιμένω και να πέσω με τα μούτρα. Πεινούσα.

Στις δυο μπουκιές χόρτασα βέβαια. Έχουν αυτόν τον κιμά τα μπέργκερ που σε κάνει να νιώθεις μια ματαίωση, μια απογοήτευση -δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό, ή αν συμβαίνει μόνο σε μένα. Έσπρωξα ακόμα λίγο φαγητό με τη μπύρα και αποφάσισα να το συζητήσω το όλο θέμα. Κάπως έτσι, ήρθε και θρονιάστηκε απέναντί μου ο φοβερός Άρης Μαλτέζος, Θανάσιμος Μεταφορέας το επάγγελμα. Μου χαμογέλασε -δεν έκανα το ίδιο, μη με περάσουν και για τρελό -έστρωσε προς τα πίσω τα μαλλιά του, εντελώς μάταια, αφού ένα τσουλούφι έπεσε στο μέτωπό του και κοίταξε λιμάρικα το ποτήρι με το Τζακ.

Τότε μου ήρθε μια διάθεση για κανιβάλισμα και τράβηξα μια γερή γουλιά δείχνοντας απέραντη ικανοποίηση, όσο βολευόμουν καλύτερα στον δικό μου πάγκο.

«Έχετε απ΄αυτό, εκεί που είσαι;» τον ρώτησα -από μέσα μου βέβαια.

«Έχουμε ότι νομίζουν πως χρειαζόμαστε, αλλά όχι ότι πραγματικά χρειαζόμαστε», μουρμούρισε.

«Και τι νομίζουν ότι χρειάζεστε;» απόρησα.

«Τίποτα -είμαστε αυθύπαρκτοι, άρα είμαστε αυτάρκεις», χαμογέλασε.

«Δικός σου ο πόντος, αλλά δεν ήρθες να μιλήσουμε για αυτό», παραδέχτηκα.

«Ναι, νομίζω ότι εδώ πέρα υπάρχει μια υπόθεση χωρίς λεφτά αλλά με πολλούς μπελάδες -άρα θα την αναλάβεις, ακόμα κι έτσι όπως είσαι ντυμένος», είπε.

«Τώρα, είναι λόγοι αυτοί για να αναλάβω μια υπόθεση; Αν υπήρχε τουλάχιστον κάποια γυναίκα, κάποιος φίλος…»

«Κάποιος φίλος, καλά το είπες», με διέκοψε.

«Δεν ήμουν ποτέ φίλος με το Σαμουράι».

«Πώς εννοείς τους φίλους σου;» ζήτησε να μάθει.

«Εννοώ… κάποιος που έχουμε μοιραστεί το τελευταίο τσιγάρο όταν το πάρτι έχει τελειώσει κι έχουμε ξεμείνει μόνοι μας…»

«Κι όσοι ήταν μέσα στο πάρτι;»

«Εξαρτάται…»

«Από τι;»

«Από τη μουσική που ακούνε, ξέρω ΄γω;»

«Καλά το είπες», χαμογέλασε.

«Εννοείς…»

«Αν δεν τον νοιώθεις φίλο σου, τι διάβολο κάνατε μαζί στο πάρτι; Και γιατί πήγες τελικά;»

Δάγκωσα ακόμα ένα κομμάτι μπέργκερ και μου ήρθε η επιθυμία να το φτύσω επιτόπου, αλλά το κατάπια για λόγους ευγένειας.

«Ας μιλήσουμε καθαρά», ζήτησα.

«Νόμιζα ότι αυτό κάναμε», διαμαρτυρήθηκε.

«Εντάξει, βρεθήκαμε στην ίδια πλευρά, για λίγο και όχι την ώρα που η κατάσταση έκαιγε. Αλλά κάποια στιγμή κοίταξε την πάρτη του, ίσως από την αρχή αυτό να κοίταζε κι εγώ να μην το είχα πάρει χαμπάρι. Μου χρωστάει, δεν του χρωστάω…»

«Βιαστική λογιστική, για να σφραγίσουμε τα βιβλία», γέλασε χαιρέκακα. «Όμως ο λογιστής είναι κάποιος που τέτοια ώρα γυρίζει στο σπίτι ελπίζοντας να μην έχει όρεξη η γυναίκα του για κουβέντα, να διαβάζει τα μαθήματά του το παιδί κι εκείνος να κρυφτεί αθόρυβα σε μια πολυθρόνα περιμένοντας να τελειώσει το μαρτύριό του. Εσύ πάλι…»

«Εγώ πάλι δε γράφω βιβλία, δεν έχω γυναίκα να με περιμένει, ούτε παιδί και δεν γυρίζω από πουθενά γιατί πουθενά δεν πάω -το ‘πιασα», παραδέχτηκα.

«Καιρός είναι λοιπόν να πας κάπου», είπε ο Μαλτέζος και σηκώθηκε χώνοντας τα χέρια του στο μακρύ μαύρο παλτό του.

«Ας πάω λοιπόν…» μουρμούρισα, κανονικά, όχι από μέσα μου.

Κοίταξα τριγύρω μήπως με πήραν χαμπάρι, αλλά ο κόσμος αδιαφορούσε για τις μαλακίες μου.

Ποιος κόσμος δηλαδή;

 

«Να τα μαζέψω, να μη σας ενοχλούν;» με ρώτησε η γκαρσόνα.

Ναι, μάζεψέ τα γιατί έχω να ρίξω πασιέντζα, είπα. Από μέσα μου.


 (Συνεχίζεται)


Σαμουράι

$
0
0

Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

«Ξέρω πως μοιάζω. Μοιάζω σαν αλήτης. Είμαι αλήτης»

«Δεν είσαι αλήτης. Κι αν πρόσεχες λίγο την εμφάνισή σου θα μπορούσες ακόμα και να βρεις μια δουλειά που να σου αρέσει»

«Δεν έχει εφευρεθεί ακόμα δουλειά που να μου αρέσει»[1]

 Ξάπλωσα καλύτερα στον καναπέ, νύσταζα αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω το τέλος της ταινίας. Το είχα ξαναδεί και θα το ξανάβλεπα. Γιατί, ξέρεις, υπάρχουν τρεις κατηγορίες ταινιών:

-Αυτές που τις βλέπεις πολλές φορές.

-Αυτές που τις βλέπεις μια φορά μόνο.

-Αυτές που δεν θα ήθελες να έχεις δει ούτε μια φορά.

Όσες κουβαλάω ανήκουν στην πρώτη κατηγορία κι όταν λέω ότι τις κουβαλάω δεν εννοώ μόνο σε κούτες στις μετακομίσεις… Είμαι παλιές ταινίες και βιβλία που όσοι τα έγραψαν έχουν πεθάνει κατά κάποιο τρόπο και τραγούδια που όσοι τα είπαν θα έπρεπε να έχουν πεθάνει επίσης.

 

Η ταινία τελειώνει κι εγώ δε νυστάζω, όμως σε λίγο βρίσκομαι να κοιμάμαι στον καναπέ ενώ η τηλεόραση παίζει εκείνη την ισπανική σειρά που κάποιος έχει Αλτσχάιμερ αλλά είναι και αρχηγός της τοπικής μαφίας και τέλος πάντων κοιμάμαι ξέροντας ότι κοιμάμαι, αλλά ακούω τους θορύβους του σπιτιού γιατί οι ηλεκτρικές συσκευές ποτέ δεν κοιμούνται. Αυτό γίνεται…

 

Μέχρι που χτυπάει το τηλέφωνο. Κάπου… Δεν είναι για μένα οπότε συνεχίζω τον ύπνο μου αλλά συνεχίζει να χτυπάει γιατί είναι για μένα, για ποιον θα ήταν; Δε μένει άλλος στο σπίτι. Σηκώνομαι από τον καναπέ ανακαλύπτοντας ότι φοράω ακόμα τα ρούχα μου, βρίσκω το τηλέφωνο στη βάση του (πού αλλού θα ήταν το ασύρματο;) κάθομαι πάλι στον καναπέ γιατί νιώθω ζαλάδα.

«Ναι;» απλό, λιτό και κρύβει τη βραχνάδα.

«Καλημέρα -είμαστε από κάτω, στο αυτοκίνητο», αντρική φωνή μέσα από το θόρυβο του δρόμου.

«Από κάτω;»

«Από το σπίτι σας…»

«Και;»

«Σας περιμένουμε».

Ε, βέβαια… Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει κάποιος εφόσον βρίσκεται κάτω από το σπίτι σου;

«Έρχομαι σε δυο λεπτά», μουρμουρίζω.

Τρέχοντας προς το μπάνιο σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να τους καλέσω να ανέβουν -αλλά έχω τα χάλια μου. Κι εγώ και το σπίτι. Και μετά σκέφτομαι ότι δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί που με περιμένουν, αλλά ρίχνω μπόλικο νερό στα μούτρα μου για να ξυπνήσω, βουρτσίζω τα δόντια μου, ρίχνω ένα πουκάμισο πάνω από την τσαλακωμένη μπλούζα κι ένα μπουφάν πάνω από το πουκάμισο, φοράω τις μπότες μου αν και δε θα οδηγήσω το Δούκα -μάλλον…

 

Όσο κατεβαίνω τις σκάλες ανακαλύπτω ότι η ώρα είναι 11:30, εδώ και μισή ώρα έχω ραντεβού με το Σαμουράι…

Στην είσοδο της πολυκατοικίας είναι παρκαρισμένο ένα ασημί Τογιότα, φρεσκοπλυμένο εικοσαετίας. Στο τιμόνι κάποιος ασπρομάλλης με ζακετούλα και γυαλιά ηλίου, στο πίσω κάθισμα διακρίνω τη σιλουέτα ενός χοντρού. Κάτι μου θυμίζει, άρα, έτσι θα πρέπει να έχει καταντήσει σήμερα ο Σαμουράι. Προχωράω επιφυλακτικά -δε θέλει και πολύ να πρόκειται περί παρεξήγησης…

Ο χοντρός ανοίγει την πόρτα προς τη μεριά μου και σέρνεται στη δερματίνη για να μου κάνει χώρο.

«Μπες μέσα ρε Κάστρο, τι κοιτάς σα χάνος;» γελάει.

«Εσύ είσαι;» ψιθυρίζω.

«Ποιος άλλος θα ήταν;» απορεί.

Αλλά μετά το πιάνει από το βλέμμα μου.

«Γεράσαμε Κάστρο, γίναμε σαπιοκοιλιάδες…»

«Κι αυτό είναι το λιγότερο», συμπληρώνω.

«Σωστός ο Κάστρο… Τι κάνεις εσύ ρε ψυχή; Πού εξαφανίστηκες;» αρχίζει τα τυπικά ο Σαμουράι.

«Κατά πως φαίνεται, στα περί εξαφάνισης δεν τα κατάφερα και πολύ καλά…», συμπεραίνω.

Στο μεταξύ ο ασπρομάλλης έχει ξεκινήσει το αυτοκίνητο και βολτάρουμε σε στυλ τουρίστες.

«Κερνάω καφέ», λέει ο Σαμουράι.

«Με σώζεις», χαμογελάω.

Είμαστε δυο λυκόσκυλα που μετριόμαστε προσπαθώντας να αποφασίσουμε αν θα χυμήξουμε ή θα γίνουμε αγέλη κι όσο το σκέφτομαι όλο αυτό, τόσο αναρωτιέμαι. Γιατί να χυμήξουμε; Τι έχουμε να χωρίσουμε εγώ κι αυτός; Όμως έτσι νιώθω, ότι ο Σαμουράι με μετράει κι απογοητεύεται -δεν ξέρω τι περίμενε να δει. Εγώ πάλι… Όσους παλιούς θυμάμαι, όλοι τα ίδια χάλια έχουν -αυτός τουλάχιστον δεν το παίζει κουστουμάτος ή ιστιοπλόος, φοράει ένα καφέ μπουφάν και πουλόβερ, πάνω από κάποιο γαλάζιο πουκάμισο, εντάξει, δεν τον κόβεις για αξιωματούχο της κυβέρνησης, αλλά δεν τον λες και άστεγο. Εμένα πάλι…

Ο Σαμουράι σκάει το πλαϊνό του παράθυρο ως τη μέση κι ανάβει τσιγάρο, φέρνει μετά το πακέτο σε μένα.

«Άστο για τον καφέ», λέω.

«Τώρα ξύπνησες ρε όργιο;» γελάει.

«Πες καλύτερα ότι ακόμα κοιμάμαι», τον ενημερώνω.

Γελάει, ίσως από υποχρέωση. Ο Σαμουράι ανήκει στην κατηγορία Τζιμ Μούρισον, είναι τύποι με τάση προς παχυσαρκία που, στα νιάτα τους, όσο διατηρούνται αδύνατοι μοιάζουν με Έλληνες θεούς, σαν το Μόρισον, αλλά όταν τους πάρει η κάτω βόλτα δε μαζεύονται με την καμία.

«Πόσα χρόνια…» λέει κοινότυπα. «Πώς τη βόλεψες εσύ;»

Σκέφτομαι ότι ξέρει πολύ καλά την απάντηση, αλλά δε γαμιέται… Κουβέντα να γίνεται.

«Όπως τα ξέρεις», απαντάω. «Έβγαλα κάτι βιβλία με περιορισμένη αποτυχία, κάτι μεταφράσεις για βιοπορισμό, μέχρι και μαθήματα έκανα μια εποχή…»

«Στο πτυχίο σου;» παραξενεύτηκε.

«Πλάκα κάνεις;» απόρησα. «Το πτυχίο το αποκτήσαμε για την εμπειρία, τα ξέχασες;»

Γέλασε πάλι.

«Εσύ;» θέλησα να μάθω.

«Μονίμως γραμματέας -τι άλλο;» φύσηξε τον καπνό έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο. «Στο φοιτητικό, μετά στη νεολαία, μετά…», κοίταξε μπροστά, πέρα από το τζάμι του οδηγού αφηρημένα.

Μετά έμπλεξες, σκέφτηκα, αλλά δεν του το είπα. Εντάξει, κάποιος πρέπει να κάνει τη βρομοδουλειά και σε τελική ανάλυση, καλύτερα ο Σαμουράι παρά κάνας ψυχάκιας ακροδεξιός, ή έτσι ήθελα να πιστεύω στην τελική.

Το αυτοκίνητο στρίβει αργά δεξιά και παρκάρει έξω από ένα κυριλέ καφέ με γελοίο όνομα, ο οδηγός κοιτάζει τον Σαμουράι ο οποίος εγκρίνει με ένα νεύμα.

«Καλά δεν είναι εδώ;» με ρωτάει.

«Χειρότερα δε γίνεται», εγκρίνω με τη σειρά μου.

Κατεβαίνουμε, ο καθένας από την πόρτα του, όσο ο οδηγός φεύγει για να παρκάρει κάπου πιο μόνιμα. Έχει κρύο αλλά αντέχεται χωρίς κουμπωμένο μπουφάν, ακολουθώ τον Σαμουράι που ανοίγει την πλεξιγκλάς πόρτα.

Η αίθουσα μυρίζει φτηνό αποσμητικό χώρου -κάτι μεταξύ λεβάντας και καμφοράς -λες και μπήκαμε κατευθείαν στις τουαλέτες. Ένας γέρος πίνει τον καφέ του δίπλα στο τζάμι διαβάζοντας την τεράστια εφημερίδα που πιάνει το μισό τραπεζάκι. Ημίφως και μεταλλικές μαύρες καρέκλες, στους τοίχους κρέμονται θολωμένοι καθρέφτες, πινακίδες αυτοκινήτων και κάτι αφίσες από παλιές ελληνικές ταινίες. Χάρμα…

Ο σερβιτόρος φτάνει με το πάσο του, παραγγέλνουμε ένα σκέτο εσπρέσο κι έναν μέτριο -ο σκέτος για μένα.

«Έχουν καλό καφέ εδώ», με πληροφορεί ο Σαμουράι.

«Βασικά, θα μάσαγα ακόμα και κόκκους μπας και ξυπνήσω», του εξηγώ.

Με σκανάρει διερευνητικά -κεφάλι, μπλούζα, παντελόνι, μπότες -δεν χαίρεται ιδιαίτερα με αυτά που βλέπει και δεν το κρύβει.

«Είδα τη Ράνια τις προάλλες», μου λέει στο άσχετο.

«Ποια Ράνια;»

«Τη Γάνια τέλος πάντων», γελάει.

Η Ράνια, ξανθιά, αέρινη, ένας άγγελος που κυκλοφορούσε στη σχολή διακριτικά και χαμηλόφωνα -χωρίς σαφή πολιτική τοποθέτηση και χωρίς να προφέρει σωστά το «ρο». Η Γάνια… Νύχτα στην κατάληψη της σχολής, ανακαλύπτουμε μια κρυμμένη ταράτσα και σπάμε το χερούλι στο μακρόστενο παράθυρο για να βγούμε. Μισό φεγγάρι και μπόλικα αστέρια στον ουρανό, είναι άνοιξη, είμαστε 20 χρονών και όλα μοιάζουν πιθανά.

«Τι κάνει η Γάνια;» ρωτάω για να πω κάτι.

«Η Γάνια είναι γιαγιά -παντρεύτηκε νωρίς, έκανε δυο γιούς και τώρα έχει εγγόνι».

Γιαγιά… Μπορεί κάποιος καλός άνθρωπος να κλείσει την ταφόπλακά μου γιατί μπαίνει κρύο;

«Μάλιστα…» μουρμουρίζω.

«Είναι στο κόμμα, τώρα μάλιστα έγινε Γενική Γραμματέας Ισότητας», συνεχίζει ο Σαμουράι.

«Ισότητας;»

«Των φύλων»

«Μόνο αυτών;» απορώ.

Κάνει ότι δεν καταλαβαίνει.

«Έχεις χαιρετίσματα και πολλά φιλιά», με πληροφορεί.

«Ότι έχει κανείς, για καλό του είναι», σχολιάζω.

Δεν τραβάει η κουβέντα κι ο Σαμουράι το καταλαβαίνει. Έχει έρθει κι ο καφές, πίνουμε βιαστικά και παραγγέλνουμε μια από τα ίδια.

«Πάω να κάνω ένα τσιγάρο έξω», του λέω.

 

Έξω κάνει περισσότερο κρύο από πριν, ανάβω ένα Κάμελ και πνίγομαι κατεβάζοντας απότομα τον καπνό -τι διάολο κάνω εκεί μέσα; Κάτι θέλει ο Σαμουράι κι εγώ δεν έχω τίποτα να του δώσω, είμαι σίγουρος -αλλά ήρθα από περιέργεια για το τι θέλει. Προετοιμάζω ήδη τις δικαιολογίες για να του αρνηθώ -δεν είμαι πια ενεργός, δεν ενδιαφέρομαι, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω… μαλακίες. Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να κάνω τίποτα γι΄αυτούς, δεν θέλω να κάνω τίποτα για κανέναν, δεν θέλω να κάνω τίποτα γενικώς -είμαι εδώ στην αναμονή -πού θα πάει; Ζωή είναι, θα περάσει. Βάζω το τσιγάρο ανάμεσα σε αντίχειρα και μέσο, το τινάζω σημαδεύοντας τον απέναντι κάδο -αστοχώ ως συνήθως. Ξαναμπαίνω μέσα.

 

«Λοιπόν;» ρωτάω.

«Έχουμε πρόβλημα», αρχίζει διστακτικά ο Σαμουράι. «Πέσανε όλοι να μας φάνε από την πρώτη μέρα που γίναμε κυβέρνηση -τα εκδοτικά συγκροτήματα, τα μέσα, οι δεξιοί, ακόμα κι ο χώρος…»

«Λογικό δεν είναι;» απορώ.

«Και λοιπόν, τι; Έπρεπε να αφήσουμε τη χώρα στους ακροδεξιούς; Να πνίγουν κόσμο στο Αιγαίο, να γαμάνε και να δέρνουν;» αγανακτεί προβαρισμένα.

«Ρωτάς τη γνώμη μου;»

«Ναι ρε φίλε -σε ρωτάω, τι να κάναμε; Οι άλλοι μας πήγαιναν φούντο, ο κόσμος πεινάει, καταστολή παντού, ξύλο και πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Δεν έπρεπε να σταματήσει κάπου αυτό;»

Πίνω μια γουλιά καφέ πριν αρχίσω να παίζω με τον ζίπο μου. Γιατί την κάνουμε τώρα αυτή την κουβέντα;

«Δεν ξέρω γιατί μου τα λες όλα αυτά -δεν με αφορούν στην τελική», του ξεκόβω. «Δίκιο έχεις ότι η κατάσταση ήταν σκατά, καλά κάνατε και ήρθατε στα πράγματα, ή άσχημα κάνατε γιατί μπορούσατε να αφήσετε την κατάσταση να χειροτερέψει και να μη λερωθείτε, αλλά αυτό είναι δικό σας θέμα. Αποφασίσατε να σώσετε τη χώρα, κάντε ότι μπορείτε, εμένα δε με ενδιαφέρει. Βλέπεις, είμαι από αυτούς που δε θέλουν να σωθεί η χώρα -για την ακρίβεια θα χαιρόμουν πολύ αν αύριο το πρωί εξαφανιζόμασταν από το χάρτη και κανένας δε μας θυμόταν, είμαστε σκάρτοι ως το μεδούλι φίλε μου», σταματάω για να πάρω ανάσα -έχω μιλήσει πολύ, περισσότερο από όσο θα ήθελα.

Σηκώνεται.

«Σειρά μου να πάω για τσιγάρο», με πληροφορεί πριν βγει έξω.

Βλέπω ότι παίρνει και το τηλέφωνό του μαζί, αρχίζει να τηλεφωνεί πριν ανάψει τσιγάρο και συνεχίζει να μιλάει όσο καπνίζει. Έχει σκεβρώσει, κινείται αργά σα ρομπότ, είναι αυτό, μάλλον, αποτέλεσμα των χρόνων στα κομματικά γραφεία -στραγγίζουν τον άνθρωπο οι ατέλειωτες συσκέψεις, τα σχέδια που φτιάχνονται για να ανακοινωθούν κι όχι για να υλοποιηθούν, τα ξέχειλα τασάκια, τα άδεια κουτιά από μπύρες και πίτσες, το άγχος, οι διαπραγματεύσεις… Πολλαπλασίασε τα όλα αυτά επί δέκα κι έχεις μια θητεία σε κυβερνητική θέση.

 

«Πρόκειται για τον Αργύρη», μου λέει όσο ξανακάθεται στην καρέκλα του.

«Τον Αργύρη, μάλιστα. Μέσα δεν είναι ακόμα;» απορώ.

«Ναι, έχει ακόμα κάτι χρονάκια… Ξεκίνησε απεργία πείνας».

«Συμβαίνουν αυτά», παραδέχομαι.

«Ναι, το θέμα είναι ότι έχει κάτι αιτήματα γάμησέ με… Μόνο να καταργήσουμε τις φυλακές δε ζητάει…»

«Κακώς κατά τη γνώμη μου…»

«Που βάζει ανεκπλήρωτα αιτήματα, συμφωνώ», λέει ο Σαμουράι.

«Όχι. Κακώς που δεν ζητάει να καταργήσετε τις φυλακές», του εξηγώ.

«Ρε Κάστρο κόψε την πλάκα», εκνευρίζεται. «Είμαστε πρόθυμοι να αλλάξουμε πολλά στις φυλακές, δεν είναι συνθήκες αυτές εκεί μέσα. Αλλά μέχρι ενός σημείου…»

«Αλλιώς θυμάμαι ότι τα λέγαμε παλιά», υπενθυμίζω.

«Παλιά ήταν παλιά… Τώρα πρέπει να είμαστε ρεαλιστές».

«Να είσαστε. Εσείς που πήρατε την εξουσία. Τι λόγο έχει ο Αργύρης να είναι ρεαλιστής;» απορώ.

«Το να ζήσει βέβαια», χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι, τα φλιτζάνια κουδουνίζουν στα πιατάκια τους.

«Τον ρώτησες αν θέλει να ζήσει εκεί μέσα;»

«Δηλαδή, είναι καλύτερα να πεθάνει;»

«Πού να ξέρω; Άντε ρώτα τον…»

Βγάζει ένα τσιγάρο, το καρφώνει ανάμεσα στα χείλη του αλλά δεν το ανάβει. Δεν τον θυμόμουν έτσι το Σαμουράι, σπάνια έχανε την ψυχραιμία του.

«Τέλος πάντων, τι θες από μένα;» τον ρωτάω για να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση.

«Να πας να του μιλήσεις. Να διαπραγματευτείς. Ότι θέλει θα το έχει, μέσα σε λογικά πλαίσια. Σκοπεύουμε να κάνουμε αποσυμφόρηση στις φυλακές και να βελτιώσουμε τις συνθήκες διαβίωσης. Θα ελαστικοποιήσουμε και το καθεστώς των αδειών…»

«Και γιατί δεν πας εσύ να του τα πεις αυτά; Είσαι και κυβερνητικός, έχεις άλλο ειδικό βάρος», λέω και μετά το μετανιώνω βλέποντάς τον να ρουφάει ασυναίσθητα την κοιλιά του.

«Επειδή εσύ είσαι φίλος του…» μουρμουρίζει.

«Ήμουν», τον διορθώνω.

«Ήσουν, έστω…»

Χαμογελάω. Κανονικά, σε τέτοιες φάσεις, ανάβεις τσιγάρο και βγάζεις τον καπνό απολαυστικά -αλλά μας έχουν γαμήσει με τον αντικαπνιστικό και γενικότερα δηλαδή.

«Αυτό που δε μου λες, φίλε μου, είναι ότι δεν θέλεις να πουν ότι μιλάς με τρομοκράτες και το άλλο που δε μου λες είναι ότι, στα παπάρια σου αν ζήσει ή πεθάνει ο Αργύρης -απλώς φοβάσαι τον αντίκτυπο», συμπεραίνω γέρνοντας προς το μέρος του.

«Εντάξει, θα κάνουμε δουλειά τώρα ή θα μαλακιζόμαστε;» αδημονεί.

«Είχα την εντύπωση ότι ανέκαθεν υπήρξαμε υπέρ της μαλακίας και κατά της δουλειάς», χαχανίζω αλλά δεν το εκτιμά.

«Έχεις τη δυνατότητα να βοηθήσεις έναν δικό σου άνθρωπο και να καλυτερέψεις τις ζωές πολλών άλλων, δε βλέπω γιατί να μην το κάνεις», επιχειρηματολογεί.

«Δηλαδή αν δεν το κάνω εγώ, θα αφήσετε τους φυλακισμένους στην κατάντια τους;»

«Δηλαδή μαλάκα, εδώ μιλάμε για πολιτική», μου σφυρίζει. «Αν πεθάνει ο Αργύρης θα ποντάρουμε στο ότι είμαστε αδέκαστοι σε θέματα τρομοκρατίας, ακόμα κι όταν αυτά αφορούν άτομα φιλικών μας, σε εισαγωγικά, χώρων. Θα χάσουμε από αριστερά, θα κερδίσουμε από δεξιά -αν το δεις ποσοτικά, μας συμφέρει κιόλας. Αν ζήσει ο Αργύρης, θα μείνουμε πιστοί στις αρχές μας -κι αυτό μας συμφέρει. Είμαι κατανοητός;»

Άραξα πίσω στην καρέκλα μου. Αυτός ήταν ο Σαμουράι που θυμόμουν από παλιά. Τον ένιωθες δικό σου άνθρωπο, πόρτα για το χειμώνα, αλλά εκείνος είχε το σκοπό του και δεν τον έχανε ποτέ.

«Δικός σου ο πόντος», παραδέχτηκα.

«Λοιπόν;» ζήτησε να μάθει.

«Θέλω να το σκεφτώ».

«Με την ησυχία σου, αλλά φρόντισε να αποφασίσεις πριν πεθάνει ο Αργύρης».

Σηκώθηκα, μάζεψα τα πράγματά μου.

«Πληρώνεις τους καφέδες», τον ενημέρωσα.

Χαμογέλασε.

«Δε θες να σε πάμε σπίτι σου;»

«Λέω να το περπατήσω το ζήτημα», είπα ανοίγοντας την πόρτα.

Όταν με χτύπησε ο κρύος αέρας το μετάνιωσα, αλλά δε μ΄έπαιρνε να κάνω πίσω.

 

Περπατούσα με προσοχή στις σπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων, γιατί αυτή η πόλη έχει υποστεί  βομβαρδισμό χωρίς κανένας να αδειάσει βόμβες στον ουρανό της τον τελευταίο μισό αιώνα και βάλε. Λαμβάνοντας, βέβαια, υπόψη και τα σκυλόσκατα, μάλλον για ναρκοθέτηση θα πρέπει να μιλάμε, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Πέρασα το δρόμο κατά Κυψέλη μεριά, αποφεύγοντας τα απρόβλεπτα αυτοκίνητα και βρέθηκα στην πλατεία με το γνωστό άγαλμα, αλλά όχι στη γνωστή πλατεία. Χρειαζόμουν ένα τσιγάρο κι έτσι σκαρφάλωσα στο πιο κοντινό παγκάκι, πάντα καθισμένος στην πλάτη του με τα πόδια να πατάνε το ξύλινο κάθισμα. Δίπλα μου κάθισε, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο Άρης Μαλτέζος.

Χαμογέλασε αφήνοντας ανάμεσα στις μπότες μου ένα πακέτο Κάμελ κλειστό, με τη ζελατίνα του.

«Τι τα κουβαλάς τα τσιγάρα αφού δεν καπνίζεις εκεί που είσαι;» ρώτησα αν και ήξερα ήδη την απάντηση.

«Τα τσιγάρα είναι ένας καλός λόγος να έχεις μαζί σου σπίρτα», απάντησε φυσικά.

«Το ήξερα ότι θα το πεις», σχολίασα.

«Το ήξερα ότι το ήξερες, γι΄αυτό το είπα. Δε συνηθίζω να ξαφνιάζω τους άλλους από την αρχή μιας κουβέντας, κι αυτό είναι πραγματικά μεγάλο ξάφνιασμα για τους περισσότερους», μου εξήγησε.

«Το θέμα μου είναι ο Αργύρης», είπα βιαστικά για να ξεμπερδεύω μαζί του.

«Ο Αργύρης;»

«Ωραίος τύπος, ήμασταν μαζί πριν πολλούς αιώνες -στις καταλήψεις των σχολών. Βέβαια ο Αργύρης έμπαινε σε σχολή μόνο για κατάληψη, ποτέ για μάθημα…»

«Ωραίος τύπος, όντως», συμφώνησε εκείνος.

«Μετά χαθήκαμε… Εγώ, εκεί κάπου στα 30 πέθανα, όπως θα ξέρεις…»

«Και ποιος δεν πέθανε;» γέλασε.

«Ξέρω ΄γω… ο Αργύρης ας πούμε… το έριξε στην ανατροπή του συστήματος, βόμβες, προκηρύξεις… τέτοια πράγματα».

«Κι αυτό θα πει ότι ζούσε;» απόρησε εκείνος.

«Τουλάχιστον…»

«Μην είσαι χαζός. Το να ξεμείνεις 20 χρονών για πάντα δεν είναι ζωή», μου εξήγησε.

«Μισό λεπτό -σταμάτησες να πιστεύεις ότι ποτέ δεν είναι αργά για μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία;» αναρωτήθηκα.

«Ξέρεις πολλούς να έχουν παραμείνει παιδιά στα 20 τους;» με ρώτησε.

«Ναι, ήξερα…»

«Ε, λοιπόν, αυτός ο Αργύρης που λες δε μου φαίνεται να ήταν ποτέ παιδί…»

«Αλλά οι βόμβες…»

«Οι βόμβες πράγματι είναι ωραία φάρσα, αλλά όταν ακολουθούνται από προκηρύξεις παύει να είναι αστείο. Ειδικά όταν οι προκηρύξεις απαντούν σε ερωτήσεις που ποτέ δεν τέθηκαν… Σκέψου το λίγο. Εσύ αποφασίζεις να σώσεις τον κόσμο γιατί εσύ κατέχεις την απόλυτη αλήθεια, τι παιδικό υπάρχει σε αυτό; Νομίζω ότι είναι ο ορισμός της γεροντικότητας, αν μου επιτρέπεις την λέξη. Όταν είσαι σίγουρος για την αλήθεια, έχεις βάλει ήδη το κοστουμάκι  για να συμμετάσχεις στην κηδεία σου».

Είχε δίκιο βέβαια.

«Δεν είναι αυτό το θέμα μας», είπα για να αποφύγω το στρίμωγμα.

«Ένας λόγος παραπάνω να το κουβεντιάζουμε λοιπόν», γέλασε άγρια εκείνος.

Ήταν από τους ανθρώπους που όταν σε στριμώξουν στα σχοινιά θα σε γλεντήσουν μέχρι λίγο πριν την τελική πτώση.

«Το θέμα μας είναι η εξουσία», σοβάρεψε ξαφνικά. «Ήρθε η εξουσία σε εσένα και σε ακούμπησε με τα ρυπαρά της δάχτυλα. Τώρα έχεις αυτή την πίσσα πάνω σου, γυρίζεις το κεφάλι από την άλλη όμως ακόμα βρομάει, φοβάσαι να την καθαρίσεις με τα δάχτυλά σου για να μη λερωθείς περισσότερο… Όμως κοίτα να δεις που η πίσσα βρομάει όλο και πιο ελκυστικά -ε; Την αναπνέεις δειλά γιατί δεν θέλεις να το παραδεχτείς, αλλά σε λίγο θα σου είναι δύσκολο να ζήσεις χωρίς αυτή, μπορεί κιόλας να ψάχνεις απεγνωσμένα για το μεγάλο βάλτο της κόλασης όπου τα τέρατα παίρνουν το μπάνιο τους, ποιος ξέρει; Εσύ, ξέρεις;»

Άναψα δεύτερο τσιγάρο με την καύτρα του πρώτου.

«Δε μ΄ενδιαφέρει», είπα ξεκάρφωτα.

«Αν όμως… έβγαζες την πίσσα από πάνω σου χωρίς να την ακουμπήσεις;» γέλασε πονηρά.

Τον κοίταξα.

«Άρχισε να σε ενδιαφέρει τώρα λοιπόν; Δεν με κοροϊδεύεις, από την αρχή σε ενδιέφερε», με γείωσε. «Άκου -μέσα στο φρικτό κάστρο της εξουσίας, πίσω από τα μαύρα τείχη που κουνιούνται σαν φτερά δράκων, υπάρχουν ακόμα καουμπόιδες και άγγελοι. Υπήρχαν από τότε που έκανε κουμάντο ο Άλεν Ντάλες».

Φτύσαμε και οι δύο ταυτόχρονα, μισό μέτρο μακριά από το παγκάκι[2].

«Θες να πεις ότι αυτοί εδώ είναι οι άγγελοι;» απόρησα.

«Θέλω να πω ότι οι άγγελοι δουλεύουν χωρίς να φαίνονται και βέβαια αυτοί δεν είναι άγγελοι. Όμως κάποια στιγμή, το βράδυ ίσως, πριν τους πάρει ο ύπνος, ή όταν κάνουν έρωτα, ή όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη πριν κάνουν μια δημόσια εμφάνιση -ένας άγγελος τους σκουντάει ψιθυρίζοντας κάνε κάτι καλό μη σου γαμήσω τα πρέκια. Για κάποιο λόγο, τον ακούνε. Την ίδια στιγμή που οι καουμπόιδες ονειρεύονται ξεκοιλιασμένα πτώματα και καλύβες παραδομένες στις φλόγες -με παρακολουθείς;»

Τον παρακολουθούσα. Καθώς σηκωνόταν από το παγκάκι για να ξεμουδιάσει και με αυτή ακριβώς την κίνηση εξαφανίστηκε. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί από την άλλη πλευρά μπήκαν στην πλατεία κάτι πιτσιρίκια, δεν τα έκανα πάνω από 20 χρονών, όμως ποτέ δεν ξέρεις. Όσο γερνάς τόσο μικρότεροι σου φαίνονται οι υπόλοιποι, μάλλον λόγω απόστασης. Άναψα ακόμα ένα Κάμελ χαζεύοντάς τους, η κατασκοπία αγνώστων πάντα με γοήτευε.

Τρία αγόρια, δυο κορίτσια  -φαρδιά μπουφάν και παντελόνια τα αγόρια, μπουφάν ως τη μέση και κολάν τα κορίτσια -έμοιαζε να καυγαδίζουν αλλά ήξερα καλά ότι έκαναν απλώς χαβαλέ. Ένα από τα αγόρια με πήρε είδηση και με έδειξε στην υπόλοιπη παρέα, συνέχισα να τους κοιτάζω σαν να μην τρέχει τίποτα. Άραξαν στο πεζούλι του αγάλματος κι εμφάνισαν μια πλαστική σακούλα με μπύρες, χυμούς και γαριδάκια -φυσικά, ένα από τα αγόρια κούνησε κρυφά μια μπύρα πριν την κάνει πάσα, αυτός που την άνοιξε έγινε κώλος κανονικά. Αφού βρίστηκαν, έβγαλαν τις καπνοσακούλες τους κι άρχισαν να στρίβουν, τότε ένα από τα κορίτσια ήρθε προς το μέρος μου με ψεύτικο χαμόγελο.

«Να σας πάρω ένα τσιγάρο;» με ρώτησε.

Κοίταξα το πακέτο που είχε πετάξει ανάμεσα στις μπότες μου ο Μαλτέζος, ήταν ακόμα εκεί -στο παγκάκι.

«Πάρε όλο το πακέτο, έχω κι άλλα», της είπα.

Είχε μακριά μαύρα μαλλιά, τρομακτικά λευκό δέρμα και μικρά πράσινα μάτια -χαμογέλασε καθώς άπλωνε το χέρι της, αλλά σταμάτησε απότομα.

«Άφιλτρα είναι;» ρώτησε.

Το παραδέχτηκα σηκώνοντας τους ώμους.

«Δεν έχετε με φίλτρο;»

«Για ποιο λόγο; Αφού καπνίζω άφιλτρα», απόρησα.

Το άλλο κορίτσι -ξανθά μαλλιά, ούτε μακριά, ούτε κοντά, με πεταχτά ζυγωματικά -πλησίασε. Τα αγόρια μας κοίταζαν τώρα. Έφερα το ένα μου πόδι πιο κοντά στο άλλο, φροντίζοντας να μην αγγίξω το πακέτο και σηκώθηκα.

«Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε», μουρμούρισα φεύγοντας.

«Το πακέτο σας δεν θα το πάρετε;» με φώναξε το πρώτο κορίτσι.

Γύρισα, αργά.

«Δεν είναι δικό μου», της είπα.

 

Έφτασα στο σπίτι μετά από καμιά ώρα, ιδρωμένος από το περπάτημα, λαχανιασμένος και θυμωμένος γιατί είχα ήδη πάρει την απόφασή μου. Πέταξα το μπουφάν, άνοιξα το λάπτοπ στο στρογγυλό τραπέζι, όσο περίμενα να ξεκινήσει έφερα τασάκι, τσιγάρα, αναπτήρα κι ένα ποτήρι Στολίσναγια-τόνικ, έβγαλα τις μπότες.

Άρχισα να γράφω…

 

Ακόμα δεν έχω καταλάβει πως βγήκα ζωντανός από εκείνη την ποντικοπαγίδα. Εννοώ, αν μπορείς να το αντιληφθείς, όλο το βενζινάδικο τινάχτηκε στον αέρα, σα σκηνή αμερικάνικης ταινίας. Τη μια στιγμή έβλεπα τον πιτσιρικά με τη μάνικα στην τάπα του ρεζερβουάρ μου και την επόμενη …

Είδα την τρύπα στο έδαφος, φωτιά έγλυφε τις άκρες της και αμέσως η φωτιά ανέβηκε ψηλά, δεν μπορούσα να δω που έφτανε. Μετά άκουσα τον θόρυβο –ήδη γύριζα το κλειδί στη μηχανή. Δεν ξέρω πως έφυγα από εκείνη την ποντικοπαγίδα, μόνο αργότερα, έκοψα λίγο ταχύτητα για να δω τι με είχε χτυπήσει. Τίποτα. Ένιωθα μια χαρά και το αυτοκίνητο δεν είχε πάθει ζημιά –έτσι φαινόταν.

Δεν ήταν δικό μου το αυτοκίνητο, η εταιρεία μού το είχε δώσει για να μεταφέρω τα δέματα στους πελάτες. Κούριερ πολυτελείας. Έτρεξα σα να με κυνηγούσαν χίλιοι διαβόλοι, γιατί οι εκρήξεις ακούγονταν ακόμα. Έπιασα τον παραλιακό δρόμο από ένστικτο –λες και πέφτοντας στη θάλασσα θα γλίτωνα τη φωτιά. Ένστικτο.

 

Είχε περάσει περισσότερο από μια ώρα όταν τελικά αναρωτήθηκα τι συνέβη. Το φταίξιμο ήταν όλο στο βενζινάδικο –έκαναν ανεφοδιασμό και πούλαγαν βενζίνη ταυτόχρονα. Προσπάθησα να θυμηθώ αν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα μαζί με μένα –σίγουρα θα υπήρχαν. Τότε ανακάλυψα πως είχε ξεφλουδίσει το πλαστικό του τιμονιού και τα λάστιχα στα σπασμένα τζάμια είχαν λιώσει. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη –είχα καεί στο μέτωπο, τα μαλλιά μου ακόμα άχνιζαν. Μετά ένιωσα τη μυρωδιά, λες και χρειαζόταν να το δω πρώτα, για να το μυρίσω. Μάλλον λιποθύμησα.

 

Σταμάτησα, το διάβασα με περιέργεια, αποφάσισα ότι ωραία τα έλεγε ο μάγκας και συνέχισα. Μέχρι που το μπουκάλι τελείωσε και το πακέτο των Κάμελ άδειασε και το δωμάτιο ήταν θολό αλλά παγωμένο, ανατρίχιασα, με πλάκωσε μια διάθεση να βάλω τα κλάματα ακουμπώντας στον κοντινότερο γυναικείο ώμο κι έτσι ξάπλωσα στον καναπέ, σκεπάστηκα με μια κουβέρτα και άνοιξα την τηλεόραση. Πριν διαλέξω τι θα δω, πήρα τηλέφωνο τον οδηγό του Σαμουράι από τη μνήμη του σταθερού μου.

«Παρακαλώ;»

«Πες στο δικό σου να ετοιμάσει τα διαδικαστικά και να με ειδοποιήσει», ψιθύρισα.

«Να μιλήσετε μαζί του καλύτερα;»

«Όχι».

Έκλεισα το τηλέφωνο βιαστικά. Άλλωστε ξεκινούσε καινούργιο επεισόδιο στην οθόνη.

(Συνεχίζεται) 



[1]Fat City – John Huston

[2]«Αγριεμένοι ανάπηροι επιστρέφουν από θερμά κλίματα», Τομ Ρόμπινς

Ο Αργύρης

$
0
0

Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

«Ο θάνατος με εμπνέει όπως ο σκύλος εμπνέει το κουνέλι

Μπορείς να σώσεις τη βαριά, βρώμικη ψυχή μου;»[1]

 

Ξύπνησα χαρούμενος σήμερα, ελαφρύς, μπαμπακάτος, πλύθηκα, ξυρίστηκα, αρωματίστηκα όσο έπαιζε το σιντί με μουσική νεότερη από εμένα -απέφυγα τους πεθαμένους καλλιτέχνες -με δυο λόγια, έκανα μια σοβαρή προσπάθεια να γίνω λειτουργικός. Άνοιξα τα παράθυρα, αέρισα το σπίτι, έφαγα στη μάπα μπόλικο σύννεφο και λίγο ήλιο -η ζωή είναι κάτι που συμβαίνει όσες αντιρρήσεις κι αν προβάλεις. Έξω άρχισε να βρέχει.

 

Ο Αργύρης είναι κλεισμένος στο Δομοκό και δεν υπάρχει περίπτωση να πάω ως εκεί με το Δούκα, άρα χρειάζομαι είναι ένα γρήγορο αυτοκίνητο με αξιοπρεπές ηχοσύστημα, μια κούτα Κάμελ και κάμποσα κέρματα για τα διόδια. Δεν έχω διάθεση να ζητήσω τίποτα από το Σαμουράι, αρκετά κοντά ήρθαμε, μην πιάσουμε και κορέους…

 

Ανάβω καινούργιο τσιγάρο, πιάνω το κινητό, ανασηκώνοντας τους ώμους. Της στέλνω ένα μήνυμα.

«Θα χρειαστείς το αυτοκίνητο σήμερα;»

Περιμένω όσο διαλέγω σιντιά. Γονατισμένος μπροστά στις στοίβες που σκονίζονται στο πάτωμα, απορώ -τι μαλακίες ακούω τόσα χρόνια; Εντάξει, φταίει κιόλας ότι τσακώθηκα μονομερώς με κάμποσους ζωντανούς νεκρούς, είναι αποκρουστικό να ζεις πεθαμένος, όσο να πεις… Ξεφτιλίζεις όσα έκανες όσο ζούσες, όταν ζούσες. Το αυτό ισχύει και δι’ ημάς, έτσι δεν είναι; Γάμησέ τα -αρπάζω 5-6 σιντιά στην τύχη, έτσι κι αλλιώς πρόκειται για μια εποχή που κανένας δεν θέλει να θυμάται.

Το κινητό χτυπάει -μήνυμα. «Είναι στο πάρκινγκ». Κοιτάζω την οθόνη μέχρι που σβήνει. Περίμενα κάτι περισσότερο;

 

Φοράω λευκό πουκάμισο (πάντα έξω από το τζιν), μαύρο σακάκι που δεν μου κουμπώνει πλέον, μποτάκια mod(ελπίζω να μη με χτυπήσουν στο περπάτημα) και μαύρο μακρύ παλτό -αυτό είναι ότι πιο επίσημο διαθέτω σε ένδυση και υπόδηση. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βέβαια έχω τα χάλια μου -όμως έχω και τη διάθεση να δείξω κάποιο πρόσωπο στη συναλλαγή μου με την εξουσία, να με λάβουν σοβαρά υπόψη τους όσοι τέλος πάντων…

 

Βρέχει ακόμα έξω κι ευτυχώς δεν έβαλα ζελέ στα μαλλιά -όχι ότι το χρειαζόμουν δηλαδή, έτσι κοντά που τα έχω κουρεμένα, αλλά δίνει κάποιο στυλ. Βγαίνω από την πολυκατοικία μου και περπατάω κάτω από τα υπόστεγα, στρίβω στην επόμενη γωνιά, πιάνω την κοιλιά μουκαι καλά έχω φάει σφαίρα,προσποιούμαι ότι τρεκλίζω, ακουμπάω στον τοίχο και τότε καταλαβαίνω ότι οι μαλακίες πληρώνονται γιατί το παλτό μου γεμίζει σκόνη και καυσαέριο…

Η πόλη τρέχει ξαφνιασμένη από τη βροχή, φυσικό είναι, ποιος το περίμενε ότι θα έβρεχε χειμωνιάτικα; Στο πεζοδρόμιο μου επιτίθενται δρεπανιφόρες ομπρέλες, τις αποφεύγω με σπασίματα μέσης, κανονικός αέρινος σέντερ φορ και βέβαια αποφεύγω να πέσω στην παγίδα να πλησιάσω το δρόμο γιατί τα αυτοκίνητα γουστάρουν να σε καταβρέχουν μπας και διασκεδάσουν οι μποτιλιαρισμένους επιβάτες τους. Άσχημη μέρα στο μαύρο βράχο.

 

Το υπόγειο πάρκινγκ μυρίζει κίτρινη άκαυτη αμόλυβδη, οι σόλες μου γλιστράνε όσο κατεβαίνω στο δεύτερο επίπεδο, οι χαραμάδες του τσιμέντου είναι γεμάτες λάσπη. Εδώ είμαστε -βλέπω το ασημί Γιάρις να με περιμένει φρεσκοπλυμένο, είναι βέβαια θεία δίκη να βρέχει όταν έχεις πλύνει το αυτοκίνητό σου και με τα θεία δεν πρέπει να παίζουμε. Χώνομαι πίσω από το τιμόνι, πετάω το σακίδιο με τα σιντιά στη θέση του συνοδηγού και σημειώνω να κάνω στάση στο πρώτο βενζινάδικο για ανεφοδιασμό. Διαλέγω σιντί στην τύχη, χωρίς καν να το κοιτάξω και το βάζω να παίξει καθώς ανεβαίνω προς το δρόμο. Φυσικά, μποτιλιάρισμα και ψιλόβροχο. Καταφέρνω να χωθώ και ακολουθώ το κοπάδι προς την έξοδο της πόλης.

Είμαι λοιπόν παρέα με τον Μικρούλη Τζώνυ το μπιζουδάκι, που τρέχει προς το αεροδρόμιο (η ορμή, ο βρυχηθμός) και βουτάει στο χώμα με το στήθος του γεμάτο φώτα[2]κι αναρωτιέμαι γιατί μπλέχτηκα σ’ αυτή την ιστορία, πόσο με ενδιαφέρει να σώσω έναν άνθρωπο που ζητάει να πεθάνει κι ένα κόμμα που ζητάει να κυβερνήσει -ξέρεις κάτι; Δε με ενδιαφέρει καθόλου και γι΄αυτό μπλέχτηκα. Όπως κι αν πάει, το ίδιο μου κάνει, εγώ περαστικός είμαι και με περιμένουν όχι πια εδώ

 

Η εθνική είναι ήσυχη αν εξαιρέσεις τα φορτηγά που κάνουν αγώνες δρόμου με ελεφαντένια ευελιξία, ο ήλιος παραμονεύει να σε πηδήξει κάθε φορά που πετάγεται από τα σύννεφα και η βροχή δυναμώνει.

 

Σταμάτησα σ΄ένα μεγάλο βενζινάδικο, φούλαρα το Γιάρις, αγόρασα τσιγάρα κι ένα πακέτο μπισκότα για το δρόμο, ξέχασα να πάρω νερό κι έτσι ξαναγύρισα -η υπάλληλος, μια ξανθούλα με ολόσωμη φόρμα της εταιρείας καυσίμων, σίγουρα με πέρασε για βλαμμένο και δεν έπεσε και πολύ έξω, εδώ που τα λέμε. Ξαναβγήκα στην εθνική, υπνωτίστηκα -το σιντί έπαιζε δεύτερη φορά, είχε φτάσει ως τη μέση μέχρι να φιλοτιμηθώ να το αλλάξω, θα πήγαινα την υπόλοιπη διαδρομή παρέα με τους θρυλικά ξεχασμένους FischerZκαι τοΜπράιαν -Δεν θα βρεις τον Μπράιαν εδώ, σιχαινόταν κάτι καθίκια σαν εσένα, νομίζεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο; Πόσο έξυπνος είσαι ρε φίλε, πόσο έξυπνος…[3]

Πέρασα τη Λαμία χωρίς να κόψω, κράτησα όση ροπή είχε βγάλει το αυτοκίνητο από τα τελευταία διόδια που ήταν λίγο μετά τα προτελευταία και λίγο πριν τα επόμενα -το παράθυρο μισάνοιχτο για να φεύγει ο καπνός και να μου γαμάει το αριστερό αυτί ο αέρας, μια πραγματική ευτυχία.

 

Κρανίου τόπος με το που βγήκα από το Δομοκό, στο δρόμο για τις φυλακές. Έκοψα ταχύτητα, το Γιάρις τραντάχτηκε καθώς θυμήθηκα ότι δεν είχα φροντίσει να μάθω αν ο Αργύρης ήταν ακόμα εκεί ή τον είχαν πάει σε κάποιο νοσοκομείο. Εξαρτάται από την κατάστασή του θα μου πεις, η οποία κατάσταση εξαρτάται από το πόσες μέρες κάνει απεργία πείνας ο Αργύρης κι από το αν κάνει και απεργία δίψας. Έβγαλα το αυτοκίνητο αργά από το δρόμο, το πάρκαρα σε κάτι χωράφια. Άνοιξα την πόρτα, η βροχή είχε κόψει αρκετά αλλά δεν είχε σταματήσει, κοίταξα τριγύρω -ερημιά και τίποτα. Προσπάθησα να ακούσω κάποιο αγροτικό ή έστω το γάβγισμα ενός σκύλου, τίποτα ρε φίλε -πυρηνική καταστροφή…

Έβγαλα το κινητό από το σακίδιο, ευτυχώς είχα κάποιο σήμα, άρχισα να γκουγκλίζω. Λοιπόν, έχουμε και λέμε… ο Αργύρης ήταν στην 13ημέρα της απεργίας πείνας και στη 4ητης απεργίας δίψας -οριακά τον προλάβαινα στο κελί του αφού δε βρήκα πουθενά καμιά αναφορά για νοσοκομεία και τα σχετικά. Βρήκα όμως μπόλικα άρθρα που έβριζαν την κυβέρνηση γιατί δεν καταδικάζει τις ενέργειες του Αργύρη και άλλα άρθρα που περιέγραφαν τη δράση του, για μια στιγμή ήμουν σίγουρος ότι ο Αργύρης είχε ξεκληρίσει το μισό Παγκράτι κι ολόκληρο το Μοσχάτο αλλά τελικά, κάπου στο τέλος κάθε άρθρου, έγραφαν ότι μόνο βόμβες σε δημόσια κτίρια εκτός ωρών λειτουργίας και σε κλειστές τράπεζες έβαζε. Είδα και κάτι φωτογραφίες με τους μπάτσους να τον σέρνουν στα δικαστήρια που δεν τον κολάκευαν ιδιαίτερα, τέλος πάντων, βγήκα έξω για να ξεμουδιάσω όσο η βροχή κυκλοφορούσε γύρω μου αναποφάσιστη. Τα παπούτσια μου πάτησαν ξεραμένο χώμα, αυτός ο τόπος δεν ανάσαινε από πουθενά.

 

Έφτασα στις τσιμεντένιες φυλακές και πήρα να γυρίζω έξω από τα συρματοπλέγματα, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά -πήγαινα στοίχημα ότι οι φύλακες στους πυργίσκους θα σήμαιναν συναγερμό αν το έκανα μία ακόμα κι έτσι το ξανάκανα.

«Δεν πρόκειται να φύγει η φυλακή από τη θέση της, όσο κι αν τη γυροφέρνεις παλικάρι μου», γέλασε ο Μαλτέζος από το διπλανό κάθισμα βγάζοντας στα κλεφτά από τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα πλακέ μπουκαλάκι το οποίο άδειασε μονορούφι πριν το ξανακρύψει.

«Νόμιζα ότι δεν έχετε τέτοια εκεί που είσαι», παρατήρησα.

«Δεν έχουμε», με διαβεβαίωσε αθώα.

 

Πάρκαρα το αυτοκίνητο κοντά στην κεντρική πύλη πριν τα πράγματα μπλέξουν χειρότερα. Ο φρουρός με κοίταξε με μισό μάτι πριν με πληροφορήσει ότι σήμερα δεν είναι μέρα επισκεπτηρίου. Τον πρόλαβα πριν χωθεί πάλι στο φυλάκιο του, πράγμα το οποίο βιαζόταν να κάνει για να μη βρέχεται, και τον ενημέρωσα για το λόγο της επίσκεψής μου.

«Δεν ξέρω τίποτα», με γείωσε.

«Δε ρωτάς κάναν ανώτερο μπας και ξέρει αυτός;» του πρότεινα.

Μου γύρισε την πλάτη, χώθηκε μέσα στο φυλάκιο και τον άκουσα να γκρινιάζει σε ένα τηλέφωνο. Μετά έβγαλε το κεφάλι του και με κοίταξε.

«Περιμένετε, θα έρθουν να σας συνοδεύσουν».

Μπήκε πάλι μέσα και με άφησε να βρέχομαι σα μαλάκας. Άναψα τσιγάρο, το έκρυψα με τις χούφτες μου για να μη μουσκέψει, το κάπνισα ολόκληρο κι ακόμα τίποτα.

«Θα αργήσει πολύ η συνοδεία ρε πατρίδα;» του φώναξα. «Αν είναι να περιμένω στο αυτοκίνητο».

Με άφησε κάνα λεπτό να λούζομαι κανονικά πριν απαντήσει ότι «όπου να’ναι…» Χαμογέλασα. Μετά από πέντε λεπτά ήρθε ένας χοντρός δεσμοφύλακας με το σακάκι στραβοκουμπωμένο και την ομπρέλα να του καλύπτει τη μούρη.

Ξεκλείδωσε την πύλη, μου έκανε νόημα, μπήκα δίπλα του.

«Ακολουθήστε με», είπε χωρίς να με κοιτάζει.

Φυσικά δεν μου έκανε χώρο κάτω από την ομπρέλα -έτσι βαδίσαμε μέχρι το κεντρικό κτίριο και ανεβήκαμε τα τσιμεντένια σκαλιά. Όταν μπήκαμε μέσα κι έκλεισε την ομπρέλα είδα ότι φορούσε μουστάκι και πηλήκιο.

«Συγνώμη, δεν ξέρετε ότι απαγορεύεται να έχετε ανοιχτή ομπρέλα όταν φοράτε πηλήκιο;» του χώθηκα.

Με κοίταξε σαν να ήμουν σκουληκόμυγα.  

«Πού το λέει αυτό;» μούγκρισε.

«5 φυ έχει στο στρατό, αν ανοίξεις ομπρέλα με την οχτάρα», τον κούρδισα. «Δεν έχετε υπηρετήσει;»

«Για την αστυνομία δεν ισχύει», δικαιολογήθηκε απότομα.

«Πού το λέει αυτό;» συνέχισα το κούρδισμα.

«Περιμένετε εδώ», είπε κι εξαφανίστηκε πατώντας άτσαλα τα μωσαϊκά.

 

Κοίταξα τριγύρω όσο περίμενα, ήταν μια τεράστια αίθουσα με σιδερόφρακτους φεγγίτες στα 3 μέτρα από το πάτωμα και λιωμένα μωσαϊκά. Στη μέση της ξεκινούσαν πλατιά σκαλιά για τους πάνω ορόφους, έκανα μια βόλτα μέχρι την αρχή της σκάλας, οι κάλτσες πλατσούριζαν μέσα στα παπούτσια μου, σκέτη κατάντια…

Σε 5-6 λεπτά εμφανίστηκε ένας βλάκας με πολιτικά ρούχα και κοντοκουρεμένη φαλάκρα. Ηλικίας 50 με 60, μπορεί και περισσότερο, το γκρι σακάκι του έπλεε καλύπτοντας ένα σκεβρωμένο κορμί, προχωρούσε καμπουριάζοντας με επιφύλαξη σα να είχε ένα μόνιμο πόνο στο στομάχι.

«Καλώς ήρθατε κύριε Καστρινέ», μου είπε πλησιάζοντας με από τη δεξιά πλευρά της σκάλας. Υπέθεσα ότι πίσω από τα σκαλιά υπήρχαν γραφεία ή ότι ο αδύνατος άντρας ξεκόλλησε από τους σοβάδες των τοίχων, κάπως έτσι τέλος πάντων…

Όταν έφτασε μπροστά μου, τίναξε νευρικά το δεξί του χέρι, το οποίο άρπαξα και έσφιξα, περισσότερο από φόβο μην ξεκολλήσει, παρά από εγκαρδιότητα.

«Τσίγκας -είμαι ο διευθυντής του σωφρονιστικού ιδρύματος», με ενημέρωσε.

Η ανάσα του μύριζε σκουπίδια.

«Σας έχουν ενημερώσει…» ξεκίνησα.

«Βεβαίως, βεβαίως κύριε Καστρινέ», με διέκοψε. «Ακολουθήστε με, παρακαλώ».

Μου γύρισε την πλάτη κι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά δυο-δυο, ο πόνος στο στομάχι είχε μάλλον εξαφανιστεί. Τον ακολούθησα λαχανιάζοντας, αν συνεχίζαμε το τρέξιμο για πολύ ακόμα θα έφτυνα κάνα πακέτο Κάμελ στο τέλος. Ευτυχώς, στον πρώτο όροφο σταματήσαμε την ανάβαση, ο διευθυντής έστριψε βιαστικά στην αριστερή πλευρά ενός αφώτιστου διαδρόμου και σταμάτησε μπροστά από μια πόρτα με κόκκινο σταυρό. Την άνοιξε και μου έκανε νόημα.

«Περάστε», μου φώναξε λες και ήθελε να τον ακούσουν οι από μέσα.

Πέρασα μπροστά του στην ανοιχτή πόρτα και βρέθηκα σε ένα μακρόστενο διάδρομο. Ο διευθυντής δεν μπήκε μαζί μου. Βρόντηξε την πόρτα, αφήνοντάς με μόνο κι αυτό ήταν όλο.

 

Κοίταξα τριγύρω -κλειστές πόρτες και ησυχία, ούτε ταμπέλες, ούτε τίποτα. Έξυσα το κεφάλι μου, τι σκατά κάνουμε εδώ πέρα; Άρχισα να κόβω βόλτες στο διάδρομο, υπολογίζοντας ότι όλο και κάποια πόρτα θα άνοιγε, όλο και κάποιος θα έβγαινε να ρωτήσω… Έφτασα μέχρι το τέρμα, εκεί υπήρχε ένα παράθυρο με κάγκελα, τράβηξα αριστερά το συρόμενο τζάμι και πήρα να χαζεύω τη θέα, μια αυλή άδεια, τοίχοι γκρι και συρματοπλέγματα -θες να με μπαγλαρώσανε κι εμένα στην τελική; Άναψα τσιγάρο κλεφτά και πήρα να φυσάω τον καπνό μέσα από τα κάγκελα γιατί την έκοβα τη δουλειά ότι όπου να ‘ναι θα έσκαγε μύτη ο δεσμοφύλακας για να μου αρχίσει τα «άδειασε τις τσέπες σου, γδύσου, βαθύ κάθισμα και βήξε».

Πέταξα το τσιγάρο στην αυλή, έκλεισα το παράθυρο κι άρχισα πάλι να κόβω βόλτες, μετά από λίγο βαρέθηκα, άνοιξα την πόρτα από την οποία με είχε χώσει μέσα ο διευθυντής και έβγαλα το κεφάλι μου -έξω δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Περπάτησα προς τον εξωτερικό διάδρομο διστακτικά, έστησα αυτί μπας κι ακούσω κραυγές βασανιστηρίων, βάναυσες εντολές και γκλοπ να σπάνε σε πλάτες, εκείνη τη στιγμή κάτι με άγγιξε στον ώμο, πετάχτηκα.

«Ψάχνετε τίποτα κύριε;» ρώτησε η στριγκή γυναικεία φωνή.

Έκανα μεταβολή στηριζόμενος στα τακούνια μου και τότε την είδα, μια κοντή γυναίκα με σταφιδιασμένη μούρη, καροτί μαλλιά και λευκή ρόμπα.

«Καστρινός…» ψέλλισα. «Είμαι για να δω τον…»

«Το ξέρω, ακολουθήστε με», μουρμούρισε η γυναίκα και μου γύρισε την πλάτη.

Τι κόλπο ήταν αυτό εδώ μέσα -να σου λένε μισή κουβέντα και μετά να κάνουν μεταβολή και να τρέχουν, λες και παίζαμε τούκα πρω

Σπρίνταρα για να την προφτάσω αλλά η μαλακισμένη δεν ήταν γρήγορη σαν τους άλλους, με αποτέλεσμα να σκάσω πάνω στην πλάτη της, κοντέψαμε να σωριαστούμε μαλλιοκούβαροι. «Συγνώμη», είπα ταπεινά.

«Δεν πειράζει», απάντησε χολωμένη.

Ξαναμπήκαμε, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω να κλείσει την πόρτα απέξω, άρπαξα τη μπετούγια όσο εκείνη πέρναγε μπροστά μου και έκλεισα εγώ, ενώ εκείνη άνοιγε την τέταρτη πόρτα του διαδρόμου.

«Θα έρθετε;» έκανε ανυπόμονα.

Πήγα.

 

Μέσα υπήρχε ένας μικρός προθάλαμος με συρτάρια και ραφιέρες και στη συνέχεια μια ανοιχτή πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο. Ένα κρεβάτι, μια μπλε πλαστική καρέκλα κι ο Αργύρης σκεπασμένος ως το στήθος με τα μάτια κλειστά. Ο χώρος βρώμαγε χλωρίνη και ιδρώτα.

«Εμένα δε με χρειάζεστε», είπε η γυναίκα.

Τη χρειαζόμουν γιατί δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι να κάνω εδώ πέρα αλλά δεν της το είπα. Την παρακολουθούσα λοιπόν όσο έφευγε, άκουσα την πόρτα του προθαλάμου να κλείνει -όμορφα… Και τώρα τι γίνεται;

Τράβηξα την καρέκλα, κάθισα στ΄αριστερά του Αργύρη, έμεινα να τον κοιτάζω αμήχανα. Χάλια μαύρα ο Αργύρης… Την τελευταία φορά που τον είχα δει, πάνε 20 χρόνια μπορεί και περισσότερα, είχε μακρύ καστανό μαλλί και διατηρούσε, ακόμα, πολύ από το νεύρο του -παλιά, όταν γίνονταν φασαρίες ο Αργύρης ξεκόλλαγε από εμάς και έφευγε στο πλάι, οι άλλοι τον έκοβαν έτσι μαζεμένο και δεν τον υπολόγιζαν, αυτό ήταν το λάθος τους γιατί ο Αργύρης απλά έπαιρνε φόρα κι έπεφτε πάνω τους, τους διέλυε, σα μπάλα του μπόουλινγκ, βρίζοντας.

Αυτό που έβλεπα εδώ πέρα έμοιαζε με πρώην άνθρωπο, τα μαλλιά του ήταν άσπρα, ακόμα μακριά αλλά είχαν αραιώσει επικίνδυνα κι από νεύρο…

«Ρε Κάστρο εσύ είσαι;» μουρμούρισε μισανοίγοντας τα μάτια του.

Ηρέμησα κάπως -τουλάχιστον δεν είχε πέσει σε κώμα.

«Ναι, εγώ είμαι -πώς πάει Αργυράκο; Πεθαίνουμε;» μίλησα γρήγορα.

«Τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε.

«Μεγάλη ιστορία, θα τα πούμε…»

Ακούμπησε στους αγκώνες του προσπαθώντας να σηκωθεί λίγο, πήρα γραμμή και του έστρωσα το μαξιλάρι στη μεταλλική πλάτη του κρεβατιού.

«Έχεις τσιγάρο;» με κοίταξε.

«Έχω αλλά στην κατάστασή σου…»

«Ποια κατάσταση ρε πούστη; Έγκυος είμαι;» μούγκρισε.

Τράβηξα δυο τσιγάρα από το πακέτο, τα άναψα και του έδωσα το ένα. Φυσικά πνίγηκε στην πρώτη τζούρα. Ρούφηξε άλλη μία αλλά δεν κατέβαινε ο καπνός έτσι ξερό που ήταν το στόμα του, τον έβλεπα να μασάει λες και είχε κόκαλα, φρίκαρα.

«Σβήστο», τον παρακάλεσα.

«Τι θες εδώ;» μούγκρισε κρατώντας ακόμα το τσιγάρο στο χέρι και κοιτάζοντάς το όλο βουλιμία.

«Άκου… δεν ξέρω πόσο χρόνο έχουμε, από την ώρα που μπήκα έχω πέσει σε τοίχους… Τέλος πάντων, μίλησα με το Σαμουράι…» άρχισα.

«Αυτό το αρχίδι; Τι δουλειά έχεις μαζί του;»

«Έχουμε ανοίξει χασαποταβέρνα, τι ψάχνεις τώρα.. Λοιπόν, το θέμα είναι οτι με διαβεβαίωσε…»

«Σε διαβεβαίωσε… Ο Σαμουράι…»

Πετάχτηκα από την καρέκλα, έσβησα το τσιγάρο στον τοίχο.

«Κοίτα ρε μαλάκα Αργύρη, ήρθα να σου πω δυο κουβέντες, τι καταλαβαίνεις δηλαδή; Θα τις πω ή θα μου το γαμάς κάθε λίγο;»

Στηρίχτηκε στους ώμους του καθώς έδειχνε να ζαλίζεται, τον λυπήθηκα και σιχάθηκα τον εαυτό μου που μίλησα έτσι. Ξανακάθισα.

«Το ρεζουμέ είναι ότι ο Σαμουράι μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες κράτησης και για σένα και για τους υπόλοιπους φυλακισμένους, αλλά θέλει να σταματήσεις την απεργία», τα είπα χωρίς ανάσα για να προλάβω ή ίσως και πριν το μετανιώσω.

«Εκεί κατάντησες, Καστρινέ; Μεσάζοντας της εξουσίας;» έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να γελάσει.

«Ναι, πρόσεξε με λίγο… Εδώ ακριβώς τελειώνει το τυπικό μέρος -μου είπε, σου είπα -κλείσαμε. Τώρα υπάρχουν δυο επιλογές, ή κάθομαι και τα λέμε σαν άνθρωποι, ή πάω από κει που ήρθα και νομίζω ότι προσωπικά θα προτιμούσα το δεύτερο. Αλλά εσύ διαλέγεις…»

Έπεσε ησυχία. Επιτέλους ο Αργύρης μου έδωσε το τσιγάρο που κόντευε να φτάσει η καύτρα του στα γράμματα, το πέταξα στο πάτωμα και το πάτησα. Ήξερα ότι όποιος έλεγε την πρώτη κουβέντα θα βρισκόταν σε άμυνα, οπότε προτίμησα να μην είμαι εγώ αυτός.

«Ξέρουν τους όρους μου… Απελευθέρωση όσων κρατούνται χωρίς δίκη, μεταφορά των πολιτικών κρατουμένων σε αγροτικές φυλακές, επίσημη αναγνώριση των πολιτικών μας κινήτρων…»

«Και παράδοση των κλειδιών της Βαστίλης σε μια σεμνή τελετή στο προεδρικό μέγαρο -μαζί μιλάμε Αργύρη», ήταν η σειρά μου να τον διακόψω. «Ξέρεις ότι δεν θα γίνουν όλα αυτά, οπότε κάνεις μια απεργία για να πεθάνεις. Η ερώτησή μου είναι: γιατί;»

Με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.

«Δεν αξίζει να πεθάνεις για αυτά που πιστεύεις;»

Γέλασα.

«Είχα την εντύπωση ότι αξίζει να ζήσεις για αυτά που πιστεύεις», είπα. «Αν η ζωή σου εξυπηρετεί σε κάτι, αξίζει να συνεχίσεις να ζεις, έτσι νόμιζα».

«Εμένα η ζωή μου έχει τελειώσει, Κάστρο. Όταν θα βγω από δω μέσα θα είμαι ή νεκρός ή παράλυτος…»

«Ενώ αν πεθάνεις τώρα, θα γίνει τι;»

«Θα τους ταρακουνήσω, θα δείξω ότι δεν έχουν καμιά σχέση με Αριστερά, θα ξεφτιλιστούν…»

«Και μετά;»

Με κοίταξε.

«Δε σε καταλαβαίνω».

«Μετά τι θα γίνει ρε παιδί μου; Θα πέσουν από την κυβέρνηση;»

«Μακάρι»

«Και μετά;»

«Δε με νοιάζει».

Πήγα ν΄ανάψω νέο τσιγάρο αλλά το μετάνιωσα.

«Σαφώς και δε σε νοιάζει, στα παπάρια σου κανονικά, αφού θα τα έχεις τινάξει. Να σου πω λοιπόν εγώ τι θα γίνει γιατί την έχω δει προφήτης αυτές τις μέρες… Αν πεθάνεις, η κυβέρνηση θα το γυρίσει στο σκληροπυρηνικό -τύπου εμείς δε μασάμε από εκβιασμούς. Πουλάει αυτό το στυλάκι κατά κέντρο μεριά, οπότε ωφελημένοι θα βγουν. Στο μεταξύ, καμιά χιλιάρα άτομα, στην καλύτερη, θα βγουν στους δρόμους, ευκαιρία να δέσουν 5-6 ακόμα και να στρίψουν δεξιότερα, πώς το βλέπεις το σενάριο;»

Δεν είπε κουβέντα.

«Εντάξει, μπορεί να μη γίνει έτσι. Μπορεί δηλαδή να έχουμε ιστορίες τύπου φόνος δεκαπεντάχρονου από μπάτσο, αν και έχεις περάσει προ πολλού αυτή την ηλικία… Κι ας πούμε ότι επειδή αυτοί εδώ είναι ολίγον φλορέτες θα πέσουν… Εκλογές, κάτω αυτοί, πάνω οι φασίστες. Καλά;»

Με κοίταξε άγρια.

«Δηλαδή έχεις γραμμένη στα παπάρια σου τη λαϊκή οργή -δεν υπάρχει περίπτωση ο λαός…»

«Ποιος λαός ρε Αργύρη; Ξέρεις πόσοι πιτσιρικάδες πάνε παρακαλώντας να μπουν στα τάγματα εφόδου των ναζί; Ή μήπως θεωρείς ότι οι άνθρωποι με τις δουλίτσες και τα χρεωμένα σπιτάκια θα βγουν να πολεμήσουν την εξουσία επειδή πέθανε ένας αναρχικός;»

«Τα ίδια λέγατε και πριν λίγα χρόνια», παρατήρησε. «Αλλά ο κόσμος βγήκε στους δρόμους…»

«Μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον άλλο, γιατί έχουμε να μιλήσουμε πάνω από εικοσαετία -άρα, άντε βρες αυτόν που σου έλεγε τα ίδια και ξηγήσου του…» ξεκαθάρισα.

«Κόφτο, έγινες κι εσύ σαν κι αυτούς, μη μου το παίζεις ιστορία τώρα…»

«Αυτούς, ποιους αυτούς; Τι νομίζεις δηλαδή, ότι μιλάς με κομματικό μέλος;»

 

Το άναψα τελικά το γαμήδι το τσιγάρο κι ας ξερογλειφόταν ο Αργύρης.

«Το καπνίζω και την κάνω», του έδειξα. «Δεν ήσουν έξω όταν βγήκαν οι άνθρωποι στους δρόμους και μάλλον δεν στα είπανε καλά. Για να μη χάσουν τα σπίτια τους από τις τράπεζες βγήκαν, για να μην τους κοπούν κι άλλο οι μισθοί -δε βγήκαν για να κάνουν επανάσταση Αργύρη….»

Έκλεισε τα μάτια, δε μίλησε.

«Τι κάνεις εσύ; Πώς τα βολεύεις;» με ρώτησε τελικά.

«Προσεχώς χειρότερα», μουρμούρισα. «Την ψιλοβολεύω πουλώντας ένδοξο παρελθόν, αλλά έχουν αρχίσει να το βαριούνται -διότι, σου λέει ο κόσμος, αν ήσασταν τόσο γαμάτοι κάποτε, γιατί τα πράγματα είναι χειρότερα σήμερα;»

Γέλασε, με το ζόρι.

«Παραιτήθηκες Κάστρο…»

«Από τι;» απόρησα. «Δεν είχα αναλάβει καμιά εργολαβία, ξέρεις… Απλά, με κυνηγάγανε κι έτρεχα και όταν με στρίμωχναν πάλευα να γλιτώσω, αυτό ήταν όλο».

«Δεν μας τα έλεγες έτσι, τότε…» ψιθύρισε.

«Δεν ξέρω, φίλε… Μπορεί να τα έλεγα αλλιώς, μπορεί κι εσύ να ήθελες να τα ακούς αλλιώτικα -δε θυμάμαι τίποτα από τότε. Πράγμα πολύ περίεργο από τη στιγμή που πλασάρω αναμνήσεις -έτσι; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι θυμάμαι γεγονότα, αλλά όχι συναισθήματα κι ακόμα χειρότερα, δε θυμάμαι γιατί τα κάναμε όλα αυτά, ποιος ο λόγος… Ας πούμε, τότε που την πέσαμε στους χουντικούς και διαλύσαμε τα γραφεία τους, εντάξει;»

Με κοίταξε απορημένα.

«Θυμάμαι», είπε.

«Για ποιο λόγο;»

Ζωντάνεψε -τα κάνει κάτι τέτοια η έκπληξη.

«Τι για ποιο λόγο; Για να τους εξαφανίσουμε από προσώπου γης…» μούγκρισε.

«Και τότε γιατί δεν τους σκοτώσαμε;» ρώτησα ήρεμα.

«Τι πράγμα;»

«Γιατί δεν τους σκοτώσαμε ρε Αργύρη και ξαναβγήκαν σε δυο μήνες, σε τρεις μήνες, σε δυο χρόνια, ακόμα και τώρα κυκλοφορούν σαν τα φίδια στις στέρνες; Για πες μου εσύ που είσαι συνειδητoποιημένος και του ένοπλου».

Με κοίταξε αμίλητος. Σώπασε.

«Εγώ λέω γιατί δεν είμαστε ικανοί να σκοτώσουμε. Εσύ τι λες;»

Πήρε να παίζει με τις δίπλες της καφέ κουβέρτας του, κοίταζε κάπου απέναντι και χαμηλά, περίμενα λίγη ώρα για να βεβαιωθώ ότι με ξέχασε και μετά σηκώθηκα.

«Λέω να την κάνω…» του είπα.

Δε μου έδωσε σημασία.

 

Έφτασα στην πόρτα και την άνοιξα.

«Να μου τα δώσουν γραπτά», είπε, προλαβαίνοντας με πριν βγω από το δωμάτιο.

«Εντάξει», είπα.

«Κι όποιος σε ρωτήσει εκεί έξω, να του πεις ότι συνεχίζω κανονικά και σύντομα θα βγω από αυτή την τρύπα και θα τους γαμήσω», συνέχισε.

«Καλά θα κάνεις», απάντησα.

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, δεν είχα άλλο κουράγιο. Η κυρία με την λευκή ρόμπα με περίμενε με τα χέρια σταυρωμένα, σα να την είχε πάρει ο ύπνος. Όμως πετάχτηκε κατευθείαν με το που άκουσε την πόρτα να κλείνει.

«Θα σας συνοδεύσω», μου εξήγησε.

Την ακολούθησα με κατεβασμένο το κεφάλι, τώρα αυτή προχωρούσε αργά, σα να συνόδευε τον επιτάφιο. Κατεβήκαμε τις σκάλες, βγήκαμε από την κεντρική είσοδο. Η βροχή έπεφτε ακόμα εκεί έξω αλλά η γυναίκα με τη λευκή ρόμπα δεν καταδέχτηκε να πάρει ομπρέλα. Με πήγε σημειωτόν μέχρι την πύλη, ο φρουρός πετάχτηκε ν’ ανοίξει, να με ξεφορτωθούν και πριν προλάβω να βγω μου είχε γυρίσει την πλάτη.

Έμεινα εκεί να βρέχομαι, παρακολουθώντας την να επιστρέφει στο κτίριο με γρήγορο βήμα -λες και τώρα μόλις είχε αρχίσει να βρέχει.

Καλά ξηγήθηκε…

 



[1]Heavydirtysoul – 21 pilots

[2]Little Johnny jewel - Television

[3]You ‘ll never find Brian here – Fischer Z


Ο Σπήλιος

$
0
0

Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης


Έχουν περάσει τέσσερεις μέρες από τότε που είδα τον Αργύρη και δυο μέρες από τη λήξη της απεργίας του. Χτες με πήρε τηλέφωνο ο Σαμουράι, «ευχαριστώ πολύ» μου είπε, «δεν κάνει τίποτα» απάντησα και τον έκλεισα -ήθελα να τελειώνει αυτή η ιστορία όσο πιο γρήγορα γίνεται.

 

Άνοιξα την τηλεόραση κι έψαξα κάτι να δω στην πλατφόρμα -αφού σκρόλαρα τις επιλογές αποφάσισα ότι δεν είχα διάθεση κι έτσι την ξανάκλεισα. Το λάπτοπ ήταν ανοιχτό στο τραπέζι δίπλα μου, αυτό που είχα αρχίσει να γράφω πήγαινε σαν καρδιογράφημα στα πρόθυρα εμφράγματος, ή θα γέμιζα σελίδες, ή θα χάζευα την άσπρη οθόνη χωρίς να έχω κουράγιο ούτε καν για διορθώσεις.

Η τελευταία παράγραφος στη μισογεμάτη οθόνη…

«Έβρεχε καταρρακτωδώς όταν βγήκα από το κτίριο της εταιρείας. Ξαφνική φθινοπωρινή μπόρα –όπως και να είχε, ποτέ δεν κρατούσα ομπρέλα. Μου τη δίνουν οι ομπρέλες, εμποδίζουν τις κινήσεις σου, σημαδεύουν τα μάτια των περαστικών. Αλλά έπρεπε να προφυλάξω το δέμα –σήκωσα την μπλούζα μου και το έχωσα από κάτω –μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο έμοιαζα σα γκαστρωμένος.»

Μαλακίες, αλλά δεν είχα όρεξη ούτε να το σβήσω.

 

Και τότε με έπιασε μια όρεξη να βγω έξω, ήθελα να δω τι υπάρχει πέρα από τους τοίχους του διαμερίσματος, ίσως και να είχα διάθεση να μιλήσω με κάποιον άνθρωπο -που ξέρεις; Ντύθηκα στα γρήγορα -όσο ετοιμαζόμουν δε μου πέρασε καθόλου από το μυαλό να κοιτάξω τι ώρα είναι. Μόνο βγαίνοντας από την εξώπορτα της πολυκατοικίας ανακάλυψα ότι είχε πέσει το σκοτάδι, εδώ και 5-6 ώρες, σύμφωνα με το ρολόι μου. Κούμπωσα το μπουφάν, φόρεσα γάντια-κράνος και άφησα στο Δούκα τα υπόλοιπα.

Σε δέκα λεπτά, ή κάπου τόσο, ήμουν στη λεωφόρο. Υγρασία, σαγρέ οδόστρωμα και βιτρίνες καταστημάτων που δεν πουλούσαν τίποτα. Άφηνα τις ταχύτητες να γεμίζουν και τις άλλαζα πριν γκρινιάξει ο Δούκας, ήταν ένα παιχνίδι που κάναμε χρόνια, συνήθως έχανα, αλλά σήμερα το πήγαινα καλά.

 

Τερματίζοντας την Μπενάκη έπεσα σε γνωστές περιοχές, έκοψα ταχύτητα κι άρχισα να κινούμαι τύπου παρέλαση -όσο χρειαζόταν για να μην πλαγιάσει η μηχανή. Έβλεπα καινούργια μπαρ και καφετέριες, πολύ χειρότερα, ή πολύ διαφορετικά, ή τέλος πάντων τίποτα δεν μπορεί να νικήσει τις αναμνήσεις, γι΄αυτό ο κόσμος πάει προς τα πίσω αντί για μπροστά… Πάρκαρα το Δούκα στο πεζοδρόμιο, έξω από ένα μαγαζί που μου ταίριαζε χρωματικά, δηλαδή σκοτάδι με ενδιάμεσα διαστήματα νοσοκομειακού λευκού για να σφίξουν οι κώλοι. Κοίταξα από τη τζαμαρία -το μαγαζί ήταν μισοάδειο.

 

Όταν μπήκα μέσα, κατάλαβα τη μαλακία μου γιατί είχε μια τεράστια μπάρα κι ελάχιστα τραπεζάκια, τοποθετημένα έτσι ώστε να τα αποφεύγουν οι πελάτες αφού κανένα δεν ήταν κοντά σε τοίχο -όλα βρίσκονταν στη μέση του μαγαζιού, εκεί που χτύπαγε το λευκό φως. Όμως αυτό μας έτυχε εδώ θα κάτσουμε, κι έτσι σκαρφάλωσα σε ένα σκαμπό στην αριστερή άκρη της μπάρας, την κοντινότερη στον τοίχο, βόλεψα το κράνος και το μπουφάν ακριβώς δίπλα μου για να αποφύγω τους γείτονες και έριξα τα Κάμελ με τον ζίπο ακριβώς μπροστά μου.

Η κοπέλα πίσω από τη μπάρα, μια καστανή με αλογοουρά και ολόσωμη φαρδιά φόρμα με πήρε στην άκρη του ματιού της και αδιαφόρησε. Κοίταξα τριγύρω -άδειοι τοίχοι με φτηνιάρα πέτρινη επένδυση, άρχισα να το γουστάρω το μαγαζί, αλλά γρήγορα άλλαξα γνώμη όταν άκουσα τη μουσική. Λοιπόν, μουσικά, το μόνο χειρότερο από τα κλασικά ροκ του ’70 είναι τα εναλλακτικά ροκ του 2000 που αντιγράφουν τα κλασικά ροκ του ’70. Κι αυτό ακριβώς έπαιζαν εδώ μέσα. Κοίταξα την κοπέλα με απεγνωσμένο βλέμμα, αν δεν έπινα κάτι δεν αντεχόταν το όλο πράγμα.

Ήρθε φουριόζα, όχι επειδή με είχε αφήσει να περιμένω αλλά γιατί αυτό ήταν το στυλ της, έσκυψε κοντά μου, το πράσινο μπλουζάκι που φορούσε μέσα από τη φόρμα αποκάλυψε λίγο από λευκό αθλητικό σουτιέν και η αναπνοή της μύριζε μπρόκολο.

«Καλησπέρα, τι θα πάρετε;» ρώτησε χαμογελώντας με το ζόρι.

«Μια Στολίσναγια με τόνικ», ζήτησα.

Μουρμούρισε ένα «αμέσως» κι έφυγε σφαίρα. Την παρακολουθούσα να ετοιμάζει το ποτό, φερόταν με μια απίστευτη βαναυσότητα στο μπουκάλι της Κόκκινης, έτσι όπως το βούτηξε από το ράφι και το στράγγισε σα λεμόνι στο ποτήρι με τα παγάκια, μετά άνοιξε ένα πλαστικό μπουκάλι τόνικ και άδειασε το μισό, με ελεγχόμενο μίσος. Μα τι της είχα κάνει;

 

Έφερε το ποτό, πέταξε ένα χάρτινο σουβέρ μπροστά μου και προσγείωσε το ποτήρι πάνω του -ζήτησε έξι ευρώ, ξερά. Τα έβγαλα και της τα έδωσα πριν με αρχίσει στα χαστούκια γιατί το έβλεπα ότι κατά κει πήγαινε το πράγμα. Επικεντρώθηκα μετά στις φυσαλίδες του τόνικ μέσα στο ποτήρι, άναψα τσιγάρο, καθυστερούσα την πρώτη γουλιά για να δώσω χρόνο στην ανάμιξη.

«Είστε της περιοχής;» άκουσα τη φωνή της απότομα και πνίγηκα με τον καπνό.

Σήκωσα το κεφάλι, στεκόταν μπροστά μου μ΄εκείνο το ζορισμένο χαμόγελο.

«Μπα», έκανα, «εφοριακός είμαι -σε μυστική αποστολή».

Γέλασε. Κανονικά τώρα, όχι με το ζόρι. Κοπάνησε το πανί δίπλα από το ποτό μου και καθάρισε κάποιον αόρατο λεκέ.

«Δε σας έχω ξαναδεί στο μαγαζί, γι΄αυτό ρωτάω», μου εξήγησε.

«Ναι, δεν έχω ξανάρθει», παραδέχτηκα.

Κοίταξα τριγύρω, υπήρχαν άλλα τέσσερα άτομα ακροβολισμένα στη μπάρα, τρεις άντρες και μια γυναίκα -όλοι κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ τους. Στα τραπέζια κάθονταν δυο ζευγάρια και μια παρέα αντρών. Μα που είχα έρθει; Η κοπέλα στεκόταν ακόμα πάνω από το κεφάλι μου.

«Δε βγαίνω συχνά», είπα, «είμαι οικιακής χρήσεως».

Γέλασε ξανά -λίγο πιο χαλαρά τώρα, αλλά μην περιμένεις θαύματα…

«Μεταξία», είπε.

«Ποιος ήρθε;» απόρησα.

«Μεταξία, έτσι με λένε», μου εξήγησε.

Πρέπει να σε μισούσαν πολύ οι γονείς σου, έτσι εξηγούνται όλα,σκέφτηκα.

«Χάρηκα», απάντησα ψέματα.

«Πάω να σερβίρω τον κύριο και τα ξαναλέμε», απείλησε.

Μαζεύτηκα. Ήπια δυο γερές από το ποτό μου και υπολόγισα ότι σε κάνα τέταρτο θα είχα καθαρίσει από εκεί μέσα. Την παρακολουθούσα όσο έβαζε ποτό σε κοντό ποτήρι και το άφηνε μπροστά σε έναν άντρα με σγουρά μαλλιά και χοντρό πουλόβερ. Το θέμα ήταν ότι ο άντρας δεν είχε ζητήσει τίποτα, μόνη της αποφάσισε -σε λίγο θα κλείδωνε την πόρτα και θα άρχιζε να μας μαστιγώνει.

Γύρισε πάλι σε μένα.

«Να σε ρωτήσω κάτι;» ζήτησα.

«Βεβαίως», είπε σφιγμένα.

«Γιατί του πήγες ποτό αυτού εκεί χωρίς να σου πει;»

Κοίταξε απότομα πίσω από τον ώμο της λες και δε θυμόταν τι είχε κάνει πριν λίγο.

«Α, ναι… Επειδή είναι τακτικός, τον ξέρω… κάθε μισή ώρα θέλει το ποτό του».

Μου ήρθε στο μυαλό το καναρίνι που είχε μια γειτόνισσα, «κάθε μέρα πρέπει να του αλλάζω νερό, κάθε δεύτερη, κελαϊδίνη» -ανατρίχιασα.

«Εσένα, κάθε πόση ώρα πρέπει να σου φέρνω;» ρώτησε η κοπέλα.

Έξυσα το κεφάλι μου -αυτό λοιπόν θα πρέπει να ήταν κάποιο είδος αντιεξουσιαστικής κονσομασιόν…

«Όταν σου ζητήσω -καλά δεν είναι;» έκανα διστακτικά, περιμένοντας την έγκρισή της.

«Μια χαρά», είπε και στήριξε το κεφάλι στις παλάμες, ακουμπώντας τους αγκώνες της στη μπάρα. «Λοιπόν; Πώς απ΄τα μέρη μας;»

Δεν θα το έπινα το ποτό με την ησυχία μου -ή ίσως και να ήταν το κόλπο της για να παραγγείλω δεύτερο στο καπάκι.

«Λοιπόν… Μεταξία…» ξεκίνησα παίζοντας με τον ζίπο, «περνούσα απέξω και σκέφτηκα να πιώ κάτι στα γρήγορα, πριν γυρίσω σπίτι μου, έχω ακούσει ότι ένα ποτό την ημέρα κάνει καλό στην καρδιά».

Χαμογέλασα, θαυμάζοντας την απάντησή μου. Απλά, λιτά, της είχα πει ότι δεν επρόκειτο να πάρω άλλο ποτό, ότι θα έφευγα σύντομα κι ότι είμαι γέρος άνθρωπος που δεν ασχολείται με παιχνίδια έλξης νεαρών κοριτσιών.

«Έτσι…» μουρμούρισε μουτρωμένη κι έγινε κάμποσο άσχημη καθώς σούφρωνε τα λεπτά της χείλη. «Αλλά σήμερα έχουμε προσφορά, στο ένα άλλο ένα, άρα θα κάνεις διπλό καλό στην καρδιά σου».

Μου ήρθε στο μυαλό εκείνος ο τελικός μπάσκετ που ο προπονητής έχει σχεδιάσει μια εμπνευσμένη επίθεση με τη μπάλα να πηγαίνει δεξιά-αριστερά και το τριάρι να ξεμαρκάρεται για να πάρει σουτ για τρίποντο κι όταν μπαίνουν οι παίκτες στο παρκέ, ο πλέι μέικερ δεν προλαβαίνει να περάσει το κέντρο αφού στα 5 δευτερόλεπτα του κλέβουν τη μπάλα οι αντίπαλοι.

«Ωραία…» ψιθύρισα με μισή καρδιά.

«Γιατί μου φαίνεσαι γνωστός;» ρωτάει η κοπέλα, χωρίς να έχει αλλάξει στάση.

Ξύνω το κεφάλι μου.

«Ίσως… βλέπεις τηλεόραση;» τη ρωτάω με τη σειρά μου.

«Όχι».

«Εντάξει -γιατί δεν έχω εμφανιστεί ποτέ στην τηλεόραση», λέω. «Ελληνικό κινηματογράφο βλέπεις;»

«Ναι», χαμογελάει.

«Ούτε εκεί έχω εμφανιστεί», της εξηγώ.

Παίρνει γραμμή το δούλεμα, αλλά δε μαζεύεται όπως περίμενα.

«Από αλλού σε ξέρω…» λέει.

Το φοβόμουν ότι εκεί θα κατέληγε.

«Μάλλον με μπερδεύεις με άλλον», λέω. «Έχω πολύ συνηθισμένη φάτσα».

Με κοιτάζει εξεταστικά, αλλά, ευτυχώς εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ένα ζευγάρι στην πόρτα -τσεκάρουν το χώρο, η κοπέλα με παρατάει απότομα (πώς αλλιώς;) και τρέχει προς το μέρος τους. Συγκεντρώνομαι στο ποτό μου, ανάβω φρέσκο τσιγάρο και ψάχνω γύρω, μήπως κάποιος από τους δικούς μου έρθει για παρέα -όμως το μέρος έχει πολλή φασαρία για τα φαντάσματα. Πρέπει να γυρίσω σπίτι αλλά δεν γεννήθηκε ακόμα το ποτό που θα μείνει στο ποτήρι μου, ρουφάω ακόμα μια γερή δόση ενώ το συγκρότημα ξεκοιλιάζει από τα ηχεία μια διασκευή του Shadowplay-φαντάζομαι τον Ίαν Κέρτις να συσπάται σε κρίση επιληψίας κάτω από το χώμα.

Και τότε το βλέπω.

Ο άντρας που μόλις μπήκε, έχει έρθει πίσω από τη μπάρα και μιλάει με τη μπαργούμαν, γνωστή και ως Μεταξία, η οποία με δείχνει αναιδέστατα. Εκείνος κρατάει το χέρι του κοντά στο στόμα λες και φοβάται μη διαβάσω τα χείλη του -τι μαλακίες είναι αυτές τώρα; Παρατηρώ τον άντρα -καρό πουκάμισο, ανοιχτό, μπλουζάκι με κάποια γελοία στάμπα, μπυροκοιλιά και μακριά μαλλιά γκριζαρισμένα λόγω ηλικίας, στα χρόνια μου τον κόβω. Ψάχνω να βρω τη γυναίκα που ήρθε μαζί του αλλά έχει γίνει άφαντη.  

 

Σβήνω το τσιγάρο, ακουμπάω ενστικτωδώς την δεξιά μου παλάμη στο κράνος καθώς ο άντρας πλησιάζει.

Και πλησιάζει. Αργά. Κοντοστέκεται, δυο μέτρα απόσταση, με κοιτάζει μισοκλείνοντας τα μάτια. Τον κοιτάζω κι εγώ -τι άλλο να κάνω;

«Καλά, πλάκα μου κάνεις;» μουγκρίζει ο άντρας.

Κι έρχεται να ακουμπήσει στη δική του πλευρά της μπάρας, απέναντί μου. Μετά αρπάζει το πακέτο μου, βγάζει ένα Κάμελ, το ανάβει με τον αναπτήρα μου -θα γίνουμε κώλος εδώ μέσα, τη βλέπω τη δουλειά.

«Τι θες εσύ εδώ;» με ρωτάει ανέκφραστα.

«Δεν ήξερα ότι απαγορεύεται», κάνω ύπουλα, γιατί κατά πώς φαίνεται, σύντομα θα πλακωθούμε.

«Δε με θυμάσαι;» ξαναρωτάει.

Τραβάω το πακέτο προς το μέρος μου, ανάβω καινούργιο τσιγάρο ενώ το προηγούμενο καίγεται στο τασάκι, τον κοιτάζω.

«Κατά πρώτον, δε μου αρέσει ο τρόπος που ρωτάς. Κατά δεύτερον, και να σε θυμόμουν, θα προσπαθούσα φιλότιμα να σε ξεχάσω».

Χαμογελάει.

«Πάντα ο ίδιος -δε σε άλλαξαν πολύ τα χρόνια, Κάστρο».

Είναι η σειρά μου να μισοκλείσω τα μάτια.

«Ο Κάστρο είναι στην Κούβα, δεν πας να τον βρεις αντί να με ενοχλείς την ώρα που πίνω το ποτό μου;»

Ξεκαρδίζεται.

«Ο Κάστρο ναι. Το Κάστρο όμως…» με κοιτάζει χαμογελώντας.

Και βέβαια καταλαβαίνω εκείνη ακριβώς τη στιγμή ότι έχω απέναντί μου το Σπήλιο, τον κακό καργιόλη που τραβάει τις φασαρίες χειρότερα απ΄ότι τα σκατά τραβάνε τις μύγες.

«Εντάξει, όλα καλά», μουρμουρίζω. «Λέω να την κάνω πριν πλακώσουν τα βιολιά».

Μου τραβάει μια ξεγυρισμένη στην αριστερή ωμοπλάτη, δαγκώνομαι.

«Πόσα χρόνια πάνε;» ρωτάει. «Μου είπε η Μεταξία ότι κάποιον της θύμιζες, αλλά πού να σκεφτώ…»

Σκύβω προς το μέρος του.

«Πες μου κάτι ρε φίλε. Γιατί εγώ να θυμίζω κάτι σε ένα κορίτσι που γεννήθηκε όταν έβγαινα στη σύνταξη;» τον ρωτάω για να κόψω λίγο τις δικές του ερωτήσεις.

«Επειδή, αγόρι μου, έχουμε έρθει στη μόδα εμείς οι παλιοί…»

«Στη μόδα; Ποια μόδα; Έγινε μόδα η μιζέρια;»

«Δεν ήταν μόνο μιζέρια τα χρόνια μας…» αναπολεί και καλά.

«Όχι. Ήταν και πείνα και μαλακία πηχτή. Αλλά δε βλέπω τι απ΄όλα αυτά μπορεί να γίνει μόδα», του εξηγώ.

Όσο μιλάω με έχει πλευρίσει η γυναίκα που μπήκε προηγουμένως μαζί του, αλλά είμαι πολύ απορροφημένος για να την προσέξω -πράγμα που δε θα μου συνέβαινε πριν κάποια χρόνια.

«Είναι αυτός που νομίζω;» λέει εκείνη.

Πριν γυρίσω να την κοιτάξω έχω μυρίσει το άρωμά της -λευκά νεκρολούλουδα. Έχει κοντά μαλλιά, κουρεμένα α λα γκαρσόν, μαύρες τούφες μισοκρύβουν τα μάτια της, φοράει πλεκτό, εφαρμοστό φόρεμα και κινείται σα γάτα. Ο Σπήλιος της απαντάει με ένα νεύμα.

«Αυτός είναι, αλλά δε θέλει να το παραδεχτεί», της εξηγεί.

 

Η Μεταξία έρχεται και ακουμπάει τρία καφέ σφηνάκια μπροστά μας -φεύγει και πριν προλάβω να τα κοιτάξω κουβαλάει τα ποτά.

«Στο ένα, άλλα πολλά», μου κάνει κλείνοντας το μάτι.

Κοιτάζω το ταβάνι -ίσως το να έπεφτε στα κεφάλια μας θα ήταν κάποια λύση.

Ο Σπήλιος πιάνει πάλι το πακέτο μου, προσφέρει στη γυναίκα που έχει μεταφέρει το κράνος και το μπουφάν μου παραδίπλα κι έχει θρονιαστεί πλάι μου, εκείνη κουνάει αρνητικά το κεφάλι βγάζοντας ένα κομψό πακέτο, μακριά τσιγάρα, λευκό επιστόμιο, καθόλου νικοτίνη -και ανάβει με τον ζίπο μου. Χίπικο κοινόβιο γίναμε…

«Μπορεί να με θυμάστε», μου λέει.

Έχει μπάσα φωνή και όμορφα μάτια -αλλά δεν τη θυμάμαι.

«Δήμητρα Παπαγιάννη, σας είχα τηλεφωνήσει για μια συνέντευξη πριν…»

Θυμάμαι.

«Θυμάμαι», τη διακόπτω. «Αλλά ήταν για κάποια τηλεοπτική εκπομπή -σωστά;»

«Σωστά», παραδέχεται.

«Δεν έχω φάτσα για τηλεόραση», δικαιολογούμαι καθώς θυμάμαι την απάντηση που είχα δώσει τότε, πριν δυο χρόνια, και ήταν πολύ πιο αγενής.

«Το αντίθετο -αλλά όπως νομίζετε», χαμογελάει εγκάρδια εκείνη.

«Μην του μιλάς στον πληθυντικό, θα τον πιάσει κατάθλιψη που κωλογέρασε», παρεμβαίνει ο Σπήλιος.

«Κάστρο λοιπόν;» χαμογελάει περιπαικτικά εκείνη.

«Το όνομα μου είναι Νίκος Καστρινός. Κάστρο με φώναζαν παλιά κάτι μαλάκες και δυστυχώς παραμένουν μετά από τόσα χρόνια», της εξηγώ.

«Παραμένουν;» ρωτάει.

«Μαλάκες», εξηγώ.

Γελάει. Ο Σπήλιος πάλι -καθόλου.

«Τι σκατά κάνεις στο μαγαζί μου λοιπόν;» ρωτάει.

«Δεν ήξερα ότι είναι δικό σου -αν το ήξερα θα πέρναγα δυο δρόμους παρακάτω», του λέω.

«Εσείς οι δύο έχετε κάτι μεταξύ σας…» διαπιστώνει η Δήμητρα.

«Μη δίνεις σημασία», της λέω. «Είναι σεξουαλικό το ζήτημα. Ήθελε να με πηδήξει και δεν του έκατσα».

Ο Σπήλιος χτυπάει τη γροθιά του στον πάγκο.

«Δηλαδή, μας παράτησες και τώρα ζητάς και τα ρέστα», μουγκρίζει.

«Αντιθέτως -λέω να τα αφήσω μπουρμπουάρ στην κοπέλα», απολογούμαι. «Λοιπόν, δε χάρηκα που τα είπαμε κι ελπίζω να μη σας ξαναδώ».

 

Σηκώνομαι, μαζεύω τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, αλλά εκείνος καπακώνει το χέρι μου με την παλάμη του.

«Κάτσε λίγο», μου λέει.

Τον κοιτάζω. Έχει γεράσει κι αυτός, αλλά παραμένει γομάρι.

«Πάρε το χέρι σου», ψιθυρίζω.

Πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό μου, σκύβοντας πάνω από τον πάγκο.

«Κάτσε ρε πούστη που σου λέω…», μουγκρίζει.

Η ανάσα του βρωμάει σκόρδο.

Τότε παρεμβαίνει η Δήμητρα -ακουμπάει το χέρι της στο μπράτσο του Σπήλιου.

«Γιατί γίνεσαι φορτικός τώρα…» του λέει.

Εκείνος μαζεύει το χέρι του κι εγώ μαζεύω τα τσιγάρα μου.

Πριν τα βάλω στην τσέπη του μπουφάν κοντοστέκομαι. Αρχίζω το καινούργιο ποτό μου γιατί το προηγούμενο έχει γίνει νερό. Ανάβω δυο τσιγάρα και του πασάρω το ένα. Ακουμπάω τους αγκώνες στον πάγκο, η Δήμητρα δίπλα μου σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος.

«Αφού τα έφερε η κατάρα να βρεθώ στο δικό σου μαγαζί…» αρχίζω κοιτάζοντας πίσω από το Σπήλιο. «Ότι πέρασε πέρασε κι ότι λείπει λείπει[1], εντάξει;» τον κοιτάζω για λίγο πριν γυρίσω τα μάτια μου στο βάθος, στα ράφια με τα γεμάτα μπουκάλια.

«Τι θες να πεις;» απορεί.

«Ότι δε θέλω να πω τίποτα, αυτό λέω. Δεν έχω όρεξη να μιλήσουμε για τα παλιά, δε γουστάρω να ψάξουμε για ευθύνες, δε γουστάρω αναλύσεις του κώλου, ούτε και κώλους που αναλύουν -αυτά…», τον κοιτάζω κατάματα τώρα γιατί ήταν από παλιά κομματάκι αργός ο Σπήλιος.

Αρχίζει τότε να τραγουδάει φάλτσα…

«Μεγαλοπιάστηκες και χάθηκες από την πιάτσα/ δεν ξαναφάνηκες από τα στέκια τα παλιά»[2]

Γελάω σφιγμένα, γυρίζω προς τη Δήμητρα.

«Τι δουλειά έχεις με αυτόν τον κρετίνο;» τη ρωτάω.

«Μάλλον θα πρέπει να ρωτήσεις τη μητέρα μας», χαμογελάει.

«Είσαι αδελφή του;» απορώ.

Κουνάει το κεφάλι με συγκατάβαση.

«Τι παίζει ρε Κάστρο; Εμείς σου ξινίζουμε, αλλά δεν έχεις πρόβλημα να την πέφτεις στην αδελφούλα μας;»

Γυρίζω προς το μέρος του.

«Μπα -τα τελευταία χρόνια πάω μόνο με άντρες», απαντάω.

«Δηλαδή θέλεις να σου κάνει κονέ μαζί μου -γι΄αυτό…» χαζογελάει.

«Είπα ότι πάω με άντρες, όχι με μαλάκες», του εξηγώ υπομονετικά.

Ξεκαρδίζεται.

«Κλασικός Κάστρο», φωνάζει. «Δεν πας πουθενά ρε μουνόπανο, εδώ θα τα πιούμε μέχρι τελικής πτώσης».

Φοράω το μπουφάν μου και πιάνω το κράνος. Μετά δίνω το χέρι μου στη Δήμητρα.

«Χάρηκα», της λέω και είναι σχεδόν αλήθεια.

«Θέλω να μιλήσουμε», λέει εκείνη.

«Για τη συνέντευξη…»

«Όχι, όχι -αυτό τελείωσε εδώ και δυο χρόνια… Θα ήθελα όμως να με βοηθήσεις σε κάτι, κάνω μια έρευνα για το διδακτορικό μου».

Την κοιτάζω και μου φαίνεται κάπως μεγάλη για διδακτορικό, αλλά αποφεύγω να το επισημάνω. Εκείνη όμως το πιάνει.

«Ναι, κάλλιο αργά παρά ποτέ», χαμογελάει.

«Δεν ξέρω αν εγώ μπορώ να βοηθήσω», δικαιολογούμαι.

«Μπορείς, σίγουρα μπορείς….» με διαβεβαιώνει.

«Εντάξει τότε», κάνω απρόθυμα.

Βγάζω το κινητό μου και της το δίνω, εκείνη σχηματίζει τον αριθμό της και τον καλεί, μετά από λίγο μου το επιστρέφει.

«Τώρα έχεις και το τηλέφωνό μου», χαμογελάει. «Κοίτα να το αποθηκεύεις με το όνομά μου, για να μην αναρωτιέσαι όταν θα σε πάρω».

Χαμογελάω κι εγώ μαζεύοντας τα υπάρχοντά μου. Ο Σπήλιος με παρακολουθεί όσο απομακρύνομαι. Όταν πιάνω το πόμολο της πόρτας, ακούω τη γαϊδουροφωνάρα του.

«ΚΑΣΤΡΟ»

Γυρίζω να τον κοιτάξω.

«ΓΑΜΙΕΣΑΙ».

Βγαίνω έξω χαμογελώντας. Δεν έχει άδικο.



[1]«Ανήσυχοι νεκροί», Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ

[2]«Όλοι θα ζήσουμε» Γ. Κοινούσης

Η Δήμητρα

$
0
0

 

Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα με πήρε τηλέφωνο δυο μέρες μετά την πρώτη μας συνάντηση. Ήθελε να βρεθούμε, για να κουβεντιάσουμε κάποια πράγματα. Βρεθήκαμε σε μια καφετέρια -μου εξήγησε ότι πασχίζει να κάνει ένα διδακτορικό στο Ρέθυμνο για τις νεανικές υποκουλτούρες της δεκαετίας του ’80 σε συσχετισμό με τις πολιτικές τάσεις της εποχής, της ξεκαθάρισα ότι θεωρώ το όλο θέμα βαρετό και τετριμμένο, αλλά, σε τελική ανάλυση, το δικό της κώλο ποντάριζε -ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν και πολύ ωραίος κώλος (αυτό δεν της το είπα).

Καταλήξαμε να ξαναβρεθούμε άλλες τρεις φορές μέσα στο μήνα -ερχόταν στο σπίτι μου πλέον, πράγμα που μου προκάλεσε τρομερή αμηχανία, ειδικά η πρώτη της επίσκεψη. Βλέπεις, το σπίτι μου είναι τάφος και δεν υπάρχει χώρος για δεύτερο άτομο μέσα σε έναν τάφο. Το άλλο πρόβλημα ήταν ότι τη γούσταρα σα γυναίκα -ευτυχώς που με την αύξηση της ηλικίας επέρχεται σχετική μείωση των ορμών κι έτσι μπορούσα να κοντρολάρω το όλο ζήτημα, γλιτώνοντας τα ρεζιλίκια. Αυτά είχαν συμβεί τον προηγούμενο μήνα.

 

Τώρα ετοιμαζόμουν για την τέταρτη επίσκεψή της, ήταν 6 το απόγευμα πράγμα που σήμαινε ότι είχα 2 ώρες μπροστά μου μέχρι να έρθει (ή και περισσότερο, αν ήταν ασυνεπής), έξω έπεφτε ένα συγκαταβατικό κρύο που θα δυνάμωνε όσο νύχτωνε. Ήμουν πλέον προετοιμασμένος για τις επισκέψεις της. Στο ψυγείο υπήρχε ένα μπουκάλι λευκό κρασί, δυο είδη κίτρινων τυριών (κίτρινων αλλά, παραδόξως, όχι κιτρινισμένων), συν ένα κουτί με αλμυρά σκατολοϊδια που είχα προμηθευτεί από το κοντινό σουπερμάρκετ. Ένα μπουκάλι Στολίσναγια ήταν ακόμα σφραγισμένο με τη χάρτινη ταινία του -εκείνη έπινε μόνο κρασί και κάθε φορά που με πλησίαζε ένιωθα τη στυφή μυρωδιά του να ανακατεύεται με το άρωμά της, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου: μαζέψου γέρο μην ξεφτιλιστούμε….

 

Ήμουν ακόμα με το μπουρνούζι, φρεσκοπλυμένος, φρεσκοξυρισμένος -το στόμα μου φωσφόριζε από το στοματικό διάλυμα -επαρκώς γελοίος με δυο λόγια. Έβαλα σιντί στην τύχη, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις στις ταινίες, κι όσο έψαχνα πουλόβερ για να καλύψω το μπλουζάκι με το φλεγόμενο σήμα των Χ, oπαλιόφιλος ο Τομ Ρόμπινσον έδινε οδηγίες «Βρες ένα μπαρ, απέφυγε έναν καυγά/ δείξε τα χαρτιά σου, να είσαι ευγενικός/ πήγαινε σπίτι αφού δεν έχεις που αλλού να πας»[1]. Όμορφα πράγματα, ρομαντικά…

 

Έψαξα αν υπήρχε μισοτελειωμένο μπουκάλι για να μου φτιάξω μια Στολίσναγια με τόνικ -δεν υπήρχε κι έτσι, ανοίγοντας το σφραγισμένο, σκέφτηκα ότι στην επόμενη έξοδό μου έπρεπε να αγοράσω -αγχώθηκα για λίγο, ήμουν σίγουρος ότι θα το ξεχνούσα, αλλά μετά ξέχασα το άγχος μου και όλα έγιναν εντάξει.

Το σιντί έπαιζε όσο άνοιξα την τηλεόραση με κλειστό ήχο και χάζεψα τα δελτία ειδήσεων -κάμποσοι τζιτζιφιόγκοι παρέα με λαχουρένια βλαχαδερά κοπανιόντουσαν στα πλεξιγκλάς τραπέζια των στούντιο ενώ γιγαντοοθόνες πίσω τους έδειχναν, μάλλον, κυβερνητικούς αξιωματούχους -τα βίντεο είχαν παρεμβολές με τη φωτογραφία του πρωθυπουργού, πράγμα που μου θύμισε εκείνη τη σκηνή από τον Εξορκιστήμε τον Μαξ φον Σίντοφ στις σκάλες του Υπόγειου Σιδηρόδρομου και την εικόνα του σατανά (η οποία έμοιαζε εξοργιστικά πολύ με τον Αλαντίν Σέιν) να παρεμβάλλεται σαν καμένο αρνητικό μεταξύ των καρέ. Είχα μια περιέργεια για το λόγο που έβριζαν την κυβέρνηση πάλι, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να κόψω το σιντί, οπότε έκοψα την περιέργεια. «Αν πας σε δείπνο με αυτούς τους κανίβαλους/ κάποια στιγμή θα φάνε κι εσένα αγαπούλα[2]», όπως έλεγε κι ο Αρχηγός πριν μετεξελιχθεί σε Αγκαλίτσα και ξεφτιλιστεί.

Ανατρίχιασα κι έτσι πετάχτηκα ν’ ανοίξω τη θέρμανση, συν κάποιο φως, επειδή το δωμάτιο έμοιαζε με σκηνικό ταινίας τρόμου, στη διαδρομή μάζεψα μια βρεγμένη πετσέτα, ένα πακέτο χαρτί Α4, δυο κούπες με ξεραμένα υπολείμματα καφέ -τελικά γίνονταν διάφορα σ΄αυτό το σπίτι…

 

Ξαναχώθηκα στην πολυθρόνα, δίπλα στον διθέσιο καναπέ, αλλά πριν δω τι συμβαίνει στην οθόνη, κόλλησα με τους γυμνούς τοίχους -κάτι έπρεπε να βάλω εκεί πέρα, για να μη δίνω την εικόνα σχιζοφρενή. Και γιατί όχι, δηλαδή; Γιατί είναι κακό αυτό; Φύγε από εδώ μέσα όσο πιο γρήγορα μπορείς γιατί θα καταλήξεις με κομμένη καρωτίδα -αυτό δεν επεδίωκα; Σκέφτηκα τη Δήμητρα, με το πλεκτό, εφαρμοστό φόρεμα και μετά με σατέν πουκάμισο και εφαρμοστό τζιν -κινήσεις νωχελικές, σα γάτα σε περιπολία … Και βέβαια, σκέφτηκα εκείνη -τα γόνατά μου κόπηκαν, το δωμάτιο αντήχησε ερημιά, «αλλά εκείνη δε θα μάθει ποτέ ότι ήταν εδώ/ ότι καθόμαστε δίπλα, μεθυσμένοι όπως έκαναν οι παλιοί./ Κοιτάζω ψηλά κι ο Θεός μου λέει ‘τι θα γίνει;’/ Κοιτάζω ψηλά και ουρλιάζω ‘νόμιζα ότι ήταν στο δικό σου χέρι’»[3], ένα τσιγάρο -πού είναι τα τσιγάρα μου;

Η Δήμητρα, μια κάποια Δήμητρα τέλος πάντων, θα μπορούσε να γίνει ένας σοβαρός αντιπερισπασμός, αλλά εγώ δεν είχα καταφέρει να εξελιχθώ σε τέτοιο κάθαρμα -αυτό ήταν το θέμα. Κλείσε την πόρτα και τελείωνε, κλείσε και το σιντί γιατί παίζει πάλι από την αρχή, κλείσε και κλείσου

 

Το κουδούνι χτύπησε απαιτητικά. Άνοιξα από το θυροτηλέφωνο μετανιώνοντας που την είχα ξανακαλέσει στο σπίτι μου -τι σκατά ήθελε τέλος πάντων; Ότι αρχεία κρατούσα από παλιά τα είχε σκαλίσει, σκανάρει, φωτογραφίσει, αντιγράψει -τι άλλο ήθελε;

 

Άνοιξα την εξώπορτα του διαμερίσματος και την περίμενα ν’ ανέβει. Πρώτα άναψε το φως του διαδρόμου και μετά εμφανίστηκε, μαύρο μακρύ παλτό, πλεκτό πολύχρωμο πουλόβερ, τζιν και μαύρα μποτάκια -χαμογέλασε όταν με είδε. Πέρασε δίπλα μου, με φίλησε στο μάγουλο.

«Πώς πάμε; Όλα καλά;» ρώτησε καθώς άπλωνε την πραμάτεια της, πρώτα το παλτό που το πέταξε σε μια καρέκλα και μετά την τεράστια δερμάτινη τσάντα της που την άδειασε πάνω στο τραπέζι-ροτόντα.

Είχα μείνει να τη χαζεύω με το χέρι στο πόμολο της εξώπορτας, μέχρι που αποφάσισα τελικά να κλείσω, νιώθοντας κάπως μαλάκας για την καθυστέρηση. Η Δήμητρα έκανε ένα μπαλετικό στυλάκι και ξεφορτώθηκε τα μποτάκια της, μετά απλώθηκε στον διθέσιο καναπέ και με κοίταξε χαμογελώντας.

«Πίνουμε κάτι σ΄αυτό το σπίτι, ή…»

Πόσων χρονών να ήταν; Ήξερα ότι έριχνα 3 με 4 χρόνια στο Σπήλιο και ήξερα ότι υπήρχε ακόμα ένας αδερφός, η Δήμητρα ήταν η μικρότερη -άρα σαραντάρα, ή λίγο πιο κάτω. Δεν της φαινόταν. Δηλαδή, δεν ξέρω και πολύ καλά να υπολογίζω τις ηλικίες -όμως είχε αυτά τα αμυγδαλωτά βαθυπράσινα μάτια που σε αποσπούσαν από τα ληξιαρχικούς αρχεία.

«Πίνουμε», μουρμούρισα και έφυγα για την κουζίνα.

 

Άνοιξα το κρασί, σέρβιρα σε κολονάτο ποτήρι (δυο τέτοια είχα όλα κι όλα), μετά έβγαλα μια πιατέλα και βάλθηκα να κόβω τυριά. Πρόσθετα αλμυρά κρακεράκια όταν την άκουσα να ρωτάει αν θέλω βοήθεια.

Αντί για απάντηση, έπιασα με το δεξί χέρι το ποτήρι -σκέφτηκα να φέρω και το μπουκάλι αλλά προτίμησα να μην το κάνω -και με το αριστερό την πιατέλα. Μπήκα στο δωμάτιο και τα τακτοποίησα μπροστά της, πριν φύγω για να ετοιμάσω το δικό μου ποτό.

«Άψογο σέρβις», παρατήρησε.

«Μη σε χάσουμε κι από πελάτη», μουρμούρισα περισσότερο πικρόχολα από ότι θα ήθελα.

 

Έφερα το ποτό μου μαζί με τασάκι, τσιγάρα, αναπτήρα και βολεύτηκα στην πολυθρόνα -τότε κατάλαβα ότι είχα ξεχάσει ανοιχτή την τηλεόραση, ακολουθώντας το βλέμμα της.

«Την ανοίγεις με χαμηλωμένο τον ήχο, για ντεκόρ;» γέλασε.

«Ναι, ενημερώνομαι…» μουρμούρισα.

«Χωρίς να ακούς;»

«Δε χρειάζεται -τα έχω ξανακούσει», είπα.

Άναψε τσιγάρο και τη μιμήθηκα. Μετά ήπιε λίγο κρασί, ενστικτωδώς πήγα να κάνω το ίδιο με το δικό μου ποτήρι, αλλά σταμάτησα γιατί θα ήταν πολύ κάρφωμα.

«Ήθελα να σε ευχαριστήσω για τη βοήθεια… Πήρα μπόλικο υλικό, θα πρέπει να το επεξεργαστώ. Ειδικά τα φανζίν… Δεν τα βρίσκεις εύκολα».

Ήπια τελικά μια γερή γουλιά.

«Εντάξει -δεν ήταν τίποτα. Φάνηκαν σε κάτι χρήσιμα -ως σήμερα απορούσα γιατί δεν τα πετάω», είπα.

«Για όνομα… Αν δεν τα θέλεις, τα παίρνω ευχαρίστως», άνοιξε τα μάτια της διάπλατα.

Προφανώς και τα ήθελα. Τα πάντα ήθελα. Είναι όλα τους κομμάτια μου, είμαι ένα ψυχοφθόρο παζλ. Απλά πήγα να το παίξω άνετος -μετάνιωσα.

«Τέλος πάντων, σε τι μπορώ σου φανώ χρήσιμος;» γύρισα την κουβέντα.

Μαζεύτηκε.

«Ένα κομμάτι του διδακτορικού μου αφορά συνεντεύξεις από όσους έζησαν εκείνη τη δεκαετία και αναμίχθηκαν ενεργά στα πολιτικά πράγματα», εξήγησε.

«Δηλαδή, πήρες συνέντευξη κι από το Σπήλιο;» ρώτησα χαμογελώντας.

«Ναι, βέβαια», παραδέχτηκε.

«Και από ποιους άλλους;»

«Κοίταξε -πριν τη συνέντευξη δεν μπορώ να σου πω για να μην επηρεαστούν οι απαντήσεις σου».

Την κοίταξα. Χαμογέλασε. Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις, μαλάκα -συνέντευξη θέλει να σου πάρει.

«Άσχετα απ΄όλα αυτά… Τι τρέχει με σένα και το Σπήλιο;» θέλησε να μάθει.

«Τι τρέχει; Τίποτα δεν τρέχει… Κάποτε κάναμε παρέα και μετά δεν κάναμε… Αυτό είναι όλο», δικαιολογήθηκα.

«Τσακωθήκατε;»

Έσβησα το τσιγάρο, την κοίταξα, δεν απέφυγε το βλέμμα μου.

«Ξέρεις το Σπήλιο… Καυγαδίζει ακόμα κι όταν σου λέει καλημέρα»

Γέλασε.

«Όντως… Αλλά νομίζω ότι εσείς δεν καυγαδίσατε σχετικά με το πόσο καλή ήταν η μέρα», είπε.

Κι όμως -γι΄αυτό ακριβώς καυγαδίσαμε…

«Εκείνον τον ρώτησες;» ζήτησα να μάθω.

«Ναι, αλλά δε μου είπε».

«Άρα;»

«Νόμισα πώς…»

«Μην ασχολείσαι», μουρμούρισα.

Σήκωσε τους ώμους δείχνοντας ότι παραιτείται της προσπάθειας.

«Μου επιτρέπεις να μαγνητοφωνήσω τη συνέντευξη;» ρώτησε.

«Κάνε ότι σε βολεύει», απάντησα.

 

Σηκώθηκε, πήρε το κινητό της, το ρύθμισε πριν το τοποθετήσει ανάμεσά μας, στο μπράτσο του καναπέ. Μετά είπε την ημερομηνία και το όνομά μου, με φωνή απροσδόκητα επίσημη και μου έριξε ένα παγοθραυστικό χαμόγελο.

«Αρχίζοντας, θέλω να μου αναφέρεις τις πολιτικές σου καταβολές στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Δηλαδή την ιδεολογική σου τοποθέτηση, τις επιρροές σου, τον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκες», είπε κοντά στο μικρόφωνο του κινητού.

Προσπάθησα να κρύψω τον μορφασμό μου αλλά δεν ξέρω κατά πόσο τα κατάφερα. Άναψα τσιγάρο -βοηθάει αυτό.

«Τη δεκαετία του ’80 την πέρασα μαθητής και στη συνέχεια φοιτητής. Αν θέλουμε να απλουστεύσουμε το ζήτημα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανήκα στον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο. Αλλά αυτό είναι μια τερατώδης απλούστευση. Στην πραγματικότητα κι εγώ και κάμποσοι άλλοι ήμασταν αντί. Είχαμε διαβάσει Μπακούνιν, Κροπότκιν κι εκείνο το βιβλίο του Τζέιμς Τζολ για τους Αναρχικούς, είχαμε διατρέξει ολίγη από Μαρξ, με την έννοια ότι και 3 βιβλία να διαβάσεις από αυτόν, το πολύ να έχεις μια επαφή μέσου Κνίτη με το έργο του, αργότερα διάβασα Καστοριάδη, Καμύ, Τζέισον Ξενάκη, Μαρκήσιο ντε Σαντ και τα σχετικά -όμως… Ήμουν αντί. Αντι-εξουσιαστής, αντι-κρατιστής, αντι-κομμουνιστής, αντι-χίππης, αντι-φεμινιστής, αντι-φαλλοκράτης, αντι-οικολόγος, αντι-εθνικιστής, αντι-ειρηνιστής κι αντι-πολεμοκάπηλος, αντι-κληρικαλιστής, αντι-κοινοβουλευτικός, αντίγενικότερα. Ακόμα και το ντύσιμο μας ήταν αντί, η συμπεριφορά μας, επίσης. Ψάχναμε πώς να γίνουμε αντιπαθείς κι όταν κάποιος έκανε το λάθος να μας συμπαθήσει, φροντίζαμε να τον απογοητεύσουμε άμεσα. Νιώθαμε… ένιωθα ότι είχα χρέος να καταστρέψω -το χτίσιμο ήταν δουλειά αυτών που θα έρχονταν μετά από μένα. Αν θέλεις να μια συνοπτική περιγραφή, θα σου πω ότι πήραμε το μήνυμα των SexPistolsαλλά το ακούσαμε στραβά κι έτσι βαδίσαμε. Κάναμε λάθος, αλλά υπερασπιστήκαμε το λάθος μας όσο καλύτερα μπορούσαμε. Απάντησα καθόλου στην ερώτησή σου;» σταμάτησα κατεβάζοντας το μισό ποτό μου με τη μία. Ο λαιμός μου παρέμεινε στεγνός.

Κοίταξε προς τα κάτω, σα να συμβουλευόταν τις ανύπαρκτες σημειώσεις της. Και μετά βέβαια, θυμήθηκε ότι δεν είχε βγάλει τις σημειώσεις της οπότε σηκώθηκε για να τις φέρει.

«Στην πολιτική σου διαμόρφωση επέδρασε, υποθέτω, η συμμετοχή στις καταλήψεις των σχολών και στις αντιφασιστικές διαδηλώσεις. Ξεχνάω κάτι;» ρώτησε ενώ καθόταν πάλι στη θέση της.

«Ναι. Ξεχνάς τα σημαντικότερα. Τις συναυλίες», επισήμανα.

«Εννοείς τις συναυλίες για την υποστήριξη των καταλήψεων ή για την αποποινικοποίηση, τους αντιρρησίες συνείδησης και τέτοια;»

«Όχι. Εννοώ τις κανονικές συναυλίες -που ανέβαιναν κάτι τύποι εγχώριοι ή αλλοδαποί στη σκηνή και γινόταν μακελειό».

«Αυτές πώς επηρεάζουν την πολιτική και κοινωνική σου τοποθέτηση;»

«Όπως ακριβώς οι γενικές συνελεύσεις επηρεάζουν την κινηματική πρακτική».

Σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε σκεπτική.

«Δεν είμαι σίγουρη ότι βγάζουν νόημα όλα αυτά», είπε.

«Εγώ απεναντίας είμαι σίγουρος ότι δεν βγάζουν», χαμογέλασα.

«Δηλαδή, ας πούμε, μου κάνεις πλάκα τώρα;»

«Όχι -μιλάω ειλικρινά. Έτσι έγιναν τα πράγματα», διαμαρτυρήθηκα.

Έκλεισε τη μαγνητοφώνηση εκνευρισμένη.

«Πες μου μια από αυτές τις συναυλίες», ζήτησε.

«Στην τύχη;»

«Ναι, στην τύχη».

«Policeστο Σπόρτινγκ», είπα χωρίς να σκεφτώ.

«Και πώς αυτή η συναυλία με ένα συγκρότημα εντελώς απολιτίκ…» ξεκίνησε να λέει.

«Ήταν η πρώτη συναυλία ξένου συγκροτήματος μετά από χρόνια. Πήγαμε με την αγωνία του παρθένου στο μπουρδέλο. Οι μπάτσοι μας περίμεναν από τον Ηλεκτρικό μέχρι το Κλειστό -φάγαμε ξύλο ανελέητο. Φάγαμε και ξύλο από κάποιους που δεν ήταν μπάτσοι αλλά δε γούσταραν τα μούτρα μας, ή ήθελαν να αρπάξουν κάνα εισιτήριο, ή ήταν Αεκτζήδες, Παναθηναϊκοί, Ολυμπιακοί, τρέχα-γύρευε… Όταν βγήκαμε από εκεί μέσα, ήμασταν αποφασισμένοι ότι δεν επρόκειτο να την πατήσουμε την επόμενη φορά. Ξεφύτρωσαν συγκροτήματα μεταξύ μας, μαγαζιά για να παίζουν τα συγκροτήματα, γιάφκες που πρόβαραν τα συγκροτήματα… Καταλαβαίνεις πού το πάω;»

Ένευσε ότι καταλάβαινε.

«Θα μου βάλεις λίγο κρασί ακόμα;» ζήτησε αφήνοντας το σημειωματάριο στην άκρη.

Αυτά με τη συνέντευξη… σκέφτηκα.

 

Πήγα στην κουζίνα, έβγαλα το μπουκάλι από το ψυγείο κι επέστρεψα κοντά της για να γεμίσω το ποτήρι.

«Άστο καλύτερα εδώ -να μην πηγαινοέρχεσαι», μου πρότεινε.

Το άφησα.

 

Γεμίζοντας το δικό μου ποτήρι (φυσικά έφερα και το δικό μου μπουκάλι για να υπάρχει πρόχειρο) την κοίταξα.

«Λοιπόν, Δήμητρα, μου φαίνεται ότι δεν τα πήγα πολύ καλά», είπα.

«Μάλλον εγώ έχω πιάσει λάθος το θέμα…» μουρμούρισε.

«Δε φταις εσύ -είναι εκείνη η δεκαετία… Από όπου κι αν την πιάσεις, γλιστράει», της εξήγησα.

«Σε είχα δει στην κατάληψη του Λυκείου… Πότε ήταν; ’80; ’81; Ο Σπήλιος πήγαινε ακόμα Γυμνάσιο, ήταν αντίθετη βάρδια από εσάς τους μεγαλύτερους, αλλά με πήρε μια μέρα μαζί του για να δούμε τι γίνεται», ξεκίνησε να λέει.

«Εσύ υποθέτω νηπιαγωγείο;» ρώτησα.

Γέλασε.

«Πρώτη Δημοτικού…»

«Δύσκολη τάξη, απαιτητική», κορόιδεψα.

«Είχατε κλείσει την καγκελόπορτα με θρανία και πάνω ήταν σκαρφαλωμένοι διάφοροι που φώναζαν, είχαν κι ένα κασετόφωνο που έπαιζε άθλια μουσική…» συνέχισε.

«Πουλόπουλο να υποθέσω;» αναρωτήθηκα.

«Πανκ να υποθέσεις», με γείωσε. «Τέλος πάντων, εσύ ακουμπούσες στα κάγκελα δίπλα στη μεγάλη πόρτα και κάπνιζες. Στο πεζοδρόμιο απέξω ήταν κάμποσοι καπελάκηδες που κουβέντιαζαν με γονείς ή περαστικούς… Τα παιδιά πάνω στα κάγκελα έβριζαν τους καπελάκηδες, ξέρεις, όσο είστε μπάτσοι θα είμαστε απάτσι, τέτοια… Εσύ στεκόσουν αμίλητος, δεν κούναγες ούτε βλέφαρο και κοίταζες στην άλλη πλευρά από εκεί που γινόταν το νταβαντούρι -το θυμάσαι;»

Το θυμόμουν. Είχα μπλοκάρει ένα άνοιγμα στα κάγκελα και κοίταζα στην πλευρά που υπήρχε μια μικρή πορτούλα με κλειδαριά της πλάκας, περίμενα πότε θα πάρουν χαμπάρι οι μπασκίνες και θα τη σπάσουν να μπουν μέσα. Τελικά δεν μπήκαν -βγήκαμε μόνοι μας…

«Όχι δεν το θυμάμαι», της είπα.

«Ο Σπήλιος σε χάζευε λες κι έβλεπε κανέναν σούπερσταρ. Είχε έρθει πιο κοντά σου για να δει τις κονκάρδες του μπουφάν σου, νομίζω ότι από τότε ξεκίνησε να ακούει πανκ και νιού γουέιβ».

«Αλλά μέχρι το πανκ έφτανε το μυαλό του», παρατήρησα.

«Πες το ψέματα», γέλασε γεμίζοντας το ποτήρι της.

Μετά το κατέβασε μονορούφι -κοίταξε το μπουκάλι.

«Γίνεται να το γυρίσω στο δικό σου; Γιατί δε βλέπω να μας βγάζει για πολύ ακόμα το κρασί», μου ζήτησε απλώνοντας τα πόδια της στον καναπέ.

Πάει να πει, ότι δεν σκοπεύει να την κάνει γρήγορα από εδώ μέσα, σκέφτηκα.

«Σκέτο ή με τόνικ;» ρώτησα.

«Σκέτο. Πάντα», χαμογέλασε και σηκώθηκε.

Την είδα να πηγαίνει μέχρι την κουζίνα, να ψάχνει τα ντουλάπια για καινούργιο ποτήρι, άρχιζε να με ενοχλεί αφόρητα η όλη φάση…

«Να φέρω κάτι και για σένα;» ρώτησε από μέσα.

«Ναι -πιάσε το κουζινομάχαιρο, θα το χρειαστώ», μουρμούρισα.

«Τι είπες;» ρώτησε φωναχτά.

«Τίποτα», απάντησα.

 

Και τότε μπήκε κρατώντας όντως το κουζινομάχαιρο -τρόμαξα στ΄αλήθεια -αλλά είχε μαζί και κάτι λεμόνια (απορώ πού τα βρήκε) συν ένα πιάτο, τα ακούμπησε στο μεγάλο τραπέζι κοντά μας και άρχισε να τα κόβει φέτες, τα λεμόνια, πριν διαλέξει ένα και το σφηνώσει στο καινούργιο ποτήρι της. Μετά το γέμισε Στολίσναγια και άραξε απέναντί μου -τα πόδια πάνω στον καναπέ, μισοξαπλωμένη, με το κεφάλι να στηρίζεται στον δεξί της αγκώνα.

«Για ποιο λόγο ήταν εκείνη η κατάληψη;» με ρώτησε.

Ήπια ακόμα μια γουλιά.

«Για κάποιο σημαντικό ζήτημα που θα αποτελούσε τη θρυαλλίδα προκειμένου να ξεσπάσει η επανάσταση», δήλωσα επίσημα.

Γέλασε.

«Κόψε την πλάκα -θυμάσαι για τι ήταν;»

Σταύρωσα τα πόδια μου κι ακούμπησα τον δικό μου αγκώνα στο αριστερό μου γόνατο.

«Μας είχαν απαγορεύσει να πάμε στην πορεία του Πολυτεχνείου. Κάποιοι πήγαν και την επόμενη μέρα, εκτός από την απουσία, πήραν και αποβολή», είπα σιγά.

«Και πού κατάληξε όλο αυτό;» ζήτησε να μάθει.

«Ακύρωσαν τις αποβολές κι έληξε η κατάληψη».

«Τα καταφέρατε δηλαδή», χαμογέλασε.

«Σχεδόν. Βλέπεις… Μετά ανακάλυψαν ότι είχαν γίνει κάτι ζημιές στο κτίριο και φώναξαν την αστυνομία. Έπεσαν κάποιες μηνύσεις, έγινε κι ένα δικαστήριο, έφαγε δυο μήνες με αναστολή το προεδρείο…»

«Ενδιαφέρον», είπε σκεπτική.

«Λοιπόν, πώς το βλέπεις; Τα καταφέραμε ή την πατήσαμε;» τη ρώτησα με τη σειρά μου.

«Ποιοι έφαγαν τις αποβολές;» με ρώτησε.

«Πού να θυμάμαι, μετά από τόσα χρόνια…» έκανα σηκώνοντας τους ώμους.

Θυμόμουν βέβαια. Ο Ζόμπι, ο Κώστας που τον έλεγαν Σόλωνα, ο Πάνος το Βουνό κι εγώ. Και η Μελίνα που την είχε κάνει κοπάνα εκείνη τη μέρα, αλλά όχι για την πορεία -για να πηδηχτεί με το γκόμενό της, έναν εξωσχολικό.

«Αλλά σίγουρα θυμάσαι ποιους πέρασαν από δίκη», είπε αδειάζοντας το ποτήρι της.

«Καμιά δεκαριά άτομα», απάντησα.

«Ήσουν μέσα σε αυτούς;»

«Ναι».

Πήγε να ρωτήσει κάτι ακόμα -αλλά της έκανα νόημα.

«Ξέρεις κάτι; Τα βαριέμαι όλα αυτά…»

«Εγώ καθόλου», χαμογέλασε. «Αλλά εντάξει -ας αλλάξουμε θέμα. Τι κάνεις γενικότερα με τη ζωή σου; Γράφεις κάτι καινούργιο;»

Ασυναίσθητα κοίταξα προς το λάπτοπ, ευτυχώς ήταν κλειστό.

«Όχι -δε γράφω. Και νομίζω ότι αρκετά ασχοληθήκαμε. Προτιμώ να ακούσω για σένα», είπα γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι. Εντάξει, μπορεί να το έπαιρνε για πέσιμο, αλλά δε γαμιέται στην τελική; Αρκεί να σταματούσε την ανάκριση.

«Εξαρτάται από το τι θέλεις να μάθεις…» έκανε μισοκλείνοντας τα μάτια και κοιτάζοντάς με πονηρά (ή κάτι τέτοιο). «Τι θέλεις να μάθεις και πόσο θα έχω πιεί», συμπλήρωσε.

Κοίταξα το μπουκάλι, ήμασταν ακόμα πάνω από τη μέση.

«Ας αρχίσουμε από τα γκομενικά», της ζήτησα με τη λεπτότητα που πάντα δεν με διέκρινε.

«Χμμ… αυτό θα μπορούσα να το θεωρήσω…» δίπλωσε τα πόδια της ώσπου αυτά ακούμπησαν στο στήθος της.

«Να το θεωρήσεις σαν κουβέντα να γίνεται», είπα κοφτά. «Είσαι αδελφή του Σπήλιου, άρα, οικογένεια».

«Εσύ κι ο Σπήλιος οικογένεια;» ξεκαρδίστηκε.

«Εντάξει -κάθε οικογένεια έχει και το μαλάκα της, δεν τα διαλέγεις αυτά», απάντησα.

«Ναι ε;»

 

Άναψα τσιγάρο -το πράγμα πήγαινε πολύ άσχημα. Λάθος, το πράγμα πήγαινε πολύ όμορφα αλλά πολύ άβολα. Σε Κ.Σ. θα πήγαινα να καθίσω δίπλα της, μου είχε ήδη κάνει χώρο μαζεύοντας τα πόδια, και θα περνούσα το χέρι μου πάνω από τους ώμους της. Μετά θα έμπαιναν τα βιολιά και μετά θα έβγαιναν τα ρούχα. Σε Κ.Σ. που θα πει σε Κανονικές Συνθήκες, όπως θυμάσαι.

Αντί γι΄αυτό, της ξαναγέμισα το ποτήρι -το σήκωσε ψηλά, μου ευχήθηκε και το κατέβασε μονορούφι. Εντυπωσιακό. Δεν τη μιμήθηκα.

«Ήμουν παντρεμένη για κάποια χρόνια και μετά χωρίσαμε -ξέρεις, δεν ταίριαζα στο σενάριό του…» είπε.

«Όπου σενάριο…» αναρωτήθηκα.

«Παιδιά, σπίτι στα προάστεια, δυο αυτοκίνητα, ερωμένη…» γέλασε. «Εντάξει, αυτό με την ερωμένη έπαιξε για ένα διάστημα -δηλαδή τα έφτιαξα με μια συνάδελφό του και εξαφανιστήκαμε για κάνα μήνα στη Μάλτα, αλλά νομίζω ότι τελικά απλώς ήθελα να τον ξεφορτωθώ», παραδέχτηκε.

Υπέροχη η κυρία…

 

Ήπια το υπόλοιπο ποτό μου αλλά βαριόμουν να φέρω τόνικ, οπότε έβαλα μια δόση Στολίσναγια και την περίμενα να συνεχίσει.

«Τώρα ζω μόνη σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο, παλεύω αυτό το διδακτορικό και δουλεύω σε δυο-τρεις ιστοσελίδες, υλατζού. Πιο παλιά ήμουν σε περιοδικά, πέρασα κι από μια εφημερίδα…»

«Και από την τηλεόραση», είπα καθώς θυμήθηκα τη συνέντευξη που μου είχε ζητήσει πριν χρόνια.

«Ναι -για κάνα δυο χρόνια, υπεύθυνη σύνταξης σε μια καθημερινή εκπομπή. Εκεί γνώρισα το Χάρη…»

«Χάρης;»

«Ναι, ένας καργιόλης παντρεμένος με δυο παιδιά. Μου την έπεσε, του έκατσα λόγω βαρεμάρας αλλά μετά την είδε σε συνέχειες την υπόθεση. Κάπως έτσι τελείωσε η τηλεοπτική μου καριέρα».

Άδειασε ακόμα ένα ποτήρι μονορούφι -το μπουκάλι έπεφτε πολύ κάτω από τη μέση όσο ξαναγέμιζε.

 

Κατέβασε τα πόδια της από τον καναπέ και έγειρε προς το μέρος μου.

«Σε είχα δει στη δίκη, όταν πιάσανε το Σπήλιο», είπε σιγά.

«Καλά, δεν έχει σημασία», έκανα ενοχλημένος και γέμισα το ποτήρι μου.

Κατέβασε το δικό της μονορούφι, μετά σηκώθηκε από τον καναπέ, ανέβηκε πάνω μου όσο καθόμουν ακόμα στην πολυθρόνα και με φίλησε. Το στόμα της δεν είχε την ξινή γεύση του κρασιού, η Στολίσναγια φροντίζει να τα κρύβει όλα, μαζί με τις αναστολές και τις δικαιολογίες. Τη φίλησα κι εγώ διστακτικά κι έτσι περάσαμε κάμποση ώρα.

Μετά την έσπρωξα απαλά και την ένιωσα ελαφριά σαν συνείδηση μωρού. Πέρασα το ένα μου χέρι πίσω από την πλάτη της και το άλλο κάτω από τα γόνατά της, τώρα ήταν η ώρα του ακροβατικού. Σηκώθηκα πατώντας πρώτα στις φτέρνες και μετά στα πέλματα, ένιωσα τη μέση μου να διαμαρτύρεται -βασικά, φοβόμουν περισσότερο το αριστερό μου γόνατο που είχε διαλυθεί από κάτι σαβούρδες με τη μηχανή…

Κρατώντας τη στην αγκαλιά μου πήγα στην κρεβατοκάμαρα, την απόθεσα στο στρωμένο κρεβάτι, με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.

«Έλα», μου ζήτησε.

«Μισό λεπτό», είπα.

Πήγα μέχρι τη ντουλάπα, έβγαλα μια κουβέρτα και τη σκέπασα με αργές κινήσεις. Μέχρι να τελειώσω είχε αποκοιμηθεί. Το κάνω αυτό στις γυναίκες -τις ρίχνω ξερές.Εύκολα…

 

Έβγαλα ακόμα μια κουβέρτα κι ένα εφεδρικό μαξιλάρι, πήγα στον καναπέ, ξάπλωσα, βούλιαξα μέσα στο άρωμά της και θύμωσα πολύ με τον εαυτό μου.

 

Βρήκα το τηλεκοντρόλ κι έβαλα μια καινούργια σειρά με κάτι καργιόληδες που ήθελαν να φτιάξουν μια εταιρεία και να τ΄αρπάξουν χοντρά, τέλειωσα το μπουκάλι της Στολίσναγια τέσσερα επεισόδια πριν με πάρει ο ύπνος.

Αυτά έγιναν εκείνο το βράδυ.



[1]«Atmospherics» TomRobinson

[2]«Cannibal’s Hymn» Nick Cave and the Bad Seeds

[3]«She’s like heroin to me” The Gun Club

Viewing all 138 articles
Browse latest View live